Η λίστα ιστολογίων μου

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Α.Ρ.Δ. Ή ολογράφως: Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι! Ένα αρτικόλεξο από το μακρινό 1946...




Στους Αχιλλέα και Νίκο που σίγουρα δεν είναι ούτε αλήτες, ούτε ρουφιάνοι....

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '90, αν θυμάμαι καλά, δόνησε στις αναρχικές πορείες τους δρόμους της μητρόπολης το σύνθημα αυτό! Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι! Είχαν βιώσει στο πετσί τους οι εμπνευστές αυτού του συνθήματος, οι Αναρχικοί, τη ρουφιανιά αυτού του ρυπαρού αιμοδότη κλάδου της εξουσίας. Και αργότερα το έπιασαν στο στόμα τους πολλά κομμάτια αυτής της κοινωνίας. Και δικαίως! 

Γυρίζοντας αρκετά χρόνια πίσω, ανακάλυψα ένα διήγημα από το μακρινό 1945, στο πιο προοδευτικό περιοδικό της εποχής, τα "Ελεύθερα Γράμματα", ένα διήγημα της μεγάλης Μυκωνιάτισσας, κομμουνίστριας και τεράστιας συγγραφέα Μέλπως Αξιώτη που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει άλλο τίτλο από αυτόν που του έδωσε. Πενήντα χρόνια μετά ο ευγενικός τίτλος "Καταμερισμός δουλειάς" θα μπορούσε να είναι το παραπάνω σύνθημα! 


Καταμερισμός δουλειάς 

Μας ήρθε τις προάλλες απ' την Αμερική ένας δημοσιογράφος. Δουλειά τους είναι βέβαια των δημοσιογράφων να πηγαίνουν και να 'ρχονται. Δουλειά τους είναι επίσης να ταξιδεύουν με ειδική καθορισμένη αποστολή.

Ο αιώνας του ιμπεριαλισμού κατάντησε τον άνθρωπο "καταμερισμό δουλειάς", όπως τον λένε, αξιοθαύμαστο. [...] Πάντως, ο καταμερισμός αυτός έφερε αποτελέσματα. Εχιλλιοπολλαπλασίασε τους βιομηχανικούς ρυθμούς.

Λοιπόν, ο δημοσιογράφος απ' την Αμερική ήρθε με την ακόλουθη αποστολή: Να μπει στο αεροπλάνο, να βγει στο αεροδρόμιο και να φωτογραφίσει ένα ελληνικό καμένο χωριό. Να δει όλος ο κόσμος, να πεισθεί ότι οι σύμμαχοι είναι ενήμεροι ως όρος τα ελληνικά ρημάδια. 

Ήρθε λοιπόν ο Αμερικάνος στην Αθήνα, τον συνόδευε και κι Ελληνίδα διερμηνέας. Πάνε κάπου στην τύχη. Που να πας και να μην συναντήσεις ερείπια! Πάνε κατά κείθε, στο Βόλο. Και να το, το βρίσκουν το καμένο χωριό. Βγάζει τα εργαλεία του ο Αμερικάνος, το φωτογραφίζει, πάλι στο αεροπλάνο, να γυρίσει στη βάση του.

Μόνο ότι ήταν καλοκαίρι και, να πάρει η οργή, εδίψασε. Μπαίνουν με την κοπέλα σ' ένα σπιτάκι, πίνουν. Εκεί μέσα ένα χάος.

Ένας μπόγος κουρέλια χρώμα καφέ ανοιχτό, που λέγεται τσουβάλι, είναι πεταμένος στη γωνία. Ένα παιδάκι στην κούνια. Άλλος μπόγος κουρέλια, που βγαίνουν από κάτω του δύο κιτρινιάρικα ραβδιά, κουνιέται μόλις μ' ένα αργό Ρυθμό. Είναι το πιο μεγάλο παιδί που περπατεί. Παρόμοιοι μπόγοι τριγύρω πέντε έξι. Όσα ακριβώς και τα παιδιά.

Κατά τα άλλα, γύρω απόλυτη σιωπή. Νομίζεις ότι κοιμήθηκες και μεταφέρθηκε στον ύπνο σου στην αρχαία Πομπηΐα, την ώρα που την κεραυνωσε η λάβα του Βεζούβιου.

