Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Ιάκωβος Καμπανέλλης: ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ...




-Εδώ μέσα για να γλιτώσεις, χρειάζεσαι μια κρούστα τρέλας γύρω από το μυαλό. Μπορείς να το πετύχεις αυτό;
-Τί εννοείς;
-Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Κοντολογίς, πρέπει να φροντίσεις να τρελαθείς λιγάκι. Μην πάθεις ό,τι πάθαμε εμείς όταν πρωτοήρθαμε.
-Τί πάθατε;
-Σκεφτόμασταν συνέχεια με το «γιατί;». Γιατί να δουλεύω έτσι; Γιατί να με δέρνουν έτσι; Γιατί να με ταΐζουν έτσι; Γιατί να με ορίζουν έτσι; Κατάλαβες; Αν σου 'χε κολλήσει αυτό το «γιατί» πιασ' το, καρύδωσέ το και ριξ' το στον καμπινέ, αλλιώς θα σε καρυδώσει αυτό. Ξέρεις πόσους συντρόφους χάσαμε; Δε θα γλιτώνανε όλοι!... Όχι... Ποτέ... Όμως, ξέρεις πόσους έφαγε αυτό το «γιατί»; Το είδες, το κατάλαβες... Βρισκόμαστε στα χέρια παντοδύναμων τρελών... Οι Ες-Ες όλοι, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, είναι παντοδύναμοι, τρελοί και φονιάδες! Κι όλα όσα γίνονται μέσα σ' ένα στρατόπεδο είναι αφύσικα, παράφρονα, απίστευτα , τρομαχτικά... Άκου να δεις... Αν ξαφνικά ένα χέρι μ' έπαιρνε από 'δω μέσα και μ' άφηνε σ' ένα δρόμο στη Βαρκελώνη. στη Νέα Υόρκη, στη Στοκχόλμη κι άρχιζα να λέω για το Μαουτχάουζεν, ξέρεις τι θα γινόταν; Θα με παίρνανε για τρελό, θα με κλείνανε μέσα!...Ήρθες σ' έναν «άλλο» κόσμο... Κατάλαβέ το! Άρχισε, λοιπόν, να βάζεις την κρούστα γύρω στο μυαλό σου... Πρέπει να τρελαθείς λιγάκι! Πρέπει να εναρμονιστείς... Δεν είναι δύσκολο...Ο φόβος, η πείνα, οι πεθαμένοι θα σε βοηθήσουν.

Ξεκινώντας αυτό το βιβλίο, νιώθεις σαν ένα χέρι να σου σφίγγει το λαιμό κάθε φορά που γυρίζεις και μια σελίδα του... Τόσο δυνατά που δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Και μια απελπισία να σε τυλίγει γιατί, θέλοντας και μη, μπαίνεις στη θέση όλων αυτών καθώς και της παράνοιας, του τρόμου, του πόνου, της απελπισίας, του φόβου, της ακατάπαυστης σωματικής κόπωσης, της εξαντλητικής πείνας, του κρύου, της συνεχούς επιτήρησης που βίωναν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής τους οι κρατούμενοι... Και ανάμεσα σε όλα αυτά να έχεις μέσα στη μύτη σου τη μυρωδιά ανθρώπινης σάρκας που βγαίνει από την καμινάδα του «Κρεματόριουμ» και ξεπηδάει από όλες τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Τι σημασία έχει εάν έχεις δει τόσα ντοκιμαντέρ, τόσες ταινίες, έχεις διαβάσει κι άλλα τέτοιου είδους βιβλία. Δεν χωράει κάθε φορά εκ νέου ο νους του ανθρώπου όλο αυτό... Γιατί δεν είναι απλά εικόνες που κυλούν γρήγορα. Είναι σελίδες που γυρίζουν αργά και βασανιστικά κι όσο λες θα το σταματήσω, δεν αντέχω άλλο, τόσο εξακολουθείς να πηγαίνεις παρακάτω, ολοένα και παρακάτω... Έτσι για να δεις που μπορεί να φτάσει η ιδεολογία του μακριού χεριού του καπιταλισμού... Και για να ατσαλωθείς κι άλλο... Κι όχι μόνο για να κλάψεις -τι πιο φυσιολογικό κι ανθρώπινο άλλωστε- αλλά για να μισήσεις και να πολεμήσεις το τέρας κι αυτούς που το ανέχτηκαν και το γιγάντωσαν κάνοντας το δεξί τους χέρι, για να πολεμήσουν όσους και όσες αγωνίζονταν για κοινωνική αλλαγή...

