Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Δημοκρατικά σαλπίσματα: Όμιλος Φίλων Της Αλήθειας 1946

Ένα μήνυμα σε μπουκάλι έφτασε στα χέρια μου ένα απόγευμα του Μαΐου του 2020 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, δίπλα στον τοίχο... Είχε ξεκινήσει το ταξίδι του το 1946. Μαύρα χρόνια... Το έριξαν μέσα στη θάλασσα, την τόσο ταραγμένη θάλασσα του τόπου μας εκείνης της εποχής. Ταξίδεψε. Βρήκε παραλήπτες. Διαβάστηκε, συζητήθηκε ψιθυριστά σε δωμάτια με χαμηλωμένα φώτα, κρύφτηκε σε πατάρια και κρύπτες, κάηκε, κατασχέθηκε και εμφανίστηκε ως πειστήριο και ένδειξη ενοχής σε έκτακτα στρατοδικεία, ίσως να διέσχισε τον Πάρνωνα και την Πίνδο μέσα σ' ένα σακίδιο μαζί μ' ένα ζευγάρι ζεστές κάλτσες... Αγοράστηκε; Μοιράστηκε; Δεν έχει σημασία. Ένας γενναιόδωρος και ευγενικός άνθρωπος το χάρισε απλόχερα σ' έναν άλλον. Κι αυτός μου το έδωσε με τα μάτια του να λάμπουν από χαρά. " Πάρ' το! Θα πιάσει τόπο, σκέφτηκα", μου είπε!

Φίλοι του " Ομίλου Φίλων Της Αλήθειας" δεν ξέρω πότε κόπηκε το νήμα της ζωής σας, πόσες ταλαιπωρίες σας βρήκαν. Το μήνυμά σας όμως σε αυτό το μπουκάλι πέρασε από χέρι σε χέρι, έφτασε στα χρόνια μας και να είστε σίγουροι ότι θα συνεχίσει αυτό το ταξίδι μέχρι ο κόσμος μας να γίνει όπως τον ονειρευτήκατε, όπως τον ονειρευόμαστε...







Η έκδοση αυτή «έφερε στο φως την έως τότε ποιητική κληρονομιά, ενωμένη με την τότε σύγχρονη παραγωγή». Σκοπός της ήταν η γνωριμία και η τόνωση του ηθικού του λαού εκείνα τα χρόνια. Ποιητές όπως οι Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος,  Κωστής Παλαμάς, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Νίκος Παππάς, Γεώργιος Σουρής, καθώς και άλλοι πολλοί ήταν εγγύηση γι' αυτό...


Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
Ένα παραμύθι
Απόσπασμα απ' τη συλλογή «Απλοί Τρόποι», 1920


Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι
κι' άγρια φωνάζουν κι' έξω με ζητούν
ο Βασηλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι 
γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.

Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται
«Τι θέλουν είπα». Ξαναλέει μ' ορμή
ο Ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται
από την άκρη μια φωνή «ψωμί».

«Ψωμί, και το γυρεύουν από μένα!
δεν έχουν χέρια;  «Ακαμάτης λαός»,
ψιθύρησε ένας κι' ο άλλος δειλιασμένα
ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός»

-Γιαυτό θέλω κι' εγώ να τον πλατύνω 
και μη άλλο τι πασχίζω ολημερίς;-
Στο μεγαλείο του τόπου μας το πίνω! 
«Βασιλειά μας, χιλιόχρονος να ζης »!

Και τα ποτήρια υψώθηκαν - έσβησαν
σιγά στη σάλα οι κρυσταλένιοι αχοί.
Μα οι φωνές πάλι κάτωθε βουϊσαν
«ο Βασιληάς ο αφέντης μας να βγη»!

Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη,
το Βασιληά όλοι κοίταξαν δειλά.
«Να τους σκορπίσουν» είπε και σηκώθη
και βγήκε κι' οι αρχόντοι όλοι κοντά.

.................................................................

Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα,
που ο αφέντης ζητά ν' αναπαυθή
για να σας κοπιάζει χρόνια τώρα,
για να κάνη τη χώρα σας τρανή.

Ντροπή λαέ! Τί θέλεις συναγμένος;
Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός 
έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος
«Ψωμί, Ψωμί» τον έκοψε ο λαός

«Ψωμί! απ' το Βασιληά το καρτεράτε;
τα χωράφια το δίνουν το ψωμί».
«Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε
όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχη»!

................................................................................

Βογκά ο λαός κι' άλλος τα χέρια δένει,
άλλος πέφτει στη γη γονατιστός
μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει
κι' ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.

.................................................................................

«Απάνω! Ορθοί όλοι! Αλοίμονο που χάρη
του τυράννου γυρεύει, του ληστή,
και το δικό του δε χυμά να πάρη
και την πόρτα δεν σπα σαν δεν του ανοιεί.

Μούγγρισε απάνω υψώνοντας το χέρι 
και βροντερή του αντήχησε η λαλιά
καθώς στο λόγγο όταν κοπεί το αέρι
όμοια στα πλήθη απλώθη η σιγαλιά.

.............................................................

Ξύπνα μονάχα απ τ' αποκοίμισμα σου
μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς
τρίξε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριά σου
σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.

Ρίχνε ότι κόβει την ορμή σου, χύμα 
σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά.
Κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
ας πέση απ' τη γερή σου τη γροθιά.

Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίσουν άλλοι ότι εσύ σπέρνεις
αγρούς να τρέφης στάζοντας ίδρο;

Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης
να τους υψώνης σκάβοντας τη γη,
και συ να λαχταράς να μη χορταίνεις
και το πικρό σου, το ξερό ψωμι!

Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί! ξεχύθη
κραυγή βραχνή, βοή βαρειά, βαθειά,
σα να στέναξαν χίλια μύρια στήθη
από της γης τα πέρατα πλατειά.

Και με όλορθο κορμί το παληκάρι
στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή.
«Ήρθε ο καιρός» ξανάκραξε να πάρη
το δίκο ο καθένας στη ζωή.

Το δίκηο όμως αυτό δεν το ζητιανεύουν
με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν
το αρπάζουν με βιά απ' όποιους το κρατούν.

Την πόρτα αν δεν ανοιή την σπουν σας είπα
τί στέκεστε, τί γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.

Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά
κοντά μου! Κάτω ας πέση ότι σηκώνει
μαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστα!

..................................................................



Νίκος Παππάς
Το κορίτσι που έπεσε στο πεζοδρόμιο
Απεργία 22.7.43
Απ' τη συλλογή «Το αίμα των Αθώων» 1940-45


Η χτεσινή κηδεία μύριζε αττικούς κήπους
η χτεσινή κηδεία σου πέταξε απ' τα θούρια του Μαγιακόφσκι

Ω! κόρη που ταξείδεψες για την αιωνιότητα
χεροπιασμένη με το κορίτσι της Ορλεάνης
στο δρύϊνο πλοίο του φερέτρου
βαρύ απ' τα δάκρυα μας
κατάφορτο από πελώριες ανθοδέσμες.

Έπεσες κρατώντας ένα λάβαρο
έστρωσες με το κορμί σου το δρόμο
για να περάσουν οι άλλοι
τα λεπτά χέρια σου έπνιξαν τον τύραννο
η θαυμάσια φωνή σου αγρίεψε τον αιθέρα
τα εξαίσια μάτια σου διαπέρασαν τα θωρακισμένα αυτοκίνητα

Ω σκληροί στρατιώτες ποια δάκτυλα πίεσαν τη σκανδάλη
κι' έσχισαν τα ευωδιασμένα στήθη της
πούκλειναν μια τέτοια καρδιά;

Στη χτεσινή κηδεία σήκωσαν το άρμα της νειότης σου
τέσσερα αγόρια στα γυμνά τους χέρια
μια πεταλούδα σα να κρατούσαν!
Και γύρω σου ο λαός των φιλενάδων
τον άσπρο σου ύπνο προβοδούσε σαν εσμός ολόφωτος
για κει που πέφτει μαύρο μαύρο χιόνι...

Στα πόδια μου έπεσες αιμόφυρτη
σαν αδελφούλα σε κατευοδώνω
μικρή μου φίλη, μεγάλη άγνωστη
που άφησες στο σπίτι κοιμισμένες τις κούκλες
πάνω στο βραδυνό σου κέντημα
για να ζητωκραυγάσεις στο πεζοδρόμιο...



Τα ποιήματα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Οι «άγνωστοι» της νεοελληνικής λογοτεχνίας [πρώτο μέρος] : Γιάννης Μαγκλής 1909 - 2006


Στον Γ. Σεραφίνο...

 Υπάρχουν εποχές και εποχές, συγγραφείς και συγγραφείς. Άλλοι γνωστοί και διαχρονικοί, άλλοι που λησμονιούνται με το πέρασμα των χρόνων. Ένας από τους «λησμονημένους» είναι και ο Γιάννης Μαγκλής. Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος κατά τις δεκαετίες του '50, '60 και ΄70. Ακούραστος μεταφραστής. Τον «γνώρισα» τυχαία σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό του 1963. Τη «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», έναν πραγματικό θησαυρό εκείνης της εποχής! Και ξάφνου, ανοίχτηκε μπροστά μου ένας καινούριος κόσμος! Ο κόσμος της θάλασσας και των εργατών της. Ο κόσμος των σφουγγαράδων, που και ο ίδιος δούλεψε, και τόσο τον αγάπησε και τον έβαλε στα βιβλία του. Η πένα αυτού του μεγάλου ουμανιστή συγγραφέα, βουτηγμένη στη θάλασσα εξύμνησε τη δύσκολη ζωή των σφουγγαράδων και των ναυτικών, βουτηγμένη στα δάκρυα περιέγραψε τα βάσανα του απλού κόσμου εκείνης της εποχής, βουτηγμένη στα πάθη αφουγκράστηκε τον πόνο...Αγάπησε τον βασανισμένο άνθρωπο. Άλλωστε, οι τίτλοι των βιβλίων και των διηγημάτων του, όπως «Το παιδί με το κόκκινο τριαντάφυλλο», «Οι σημαδεμένοι», «Τ' αδέρφια μου οι άνθρωποι», «Οι κολασμένοι της θάλασσας», αυτό καταμαρτυρούν. Η λαϊκή γραφή του εκείνης της εποχής είναι ένας ύμνος και μια αποκάλυψη για τον πλούτο της γλώσσας μας...


 Νύχτα διάφανη όπως μέλι. Ήσυχη. Ούδε θάμνος, μη ε χαμόδεντρο σάλευε. Μια γεναριάτικη φεγγάρα εξαΰλωνε τα πάντα, τάκανε να κρέμονται ανάερα σαν παραμυθόδραμα φτιαγμένο από μεγάλο μάστορη. Πεθύμαγες ν' απλώσεις τα χέρια και να πετάξεις· και πάλι κόμπιαζες να σαλέψεις, μη σπάσεις, μην κομματιάσεις τον κρυστάλλενο τούτο κατρέφτη, την αιθέρια σκηνοθεσία.
 Και τα σκληρά βουνά και τ' αγριοπούρναρα και τα λογής βουνίσια χαμόδεντρα με τα ζουζούνια τους, όλα στέκαν ασάλευτα, εκστατικά, χαμένα μέσα σε τούτη τη μαγεία, γιομάτα απορία και ρωτήματα. 
 Και ο αγέρας είχε μαργώσει. Στάθηκε όπου βρισκόταν μετέωρος, εκστατικός, διακριτικός, μη και ταράξει την αρμονία τούτη τη φτιαγμένη από χέρι θείο. [...]

[απόσπασμα από το διήγημα «Καπεταναίοι», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1963]


 Τελείωσα το σχολαρχείο έφαγα τα συκοστάφυλα, ο ήλιος και η άρμη της θάλασσας μ' έκαναν σωστό αραπάκι κι' απέ σήμερα-αύριο περίμενα να ρτει ο πατέρας από το βούτος, ν' αποφασίσει το δρόμο που θάπαιρνα. 
 Ο πατέρας έξη μήνες το χρόνο δούλευε στο σφουγγάρι. Τον αποδέλοιπο καιρό μοιραζόταν ανάμεσα ταβέρνα και καφενείο. Στο σπίτι ερχόταν να φάει και να κοιμηθεί.
 Μια βολά, εκεί που τρώγαμε, τον αρώτησα.
 -Δε φοβάσαι, αφέντη, που βουτάς μέσα στον ωκεανό;
 -Ποιόν ωκεανό; έκανε απορήμενα.
 -Να, βουτάς μεσοπέλαγα· θάλασσα μονάχα και ουρανός.
 -Αν είναι να φοβάσαι, θα πεθάνεις πριν της ώρας σου, είπε απλά.
 Είταν άνθρωπος σοβαρός, λιγομίλητος, δεν είχα πολλά θάρρητα μαζί του. Δε φώναζε, δε βλαστήμαγε, δε σήκωσε χέρι να μας δείρει, εμένα και τις δύο αδερφάδες μου, μικρότερες μου στα χρόνια, μα ως έμπαινε στο σπίτι ένιωθα τη σκιά του και συμμαζευόμουνα.
 Το αγάπαγα το σκολειό, είμουνα μαθητής καλός και μου άρεσε να γίνω δάσκαλος. Μα, βλέπεις, τίποτις δεν μπορούσα ν' αποφασίσω· ούτε η μάνα - μόνο ο πατέρας σα θαρχόταν. 
 Περίμενα λοιπόν τώρα να ρτει, ν' αποφασίσει. Εκειά κοντά στο έβγα του Οχτώβρη, θαρχόταν. 
 Ως τόσο περιμένοντας τον πήγα και γράφτηκα στο γυμνάσιο. Βιβλία δεν αγόρασα, γιατί δε γνώριζα αν θάμενα. Η μάνα μου είπε:
 -Άκου, Παύλο· ως να ρτει ο κύρης σου από το βουτός ν' αποφασίσε, πήγαινε στο σκολειό να μη ρεμπελεύεις. Όλο καλό κάνουν, παιδί μου, τα γράμματα. Είναι σαν το μαχαίρι που το περνάς στο ακόνι, ακονίζουν το μυαλό.
 Οι άνθρωποι του νησιού μου έχουν μεγάλη με τα γράμματα. Πάει ο πατέρας στο βούτος, πάει και ο πρωτογιός, για ξεπατρίζουνται, μα ένα παιδί τουλάχιστο από τη φαμίλια θα σπουδάσει· αν δεν μπορεί γιατρός, ας είναι καθηγητής για δάσκαλος.
 Μιαν άλλη μέρα πάλι αρώτησα.
 -Πόσες οργιές βουτάς, αφέντη;
 Τί θέλεις κι' ολοένα ρωτάς, μιλά νευριασμένα. Εσύ μια βολά σφουγγαράς δεν θα γένεις.
..Αγαπούσα τη θάλασσα, την είχα μέσα στο αίμα μου. Το καλοκαίρι ολημερίς είμουνα μέσα στην αγκαλιά της. Παίζαμε τα παιδιά μαζί της. Όλα τα παιχνίδια μας κοντά στη θάλασσα για μέσα της γενόντουσαν.
  -Εγώ βουτώ, του κάνω περήφανα, μέχρις οχτώ οργιές. Στις οχτώ οργιές πατώνω, πιάνω άμμο για φύκι.
 Χαμογέλασε.
 -Καλά είναι για τα χρόνια σου... Ακούμπησε το χέρι του απάνω στο κουρεμένο κεφάλι μου και το χάιδεψε. 
 - Εσύ βουτάς παραπάνω; Ξεθαρρεύτηκα από το χαμόγελο και τη χειρονομιά.
 -Ε, όσο και να πεις...
 -Ίσαμε που φτάνεις;
 -Πες του γιατί δε θα σ' αφήσει ήσυχο, έκανε η μάνα και γέλασε κακαριστά. Ολοένα μ' αρωτά.
 - Τί να σου πω, βρε Παύλο; άμα σου πω, θα τρομάξεις. 
 -Πες...
 -Και τριάντα οργιές και τριανταπέντε. Βολές - βολές και σαράντα.
 -Φσου!...σφύριξα και σήκωσα ψηλά τα μάτια να δω τον ουρανό. Σαράντα οργιές... μονάχα με την ανασαιμιά!...Καλύτερα, πατέρα με τις μηχανές, το σκάφαντρο, νάχεις ξένο αγέρα.
 Σκλήρανε το πρόσωπό του, μονομιάς θύμωσε. Έτσι αρπαζόταν εύκολα σαν κάτι δεν του άρεσε. 
 -Δεν ξέρεις τι λες. η μηχανή δεν έχει μπέσα. Όπως και να σου ρτούνε τα πράγματα στη ζωή, πρόσεξε, κακομοίρη μου, την κατάρα μου νάχεις, με τη μηχανή δε θα πας.
 -Γιατί; ρώτησα δειλά - ακόμα δεν είχα καταλάβει.
 -Για το γιατί! έκανε φουρκισμένα. Γιατί το σκάφαντρο, σούπα, είναι μπαμπέσικο· μπρος πίσω θα στη φέρει και για παράλυτο θα σε αφήσει, για θα σου πάρει την ψυχή. Κατάλαβες; Δε γλυτώνεις.
 Κάμποση ώρα δε μίλησα. Έμεινα να σκέφτουμαι, κ΄ ένιωσα ότι μέσα στο αίμα μου μπήκε ένας παράξενος φόβος, ένας αόρατος μπαμπούλας που απ΄εκεί και μπρος ερχόταν στον ύπνο μου συχνά και με ζούπιζε, με τρομοκράταγε, μ΄έκανε να χάνω την παιδακίσια αφροντισιά μου.
 -Εσύ, αφέντη, δεν έχεις φόβο από τη δουλειά σου; ματαρώτησα.
 -Τί θέλεις, βρε, κι΄ολοένα ρωτάς; Εσύ μια βολά, σου τόπα, σφουγγαράς δε θα γένεις.
 -Το ξέρω,  μα ρωτώ για σένα.
 Χαμογέλασαν τα μελιά μάτια του και τα μουστάκια. Καλοσύνεψε.
 -Όσο και να πεις γίνεται να μην έχεις φόβο;
 -Να σκάσεις;
 -Μπα! Άμα τα βρεις δύσκολα βγαίνεις απάνω.
 -Από τόσο βάθος προφτάνεις να βγεις;
 -Παρατάς το σκαντάλι, κλωτσάς τον πάτο, σε τραβάνε με τη γάσα - το σκοινάκι πούναι δεμένο στο χέρι σου - και στο μινούτο είσαι απάνω.
 -Ε μα τότες από τι κιντυνεύεις;
 -Ε να, από το ψάρι. Είναι κι΄άλλα, το σκουλούκι και άλλα, μ΄απ΄το ψάρι, άμα σου λάχει, δε γλυτώνεις. [...]
 Μου ιστόρησε για ένα συντρόφι του, το Βαλάρη που ως έπεσε στη θάλασσα όξω από το Μαχαιρίδι της Κρήτης, έγινε κάτω στα βαθιά, θαλασσούρα μεγάλη. Τραβήξανε το σκοινί από τη βάρκα και βγάλαν απάνω το χέρι, το πόδι και το μισό κορμί του. Το άλλο - με το κεφάλι μαζί - το είχε καταπιεί το ψάρι. Ύστερις είδανε το θεριό με μια στοματάρα καζάνι που βολτάριζε απάνω στο νερό και ρούφαγε το αίμα του ανθρώπου. [...]
 Τη νύχτα είδα όνειρο κακό: είμουνα λέει σφουγγαράς και σαν έπεσα στα σκοτεινά νερά μου ρίχτηκε το ψάρι. Βαστούσα όμως μια κάμα και το πάλευα. Τούσχιζα την κοιλιά. Μα το ψάρι δεν ψόφησε, ριχνόταν απάνω μου να με χάψει κ' εγώ γλίστραγα, του ρχόμουνα φάτσα και δεν μπορούσε να με αρπάξει. Με την κάμα ολοένα τόσκιζα. Τούχα σκίσει όλη την κοιλιά. Και τότες είταν που με άρπαξε, μ' έχωσε ολάκερο μέσα στο στόμα του, μα πρόλαβα πριχού κλείσει τις μασέλες και με κόψει, να βγω από την κοιλιά του. Μονάχα στο ζερβό χέρι μούκανε ζημιά και με πόναγε.
 Σαν ξύπνησα λουσμένος στην αγωνία και το δρωτάρι, είδα πως το αριστερό χέρι τόχα πλακώσει με το κορμί μου και είχε μουδιάσει...
 Τέτοιος στάθηκε ο τρόμος μου, που ορκίστηκα να μη γίνω ποτές σφουγγαράς.


[απόσπασμα από το διήγημα «Η Μαγδαλήνη μας» που βρίσκεται στη συλλογή «Τα παιδιά του ήλιου και της θάλασσας», στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το συγκλονιστικό «Το παιδί με το κόκκινο τριαντάφυλλο»]


Τα διηγήματα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου.


Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Μπροστά στο ίδιο ποτάμι...

 Μπροστά στο ίδιο ποτάμι τα παιδιά, στη μία όχθη, χωρίς να μπορούν να περάσουν απέναντι. Απέναντι, τα κοιτούσαν οι γονείς τους. Άλλοτε ο πατέρας, άλλοτε η μάνα, τ' αδέλφια τους ίσως. Τα κοιτούσε το σπίτι τους, ένα δωμάτιο, ένα χωριό. Κάποιες φορές τα κοιτούσε και το τίποτα. Γιατί δεν είχαν τίποτα. Κάποια παιδιά τίποτα, κάποια μια απροσδιόριστη ανάμνηση. Αυτά όμως τις περισσότερες φορές δεν μπορούσαν να δουν τίποτα απέναντι. Δεν έβλεπαν ούτε γονείς, ούτε αδέλφια, ούτε σπίτια, ούτε πόλεις, ούτε χωριά. Και κρύβονταν, έψαχναν, έφευγαν περπατώντας χιλιόμετρα χωρίς να ξέρουν τι ψάχνουν να βρουν...
 Ο Ορφέας και η Ευριδίκη, ο Βακλάβ, η Σοπάλ από το Θιβέτ, το παιδί με το μισό όνομα είναι κάποια από αυτά τα χιλιάδες παιδιά. Παιδιά του πολέμου, παιδιά αυτού του άγριου κόσμου, που ο Νικηφόρος Βρεττάκος γνώρισε από κοντά σε μια διεθνή παιδούπολη, όπου έζησε τρία χρόνια.


[...] Όταν πέρασε κάμποσος καιρός, άρχισε να κόβει τις κόλλες του στην αρχή στη μέση, μετά στα τέσσερα και πιο ύστερα στα οχτώ. Το χαρτί που του αγόρασαν την τελευταία φορά, έμεινε στο τέλος σχεδόν αχρησιμοποίητο.  
Είχε περάσει αρκετός καιρός, που ο Βακλάβ δεν είχε ξαναπιάσει τη ζωγραφική του. Ήρθε όμως μια μέρα πάλι - μέρα και όχι νύχτα - που πήρε ένα κομμάτι χαρτί και ζωγράφισε έναν ήλιο. Μόνο πως το χρώμα του ήλιου του ήτανε μωβ. Επέμεινε αρκετά πάνω σ' αυτό το θέμα. Αργότερα έφτιαξε έναν ήλιο που ήταν υπόλευκος. Όσο που μια μέρα, πολύ αργότερα όμως, έφτιαξε έναν ήλιο με ωραίο χρυσαφί χρώμα, έναν ήλιο λαμπρό, πάνλαμπρο. Μόνο πως γύρω - γύρω ο δίσκος του ήταν γιομάτος από σκληρά, σουβλερά αγκάθια. 
Ο διευθυντής πήρε τότε στο τηλέφωνο το γιατρό. Ο γιατρός δέχτηκε πολύ ευχαριστημένος την είδηση και στο τέλος του είπε:  
- Όσο για τ' αγκάθια, όλοι έχουμε κι από κάποιο αγκάθι καρφωμένο μες στην ψυχή μας. Θα είχε γίνει ένα θαύμα , αν ο Βακλάβ δεν είχε καρφωμένα στην ψυχή του τόσα αγκάθια, όσα τουλάχιστο έχει γύρω του και ο δίσκος  του ήλιου που ζωγράφισε.
[απόσπασμα από το διήγημα "Τα μολύβια του Βακλάβ"]



Νικηφόρος Βρεττάκος
Μπροστά στο ίδιο ποτάμι 
εκδόσεις Ποταμός


Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Κώστας Βάρναλης: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αυτός ο φτωχικός, ο φοβισμένος, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού μας



 Καλότυχη γενιά του 1905-10! Η Αθήνα είτανε τότες μιά ειδυλλιακή μικροπολιτεία. Οι δρόμοι άστρωτοι, γεμάτοι σκόνη, νερά και λάσπη - κατά την εποχή. Δεν υπήρχαν ηλεχτρικά φώτα, αυτοκίνητα χιλιάδες και πολυκατοικίες, που κρύβανε τον ουρανό. Υπήρχαν όμως λάμπες του πετρελαίου, ιπποσιδηρόδρομος στην οδό Σταδίου και την οδό Πατησίων και δωμάτια "άνευ επίπλων" στη Νεάπολη και στο Λυκαβηττό. Δεν υπήρχεν εύκολος έρωτας, υπήρχε όμως ακατάλυτος ερωτικός καημός, που απειλούσε τ΄ άστρα κάθε νύχτα με τις καντάδες του στα σοκάκια των συνοικιών.

 Τότες η Δεξαμενή βρισκότανε στις δόξες της. Είτανε τ΄ομορφότερο και το ψηλότερο...ύψος της Αθήνας και η πνευματική κορυφή της Ρωμιοσύνης. Εκεί στα γύρω σπίτια με τα παράθυρα τους που βλέπαν αντίκρα τα πεύκα του Λυκαβηττού και κάτου την πολιτεία και τη θάλασσα, κατοικούσαν, ή μόνιμα ή κατά καιρούς, οι σπουδαιότεροι λόγιοι [...]
  Ο λόφος της Δεξαμενής είχε όλη του τη φυσική άπλα και γραφικότητα. Δεν είχε ακόμα φορέσει κορσέδες από πέτρα και σιδερένια κάγκελα και δεν είχε πνιγεί από τις πολυκατοικίες. Δεν είχε διπλές πέτρινες σκάλες. Ανέβαινε κανείς σ΄ αυτήν, όπως στα παλιά χρόνια ανέβηκε ο Μωυσής στο όρος Σινά για να μιλήσει στο Θεό ή ο Ξέρξης στον Αιγάλεω για να καμαρώσει τη νίκη του: με μονοπάτι.
 Απάνου τετράνοιχτος ουρανός. Μπροστά η θάλασσα του Σαρωνικού, που αστροβολούσε με ήλιο και με φεγγάρι. Πίσω τα πεύκα του Λυκαβηττού. Αριστερά ο μενεξεδένιος Υμηττός και στην πλατεία καμιά δεκαριά ολοφούντωτες λεύκες. που τραγουδούσανε με το παραμικρό αεράκι. Το καλοκαίρι τα τζιτζίκια τσιτσιρίζανε χαρούμενα μέσα στο τηγάνι της μεσημεριάτικης πύρας. Και μια βρύση κάτου στη ρίζα μιας λεύκας, τρέχοντας ακατάπαυστα μέρα και νύχτα, δρόσιζε δικαίους και αδίκους.
  Το χειμώνα, σαν πέφτανε τα φύλλα και τα σερνε ο βοριάς, η βρύση μοιρολογούσε θρηνητικά και μέσα στη χαβούζα της Δεξαμενής το νερό ακουγότανε να βογγάει σπαραχτικά. Μα στις δύο άκρες της πλατείας τα δύο καφενεδάκια, του Μπαρμπα-Γιάννη και του Σωτήρη του Αργυρόπουλου, δίναν άσυλο ζεστό το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι στα κυνηγημένα πουλιά της τρικυμίας-στην μποεμία του καιρού.

 Τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα Ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπάρμπα-Γιάννη, που είτανε καφετζής στην Αθήνα και δήμαρχος στο Αγκίστρι. Εκεί ο καφές είχε μια δεκάρα· υπήρχε και τεμπεσίρι· ενώ στ' αντικρυνό καφενείο του Σωτήρη ο καφές είχε δεκαπέντε λεπτά και χωρίς τεμπεσίρι.
  Ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω απο το καφενείο, στο πίσω μέρος δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν΄ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα.
  Μακριά απ΄ όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή. Απόφευγε και να κοιτάει τον κόσμο. Τον φοβότανε; Ίσως. Περισσότερο όμως τον περιφρονούσε αυτός ο "πτωχαλαζών... ο τρέφων αλλοκότους ιδέας... και ασχολούμενος εις έργα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας" (Χαλασοχώρηδες).
  Σ΄ αυτήν τη στάση τον φωτογράφησε μια μέρα ο Νιρβάνας. Μεγάλη φασαρία έγινε τότε στο καφενείο. Γιατί τρέξανε όλοι να δούνε το παράξενο θέαμα. Ο Παπαδιαμάντης που είχε για βιωτικό του αξίωμα το "λάθε βιώσας", τρόμαξε. Κ΄είπε γαλλικά στο Νιρβάνα:
  -Κάνε γρήγορα. Προκαλούμε την προσοχή του κοινου! Αυτή η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Παναθήναια" κ΄ έκανε μεγάλη εντύπωση. Γιατ΄ είταν η μοναδική του μεγάλου πεζογράφου.
  Αυτός λοιπόν ο φτωχικός, ο φοβισμένος, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού μας είχε επιβάλει το σεβασμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Όταν αυτός καθότανε πέρα ή διάβαζε, φωνακλάδικη και ασεβέστατη παρέα μας χαμήλωνε τον τόνο, για να μη τον ανησυχήσει.

