Σας συγχαίρω για την κόρη που γεννήσατε. Αυτή δέχθηκε το θάνατο με το γέλιο στο στόμα, ηρωικά και ψύχραιμα, τραγουδώντας. Όλοι που παραβρεθήκαμε στην περίεργη εκείνη κι άγρια εικόνα τη θαυμάσαμε. Κατά τις 5.30 η ώρα εγώ πλησίασα κοντά της και τη ρώτησα μήπως θέλει τίποτα να γράψει στους γονείς της. Αυτή με κοίταξε ήσυχα και μου είπε: «Εγώ πεθαίνω σαν τίμιος άνθρωπος για κάτι στο οποίο ολοκληρωτικά πιστεύω. Για την καλυτέρευση όχι προσωπικά της δικής μου ζωής, αλλά για τη ζωή όλων των ανθρώπων...». Αυτά αναφέρει ένας από τους φαντάρους του εκτελεστικού αποσπάσματος στο γράμμα προς τον πατέρα της Μίρκα Γκίνοβα.
Πως τα φέρνει η Ιστορία... Δυο χρόνια μετά, την ίδια ακριβώς μέρα που είχε δολοφονηθεί από τα καθάρματα της Γκεστάπο και των ντόπιων συνεργατών τους η ηρωική Ηλέκτρα Αποστόλου, εκτελούταν από τον ελληνικό στρατό η πρώτη γυναίκα. Η σλαβομακεδόνισσα δασκάλα και κομμουνίστρια Μίρκα Γκίνοβα (Ειρήνη Γκίνη). Στο πρόσωπο της συμπυκνωνόταν όλο το ταξικό μίσος του μοναρχοφασιστικού τότε κράτους των Αθηνών. Συμπυκνωνόταν όμως και κάτι άλλο. Το πατριαρχικό μίσος του πως μια γυναίκα τόλμησε και σήκωσε το παραμπέλ της για να χτυπήσει από θέση άμυνας τους διώκτες αυτής και των συντρόφων της. Όλων αυτών των γυναικών και αντρών, του ανθού της νεολαίας εκείνης της εποχής, που κατέλαβαν ξανά τα βουνά, αυτή τη φορά όμως, για να γλιτώσουν τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακές, τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια... Αυτό ήταν αρκετό για να την περιφέρουν σα θήραμα οι μαυροσκούφηδες στην πόλη της Έδεσσας. Η «καλή δασκάλα» όπως την αποκαλούσαν οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ, στρατεύτηκε ανταρτοπούλα στον ΕΛΑΣ στο Καϊμακτσαλάν.
Ήταν Γενάρης του 1939. Απ' το παράθυρο είδα μια κοπέλα 18 περίπου χρονών, σταματημένη στη μέση του δρόμου να κοιτάζει το σπίτι μου μ' ενδιαφέρον. Με είδε. Κι όμως για κάμποσα λεπτά εξακολουθούσε να κοιτάζει χωρίς να μιλά. «Τι θέλεις;» «Δε σας ξέρω - άρχισε. Ομως είδα τα παιδιά σας που γύριζαν απ' το σχολείο και κατάλαβα πως είστε μάνα και θα με νιώστε. Απ' το πρωί γυρίζω στο δρόμο χωρίς να έχω που να σταθώ. Είμαι ένα φτωχό κορίτσι. Από μικρή έχασα τη μάνα μου. Σπουδάζω δασκάλα, εδώ στο διδασκαλείο της Καστοριάς. Μέχρι τώρα με τις οικονομίες μου απ' την καλοκαιριάτικη δουλιά μου στα χωράφια, πλήρωνα κι έμενα στο οικοτροφείο του διδασκαλείου. Από καιρό, γιατί ήμουνα μακεδονοπούλα, ήθελαν να με διώξουν. Σήμερα τα λεπτά μου τέλειωσαν, και με πέταξαν στο δρόμο, χωρίς να μου δόσουν ούτε μια μέρα περιθώριο για να βρω κάπου να μείνω...» Η φωνή και τα μάτια της έδειχναν τη συγκίνηση και την αγανάχτηση που έβραζε στην καρδιά της. «Τώρα πρέπει να γυρίσω στο χωριό μου - συνέχισε. Να διακόψω τις σπουδές μου. Μα εγώ θέλω να βρω δουλιά να βγάζω το ψωμί μου για να σπουδάσω... Αν μπορούσατε να με βάζατε να μείνω κάπου σπίτι σας... να βοηθούσα τα παιδιά σας;...» Μία κασέλα με τα βιβλία της και δύο κουβέρτες έφερε σε λίγο, κι έμεινε στο σπίτι. Κάθε μέρα και πιο πολύ μ' έκανε η Μίρκα να πιστεύω πως θα κάνει πολλά στη ζωή της. Για τα παιδιά ήταν η χαρά, το γέλιο, το παιχνίδι. Τ' άλλαξε μέσα σε λίγον καιρό. Τάκανε να την αγαπούν πολύ, και να την ακούν, χωρίς να τα μαλώσει. Μα άλλαξε και μας τους μεγάλους. Εγώ στις δυσκολίες, έβλεπα τη Μίρκα που με το γέλιο και την καλή της καρδιά πάλαιβε τη φτώχεια και τα βάσανά της κι έπαιρνα κουράγιο και δύναμη. Δύσκολα δεχόταν σαν της δίναμε κάτι, για να μη μας γίνεται βάρος, κι ας κοιμόταν κι έφευγε νηστική το πρωί για το σχολειό. Για τη φτώχεια της δε μιλούσε ποτέ. Κατόρθωσε και βρήκε λίγες παραδόσεις που τα λεφτά έφταναν μόνο για το ψωμί της. Όσα φτωχά παιδιά στη γειτονιά ήταν αδύνατα στα μαθήματα, τα μάζευε όλα μαζί και τα βοηθούσε, χωρίς πληρωμή. «Καλή δασκάλα». Έτσι την ήξερε σε λίγο όλη η γειτονιά γιατί έτσι τη φώναζαν τα παιδιά. Πόσο αγάπησαν αυτό το κορίτσι... Δεν το ξεχώριζα απ' τα παιδιά μου. Μάνα με φώναζε κι αυτή με μπιστευότανε τον πόνο της. Μιλούσε για τα βάσανα του λαού και το όνειρό της να τον βοηθήσει. Γι αυτό ήθελε να γίνει δασκάλα. Να ξέρει πιο πολλά για να μπορεί να τον βοηθάει περισσότερο. «Εμείς θα φέρουμε τη λευτεριά "μάνα"-μούλεγε συχνά. Εμείς θα σπάσουμε τα χέρια αυτωνών που μας τυραννάνε. Πολύ βασανισμένη είναι η Ελλάδα μας. Μαύρες μέρες ζούμε. Δεν πρέπει ν' αφήσουμε τα ίδια βάσανα να ζήσουν και τα παιδιά». Τ' απόδειξε με τη ζωή της. Όταν τη σκότωσαν έσταξαν αίμα οι καρδιές μας. Τα παιδιά στέκονταν μαραμένα κι όλο για τη Μίρκα κρυφοκουβέντιαζαν. «Άμα μεγαλώσουμε μάνα θα σκοτώσουμε όλους τους φασίστες» - αποφάσισαν. Η «καλή δασκάλα» έδωσε το αίμα της, για νάρθουν οι και τα παιδιά μας,
για να ζήσει η Ελλάδα.
(από αφήγηση της σ. Ουρανίας Μπουκουβίνα)
Έτσι λοιπόν η διωκόμενη, μαζί με τους έξι συντρόφους της δικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο και εκτελέστηκε με τη βούλα του, έτσι ώστε, να δικαιολογηθεί και με το νόμο ό,τι ακριβώς έκαναν και οι παρακρατικές ομάδες που έσπερναν τον τρόμο στην ελληνική επαρχία αποτελούμενες όλες από καθάρματα, πρώην συνεργάτες των Γερμανών. Κι ενώ όλοι αυτοί και οι ασήμαντες ζωές τους πέρασαν στη λήθη, η Μίρκα Γκίνοβα, πέρασε στο πάνθεον των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο, από την πένα της Ελλης Αλεξίου, της Ρίτας Μπούμη-Παππά και άλλων με ψευδώνυμο... Τα επαναστατικά τραγούδια που έβγαιναν από την ψυχή και το στόμα της καθώς τραβούσε στο εκτελεστικό απόσπασμα κάθε 26η Ιούλη φτάνουν στ' αυτιά μας...
Για σένα πλέκουν δαφνοστέφανα οι καιροί
κι αντιλαλούν απ' τα στερνά σου τραγούδια πόλεις, βουνά, λαγκάδια κι ουρανοί.
Δίπλα στο μνήμα σου το μίσος μας λαμπάδα.
Σ' ένα χωριό δασκάλα ήσουν ταπεινή, τώρα περνάει απ' το σκολειό σου όλη η Ελλάδα.
[Τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα διατηρούν την ορθογραφία του πρωτότυπου]
Υπέροχη δημοσίευση...ντρέπομαι ειλικρινά που δε γνώριζα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι θέμα ντροπής Γιάννη... Που να τα ξέρουμε όλα... Θέμα είναι να μην περάσει ο αναθεωρητισμός της Ιστορίας....
Διαγραφή