Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Νταχάου, 29 Απριλίου 1945...




ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΕΦΡΑΣ

Στο χώμα που το λίπανεν η στάχτη των ανθρώπων,
το χερσωμένο απ' την αναλγησία,
ένα μικρό λουλούδι φύτρωσε η άνοιξη,
- τάχα να διάβηκε ανεπίστροφα ο χειμώνας; -
ένας άνθος γαλάζιος, μ' έντονη ευωδιά,
ίσως για να θυμίζει σε ποιο χώμα,
σε ποιο καμίνι - κήπο έχει βλαστήσει.

Κάποτε σ' ένα λόφο φαλακρό,
σ' ένα κρανίου τόπο,
πολύφυλλος βασιλικός είχε φουντώσει
ν' αποσκεπάσει ένα σταυρό, που ήταν να γίνει
σύμβολο για την άφατην οδύνη.

Μα εσύ, λουλούδι ευαίσθητο της τέφρας,
πως θα μπορέσεις, με τ' αναιμικά σου πέταλα,
ένα σταυρό τόσο πελώριο να σκεπάσεις,
τον πιο βαρύ, τον πλέον αιμοστάλαχτο,
που σήκωσε ποτέ του ο γιος τ' ανθρώπου;

Με δέος σε κορφολογώ
απ' το τραχύ κι άχαρο χώμα σου,
να σε μεταφυτέψω στης καρδιάς τη γλάστρα.
να σε βαγιοκλαδίζω μέρα νύχτα...
Μαζύ μου μύρια χέρια αθώρητα,
αναστημένα από τη στάχτη τους,
θα σε σκαλίζουν, θα σε βοτανίζουν·
μύριες πνοές, που απόσβησαν
και ξέμειναν στ' αγέρι, δροσοσταλίές,
θα σε ποτίζουν, να θεριέβεις.

Κάθε καρδιά και γλάστρα σου θα γίνει,
να βγάλεις ρίζα και παράριζα,
βλαστούς και παρακλάδια,
σαν κάκτος τροπικός ν' ανθομανίσεις,
ν' αποσκεπάσεις όλους τους σταυρούς
πάνω στην πλάση.
Μυριάκριβο βλαστάρι της οδύνης,
βασιλικέ του Γολγοθά,
λουλούδι του Νταχάου,
λουλουδάκι της ειρήνης.

ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ - ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Αύγουστος 1962

[ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1963]


https://www.youtube.com/watch?v=K9oXXboppqk






Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Το φως που βγήκε...







Στην Πόπη Κ...

Η καθιερωμένη απογευματινή βόλτα της καραντίνας στο Πεδίο του Άρεως έφτανε προς το τέλος της. Σ' ένα παγκάκι προς την πλευρά της λεωφόρου Αλεξάνδρας ο Γ. τελείωνε το «Άνθρωποι και σπίτια» του Αντρέα Φραγκιά. Συγκλονισμένος από τις ιστορίες των ανθρώπων μιας φτωχογειτονιάς του Πειραιά σηκώθηκε και πήρε το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Χώθηκε στα στενά του κέντρου της Αθήνας με την σκέψη και τα πόδια βαριά απ' ό,τι διάβασε σε αυτές τις τριακόσιες τριάντα σελίδες. Στ' αυτιά του η μουσική του ραδιοφώνου. Το δρομολόγιο προς το σπίτι περίπου το ίδιο. Τελευταία στιγμή όμως η ρουτίνα των ίδιων κτηρίων, των ίδιων δρόμων, της ίδια άθλιας εικόνας της πόλης τον έκαναν να κάνει μια μικρή παραλλαγή του δρομολογίου. Χάλια και αυτή η επιλογή... Ο κάθετος αυτός δρόμος οδηγούσε προς έναν μεγαλύτερο με πολλή κίνηση.

Έπιασε το δεξί πεζοδρόμιο και ξάφνου είδε να βγαίνει από μια πολυκατοικία ένας τύπος μ΄ ένα καρότσι λαϊκής γεμάτο βιβλία αφήνοντάς το δίπλα στον κάδο που βρισκόταν ακριβώς έξω από την πολυκατοικία. Κι αμέσως μετά να μεταφέρει άλλη μια κούτα. Νέο παιδί, γύρω στα τριάντα. Παρουσιαστικό που θα έλεγες ότι μπορεί να έχει μια κουλτούρα διαβάσματος... Ο Γ. τον κοίταξε περίεργα κι αυτός έπιασε το βλέμμα. 

-Τα πετάς τα βιβλία φίλε;
-Ναι, απάντησε ατάραχος αυτός.
-Μπορώ να κοιτάξω φαντάζομαι...
-Ε, ναι...

Ο Γ. έσκυψε στην κούτα, έριξε μια ματιά και παράλληλα πρόσεξε τα βιβλία που ξεχείλιζαν στο καρότσι. Αμέσως κατάλαβε ότι έπεσε σε θησαυρό. Σε πολύτιμο θησαυρό για την ακρίβεια... Δεν περίμενε τέτοιο πλούτο. Που να το φανταστεί! Όση ώρα κοιτούσε και επέλεγε ποια θα κρατήσει, ο τύπος πετούσε κι άλλα άχρηστα πράγματα που είχε αυτό το σπίτι αφήνοντάς τα μέσα στο καρότσι με τα βιβλία! Σκουπίδια και βιβλία όλα μαζί. Ο Γ. σκέφτηκε ότι μόλις θα είχε μετακομίσει σ' αυτό το διαμέρισμα και θα τα βρήκε μέσα. Δεν άντεξε και ρώτησε.

-Δικά σου είναι τα βιβλία;
-Όχι, της μητέρας μου.

Ο Γ. έμεινε άφωνος, αν και γνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές τα παιδιά είναι αυτά που πετούν ολόκληρες βιβλιοθήκες των γονιών τους στα σκουπίδια... Θλίψη... Παρόλα αυτά, άλλο να το ξέρει κι άλλο να τ' ακούει τόσο κυνικά...

-Και γιατί τα πετάς ρε φίλε;
-Τι να τα κάνω; Έχει τόσα πάνω...
-Αμαρτία ρε φίλε τα βιβλία της μητέρας σου...
-Τουλάχιστον δώσ' τα σε μια βιβλιοθήκη, σε μια δομή...

Η χαρά του Γ. για αυτόν τον απρόσμενο θησαυρό μετριαζόταν μπροστά στην άνεση που ένας άνθρωπος αφήνει τόσο πολύτιμα βιβλία στα σκουπίδια. Από το μυαλό του πέρασε στιγμιαία η δική του βιβλιοθήκη... Μετά από λίγο δισταγμό και σκέψη, αντιλαμβανόμενος τη φρίκη που προκάλεσε στον Γ., που χωμένος ανάμεσα στον κάδο και σ΄ ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο ξεψάχνιζε την κούτα, ο τύπος του είπε ότι τώρα δεν θα πάνε χαμένα...

Και κάπου εκεί η συζήτηση τελείωσε... Πέταξε μερικά σκουπίδια ακόμα κι έφυγε. Η δουλειά έγινε. Το σπίτι ξαλάφρωσε από τόσο βάρος...

Κι αν τη φρίκη διαδέχτηκε η χαρά για τα βιβλία που άρχιζαν να στοιβάζονται στο σκαλάκι της πολυκατοικίας και η σκέψη για τον τρόπο που θα μεταφέρονταν στο σπίτι μιας και δεν χωρούσαν όσα διάλεξε στην τσάντα, το δεύτερο χτύπημα που δέχτηκε ήταν ακόμα πιο καίριο! Σε τρία απ' αυτά τα βιβλία, στην πρώτη τους σελίδα, υπήρχαν χειρόγραφες αφιερώσεις στο ίδιο άτομο... Προφανώς στη μητέρα του ή στη γιαγιά του κρίνοντας από τις ημερομηνίες. «Στην Πόπη Κ.». Αφιερώσεις τρυφερές, αφιερώσεις γεμάτες κουράγιο και δύναμη... Αμέσως ο Γ. έβαλε αυτά τα βιβλία στην τσάντα του προσεκτικά για να τα προστατέψει κι αυτός δεν ξέρει από τι... Η σκουπιδιάρα δεν θα είχε ποτέ τη χαρά να τα αλέσει στο μύλο της και να τα στείλει κάπου στη Δυτική Αττική μαζί με ό,τι άλλο πετάμε οι κάτοικοι αυτής της άχαρης πόλης. Όχι κυρία Πόπη, μπορείς να είσαι ήσυχη. Η Αλκυόνη Παπαδάκη, ο Ντίνος Βλαχογιάννης και η άγνωστη φίλη σου που σου έγραψαν τόσο γλυκά λόγια μπορούν επίσης να μην ανησυχούν... Τα πολύτιμα δώρα τους είναι σε καλά χέρια! Θα διαβαστούν, θα τοποθετηθούν στο ράφι της βιβλιοθήκης με αγάπη κι ο τωρινός τους κάτοχος, ο Γ., θα φροντίσει να μην έχουν την ίδια τύχη με αυτή που παραλίγο να είχαν... Το φως που βγήκε απ' αυτή την σκοτεινή πολυκατοικία του κέντρου της Αθήνας θα συνεχίσει να φωτίζει το διαμέρισμα ενός άλλου ανθρώπου. Και πόσο όμορφο θα είναι να ζεστάνουν τα σπίτια κι άλλων ανθρώπων στο μέλλον... Όσο αντέχουν οι σελίδες τους στο πέρασμα του χρόνου...




Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Ένας χρόνος "φύλλα"...



Το μικρό αυτό το περιβολάκι των γραμμάτων κλείνει σήμερα ένα χρόνο που καλλιεργείται! Σπάρθηκε με πολλή αγάπη και με όσο καλύτερους σπόρους μπορούσε! Άνθισε, κάρπισε και πλέον λογαριάζει τη συγκομιδή του! Ανάμεσα στα μονοπάτια του, κάτω από τις φυλλωσιές του, ο αέρας σκόρπισε λόγια για βιβλία, λόγια για τους γραφιάδες τους, κουβέντες γύρω από αυτά και μικρές μικρές ιστορίες του καλλιεργητή του... Με τις πενήντα έξι αυτές αναρτήσεις τους, τα "φύλλα" ευελπιστούν ότι, έστω και λίγο, φώτισαν τις ιστορίες που θα κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο... Ο ζευγάς του θα συνεχίσει να το καλλιεργεί κι εσύ, φίλη και φίλε, κόπιασε να ξαποστάσεις και να σε φιλέψει με τα καρπίσματά του... 

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Αλκυόνη Παπαδάκη: Το πάλεμα



Ένα νέο κορίτσι, μόλις δεκαπέντε χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, εποχές δύσκολες, έκανε το δικό της πάλεμα. Έγραψε και τα έβαλε με πράγματα ιερά για την τάξη του κόσμου τότε. Τον θεό, την οικογένεια, την εκμετάλλευση. Με τους πυλώνες στήριξης και τρομοκρατίας του μετεμφυλιακού κράτους. Οι ήρωές της, απλοί άνθρωποι του λαού τα βάζουν με τους παπάδες και την υποκρισία τους. Τους ξεσκεπάζουν. Κορίτσια που τα βάζουν με την ασφυκτική οικογενειακή πίεση. Άνθρωποι που αντιλαμβάνονται το ψέμα και το ρόλο της θρησκείας. Η φύση πανταχού παρούσα μέσα σε αυτά τα διηγήματα. Κι όλα αυτά με μια γλώσσα που σε μαγεύει. Δύσκολη λόγω της ντοπιολαλιάς της Κρήτης, αλλά συνάμα να σου δημιουργεί μια έξαψη με τον πλούτο της. Γλώσσα, σύλληψη, περιεχόμενο, όλα στην υπηρεσία της καλής λογοτεχνίας. Στην υπηρεσία της ανόρθωσης του ηθικού του απλού κόσμου εκείνης της εποχής. Και για εμάς τους τυχερούς που πέφτει στα χέρια μας αυτό το βιβλίο μια γλυκιά γαλήνια ζέστη χύνεται άξαφνα από τα φύλλα του, όχι πια φύλλα βιβλίου μα φύλλα δέντρου και μας κάνει να ταξιδεύουμε σ' εκείνη τη δύσκολη εποχή, να διακρίνουμε πώς οι εξουσίες δηλητηριάζουν τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων και πώς οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τη θέση τους μπορούν να τις βάλουν κι αυτές στη θέση που πρέπει να ανήκουν. Στο καλάθι των αχρήστων...





Μιαν άλλη μέρα, ήρθε στην αυλή του Θοδωρή κι' ο παπάς, να κουβεδιάσει λέει με τον αθεόφοβο, μπας και τον -ε- γυρίσει στον ίσιο δρόμο. Μα ο Θοδωρής ο αθεόφοβος, είχε μεράκια εκείνη την ημέρα. Κι' εφύσα από το πρωΐ, κι' εχτύπα, κι' εχάριζε ψωμί στα ξυπόλητα, κι΄ εμπούκωνε το φούρνο ξύλα... Ως είδε τον παπά εταράχτηκε.

-Πίσω παπά. Πίσω! Γιατί ένα βήμα ακόμη, και θα σε στείλω με τα καθημρινά σου στον παράδεισο! Και δε σου πάει δα παπά μου να παρουσιαστείς του Θεού σου με τέτοια σουλούπια. Του λόγου σου πεθυμάς να φορτωθείς σαν έρθει η ώρα τα χρυσάφια σου, να φορτωθείς τ' ασήμια σου, τα μαλαματένια σου, να του γεμίσεις το μάτι που λέει ο λόγος! Με τον παλιοτζουμπέ, θα σε βγάλει όξω. Κι' είναι κρίμας μαθώς, να πάει μια ζωής μάχητα στον αέρα... Κρίμας!

-Δεν σε καταλαβαίνω Θοδωρή! Αστεία πρέπει κουβεδιάζεις...-Χαχαχα... Αστεία παπά μου, αστεία! Χαχαχα... Δε σε συμφέρνει μαθώς, και τόκαμες αστείο... Τότες, γιάντα δε γελάς, σαν είναι αστείο; Ε: Γιάντα δε γελάς; - Καλά, Ας πούμε τότες, πως κουβεδιάζεις σοβαρά. Δεν τα πολυνοιώθω 'γω ετούτα που μ' αραδιάζεις. 