Κρεβάτι, κάθισμα, τραπέζι, κανένα όρθιο πράμα, που λέγεται έπιπλο μέσα στο σπίτι; Όχι. Τίποτα.[...]

Τσουκάλι στη φωτιά να βράζει, πόρτα να κλείνει μπροστά σου, σκέπη από πάνω σου να χωρίζει τον ουρανό με τ' άστρα απ' τη γη; Όχι, όχι, τίποτα. Πέτρες μόνο, και τρύπες, και κάτι σκουριάρες λαμαρίνες που τις χτυπά σαν ντέφι ο νοτιάς. Κατά τα άλλα, απόλυτη γύρω ερημιά. Δύο χρόνια ύστερα από τον πόλεμο.

"Πώς ζείτε;" λέει η Ελληνίδα διερμηνέας στη μάνα. "Δε σας μοιράζουν τίποτα;"

"Πώς", λέει. "Μας δίνει γάλα η Ούνρα. Μας το μοιράζουν ποτέ πότε".

Ανάμεσα απ' τις ξένες λέξεις, που ως τότε δεν τις καταλάβαινε, άκουσε μια γνωστή του ο Αμερικάνος. Κόβει τη σιωπή, ρωτά τη διερμηνέα, ακούει την εξήγηση, βγάζει το τεφτέρι του, και γράφει:

"Στο τάδε ελληνικό καμενο χωριό που ήρθα και φωτογράφισα, η  U.N.R μοιράζει γάλα".

"Δεν έχεις άντρα;" ρωτά η διερμηνέας.

"Έχω" λέει η μάνα.

"Δεν εργάζεται;"

"Λείπει".

"Που λείπει;"

"Στο βουνό".

"Τι κάνει εκεί;"

"Τον κυνηγάν. Ήταν στην Κατοχή αντάρτης".

Ο Αμερικάνος δεν ξανάκουσε καμία άλλη λέξη γνωριμή του. Δεν ξανάβγαλε το τεφτέρι του για να γράψει. Έπεσε πάλι σιωπή, γύρισε στην Αθήνα, μπήκε στο αεροπλάνο, κι έφυγε. Έφτασε στην Αμερική, άνοιξε τη βαλίτσα του, κι έβγαλε από μέσα το καμένο χωριό.

Και τώρα κάνετε γούστο που θα δημοσιευθεί με πάσα πολυτέλεια απ' την υπηρεσία του κι θα γράφει από κάτω:

"Στο τάδε ελληνικό χωριό, που φωτογράφισε επί τόπου ο ειδικός απεσταλμένος μας, η U.N.R μοιράζει γάλα.

Αλλά, στη βιομηχανία τουλάχιστον, τα σκόρπια μηχανήματα του καταμερισμού εργασίας στο τέλος συναρμολογούνται και φτιάχνουν ένα ακέραιο μηχάνημα. Στην κοινωνία όμως δε φαίνεται να είναι τόσο απαραίτητο. 

Όλοι εκείνοι οι μπόγοι σ' εκείνο το χωριό,που ήταν κάποτε παιδιά και τώρα, μέσα στα τσουβάλια, μόλις που αναπνέουν... Όλο εκείνο το χάος! Που πονούν όλοι αυτοί; Ποιος τους κατάντησε έτσι; Που είναι οι πατεράδες; Αυτά, καθώς φαίνεται, είναι άλλη υπόθεση. 
Έδω, κύριοι, βλέπετε μια τελευταίας παραγωγής "λάικα" φωτογραφία, κι έτσι η Αμερική και η Ευρώπη έχει μπροστά της όλη τη "σημερινή ελληνική πραγματικότητα". 

Έτσι γράφεται συχνά, και κάνει το γύρο του κόσμου, η αδιάψευστη, η αντικειμενική, η αδέκαστη, πλην όμως κατακρεουργημένη απ' τον πνευματικό, σκόπιμο "καταμερισμό", διεθνής Ιστορία.



Το διήγημα "Καταμερισμός εργασίας" βρίσκεται στο βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη "Καλημέρα σύντροφοι" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο προοδευτικό εξαιρετικό περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα", τεύχος 49, 15 Αυγούστου 1946 να


Διαβάστε ακόμα:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου