Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Φύλλα...




Το μπαλκόνι κύκλωνε, για την ακρίβεια έκανε μια ορθή γωνία και αγκάλιαζε τον τρίτο όροφο του σπιτιού. Του άρεσε να ακουμπάει τους αγκώνες του στο μεταλλικό κάγκελο και να χαζεύει με τις ώρες τα φύλλα των μεγάλων δέντρων που έφταναν και ξεπερνούσαν ακόμα και τον τρίτο όροφο. Μια καρυδιά, αυτή που λένε ότι μόνο ένας καλός άνθρωπος μπορεί να φυτέψει, μιας και μεγαλώνει αργά και δεν θα προλάβει να τη χαρεί ο ίδιος και κάτι λεύκες φυτεμένες δίπλα δίπλα η μία στην άλλη. Και τι χαρά κάθε άνοιξη όταν άρχιζαν να μπουμπουκιάζουν τα δέντρα. Έβγαινε κάθε μέρα στο μπαλκόνι και τα κοιτούσε να μεγαλώνουν. Τα μικρά ματάκια που έβγαζαν στην αρχή και το μεγάλωμά τους μέρα με τη μέρα. Παρακαλούσε να βρέξει για να ποτιστούν και να μεγαλώσουν γρήγορα. Κι όταν μεγάλωναν πια κι οι βροχές σταματούσαν παρακαλούσε να φυσάει για να τα βλέπει να χορεύουν και κυρίως να τα ακούει. Να ακούει τη μουσική τους! Αχ, αυτή η μουσική τους... Κι όταν σιγούσε γιατί έπαυε ο αέρας έρχονταν τα αγαπημένα του μικρά σπουργιτάκια και τα χελιδόνια να στήσουν τη δική τους συναυλία... Κι ενώ την άνοιξη όλοι ερωτευόντουσαν τα πολύχρωμα λουλούδια στις γλάστρες και  τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες και τα χαμομηλάκια στα χωράφια, αυτός, ναι, αυτός, ερωτευόταν τα φύλλα κι αυτό τους το ξαναγέννημα... Περνούσε όμως κάποτε η άνοιξη. Περνούσε και το καλοκαίρι κι ερχόταν το φθινόπωρο. Η μέρα άρχιζε σιγά σιγά να μικραίνει. Ο αέρας ψύχραινε και σταματούσε να είναι πια ευλογία όπως ήταν τις ζεστές μέρες. Τα μπάνια τελείωναν, τα παγωτά λιγόστευαν στα ψυγεία των περιπτέρων, τα σχολεία ξεκινούσαν και το χασομέρι στο μπαλκόνι έπρεπε να σταματήσει... Από μικρός έπρεπε να μπει δυνατά στο στίβο της ζωής... Και μόλις είχε αρχίσει να ανακαλύπτει το όνειρο έπρεπε να το διακόψει βίαια για να γεμίσει το κεφάλι του με τους ορθολογισμούς που έγραφαν τα χαρτιά... Κι όπως έπρεπε  να γυρίσει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, λες κι η απόλαυση της ζωής και το όνειρο είναι κατεργαριά, έτσι και τα φύλλα ξεκινούσαν κι αυτά το ταξίδι τους από τα κλαδιά για το χώμα. Να θαφτούν για να γίνουν λίπασμα για τα επόμενα, όπως θάβετε κι η ζωή από τους καταναγκασμούς αυτού του κόσμου που ζούμε... Παρόλα αυτά θα ξέκλεβε λίγο χρόνο ακόμα και τον χειμώνα για να κοιτάζει από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που μεγάλωνε τα ξερά κλαδιά. Περιμένοντας την επόμενη άνοιξη  για να τα δει πάλι να μεγαλώνουν...  Τα χρόνια περνούσαν κι η συνήθεια αυτή δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Νόμιζε μάλιστα ότι, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, που έδινε τόση μεγάλη σημασία στα φύλλα και τον κύκλο της ζωής τους. Νόμιζε λάθος μέχρι που έπεσε πάνω σε αυτόν το γλυκό Πειραιώτη ποιητή του προπερασμένου αιώνα. Που λάμπρυνε και χρωμάτισε πορφυρά τα γράμματα μας. Τα τόσο πολύτιμα γράμματα μας. Γιατί από αυτά κατάλαβε ότι, στο ταξίδι των συναισθημάτων και στο ταξίδι στο όνειρο, δεν είναι μόνος στη γη... 


ΦΥΛΛΑ

Φύλλα απ' τ' αγέρι του βουνού ξελλογιασμένα πάλι,
Κανένα δεν αγάπησα στον κόσμο εγώ λουλούδι
Ωσάν εσάς, που σμίγετε και τραγουδάτε αγάλι 
Τ' αξέννοιαστό σας, το τρελλό μέσα στο φως τραγούδι.