-Πέφτεις όξω Θοδωρή και πρόσεξε! Πέφτεις όξω! Ο Θεός το φτωχοτζουμπέ προτιμά Και σε κείνο ανοίγει την πόρτα του παραδείσου. Τα χρυσάφια και τ' ασήμια που λέει δεν είναι βουλή δική του. Ετούτα τα προσταίσανε οι άθρωποι στη θρησκεία, Θοδωρή. Δεν τα διέταξε ο Θεός. 

- Ναι, άγιε μου Δέσποτα! Ναι... Οι άθρωποι βέβαια, ζωή νάχεις! Ετούτο συλλογίζομαι κι΄ εγώ. Οι άθρωποι πως φταίνε. Μόνο, να σου πω ένα πράμα; Οι μισοί άθρωποι! Οι μισοί μπορεί και λιγότεροι, που νάχουνε την κατάρα μου... Σαν εχορτάσανε μαθώς φαγοπότι και καβάλλα, είπανε. Ήντα θα κάμομε μωρέ δα να γλεντήσομε και λιγάκι... Έφαε το κορμί, ας φάει κι' η πάντερμη η ψυχή... Κι' επιάσανε άγιε μου Δέσποτα κι' εκρεμάσανε λαμαρινάκια, κι' εγυαλίσανε τα μούτρα τω νε, επασαλίψανε και τα γένεια τώνε, κι' εκορδίσανε τσοι κοιλιές τώνε. Κι' ετσιδά, κορδισμένοι, σαν τους διάνους, ελαλήσανε... «Εδώ είμαστε του λόγου μας, οι ευκισμένοι του Θεού!! Τα παγώνια ντου! Ο Θεός, είναι δικός μας. Μας όρισε αφεντάδες! Εδά με την ευκή ντου, ήρθαμε να κάμωμε τσ' απατούς πράμα! Δούλους δικούς του! Στ' όνομα του σας ορκίζομε ν' ακούετε στις προσταγές μας;. Στ' όνομα του ορκιζούμαστε. να σας -ε- κάμωμε κατοχή.... Εκείνοι οι κακομοίρηδες, επιστέψανε... δεν είχανε μαθώς καλά γεμάτες τσ' κοιλιές τωνέ, κι' επιστέψανε... Κι' έτσι δα παπά μου, στ' όνομα του τάγιο, εμοιράστηκε ο κόσμος δυο στη μέση.

Έσκασε ο κόσμος, σαν την καρπούζα! Κι' εδά, δε νοιώθεις πράμα άγιε μου Δέσποτα; Εσάπισε μαθώς, και δε μπορεί άθρωπος να σταθεί από τη βρώμα... 

- Δεν κουβεδιάζεις σωστά Θοδωρή. Ο δούλος του Θεού, είναι ο γνήσια ελέφτερος άθρωπος. Γιατί δεν έχει πάθια να τον -ε-τρώνε, κι' ανθρώπινες πεθυμιές. 

- Κι' ήντα θα γυρεύει παπά στον κόσμο δίχως πεθυμιές; ε; και δίχως πάθια... Άθρωπος θάναι στο Θεό σου ύστερα, ή σγουραφιά; [...] Δούλος! Μακάριος άγιε μου Δέσποτα, Μακάριος! [...] Μακάριος όποιος του αστράψουνε ένα χαστούκι στο ένα μάγουλο, κι' αντίς για άλλη απόκριση, γυρίσει και τ' άλλο ντου μάγουλο, και πει. Χαστουκίστε με μωρέ, χαστουκίστε με, ώστε να σας ακούει. Πως τόπετε; Μακάριος; Δούλος του παραδείσου δηλαδη; Χαστουκίζετέ με αφεντάδες, χαστουκίζετέ με ας είστε ευλογημένοι, ώστε νάχετε πνοή. Τί λέτε; Θέλετε κι' άλλα; Και το ψωμί μου; Και το νερό μου; Και το κρέας μου; Πάρετέ τα ούλα, χαλάλι σας! Μόνο χαστουκίζετε με να ξαλαφρώνω... Να φεύγει η ζωή από πάνω μου, να φεύγουν τα πάθια, οι πεθυμιές... Χαστουκίζετέ με! Εσείς ας είστε τρισευτυχισμένοι, θα μεσιτέψετε ν' αρέσω τ΄ αφέντη μου. Θα του πείτε πως είμαι δούλος πιστός. Θα του πείτε πως σας τάδωσα ούλα, πως δεν άφηκα σάλιο στο στόμα του για χατήρι του. Και πως δε βαρυγκομώ. Πως δεν εβαρυγκόμησα ποτές μου! Μακάριος θάμαι, όχι ψευτιές! Μακάριος! Άγιος δηλαδή! Μεγάλο τ' όνομα σου Αφέντη!...