Το ξέρεις ότι αυτούς που δούλευαν στο κρεματόριουμ, αυτούς που ρίχνανε τους όμοιους τους στη φωτιά, το ξέρεις πως οι Ες-Ες του; άλλαζαν κάθε τόσο; Και ξέρεις αγάπη μου, με τι τρόπο τους άλλαζαν; Τραβούσαν απ' το φούρνο ένα μισοκαμμένο πτώμα, τους δίνανε μαχαίρι και πιρούνι και τους λέγανε «φάτε». Όσους δεν υπακούανε, τους σκότωναν για ανυπακοή κι όσους τρώγανε, τους σκότωναν για ανθρωποφαγία.

Έτσι περνούν οι σελίδες της φρίκης. Ζωντανοί στόχοι για να μαθαίνουν σκοποβολή και που όταν ο ζωντανός στόχος ήταν κόσκινο πια απ' την άσκηση στη σκοποβολή, έβαλε να κόψουν τους βραχίονες και τις κνήμες, και ύστερα τα 'στειλε στο ξυλουργείο, στην πριονοκορδέλα, για να τα κόψουν σε μικρά κομμάτια, όπως τα ξύλα. [...] Και τι έκαμε με τα κομμένα χέρια και πόδια;... -Τα 'ριχνε στο τζάκι κι έλεγε «πρώτα οι Ρώσοι κι ύστερα τα ωραία μας γερμανικά δάση». Στη γιορτή για τα γενέθλια του, στο σπίτι του... με καλεσμένους! Και τι άλλο να πρωτογράψουμε για όλα αυτά... Ανάμεσά τους  παρεμβάλλονται και διάφορες αναμνήσεις της ζωής μετά την απελευθέρωση. Μέσα από εφιάλτες που έρχονται και ξανάρχονται στον ύπνο των επιζώντων... Αλλά και μιας τόσο φυσιολογικής ανάγκης για εκδίκηση... Και απέναντι στους πρωτεργάτες, αλλά και σε όλους αυτούς που έκαναν ότι δε γνώριζαν τι συνέβαινε δίπλα τους. Που δε μύριζαν. Που δεν έβλεπαν...

Στον επισιτισμό μας βοηθούσαμε κι οι ίδιοι. Κάθε βράδυ, πολλοί απ' αυτούς που είχαν πάει βόλτα στα γύρω αγροχτήματα, γυρίζανε κουβαλώντας ένα μοσχάρι, ένα χοίρο, γαλοπούλες, κουνέλια, χήνες, καλάθια αυγά, λεκάνες φρέσκο βούτυρο. Οι Αμερικάνοι στεναχωριούνταν μ' αυτή την κατάσταση. Δε θέλανε να γίνεται πλιάτσικο στα αγροκτήματα. Αυτοί οι αγρότες είναι αθώοι, λέγανε. Κι ένα βράδυ σταματήσανε στην πύλη τον κύριο Βαγγέλη και με συνοδεία ένα στρατιώτη του είπανε να πάει αμέσως πίσω το μοσχάρι που είχε φέρει.

Ο κύριος Βαγγέλης ήταν από την Πάτρα. [...] Όταν κατάλαβε πως θέλανε να πάει πίσω το μοσχάρι, ζήτησε διερμηνέα για να τους απαντήσει. Ήρθε ο διερμηνέας κι ο Βαγγέλης άρχισε να λέει:

«Να μεταφράζεις καλά ό,τι σου λέω. Θα τους εξηγήσω αμέσως γιατί πήρα το μοσχάρι και γιατί δεν πρόκειται να το πάω πίσω!