Ολ' η ζωή σας είν' αυτό! Το λέτε νύχτα-μέρα
Το λέτε απάνω στα βουνά και στη θλιμμένη χώρα 
Το λέτε δίπλα στο γιαλό, στον κάμπο πέρα ως πέρα,
Και τέλος, σαν ξανάρχεται του φθινοπώρου η μπόρα, 

Σαν έρχεται και σας μαδά και σας κυλά στο χώμα
Εσείς εκεί που πέφτετε και φεύγετε και πάτε,
-Ω! πως να μη σας αγαπώ; -που εσείς και τότε ακόμα
Ενώ σκορπάτε, αξέννοιαστα σαν πριν το τραγουδάτε!

Λάμπρος Πορφύρας

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1894-1932) 
ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος: 11 Νοεμβρίου 1990




Έπαιρνε συχνά το πλοίο της πρώην άγονης γραμμής, όταν ακόμα το γκαράζ του γέμιζε με κανονικά και «ταπεινά» αυτοκίνητα και, πριν οι δρόμοι του να αρχίζουν να γεμίζουν από θηριώδη τζιπ με τους ξιπασμένους νεόπλουτους οδηγούς τους. Ωραίο μέρος για λίγες μέρες ήσυχων διακοπών. Κάθε φορά που ξεκινούσε από το Λαύριο φρόντιζε να καθίσει στην αριστερή πλευρά του καταστρώματος. Για να είναι πιο κοντά. Να έχει όσο πιο άμεση οπτική επαφή με το στενόμακρο κομμάτι γης που επρόκειτο να συναντήσει... Το Μακρονήσι... Και κάθε φορά το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι. Η ίδια συγκίνηση... Μόλις αντίκρυζε τα πρώτα βράχια σηκωνόταν. Ακουμπούσε το χέρι του στην κουπαστή. Είχε την ανάγκη να κρατηθεί από κάπου... Κι ας είχε πλησιάσει κι άλλες, πολλές φορές σε αυτό. Το παράπονο του ήταν ότι ποτέ δεν πάτησε τα Άγια χώματα του... Όχι, δεν ήταν το νησί κάποιου Άγιου. Ήταν ένα από τους μικρούς ξερότοπους που «έζησαν» χιλιάδες Άγιοι... Πραγματικοί κι όχι οι μεταφυσικοί απατεώνες των θρησκειών... Ακουμπούσε λοιπόν το χέρι του... Στα μάτια του το απαραίτητο αξεσουάρ του καλοκαιριού. Ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ηλίου. Κάθε άλλο όμως τα φορούσε για να προστατέψει τα μάτια του από τον ήλιο. Τα φορούσε για να κρύψει από τα αδιάκριτα βλέμματα των γύρω του τα δάκρυα του... Έσφιγγε την αριστερή γροθιά του, την ακουμπούσε στην καρδιά του διακριτικά και σιγοψυθίριζε τη Διεθνή. Κάθε φορά, κάθε χρόνο, σε κάθε ταξίδι, στο πήγαινε και στο έλα. Αυτός ήταν ο τίτλος τιμής, το μεγάλο ευχαριστώ σε όσους εξορίστηκαν εκεί για έναν καλύτερο κοσμο. Και τελειώνοντας το τραγούδι των καταπιεσμένων σαν να έβλεπε τους γερόντους να κάθονται εδώ στη Μακρόνησο στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα, σαν πέτρινα λιοντάρια στην μπασιά της νύχτας... Τους γερόντους αυτούς, που άρπαξε από τα σπίτια τους στις πόλεις και την ύπαιθρο το μοναρχοφασιστικό καθεστώς, οι συνεργάτες των Ούννων, επειδή τα παιδιά τους βγήκαν για άλλη μια φορά στο βουνό...


Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές 
γερόντοι απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη,
και πιο πάνω απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία,
λιγνοί γερόντοι χοντροκόκαλοι μ' άσπρα μουστάκια και φλοκάτες-
μυρίζουν σβουνιά  και χωράφι,
μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου,
στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων,
μιλάνε λίγο, δε μιλάνε καθόλου,
ωστόσο πότε-πότε το βλέπεις που 'χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια,
μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ' το χώμα και τηράνε πίσω απ' τους ώμους μας.

Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι,
όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουτοαποθήκες του Μεσολλογγιού.

Και τότες πια δεν ξέρεις έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι, 
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν' ανάψουν το φυτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ' άδικο. 
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο,
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας, 
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους, 
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή, 
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν τ' αστροπελέκι.