Το εξώφυλλο και η πολύ όμορφη εικονογράφηση του βιβλίου έγινε από τον ζωγράφο, σκιτσογράφο και ηθοποιό Μιχάλη Νικολινάκο, ο οποίος και έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και παρά λίγο να είναι ένα από τα θύματα των ναζιστών στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Γλίτωσε κρυμμένος σ' ένα ξεροπήγαδο. 

Το απόσπασμα με τα πλάγια γράμματα από το βιβλίο έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.

Το βιβλίο αυτό βρέθηκε μέσα σε μια κούτα και δίπλα σ' ένα καλάθι λαϊκής, γεμάτα και τα δύο με βιβλία - θησαυρούς, την ώρα που ένας άνθρωπος τ' άφηνε σ' ένα κάδο σκουπιδιών ξαλαφρώνοντας το σπίτι του από το περιττό βάρος... Γι' αυτό και η αξία του πολλαπλή..

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Ένα όνειρο...


Υπάρχουν μυθιστορήματα, διηγήματα, ακόμα και ποιήματα που με την έστω και μικρή τους έκταση μπορούν να πουν όσα λένε ολόκληροι τόμοι, χιλιάδες σελίδες πολιτικών μανιφέστων, αναλύσεις επί αναλύσεων. Πάντα βέβαια τα θεωρητικά όπλα είναι αυτά που δίνουν υπεροχή επιχειρημάτων στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο και όλοι οι άνθρωποι οφείλουμε να τα μελετάμε, αλλά δεν μπορούν να δώσουν τη χαρά, την έμπνευση και τα φτερά έστω και κάποιων λίγων εμπνευσμένων σελίδων που κινούνται προς την πιο πάνω κατεύθυνση... Η σύλληψη και η προσπάθεια ενός ανθρώπου να εξηγήσει τον κόσμο μέσα από τη λογοτεχνία είναι αυτή η ανώτερη μορφή έκφρασης, η πιο περιεκτική σε νοήματα και συναισθήματα, που μας γεμίζει τα πνευμόνια με το οξυγόνο του «καθήκοντος», στο σύντομο αυτό πέρασμά μας από τη γη... Οι στεγνές αναλύσεις των μανιφέστων εξήγησαν, και πολύ καλά έκαναν, τον κόσμο σε εποχές που ήταν ακόμα πιο άμεση η ανάγκη τους. Και πάντα είναι επίκαιρες και χρήσιμες. Εδώ, όμως, σε αυτό το ιστολόγιο εκτός από την αγάπη μας για την αλλαγή αυτού του κόσμου με βοηθό τη θεωρία, αγαπάμε ακόμα πιο πολύ το όνειρό μας αυτό να υποστηριχθεί όχι μόνο στεγνά και υπολογιστικά. Αλλά να γίνει όνειρο ζεστό και τρυφερό μέσα από ιστορίες που επινόησε το ανθρώπινο μυαλό για να καταδείξει την αδικία σε αυτόν τον πλανήτη, με μέσα πιο προσιτά στον άνθρωπο. Με ιστορίες που θα μιλήσουν στην καρδιά και στο συναίσθημά του και θα τον μαγέψουν, ώστε να κατανοήσει τον κόσμο και μέσα από τις σελίδες της λογοτεχνίας να κάνει το βήμα παραπάνω... Και κυρίως να μη μείνει στεγνός, άδειος και στείρος από ανθρωπιά σε αυτή του την προσπάθεια...

Το διήγημα «ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ» του Στάθη Αλημίση, που ακολουθεί είναι εκτενές,  αλλά αξίζει να διαβαστεί για όλους τους παραπάνω λόγους... Βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων «Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ» σε έκδοση του 1953. Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.

Τώρα πάει μισή ώρα που έχω στο στόμα μου ένα κουκούτσι εληάς και το γλύφω, το γλύφω, όπως η ρίζα του πεύκου το βράχο, προσπαθώντας να απομυζήσω και το τελευταίο ίχνος τροφής, που μπορεί να του μένει ακόμα.

Έτσι πεινασμένος και παραλοϊσμένος τράβηξα κατά τον Υμηττό. Είναι άνοιξη πια, είκοσι του Απρίλη και η γη ανασκαμμένη λες από χιλιάδες τυφλοπόντικες. Δεν υπάρχει βόρβος, ούτε χόρτο, ούτε βέβαια θάμνος που να μην έχει ξεριζωθεί. Νομίζεις πως βρίσκεσαι σ' ένα πεδίο μάχης, που το ανάσκαψαν οι όλμοι και το πυροβολικό. Μα δεν είναι τίποτ' απ' αυτά. Εδώ έχει περάσει ο άνθρωπος! Κι' εγώ πίστευα πως θάβρισκα καμμιά ρίζα γλυκειά, κανένα χόρτο, να ικανοποιήσω το φυσικότερο μου δικαίωμα.