Σήμερα το πρωί πήγα μια βόλτα στην εξοχή, όπως κάνω κάθε μέρα. [...] Κατά τις δέκα η ώρα χτύπησα την πόρτα σ' ένα πλουσιόσπιτο αγροτόσπιτο και τους παρακάλεσα ευγενέστατα να μου δώσουν μια κούπα ζεστό γάλα και μια φέτα ψωμί. Μου είπαν πως δεν έχουν τίποτα και να φύγω:

Μετάφρασέ το.

Φυσικά εγώ δεν έφυγα. Τους είπα ότι, αν δε μου δώσουν αμέσως ό,τι είπα θα τους βάλω φωτιά. Φέρανε αστραπιαία μια φέτα ψωμί και λίγο γάλα σ' ένα ντενεκέδι και τ' αφήσανε χάμω λες και ήμουνα κανένας σκύλος.

Μετάφρασέ το

Τους είπα ότι θα πάρω το γάλα μου στην τραπεζαρία τους, αλλιώς θα ' χουν κακά ξεμπερδέματα. Μου ανοίξανε την πόρτα και με πήγανε στην τραπεζαρία. Μου φέρανε μια κούπα γάλα και μια φέτα ψωμί. Ούτε ένα ψίχουλο παραπάνω, ούτε μια σταγόνα γάλα. Μόλις τελείωσα, το αφεντικό μου είπε να φύγω. 

Μετάφρασέ το.

Τον ρώτησα γιατί είναι έτσι σκληρός μ' έναν άνθρωπο που ήταν δυό χρόνια στο κάτεργο. Απάντηση: Δε φταίω 'γω που ήσουνα στο Μαουτχάουζεν, ούτε ξέρω τι γινόταν εκεί! Το στρατόπεδο, του λέω, είναι μόνο μισή ώρα από 'δω και τα συνεργεία δουλεύανε στα χωράφια! Μπορεί και στα δικά σου χωράφια! Πως δεν ξέρεις τι γινόταν εκεί! Απάντηση: Δεν ξέρω απολύτως τίποτα.

Μετάφρασέ το.

Επειδή, του λέω, είσαι τέτοιο κοπρόσκυλο, πες να μου ετοιμάσουν για το μεσημέρι ένα κοτόπουλο βραστό, άνοιξε μου το ραδόφωνο και καθάρισέ μου μερικά μήλα. Μου φέρανε ό,τι ζήτησα, γιατί είδανε πως δεν αστειεύομαι. Όμως όλη την ημέρα κανείς τους δε με ρώτησε τι είμαι, ποιος είμαι, τι ήταν το στρατόπεδο, τι γινόταν εκεί μέσα. Λέξη.

Μετάφρασέ το.

Το απογευματάκι ακούω φωνές στην πόρτα. Δυό Ρώσοι απ' το Μαουτχάουζεν ζητούσανε λάχανα. Οι αθώοι Γερμανοί αγρότες τους βρίζανε και τους διώχνανε. Πήγα, άνοιξα την πόρτα, τους έβαλα μέσα και τους είπα να πάρουνε όσα λάχανα θέλουνε.

Με την ευκαιρία έκανα και μια βόλτα στο χτήμα και στις αποθήκες. Από ζωντανά και πετούμενα άλλο τίποτα. Και στις αποθήκες τους φίσκα τα καπνιστά χοιρινά, τα λουκάνικα, τα σαλάμια, τα βούτυρα και τ' αλεύρια. Είπα στους Ρώσους να πάρουνε κι ό,τι άλλο θένε. Ύστερα ειδοποίησα τους αθώους Γερμανούς αγρότες  ότι, ώσπου να γίνουνε άνθρωποι, θα τους κάνω παρέα κάθε μέρα απ' το πρωί ως το βράδυ. Ως πρώτη δόση πήρα το άσπρο μοσχάρι. Αύριο θα πάρω άλλο χρώμα.

Μετάφρασέ το και τελειώσαμε.»

Ο κύριος Βαγγέλης πέρασε την πύλη παρέα με το άσπρο μοσχάρι και το παρέδωσε στην κουζίνα.

Κι από τη ζωή μετά τον Μάιο του 1945 και τη λαχτάρα να γυρίσουν πίσω στις πατρίδες τους, ξανά στις μνήμες από τα στρατόπεδα. Μνήμες που δεν μπορούν να σβήσουν... 

