Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Μίμης Φωτόπουλος: 29 Οκτωβρίου 1986... Ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο ηθοποιός, ο άνθρωπος της τέχνης.











Υπάρχουν άνθρωποι που στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι αυτό. Και τίποτα άλλο. Ένας από αυτούς ήταν και ο ταλαντούχος κωμικός ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Η δύναμη της εικόνας «σκέπασε» τις υπόλοιπες ασχολίες και «εκφράσεις» του. Τέτοια μέρα, σαν σήμερα, 29 Οκτωβρίου 1986, έφυγε από τη ζωή. Και τέτοια μέρα, σαν εχθές, 28 του Οκτώβρη του 1940, κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Μπουλούκια», η οποία μέσα στα γεγονότα εκείνων των ημερών χάθηκε για να ξαναδεί το φως το 1960. Ο ίδιος άλλωστε, γυρνούσε στην επαρχία με τους περιβόητους θιάσους μπουλουκιών για ένα πενιχρό μεροκάματο. Ακούραστος εργάτης του θεάτρου. 

Μπουλούκια
Είμαστ' όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μας λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμμένοι αρλεκίνοι.

Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ' έν' άγνωστο δρόμο.
Μα με τον ακιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.

τώρα η θλίψη μας συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δεν θ' ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
-ένα ρόδο χλωμό- τη θέρισ' η φθίση.

Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ' αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.

Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σας διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θάχε πνίξει...

Υπήρξε, αφού συνελήφθη και παραδόθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, « Όμηρος των Εγγλέζων στην Ελ Ντάμπα». Τιμωρήθηκε για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, μαζί με άλλους δέκα περίπου χιλιάδες Έλληνες Εαμίτες και Ελασίτες.  Και έγραψε ένα βιβλίο για όλα αυτά. Για τους δύσκολους μήνες πίσω από τα σύρματα ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης στην έρημο της Αιγύπτου. Έλεγε ότι, «το ένιωθα χρέος μου να κάνω αυτή την καταγγελία σαν κραυγή διαμαρτυρίας για την εγκληματική και βάρβαρη συμπεριφορά των Άγγλων «συμμάχων» απέναντι σ' ένα λαό που τόσο αίμα και νεκρούς έδωσε στον αντιφασιστικό αγώνα και συνέβαλε στην τελική νίκη».














Επέστρεψε και μας χάρισε άλλες τρεις συλλογές ποιημάτων. Δείχνοντας μας την ποιότητα και την ευαισθησία του χαρακτήρα του. Γι' αυτό, με τις μικρές δυνάμεις αυτού του ιστολογίου, φωτίζουμε σήμερα λίγο και τις υπόλοιπες πτυχές της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Αυτής, που γέμισε τα «φύλλα» και μας συγκίνησε τόσο... Σαν αυτό το ποίημα, για τον πιο σκληρό χειμώνα της Αθήνας... Τον χειμώνα του 1941...

ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ άγνωστε,
που κάποιο πρωινό
πικρό, μουντό, βροντερό
καρφώθηκαν τα μάτια μου
μ’αγωνία πάνω στ’ άσπρο πτώμα σου
στο πεταμένο πτώμα σου
στην οδόν Αθηνάς
Κι είδα γύρω σου
λυωμένα τα όνειρά σου
μαδημένες τις ελπίδες σου,
άνθρωπέ μου πονεμένε
άγνωστη παρέα μου
στην απέραντη γή μας

Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να σε κυττάζω με συμπόνοια,
να κλάψω για το χαμό σου
πάνω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.
Πεινούσα πολύ
κι είχα πάρει του δρόμους
με παγωμένα πόδια
με παγωμένη σκέψη
και γυρόφερνα την αγωνία μου
στα σκουπίδια.

Κάθε τόσο
χτυπούσαν την πόρτα μου
οι χαφιέδες του θανάτου
φορώντας τον μαύρο μανδύα
των πένθιμων νυχτιών του Γενάρη.

Αυτοί είχαν βάλει
τ’ άστρα στην τσέπη τους
και μέσ’ στη σκέπη τους
είχαν κλειδώσει τον ήλιο.

Κι εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι
με συντροφιά
τα καρφιά του γεροχειμώνα.
Σαν παντιέρα συνδικάτου
που αργοκινιέται
σε πένθιμη παρέλαση
έγερνε η καρδιά μας
στο ρημαγμένο ιστό
του κορμιού μας.