Δεν ξέρω αν εκείνη τη στιγμή λυπάσαι πιότερο τον εαυτό σου, παρά τη φύση να τη βλέπεις έτσι ρημαγμένη.

Όσο προχωρούσα, η ζέστη, η εξάντληση και η πείνα, μου βάραιναν τα μάτια, το κεφάλι. Ένα κεφάλι που λες κι' είχε χυμήξει μέσα του ολάκερη η δημιουργία, κι' έπλεε σαν ασπρονήσι μες στην άβυσσο...

Έπεσα στη ρίζα ενός πεύκου σακάτικου και ρικνομένου από τις κάμπιες, πούχε φυτρώσει πα στο βράχο. Ένας ύπνος βαρύς κι αφύσικος σα λιγοθυμιά με χτύπησε. Ανήσυχος και τρομαγμένος, χωρίς να μπορώ να του φέρω αντίσταση, του παραδόθηκα. Μα κάτι δουλεύει, κάτι αγρυπνάει μέσα μου, το νοιώθω. Δεν πέθανα ακόμα. Ένας πανάλαφρος ψίθυρος, μεταμορφωμένος σε απαλό αεράκι, μου μιλάει... ίδια φωνή της φύσης...

...Κάποτες η γη ήτανε σκεπασμένη από ισκιερά ρουμάνια. Εκατομμύρια δέντρα βούιζαν βαθύλαλα ωσάννα στο δημιουργό τους. Μα ενώ όλες οι ψυχές των δέντρων ψέλναν το ίδιο απόκοσμο τραγούδι, ήτανε γραφτό τους σ' αυτή τη γη, να μη ζουν ειρηνικά. Το καθένα κύτταγε πως να ζήσει, μόνο γι' τον εαυτό του, υπακούοντας στο μεγάλο νόμο της φύσης...

Τα πιο γερά πούχανε δυναμώσει σε βάρος των άλλων, θέριεψαν κι' ερρίξαν τα ριζοπλοκάμια τους στους κάμπους. Κι' έτσι οργώνοντας και κυριεύοντας τις παχειές γαίες, τις άφηναν κληρονομιά στους επιγόνους τους.

Μες στα νικημένα ήτανε και τα πεύκα, που πήρανε το δρόμο για τα βουνά, τ' ακολουθούσαν η πικρή ρίγανη και το θυμάρι. Στις παχειές φυλλωσιές των καμπίσιων δέντρων, πούχανε ξαπλωθεί σαν προϊστορικοί δεινόσαυροι στα φιδωτά ποτάμια και πίναν, πίναν ναρκωμένοι κι ατάραχοι, εκεί στα πανύψηλα καβάκια και χιλιόχρονα πλατάνια, χτίσαν τις φωληές τους τα γλυκοκέλαδα πουλιά. Μα το θυμάρι τράβηξε τις μέλισσες στα γδυμνά βουνά.

Από τότε ρημαγμένα κι έρημα τα φτωχά δέντρα των λόγγων, προσπαθούσαν να τρυπήσουνε μόνα τους τους άγονους βράχους, γλύφοντάς τους αιώνες, για να μπορέσουν ν' αναπτυχθούνε και να στεριώσουν. Συγχρόνως νοιώθαν ένα μίσος θανάσιμο για τα δέντρα του κάμπου, γιατί καταλάβαιναν πως οι νεροπηγές που τρέχαν μουρμουριστά και κλαίγοντας τρέφαν εκείνα πούταν πάντα αχόρταγα. Κι' οι νεροπηγές ανάβλυζαν απ' το μόχτο το δικό τους, των ριζών τους, που τρυπούσανε το βράχο. Γι' αυτά δεν υπήρχε θέση εκεί κάτω. Κάποια μοίρα τους είχε ορίσει το ρόλο του σκλάβου εργάτη, του μυθικού Άτλαντα, που βαστάει τις πέτρες και τα χώματα να μην κυλήσουν οι χειμωνιάτικες βροχές και χερσώσουνε τον κάμπο.

Όσο τρυπούσανε το βράχο, τόσο δυνάμωναν, αλλά μαζί βλέπανε και την τρομερή ανισότητα και αδικία που τα μάστιζε. Τίποτε δεν έμενε από το έργο τους.

Γι' αυτούς οι πηγές τρέχαν, πότε με θυμωμένους αφρούς, μα τις περισσότερες φορές κλαίγοντας προς τους αφέντες του κάμπου. Ανυπεράσπιστα και χωρίς αντίσταση βλέπαν να χάνεται η δύναμη τους, η εργασία τους, η δροσιά τους... Πονούσαν!... Πονούσαν τρομερά! Ω! πόσο πονούσαν... Κι' έτσι ένα μεσημέρι, κάτω απ' το μικρό τους ίσκιο, γεννήθηκε μες στα γοερά βογγητά τους ο θείος Στοχασμός. Ήταν ένα παιδί αμούστακο, ξανθό σαν έρωτας, ένας πόθος για λύτρωση, ένας Θεός των αδικημένων, ένας μεσσίας. Α! τι γλυκά νανουρίσματα πούχε το κάθε δέντρο για το νιογέννητο, πόσα παραμύθια, πόσες λαχτάρες και πόνους, πόσα όνειρα δεν τούψελναν θροϊστικά... Μα η αψιά μυρωδιά των κέδρων τον ενάρκωνε.

