Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Λυπάμαι... (28 Οκτωβρίου 1940...)




Στη μνήμη των δύο παππούδων και των δύο γιαγιάδων μου...

Κάθε φορά που ξημερώνει 28η Οκτωβρίου θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει, τέτοια μέρα κάθε χρόνο σκέφτομαι τον παππού σου... Κι εγώ κάθε χρόνο τέτοια μέρα θυμάμαι και τους δυο μου παππούδες. Ποιος ξέρει πως μπορεί να υποδέχτηκαν την είδηση του πολέμου. Με ενθουσιασμό; Με φόβο; Να φαντάζονταν άραγε τι θα αντιμετωπίσουν; Τους σκοτωμούς. Το κρύο που θα τους πάγωνε μέχρι και την ψυχή. Όχι, ο πόλεμος δεν είναι μόνο «ηρωισμός». Ούτε μόνο οι μάχες. Είναι κι οι ατελείωτες ταλαιπωρίες της καθημερινής ζωής. 

Κάθε χρόνο σκέφτομαι λοιπόν, πως από την ορεινή Πελοπόννησο να έφτασαν στην Ήπειρο; Κι αργότερα, την άνοιξη του 1941, με τι ηθικό να γύρισαν; Τον τρόπο τον ήξερα. Και τον είχα διαβάσει και τον είχαν ακούσει τα παιδικά μου αυτιά από τις διηγήσεις. Με τα πόδια από την Αλβανία στην Τρίπολη... Όπως όλοι οι φαντάροι. Με τις ατελείωτες στερήσεις, την ατέλειωτη πείνα, το ατελείωτο περπάτημα... Την ώρα που η ελίτ της χώρας την κοπανούσε και η αστική τάξη κοιτούσε να τα βρει με τα νέα της αφεντικά. Φαντάζομαι την ώρα που χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού τους και τις γιαγιάδες μου να τους αντικρύζουν στο πλατύσκαλο του φτωχικού σπιτιού. Αδύνατους, βρόμικους, ταλαιπωρημένους, συγκινημένους. Πόσο καιρό   θα τις έπνιγε η αγωνία για το αν ήταν ζωντανοί ή θαμμένοι κάτω από τα χιόνια σ' ένα βουνό της Αλβανίας. Πόσους μήνες θα είχαν να λάβουν νέα τους... Προσπαθώ να φανταστώ εκείνες τις αγκαλιές της ξαναντάμωσης που θα κράτησαν μια αιωνιότητα... Γι' αυτό ίσως κι αυτός ο θρήνος όταν μετά από χρόνια τους έχασαν. Κι αυτή η επιμονή στα μαύρα που εγώ δεν καταλάβαινα... Άλλοι καιροί. Σκληροί. 

Ναι. Ο πόλεμος δεν είναι μόνο η «δόξα»...

Είναι κι η στιγμή που ο ένας μου παππούς ανέβαινε σ' ένα ύψωμα και γύρω του έσκαγαν παντού όλμοι και οβίδες...

Είναι κι η στιγμή που ο άλλος μου παππούς, ένα ολόκληρο βράδυ καθώς κοιμόταν σ' ένα παγωμένο βουνό, δίπλα δίπλα κι όσο πιο κολλητά μπορούσε σ' έναν συμπολεμιστή του, ξύπνησε το πρωί και τον σκούντηξε για να σηκωθεί κι αυτός. Μία, δύο τρεις... Κι ο παγωμένος του σύντροφος, αυτός, που όλο το βράδυ του κολλούσε για να ζεσταθούν, ήταν νεκρός...

Τον έναν παππού μου τον έχασα όταν ήμουν επτά χρονών. Ακόμα τον θυμάμαι ν' ανασηκώνεται για να αποχαιρετήσει τα εγγόνια του σ' ένα δωμάτιο ενός μίζερου επαρχιακού νοσοκομείου. Λίγες μέρες μετά, από τα μαύρα ρούχα των γονιών μου, θα καταλάβαινα και θα ρωτούσα με μια βεβαιότητα που θα προτιμούσα να μην είναι πραγματική. Πέθανε ο παππούς;

Τον άλλο μου τον παππού τον έχασα στα είκοσι μου χρόνια. Σαν παιδί με απασχολούσαν τα παιχνίδια μου. Σαν έφηβο, οι εφηβικές μου ανησυχίες. Ρώτησα κάποια πράγματα για εκείνη την εποχή. Λίγα. Μπορεί κιόλας να αποθαρρυνόμουν από τους λιγομίλητους ανθρώπους για εκείνα τα γεγονότα.

Και τώρα που μεγάλωσα λυπάμαι που δε ρώτησα περισσότερα κι αφήνομαι στα βιβλία να μάθω για εκείνη τη μεγάλη μέρα, για τη ζωή τους εκείνη τη χρονιά... Τη ζωή των αντρών στο Μέτωπο και των ακόμα πιο γενναίων και δυνατών γυναικών στα σπίτια... Λυπάμαι πολύ...

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Η αυλή...



Και πάλι στον Γ. Σεραφίνο...


Κάθονταν στην αυλή. Για την ακρίβεια στο ταβερνάκι που φιλοξενούσε η παλιά αυτή η αυλή του κέντρου της Αθήνας στου Ψυρρή. Απολάμβαναν τη σκουρόχρωμη βαρελίσια ρετσίνα και χάζευαν τα δωμάτια, όμοια με αυτά, που τόσες φορές είχαν δει μικροί στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν τόσο στενή, που ο σερβιτόρος, πραγματικός σωσίας του ηθοποιού Στιβ Μακ Κουίν, ίσα που χωρούσε να κάνει το νευρικό του πέρασμα για να σερβίρει τους μεζέδες. Οι συναντήσεις τους σε καφενεία, όπως άλλωστε και οι περιπλανήσεις τους - ντεριβέ τις ονόμαζαν έτσι για να θυμηθούν τα αφελή καταστασιακά διαβάσματά τους πιτσιρικάδες - πάντα εκτός από πολιτική, η συζήτηση εκτεινόταν ακόμα πιο πολύ στη λογοτεχνία. Ήταν η κοινή τους αγάπη! Αμετανόητοι αναγνώστες! Πλάταιναν συνεχώς τους ορίζοντες τους παρακινώντας ο ένας τον άλλο! Πόσες φορές ήταν που, χαμογελώντας συνωμοτικά, άνοιγαν με τρόπο την τσάντα τους και έβγαζαν ένα μικρό εξαντλημένο θησαυρό, ένα διαμαντάκι που είχε παραπέσει σ' ένα σκονισμένο πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου και μοιράζονταν τη χαρά τους! Το ίδιο και με αυτά που έγραφαν. Με την ίδια αγωνία περίμεναν την απόκριση του φίλου τους! 

Χαζεύοντας λοιπόν την αυλή που κάθονταν, ο Γ. Σεραφίνος, που πρώτη φορά την επισκεπτόταν, μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά από τα τραγούδια που άκουγε κι από τη γλυκιά ρετσίνα, θυμήθηκε την αυλή που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα είκοσι πέντε του χρόνια ο μεγάλος στιχουργός της φτωχολογιάς. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος! Τους ήρθαν στο νου λοιπόν, τα δύο από τα πιο χαρακτηριστικά βιβλία για τη δεκαετία του '40 και τη ζωή του βασανισμένου λαού στο κέντρο της Αθήνας. «Τους παλιούς συμμαθητές και τον γλεντζέ που πίνει γάλα»... Κι όλα αυτά, με αφορμή την αυλή που έτρωγαν κι έπιναν, ενώ το βλέμμα και η φαντασία τους περιπλανιόταν στα καμιά δεκαπεντάρια δωματιάκια που μέσα τους πόνεσε και μάτωσε η φτωχολογιά... Μεταφέρθηκαν στην οδό Φωκαίας 18 στην πλατεία Κυριακού, που δουλικά ονομάστηκε πλατεία Βικτωρίας για να τιμήσει μια κάποια βασίλισσα της Αγγλίας, στην αυλή και στη γειτονιά που τόσο τραγουδήθηκε από τους στίχους του και διαβάστηκε μέσα από αυτά τα δύο ονειρικά του βιβλία... 

Αργότερα, γυρίζοντας σπίτι, θα άνοιγαν κι οι δύο την εισαγωγή του Αντώνη Σαμαράκη στο ένα από τα δύο βιβλία. Η αυλόπορτα της οδού Φωκαίας 18 άνοιγε δειλά δειλά...


Τον είχε βάλει στη σκάφη η μάνα του, να πάει καθαρός αύριο πρωί στην εκκλησία.

«Σιγά ρε μάνα, σιγά. Με το μαλακό. Εντάξει, είπαμε μα μπω πρωί πρωί στη σκάφη να μου ρίχνεις με την κατσαρόλα ζεστό νερό να πλυθώ αλλά όχι κι έτσι. Εσύ το ρίχνεις καυτό, με ζεμάτισες, γαμώτο!»

Του δίνει δυο γερές στον κώλο, του χώνει και μια τσιμπιά, μα τι τσιμπιά! Αρχίζει, λοιπόν. και αυτός, τσίτσιδος, να σουτάρει στη σκάφη ένα, δύο, τρία, τέσσερα σουτ, συρτά, γωνιακά. Πάει το νερό, «πλάτσα πλούτσα» χύνεται όλο έξω, μούσκεμα το σαρακοφαγωμένο ξύλινο πάτωμα. όλα αυτά στο ένα και μόνο δωματιάκι στη μικρή αυλή. άλλα εφτά δωμάτια γύρω γύρω, άλλες εφτά οικογένειες - η δική τους: ο Παναγιώτης, ο πατέρας, η Λίζα, η μάνα, ο Γιάννης. ο τέσσερα χρόνια μικρότερος αδερφός του και ο ίδιος.

Βέβαια, το δωμάτιο τους με την πόρτα ανοιχτή και τα άλλα δωμάτια σχεδόν πάντα το ίδιο. Το θεατράκι της αυλής είναι γεμάτο μέρα νύχτα, θεατές και ακροατές. Τα πάντα παίζονται δημόσια· ε, είναι και κάτι ώρες, εννοείται, ιδιαίτερες, που λένε· αλλάζει τότε το σκηνικό. Ειδάλλως, πόρτες και καρδιές ανοιχτές. [...]

Φωκαίας 18, εκεί που γεννήθηκε κι έζησε ως τα είκοσι πέντε του χρόνια. Σ' αυτόν το μικρό, στενό δρόμο που πιάνει από την Αριστοτέλους και τερματίζει στην Αλκιβιάδου. Δυο βήματα από την αρχή της Φωκαίας είναι η πλατεία Κυριακού, όπως λεγόταν τότε αυτή η όμορφη πλατεία της Αθήνας - αργότερα, μετονομάστηκε σε πλατεία Βικτωρίας για να τιμηθεί η εν λόγω βασίλισσα της Αγγλίας, παρόλο που δεν είχε καμιά σχέση με την Ελλάδα. Φωκαίας 18. Μια ψυχρή, απρόσωπη πολυκατοικία υψώνεται τώρα, πάει πια εκείνην η τόσο ζεστή ανθρώπινη, πού ανθρώπινη αυλή. Μονάχα στον ακάλυπτο χώρο πίσω από το υπόγειο μια μικρή αυλή, τρία επί τρία. Και πάνω από την αυλή, ο κοφτός αμείλικτος τοίχος της αντικρινής πολυκατοικίας. Μα, καλά, πως τα ήξερε όλα αυτά, αφού τόσα χρόνια έμενε αλλού, στην άλλη άκρη της Αθήνας; Ας είναι καλά ο Νησιώτης, ο παλιός συμμαθητής του στο Γυμνάσιο, το Β' Αρρένων Αθηνών, Χέυδεν και Αχαρνών. Πάτος στα μαθήματα ο Νησιώτης, πρώτος, όμως, στο μάθημα της μπάλας. Έξω αριστερά έπαιζε. [...]

Η αποστολή του ήταν να περνάει από την πολυκατοικία τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα, μη δει και νοικιάζεται ή πωλείται κανένα διαμέρισμα. Γιατί είχε το σχέδιο του: να ξαναμπεί επιτέλους στον ίδιο χώρο που γεννήθηκε κι έζησε τόσα χρόνια, χώρο αλλιώτικο πια, αλλά εκεί θα ξαναγινόταν παιδί, θα ξανάβρισκε το παιδί που είχε πάντα μείνει.