Η κόλαση που είχε υφάνει
η αράχνη των ψευτοχριστιανών
στα σκουριασμένα μυαλά
απίθανων καλόγερων
είχε ζωντανέψει
όπως οι ψείρες
στα λερά ρούχα
των φτωχών…

Από τότε
πέθαναν τόσα χρόνια!
Χορτάσαμε από παλαμάκια
από αγύρτες κι από ήρωες
από “ζήτω” κι από “ελευθερία”
Και πολλές φορές
στα πένθιμα φθινοπωρινά
απογεύματα,
στις πληχτικές καλοκαιριάτικες
νυχτιές
ζωντενεύει μπροστά μου
η κέρινη μορφή σου
αδελφέ μου άγνωστε.

Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατελείωτες
να σε κυττάζω με συμπόνια
να κλάψω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ


Στα ποιήματα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου, ενώ ο τονισμός έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα.



Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη



Ήταν ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ στην ταράτσα. Κάτου η πόλη βούιζε νύχτα.[...]
Η Ρηνούλα ακούμπησε στο πεζούλι να ξανασάνει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαινέλα, απ' τη νύχτα ως την άλλη νύχτα. Το σπίτι ήταν θεόρατο, κουρασμένο, τραβηγμένο παράμερα απ' τ' άλλα μες στην ποδιά του Λυκαβηττού.[...]
Η κυρία το μεταχειριζότανε σαν ξενοδοχείο. Βίζιτες δεν περνούσαν το κατώφλι. Και μονάχα ο Κύριος κλεινόταν τα βράδια στο σαλόνι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε... χαρτοπαίζανε ασταμάτητα, ώσπου να χλομιάσουν τα τζάμια απ' το πρώτο φέγγος της αυγής.
Ήταν πολλές οι δουλειές σε εκείνο το σπίτι, πολύ το κοψομέσιασμα· κι η ψυχή της Ρηνούλας μια. Αυτή θα το κουμαντάριζε, αυτή θα το συγύριζε.[...] Έμπαινε στις κάμαρες, κύλαγε στην κουζίνα, πρόβαλλε στο μπαλκόνι...Κι ανεβοκατέβαινε τη σπειρωτή του σκάλα σαν μερμηγκάκι στο βότσαλο. Το βράδυ ήταν ένα μικρό λείψανο· κι ανέβαινε στον ουρανό της, στο λευκό καμαράκι της ταράτσας, να πεθάνει. Μα ούτε κι αυτό ήταν βολετό. Ο κύριος είχε τα ξενύχτια του κάτου.[...]

[Μενέλαος Λουντέμης: Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό, διήγημα από το βιβλίο του Βουρκωμένες μέρες]


Την Τρίτη 13 Μαρτίου 1956, μετά από πολλά χρόνια εξορίας και βασανιστηρίων, ο Μενέλαος Λουντέμης μεταφέρεται από τον Άη-Στράτη στην Αθήνα για να δικαστεί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για τη συλλογή των διηγημάτων του και συγκεκριμένα αυτό με τον τίτλο «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό», που εκδόθηκε το 1953. Τα πάθη της Ρηνούλας και της κάθε Ρηνούλας έπρεπε να μένουν πίσω από τις κλειστές πόρτες των μεγαλοαστικών σπιτιών. Να μην φωτιστούν από την πένα του συγγραφέα. Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ο Λουντέμης ρωτήθηκε από τον πρόεδρο για την ενοχή του και απάντησε:

«Ναι, είμαι ένοχος. όχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».

Η δίκη συνεχίστηκε και το λόγο πήρε ο δικηγόρος του Λουντέμη. Ας δούμε με  τα πλάγια γράμματα τι έγινε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Λάμπρου Ζιώγα: Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη.

Ο Θεοτοκάτος (συνήγορος του Λουντέμη) παίρνει από το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζια ξεθωριασμένα εξώφυλλα, το ανοίγει και αρχίζει να απαγγέλλει, καθαρά και βροντόφωνα για να μπορούν να τον παρακολουθούν όλοι:

Εγώ είμαι ο γκρεμιστής
Γιατί εγώ είμαι κι ο χτίστης
Ο διαλεχτός της άρνησης
Κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα
Νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα
Τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, 
Του χαλασμού πατέρας,
Πάντα κοιτάζω προς το φως 
Το απόμαυρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος,
Εγώ κι ο ανοιχτομάτης
Του μακρεμένου αγνανευτής
Κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
Και με το καριοφύλλι μου 
Και με το απελατίκι 
την πολιτεία την κάνω ερμιά, 
Γη χέρσα το χωράφι.

Εδώ ο Θεοτοκάτος σταματά, στρέφεται προς το μάρτυρα και λέει:
-Περιμένω ν' ακούσω τη γνώμη σας κύριε μάρτυς.
Ο Καραχάλιος (μάρτυρας-αστυνόμος γενικής ασφάλειας) όμως σωπαίνει. Ύστερα από λίγο λέει:
-Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα
-Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω, λέει ο Θεοτοκάτος.[...]

Και συνεχίζει ο συνήγορος να απαγγέλει καθαρά τους επόμενους στίχους του ποιήματος μέχρι που σταματάει και ξαναρωτάει το μάρτυρα.

-Μήπως τώρα κύριε μάρτυς σχηματίσατε γνώμη;
Αντί για απάντηση ο μάρτυρας ρωτά:
-Τίνος είναι αυτό το βιβλίο;
-Γιατί κύριε μάρτυς σας ενδιαφέρει;
-Ναι, με ενδιαφέρει.
-Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το περιεχόμενο και μόνο αυτό.
-Μα ξέρετε κύριε συνήγορε... όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει. Λοιπόν πέστε μου σας παρακαλώ τίνος είναι για να μπορέσω να κρίνω και να εκφέρω γνώμη.
-Δεν θα σας πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία που κάναμε πριν λίγο. Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό έργο. Το κρίνετε απ' το περιεχόμενο κι όχι από το συγγραφέα του.
Εδώ επεμβαίνει ο εισαγγελέας:
-Τέλος πάντων κύριε συνήγορε, θα μας πείτε καμιά φορα το συγγραφέα του κειμένου;
Ο πρόεδρος Φαρμάκης, που έχει χάσει φαίνεται την υπομονή του, γυρίζει προς τον εισαγγελέα και λέει:
-Αφήστε κύριε εισαγγελέα. Κάποιος του ίδιου φυράματος με το Λουντέμη θα είναι κι αυτός.

Ο Θεοτοκάτος ήρεμος άνοιξε το βιβλίο για να συνεχίσει το διάβασμα. Βλέποντάς τον ο πρόεδρος τινάχτηκε πάνω σαν να τον σούβλισαν με πυρωμένα σουβλιά και λέει ουρλιάζοντας:

-Κύριε συνήγορε δεν σας επιτρέπω να συνεχίσετε. Δεν σας επιτρέπω να διαβάζετε ενώπιόν μας τέτοια κείμενα. Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ποίημα, είναι λίβελλος εναντίον του έθνους, είναι ένα κείμενο αντεθνικόν, που πρέπει να κατασχεθεί και να καταστραφεί αμέσως, ενώ εκείνος που το 'γραψε, αν δεν έχει καταδικαστεί μέχρι τώρα, πρέπει να καθίσει στο εδώλιο μαζί με τον πελάτη σου, να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία και να κρεμαστεί...[...]
 -Κύριε πρόεδρε, λέει ο Θεοτοκάτος, ομολογώ πως τέτοιο λαβράκι δεν το περίμενα στα δίχτυα μου. Εγώ αλλού ψάρευα, δείχνοντας το μάρτυρα κατηγορίας. Το ποίημα που απήγγειλα πριν λίγο ενώπιόν σας και που εσείς χαρακτηρίσατε αντεθνικόν κλπ κλπ είναι απόσπασμα απ' το γνωστό ποίημα «Ο εκδικητής» που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα και διαβάζεται από όλους τους Έλληνες. Εκείνος που τόγραψε και που κατά τη γνώμη σας πρέπει να δικαστεί για προδοσία δεν είναι άλλος από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, που όλο το έθνος τον διαβάζει, τον αγαπά και τον τιμά.[...]
-Όσο προδότης είναι, κύριε πρόεδρε, ο εθνικός μας ποιητής, άλλο τόσο είναι προδότης κι ο Λουντέμης που έγραψε το βιβλίο «Βουρκωμένες μέρες» και για το οποίο τόσο λυσσαλέα διώκεται.

Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο πρόεδρος αιφνιδιάζεται, τα χάνει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Και για να βγει από τη δύσκολη θέση χτυπά το κουδούνι αμήχανα και διακόπτει τη συνεδρίαση λέγοντας:

-Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, δεν μπορεί να τα ξέρουμε όλα.

Η δίκη συνεχίστηκε. Μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο απολαυστικός Κώστας Βάρναλης και ο συγγραφέας Στρατής Δούκας! Στη συνέχεια κλήθηκε να απολογηθεί ο Λουντέμης.

Ο συγγραφέας περιέγραψε μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν έφτασε να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο, ο πρόεδρος παρατήρησε: 

«Απορώ... πως δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας...»

Και ο Λουντέμης απάντησε:

«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ!

Ο Μενέλαος Λουντέμης καταδικάστηκε. Τα βιβλία του απαγορεύτηκε να κυκλοφορούν. Αλλά αυτός συνέχισε να γράφει όπως ανέπνεε... Για όλες τις Ρηνούλες όλου του κόσμου, για όλα τα παιδιά που μετράνε τ' άστρα... Και τον ευγνωμονούμε γι' αυτό!


Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

«γράμματα»...


Συζητώντας με μεγαλύτερους ανθρώπους υπάρχουν φορές που μένεις με το στόμα ανοιχτό όταν σε διορθώνουν για μια γραμματική αστοχία, έναν λάθος τονισμό μιας λέξης. Όχι μόνο επισημαίνοντας το λάθος και λέγοντάς σου το σωστό, αλλά εξηγώντας σου κιόλας το γιατί. Τον κανόνα της γραμματικής! Τον κανόνα του τονισμού! Λήγουσες, παραλήγουσες, προπαραλήγουσες αραδιάζονται στη συζήτηση με περισσή άνεση! Κοιτάς με θαυμασμό, ντρέπεσαι για την κακοποίηση της γλώσσας στην οποία ενδεχομένως έχεις προβεί, αλλά κυρίως μένεις με την απορία! Πως τα θυμάται ο συνομιλητής σου όλα αυτά! Τόσες δεκαετίες μετά! Και τότε ξετυλίγεται μπροστά σου ένα μοναδικό κουβάρι εικόνων και γνώσεων από την εποχή που ήταν παιδιά. Για τη δίψα τους για μάθηση, για τις δύσκολες συνθήκες και κάποιες φορές για τις όχι και τόσο παιδαγωγικές μεθόδους των δασκάλων τους. Διακρίνεις, όμως, μια συγκίνηση, κυρίως για τις συνθήκες και για τα παιδιά. Παιδιά που έρχονταν από μακρινά χωριά στην πρωτεύουσα του νομού μ' ένα καρβελάκι ψωμί για να βγάλουν όλη την εβδομάδα. Μ' ένα λεπτό πανωφόρι μέσα στα κρύα για να μείνουν σε μια παγωμένη κάμαρα με τα λιγοστά τους εφόδια. Τα παιδιά και τη δίψα τους να «μάθουν γράμματα». Να «προκόψουν». Να ξεφύγουν από τη φτώχεια... «Και ποιος τη φτώχεια δε θα καταραστεί κι όσους ευθύνονται γι' αυτήν;»

Ξεφυλλίζοντας αυτή τη φορά τα φύλλα, όχι κάποια φύλλα ενός βιβλίου ή κάποιου περιοδικού, αλλά φύλλα με την καινούρια τους μορφή, αυτά της οθόνης, έπεσα πάνω σε μια σελίδα για την πέτρα... Ταξιδιάρικη, ονειρική, με παλιές ιστορίες! Θα μου πεις τι ταξιδιάρικο μπορεί να έχει η πέτρα... Πως δεν έχει! Αυτή πήραν οι άνθρωποι για να χτίσουν γεφύρια, αυτά τα κομψοτεχνήματα που έφερναν ανθρώπους και τόπους πιο κοντά στα δύσβατα βουνά του τόπου μας. Αυτή πήραν οι άνθρωποι για να χτίσουν τα προσωπικά τους καταφύγια και να κρυφτούν από τα άγρια στοιχεία της φύσης. Έμαθαν την τέχνη της πέτρας και ό,τι έφτιαξαν δίνει χαρά μέχρι τις μέρες μας στα μάτια του ανθρώπου, τα τόσο συνηθισμένα στην ασχήμια της πόλης. Ποιήματα, βρύσες, γεφύρια, νερά, ποτάμια, θρύλοι, ανθρώπινα όνειρα, μαστοροχώρια περνούν «ξεφυλλίζοντας» τις σελίδες αυτές. Η σελίδα αυτή είναι πραγματικά ένα παράθυρο σ' έναν άλλο άγνωστο κόσμο!  

Δεν μπορούσε, λοιπόν, παρά και τα παιδιά των δουλευτάδων της πέτρας να μου θυμίσουν τα παραπάνω που έχω ακούσει να μου διηγούνται για τη δίψα τους για μάθηση και να μη μου δημιουργηθεί μια θλίψη για το πως αντιμετωπίζονται τα «γράμματα» τη σημερινή εποχή...


Περί πέτρας ο λόγος.