Σιγά-σιγά σαν αντρώθηκε αυτός, άρχισε αυτός, άρχισε να μη του αρέσουνε τα πρώτινα τραγούδια. Δεν αρνήθηκε όμως ούτε την καταγωγή του ούτε την αποστολή του σα θεός τους.

Έτσι κατέβηκε στον κάμπο, να δει από κοντά και να γνωρίσει τους εχτρούς του.

Μόλις τους πλησίασε κι' αμέσως κατάλαβε. Τα χαμόδεντρα που ζούσανε στα πόδια των περήφανων δέντρων, το ίδιο άθλια και βασανισμένα σαν τα δέντρα των λόγγων, υποδέχτηκαν με συμπάθεια κι' άλλα μ' ενθουσιασμό το κήρυγμα του καινούργιου θεού.

Τότε μια μυριόστομη, τρομερή κραυγή ακούστηκε στον κάμπο. Τα πουλιά πέταξαν και τρομαγμένα τρέξανε να χωθούν μες στις φωλιές τους.

Οι ισκιερές λεύκες και τα κατοχρονίτικα πλατάνια, σκύψανε κομπιαστικά μα και με φανερή ανησυχία, να δούνε στα πόδια τους, γιατί από κει τους φάνηκε πως ξεχύθηκε η κραυγή. Κι' αντίκρυσαν για πρώτη φορά τα χαμόκλαδα, που όσο πιο χαμηλά φύτρωναν, με τόσο απειλητικό μάτι τα κύτταζαν... Τότε με τη σειρά τους κατάλαβαν κι' αυτά. Κάτι σα να τους πίεζε τις ρίζες, κάτι που προσπάθαε να τ' ανατρέψει, κι' οι περικοκλάδες που ζούσανε χρόνια μπλεγμένες απάνω τους, τώρα τα ενοχλούσαν.

Ένας αέρας όλο σαρκασμό συγκλόνισε τα κλαριά. και τα φύλλα θροΐσαν ειρωνικά και φλύαρα. Κι' από τότε, όσο πιο πολλές ενισχύσεις στέλναν τα φύλλα προς τα κάτω για να χτυπηθεί ο εχτρός, τόσο και πιο πολύ τα χαμόδεντρα μπλέκονταν στις ρίζες τους, για να τους αντισκόψουνε το δρόμο. Κι' έτσι πλήθαινε η βουή πούρχονταν από κάτω, μα κι' απ' τα μακρινά δέντρα των λόγγων.

Σιγά-σιγά μες απ' την άναρθρη έχτρα , τη γιομάτη νόημα, άλλα δίχως σκοπό, βγήκε μια φωνή βαθιά κι' ανθρώπινη, που γιόμισε τη γη. Την είχε γεννήσει πάλι ο θείος Στοχασμός και πρόσταζε: «Ανάγκη να λείψουν τ' ανώφελα δέντρα. Εδώ θα γίνει ο ναός μας». Οι πηγές τρέξαν κελαρύζοντας χαρούμενα στον κάμπο, να δώσουν τη βοήθεια τους στο επίμοχθο έργο.

Απ' την άλλη μεριά τα δέντρα του κάμπου, προσπαθώντας να εξαφανίσουν τον εχτρό, όλο και πάχαιναν... πάχαιναν... ώσπου δεν μπορούσαν πια να σκεφτούν, ναρκώνονταν. Κι' άρχισε η γκρίνια ανάμεσα τους, που ζούσε χρόνια μες στη φλούδα τους., αλλά τώρα πιο αιρετική και πιο δυναμωμένη. Η απληστία τους γινόταν τώρα πιο μεγάλη απ' τη στέρηση της εύκολης τροφής. Μπορούσες να προβλέψεις πως γρήγορα θάρχιζε το αλληλοφάγωμα, ξεχνώντας τον κοινόν εχτρό.

Τότε πια έφτασε ο καιρός που περίμεναν άλλοι με λαχτάρα κι άλλοι με κρυφό τρόμο. Μ' ένα βουητό π' αντιλάλησαν οι ηχεροί και σκοτεινοί αιώνες, ένας απειλητικός σίφουνας από δεντρομάζωμα, χύθηκαν τα βουνίσια δέντρα ενάντια στα λιγοστά μα γιγάντια και χιλιόριζα καμπίσια. Ήταν κάτι το μεγαλειώδες πούμοιαζε με δημιουργία. Κι' άρχισε ένα μαλλιοτράβηγμα, ένα χλαλοητό...