Η Ραία, η Υακίνθη, ο Νότης, ο γιος του από τον πρώτο του γάμο με τη Μάιρα, δεν είχαν ιδέα για το σχέδιο του. Μονάχα ο ίδιος θα πήγαινε στο κρησφύγετο του [...]

Οπότε, του τηλεφωνεί ένα απόγευμα ο Νησιώτης. « Επείγον, πρέπει να σε δω τώρα, σε περιμένω στο γνωστό καφενείο». Λοιπόν, θρίαμβος, νοικιάζεται για ένα χρόνο το υπόγειο, ένα δωμάτιο, χολ, μπάνιο, κουζινίτσα και μικρή αυλή δική του στον ακάλυπτο, δική του αποκλειστικά. Α, η είσοδος επί της Φωκαίας, ώστε κατευθείαν μέσα.

Πρεμιέρα απόψε. Η καρδιά του φτεροκοπάει από τη συγκίνηση. Δεν το πιστεύει ακόμα,

Το δωμάτιο δεν είναι τώρα άδειο, γεμίζει σιγά σιγάμε τις μνήμες από τα ωραία εκείνα χρόνια που ήταν παιδί. Την πόρτα που βγάζει στην αυλή την έχει βαφτίσει: «Εξώθυρα προς τη Φωκαίας». Στο τοίχο αριστερά, ψηλά, γράφει με μπικ:« Εδώ είναι η κληματαριά». Στο δεξί τοίχο, χαμηλά, γράφει<ς « Εδώ είναι η βρύση». Ολόγυρα του, τον περικυκλώνουν, αυτοί που έφυγαν από τούτη την άπονη ζωή.

Μια συγκίνηση κατέκλυσε τους δύο αναγνώστες. Έφταιγε η ρετσίνα; Έφταιγαν οι θύμισες που τους κατέκλυσαν για άλλη μια φορά διαβάζοντας την εισαγωγή αυτού του βιβλίου; Το όμορφο ήταν ότι σε αυτή την συνάντηση τους θυμήθηκαν αυτά τα δύο διαμαντάκια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Την ιστορία νεοελληνικής ζωής...

[Το απόσπασμα με τα πλάγια γράμματα είναι από την εισαγωγή του βιβλίου του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Είναι γλεντζές, πίνει γάλα», μια συνέχεια του βιβλίου του ίδιου « Οι παλιοί συμμαθητές», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη και αξίζουν να διαβαστούν!]

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Οι, δυστυχώς, πάντα επίκαιροι «Μοιραίοι» του μπάρμπα Κώστα Βάρναλη είναι ακόμα εδώ...




Κάποτε ο ποιητής της εργατιάς είχε λάβει μια επιστολή από ένα νέο της εποχής, τριάντα οκτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του ποιήματος «ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ». Μέσα στο νεανικό ενθουσιασμό του, ο άγνωστος αυτός επιστολογράφος, ανάμεσα σε άλλα του έγραφε με θάρρος τη γνώμη του για τους Μοιραίους.

Θα θελα ακόμα να λεγα κάτι και για τους «Μοιραίους» σου, που είναι μοιραίο - να μην είναι πια μοιραίοι. Χρειάζονται μιαν αναθεώρηση. Ξεπεραστήκανε πια. 

Δεν πίνουνε πια κάθε βράδυ στην ταβέρνα, γιατί δεν έχουν . Κ' η λατέρνα δε στριγγλίζει πια, γιατί την έδιωξε το αφηνιασμένο ραδιόφωνο. Ο γιος  του Μάζη μπορεί να ναι ακόμα στο Παλαμήσι, αλλά μπορεί να ναι και στον Άη Στράτη, ενώ η κόρη του Γιάβη δεν αποκλείεται να παραθερίζει ... στο Τρίκερι. Κ' ύστερα οι Μοιραίοι δε θα λέγανε σήμερα ότι «φταίει ο Θεός, το κεφάλι το κακό τους ή πρώτα απ' όλα το κρασί» Τώρα ξέρουνε πολύ καλά ποιος φταίει. Μόνο που δεν το λένε φωναχτά. Και λιγ' είναι εκείνοι, που «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουν, ίσως κάποιο θάμα». Πολλοί απ' αυτούς τα παίξαν ούλα, χάσανε και τώρα αναπαύονται για πάντα!...