  Αλλά όπως αυτός δε ζύγωνε κανέναν, έτσι και κανένας δεν είχε το θάρρος να τόνε ζυγώσει. Αυτό το θάρρος το είχε δικαιωματικά μονάχα ο κυρ Στέφανος, γιατ΄ είτανε "Πρόεδρος" και γιατ΄ είτανε κι αυτός μισάνθρωπος, όπως ο Παπαδιαμάντης. Πρόεδρος της Δεξαμενής! Αυτός είταν ο τίτλος, που του έμεινε από τότες, που έκανε πρόεδρος των αμαξάδων της Αθήνας.
  Κοντόχοντρος, με άσπρα μαλλιά κουρεμένα σύρριζα με την ψιλή μηχανή, με γαλανά μάτια γεμάτα τιμιότητα και ειλικρίνεια [...]. Ακουμπούσε τα γερατιά του απάνου σ΄ ένα χοντρό μπαστούνι από κείνα των φυλακών της Κέρκυρας και φλυαρούσε περπατώντας απάνου κάτου. Απαισιόδοξος πυρρωνιστής, με αληθινή φλέβα φιλοσόφου [...] 
  Ο κυρ Πρόεδρος μονάχα ζύγωνε τον Παπαδιαμάντη και του φλυαρούσε. Ο Παπαδιαμάντης τον άκουγε με συγκαταβατικό χαμόγελο. Γιατί ήξερε πως ο Πρόεδρος ήταν αγαθός, απλοϊκός και περήφανος άνθρωπος. Είχε όμως πολύ ενδιαφέρο η κουβέντα του. Έλεγε τις πιο απρόοπτες παραδοξολογίες και χαλούσε συστηματικά την ελληνική γλώσσα. Παραμόρφωνε τις λέξεις όπως του φαινόντανε ωραιότερες [...]

 Κάποτε του κάνανε του Παπαδιαμάντη μια φιλολογική γιορτή στον "Παρνασσό". Περιττό να ειπούμε, πως ο ίδιος δεν πήγε σ΄αυτήν τη γιορτή. Από τα εισιτήρια μαζεύτηκε ένα κάπως σεβαστό ποσό και μ' αυτό ο μεγαλύτερος συγγραφέας κι ο αγνότερος Έλληνας της εποχής του έφυγε για το νησί του τη Σκιάθο, να ζήσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του [...]
 Όταν έφτασε στη Δεξαμενή η είδηση, πως πέθανε ο Παπαδιαμάντης, ο Πρόεδρος δεν έδειξε καμιά ταραχή. Δεν υπήρχε πιο φυσικό πράγμα από το να πεθάνει κανείς. Είπε μονάχα με το συνηθισμένο φιλοσοφικό του φλέγμα:
  -Εγλίτωσε από την...κακοχυμίαν του κόσμου τούτου!


Κώστας Βάρναλης [Απόσπασμα από το πορτραίτο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη,  "Ζωντανοί άνθρωποι", εκδόσεις Κέδρος]

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς




Διακόσια πέσανε κορμιά σα θερισμένα στάχυα,
στα βόλια αγριοπερίστερα, σα κεφαλάδες γύρω
κι' αγριόπαπιες, σπαράζοντας στ' ακρογιαλιού τα βράχια, 
σα λούλουδα που κόβουνε κι όλο σκορπίζουν μύρο.

Κι' ο Μάης λες θυσιάσθηκε στη λεφτεριά σαν κρίνος,
οι παπαρούνες γίνανε στη γης αιματοστάλες,
Τρανή η θυσία των ανθών και το τραγούδι θρήνος
βούιζε των χελιδονιών και στ' ουρανού τις σκάλες.

Γαλάζια ουράνια μάτωσαν αντανακλώντας το αίμα,
ήλιοι τα χρυσολούλουδα κι η γης πως εφωτίστη,
πόσο αίμα, πόσος ουρανός κι ο ήλιος φωτάει το ψέμμα
με πόσο αίμα που λάλησε το χώμα αυτό εποτίσθη.

Κι ο Μάης πρώτη του φορά πούνιωσε τέτιον πόνο,
πρώτη φορά που χύθηκε τόσο αίμα και με κείνο 
τόσο τ' άνθια αδερφώθηκαν, τόσο έμοιασαν στον τόνο,
που τόσος ήλιος κι ουρανός σμίξανε με το θρήνο.

Μοίρα η θυσία τους ανθός και θερισμένο στάχυ
μπρος στο βωμό της λευτεριάς πλέξαν γι΄αυτούς στεφάνι
οι παπαρούνες φλόγινο, τα στάχυα αχτίδες νάχει
ήλιο τα λούλουδα ουρανό, σημαία να μην πεθάνει.

Σε ηχώ η ψυχή τους στοίχειωσε, βουή φτερών οι σφαίρες,
στοίχειωσε το αίμα τους στη γης, πότισε το λουλούδι
του Μάη, το στεφάνι του δικό τους στους αιθέρες,
κι η δόξα του μνημόσυνο, χελιδονιών τραγούδι.


Κάρολος Ρου [περιοδικό "Φιλολογική Πρωτομαγιά", 1959]