Έβλεπες αρχόντισσες λευκές με γαλατένιους λαιμούς, να ξεριζώνονται μ' ένα τραγικό και τρομερό κρώξιμο, χώματα μαύρα και παχειά ανασκάβονταν... Οι σάπιες ρίζες, σαρακοφαγωμένες, μη μπρώντας να βαστάξουνε το βάρος των γιγαντένιων κορμών, τινάζονταν, πετάγοντας βούρκο με οσμή σαπίλας στα μάτια... Όγκοι από χώματα υψώνονταν κι' αλλού έχαιναν λάκκοι, σαν από βλήματα που σφεντονίζονταν απ' το άπειρο... Η γης, το σύμπαν είχανε χάσει πια έλεες την ισορροπία τους· αυτή την άδικη και καταραμένη ισορροπία.

Αυτή τη δεντροχαλασιά τη ζούσα σαν ένας Νέρωνας, μα χωρίς κακία και δίχως χαρά. Άνοιγα τα μάτια μου, μια στις χαίνουσες λάκκες και μια στον καταγάλανο ουρανό, που ξάνοιγε απ' το γκρέμισμα των ισκερών φραγμών

Για μια στιγμή ανατρίχιασα σύγκορμος. «Τα πουλιά! φώναξα, τ' αηδόνια, οι φωλιές τους· δεν είναι κρίμα;» Τότε, αφού ήμουν κι' εγώ ένα δέντρο ρυκνό κι' αδύναμο, μπόρεσα κι' άκουσα τη φωνή ενός συντρόφου μου: «Μη χολοσκάς παληκάρι μου. Τα πουλιά είναι δικά μας. Πάλι θα πετάξουν όσα είναι γερά κι' αντέχουν, στα φτωχά μας κλαριά, να φαιδρύνουν το μόχτο μας. Μα και κανένα να μην έρθει, μεις που γεννήσαμε ένα θεό, θα χαιρόμαστε ακούγοντας τους μυστικούς αυλούς του δάσους, τις νεροσυρμές και το βούισμα των μελισσιών, που θα υμνούμε στο έργο μας. Μέσα απ' αυτό το έργο θα ξεπηδήσει το καινούριο τραγούδι».

Σαν ησύχασε το κακό, η γης ήτανε ένα κομμάτι χάους ασβολερού. Ξεκλαρισμένα δέντρα, χαμόδεντρα πεθαμένα, περικοκλάδες βουτηγμένες στη λάσπη, κοίτονταν πα στην ανασκαμμένη γη.

Τότε, μες στη φαινομενική σύγχυση, ακούστηκε πάλι η βαθύλαλη φωνή του θείου Στοχασμού: «Σύντροφοι! εμείς που τρυπήσαμε το βράχο, εμείς που τόσα χρόνια υποφέραμε την αδικία των δυνατών, εμείς που ήρθαμε εκδικητές και τιμωροί, διψώντας για δικαιοσύνη, δεν μπορούμε να μείνουμε δω. Η θέση μας είναι κει πάνω. Μες στη φλούδα μας κυλάει το ρετσίνι σαν τον πικρόν ιδρώτα, που είναι ανάγκη να χυθεί πα στη ματωβαμένη γη, σπονδή για τους παραγνωρισμένους μας θεούς. Πρώτος εγώ παίρνω τους δρόμο για την παληά μας πατρίδα, εκεί που μας αγαπούν και μας χαίρονται τα χώματα. Θα συνεχίσουμε το τρύπημα του βράχου, ώσπου τα νερά θα κυλάν βρυσομάνες στον καινούριο μας κάμπο. Θα κλείσουν τους λάκκους, τα λαγούμια, και γαλήνια και ειρηνικά θα γυρίζουν τον πελώριο τροχό του ναού μας. Κι' ο κόκκινος ήλιος, στηλώνοντας τα έκθαμβα του μάτια στον καθρέφτη των γαλήνιων ποταμιών μας, θα φουσκώνει τα κατάλευκα σύννεφα, που θα πέφτουν σα δροσιά κι' ευλογία στα κουρασμένα μας μέλη».

Αυτά είπε ο θείος Στοχασμός και τράβηξε πρώτος, ενώ με αλάλητο χαράς ακολουθούσαν τα κυρίαρχα δέντρα.

Σιγά-σιγά χύθηκε γύρω μου, ευφραντική σιωπή. Άνοιξα τα μάτια μου. Στο πεύκο μου ένα αποδιωγμένο αηδόνι τραγουδούσε, ένα τραγούδι χωρίς αρχή και τέλος, που έσταζε ολόπικρο δάκρυ, σαν τα τραγούδια της ανατολής. Ένα τραγούδι όμως χωρίς μοιρολατρεία...
                                                                            
Απρίλης 1942