Να χω άραγε δίκιο;

Από τότε πέρασαν κι άλλα τόσα κι ακόμα πιο πολλά χρόνια. Αλλά το εμβληματικό αυτό νεοελληνικό ποίημα εξακολουθεί να είναι δυστυχώς πάντα επίκαιρο. Όσες δεκάδες χρόνια κι αν έχουν κυλήσει από τότε που γράφτηκε... Επίκαιρο, όσο η μοιρολατρία, όσο οι κοιμισμένες συνειδήσεις, όσο το φταίει το ζαβό το ριζικό μας, θα κυριαρχούν στη συνείδηση του ανθρώπου. Όχι όμως οποιουδήποτε ανθρώπου. Αυτού όμως που πέφτει παντού και πάντα θύμα εκμετάλλευσης, αυτού που σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει μας πατεί...  

Ο ποιητής, ανταποκρίθηκε σε αυτή την όμορφη συνήθεια που είχαν οι άνθρωποι τότε και του απάντησε με πολύ σεβασμό. 

Οι μοιραίοι γραφτήκανε πριν 30 χρόνια!* Αλλά για τα έργα Τέχνης ο όρος «ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που είτανε στον καιρό του ζωντανό, που είχε αλήθεια και που ξυπνούσε συνειδήσεις.

Ξυπνημένες συνειδήσεις υπήρχανε και τω καιρώ εκείνω, όπως υπήρχανε και κοιμισμένες. Το ίδιο γίνεται και σήμερα. Το ποίημα χτυπάει κείνην τη μερίδα του λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι αυτοεγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα «θάμα». 

Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι είταν περισσότεροι και τώρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι πως υπάρχουν, υπήρχανε και θα υπάρχουνε Μοιραίοι, όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα κι όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την ομαδική «εκ των άνω» τύφλωση του Έθνους.

Και δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς γι' αυτό. Αρκεί να κοιτάξει τι γίνεται σήμερα: ότι γινότανε πριν από τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια κι ότι θα γίνεται μέχρι συντέλειας του κράτους δικαίου! Ολ' η πολιτική ιστορία του τόπου στηρίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή της μοιρολατρείας του λαού. Αν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της Ελλάδας δε ντρέπονται να παρουσιάζονται σα «σωτήρες» αυτό οφείλεται στο ότι πολύς λαός περιμένει «σωτήρες» (το θάμα!)

Δυστυχώς ολ' αυτοί, που περιμένουνε το θάμα, δεν είναι μοιραίοι· είναι και πολλοί συμφεροντολόγοι. Άλλο θέμα. Πάντως το «χτύπημα των Μοιραίων» είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα, έως ότου «ξυπνήσουμε νεκροί».

*38 για την ακρίβεια

Επίκαιρη δυστυχώς κι η απάντηση του Βάρναλη στο νεαρό της εποχής. Γι' αυτή τη μοιρολατρία γράφτηκαν σελίδες και σελίδες. Η πένα βουτήχτηκε στο μελάνι για να τη χτυπήσει. Τα μολύβια ξύστηκαν και ξαναξύστηκαν για να τη σβήσουν από τα βάθη της συνείδησης του άβουλου ανθρώπου. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής χτυπήθηκαν με μανία για να την πολεμήσουν. Ποιήματα, μυθιστορήματα, μελέτες, θεωρίες πάσχισαν να την αποτινάξουν από πάνω μας. Η «μοίρα» μας όμως δεν αλλάζει αν δεν την αλλάξουμε εμείς. Κι αυτή η σκυτάλη πρέπει να περάσει στη γενιά μας  για να χτυπήσει τα πλήκτρα του υπολογιστή της, να γεμίσει με τα σύμβολα της ελευθερίας άσπρες τυπωμένες σελίδες, μέχρι οι μέρες να πάψουν να σβήνουν μακριά μας, μέχρι να μην μπορεί σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει (να) μας πατεί, μέχρι να πάψουμε να είμαστε δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, και να προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
ολ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές. σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυρρανιέται, 
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρωτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


[Το γράμμα του νεαρού κι η απάντηση του Κώστα Βάρναλη είναι από το βιβλίο «ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΟΛΩΜΙΚΑ» των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ. Μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.]