-Κάθε πρωί, πριν πιάσουμε δουλειά, οι Ες-Ες σέρνανε τις γυναίκες και τα παιδιά στην τάφρο και τους σκοτώνανε. Ύστερα, άμα πηγαίναμε εμείς, η πρώτη μας δουλειά ήταν να τους θάψουμε. Έχεις δει παιδιά σκοτωμένα;

-Όχι, παιδιά δεν είδα!

-Την τελευταία ομάδα τη φέρανε απόγεμα, λίγο πριν σκολάσουμε. Κι ήταν μια γυναίκα μαζί που είχε ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά, ένα μωρό. Τις βάλανε στη γραμμή έτσι, μισοξαπλωτά πάνω στο πλευρό της τάφρου. Τ' άλλα παιδιά κλαίγανε. Μόνο το μωρό δεν έκλαιγε. Η μάνα του είχε το βυζί έξω, το μωρό βύζαινε με μια πείνα... Ο υπαξιωματικός πήγε και το πήρε απ' τα χέρια της. Το γαργάλησε λίγο, του γέλασε και το μωρό άρχισε να παίζει, να τραβά τα κουμπιά που γυαλίζανε, το καπέλο. Η μάνα νόμιζε πως το μωρό γλίτωσε. Γονάτισε και φώναζε κλαίγοντας :«Γκράτσια, γκράτσια»... Τα πολυβόλα αρχίσανε... Να 'βλεπες πως σπαράζανε οι γυναίκες, τα παιδιά... Πως μουγκρίζανε, πως τρώγανε το χώμα...

-Και το μωρό;

-Η μάνα του μωρού είχε πέσει μονόπαντα, να, έτσι... Ο υπαξιωματικός την έσπρωξε με το πόδι του, τη γύρισε ανάσκελα. Έπιασε το φουστάνι της απ' το λαιμό και το 'σκισε... Το τράβηξε κάτω. ως τη μέση, κι έβαλε το μωρό να βυζάξει. Το μωρό βρήκε πιο εύκολα το αίμα απ' το γάλα κι έγλειφε αίμα...

-Πάψε, μούγκρισα.

Και πως να σβήσουν αυτές οι μνήμες άλλωστε... Όπως ακόμα πιο σημαντικό είναι να μη σβήσουν και οι άλλες μνήμες... Αυτές που πρέπει να μας θυμίζουν ποιοι έθρεψαν αυτό το φίδι... Ποιοι είναι ηθικοί αυτουργοί όλων αυτών των εγκλημάτων... Και ακόμα ποιοι το πολέμησαν δίνοντας τα πάντα... Και κλείνοντας αυτό το βιβλίο, αν κάποιοι και κάποιες ταυτίζονται με τις σύγχρονες απόψεις των αναθεωρητών της Ιστορίας που εξισώνουν τους εγκληματίες με αυτούς που τους πολέμησαν, ας κάνουν ένα κόπο να κοιταχτούν στον καθρέφτη τους. Ίσως στο πέτο του ρούχου τους να αχνοφαίνεται το σήμα με τη νεκροκεφαλή που φορούσαν οι Ες-Ες...

Μια μέρα η Ιστορία θα γράψει πως οι αστικές δημοκρατίες θρέψανε τις δικτατορίες κι όταν οι τελευταίες παχύνανε, άρχισε ο καβγάς... Αυτά εμένα μου θυμίζουν την ιστορία της Αγγλίδας κυρίας με το μπουλντόκ... Το είχε από κουταβάκι, το τάιζε, το μεγάλωνε, ώσπου έγινε ένα μπουλντόκ σωστό θηρίο. Ήθελε δύο κιλά κρέας για να χορτάσει. Η κυρία δεν μπορούσε να ανεχτεί τη λαιμαργία του μπουλντόκ κι αποφάσισε να το δώσει. [...] Τι το διαφορετικό κάνανε οι αστικές δημοκρατίες με το φασισμό και το ναζισμό; 

[Τα αποσπάσματα με τα πλάγια γράμματα είναι από το βιβλίο, κρατώντας πάντα την ορθογραφία του πρωτότυπου]