Το θέμα της σελίδας μας άλλο δεν είναι παρά οτιδήποτε πέτρινο που κουβαλάει στις πλάτες του ιστορίες, θρύλους, ανθρώπινο μόχθο κι όνειρα...

Όμως χρέος έχουμε, σαν κάτι που φαίνεται ξεχωριστό (μ' αν το καλοσκεφτείς δεν είναι)..., να το παρουσιάσουμε!

Κι αν η εικόνα που ακολουθεί παράταιρη φαντάζει, γνώμη μου ταπεινή, από το θέμα μας δε διαφέρει...

Γιατί δουλευτάδες της πέτρας, φτωχοί άνθρωποι γίναν (κι όχι αρχοντόπουλα μοσχοθρεμμένα), σε χωριά φτωχικά γεννημένοι, με τη στέρηση πανωφόρι τους...

Και σε τέτοια σαν της εικόνας μας Σχολειά πήγαν... (Σχολειά με κεφαλαίο το αρχικό το γράμμα), με κουρέλια καλυμμένο το κορμάκι τους, άλλοι με ποδήματα κι άλλοι δίχως. Μα με μια πίστη για το αύριο, μια θέληση αδάμαστη τα όρια, που οι επιτήδειοι χάραξαν, να ξεπεράσουν, με μια δύναμη ανίκητη!

Ποιος από μας θ' αντικρύσει την εικόνα και δε θα χαμηλώσει το βλέμμα, δε θα γνοιαστεί για τούτα τα σκυμμένα κεφαλάκια, τα σκεπασμένα με κουρέλια κορμιά...

Και ποιος τη φτώχεια δε θα καταραστεί κι όσους ευθύνονται γι' αυτήν;


[Πηγή facebook:  Περί πέτρας ο λόγος]










Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Νικηφόρος Βρεττάκος: Εάν ήταν όλοι οι άνθρωποι έτσι...




Είναι κάποιες στιγμές που όταν η ματιά σου κυλάει στις πρώτες λέξεις ενός βιβλίου, νιώθεις ένα χέρι να σε βουτάει από το λαιμό, ένα πλάκωμα στο στήθος ή μια ευφορία να γεμίζει κάθε κύτταρο του κορμιού σου. Ειδικά όταν οι άνθρωποι που γράφουν, έχουν χάσει την ιδιότητα του συγγραφέα και ανήκουν πια στο «Πάνθεον  των Αληθινών Ανθρώπων». Προσπαθώ να φανταστώ κάποιους, ας μιλήσουμε γι' αυτούς του δικού μας τόπου, γιατί σε κάθε γωνιά του πλανήτη υπάρχουν τέτοιοι, να μπαίνουν στο στίβο της γραφής πιασμένοι χέρι χέρι και να αρχίσουν να τρέχουν, να προσπαθούν να προσπεράσει ο ένας τον άλλον σε ανθρωπιά, σε αγάπη προς τον άνθρωπο, σε ευαισθησία και σε πόθο για μια δίκαιη ζωή για τους πάντες.

Και να σου ξαφνικά στα χέρια σου «Το αγρίμι» του Νικηφόρου Βρεττάκου. Και εκτός από τις παραπάνω στιγμές είναι και οι φορές που μένεις άφωνος και σκέφτεσαι πως ό,τι και να γράψεις ή να πεις είναι πολύ λίγο μπροστά σε κάποια γραπτά...

Γιατί «Το αγρίμι» είναι ο ίδιος ο άνθρωπος της κατοχικής περιόδου. Και το 1941 είναι «μια χρονολογία, που μέσα της, θ' ακούγονται να θρηνούν για πολλούς αιώνες έπειτα, οι ευγενικότεροι λαοί της Ευρώπης.».

Και ο συγγραφέας ακριβώς επειδή δεν είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα λέει, «ντρέπουμαι, γιατί, γράφοντας, σήμερα, εξακολουθώ να προβάλλω τον εαυτό μου» και συνειδητοποιεί ότι «τα χειρόγραφα τούτα δεν έχουν καμιά βαθύτερη σημασία απ' αυτή που θα σας εξηγήσω αμέσως. Η πράξη μου τούτη - όλα μου δηλαδή τα γραφόμενα - είναι παρόμοια με την πράξη ενός παιδιού, που μουσκεύει το μαξιλάρι του κλαίοντας. Μου φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουνε αυτό το δικαίωμα και πολύ περισσότερο τα παιδιά και οι ποιητές που πιστέψανε μ' όλη τους την ψυχή στη δικαιοσύνη του κόσμου».

Και κάπου εκεί σκέφτεσαι πως μπροστά σε αυτή την εξομολόγηση για την ταπεινότητα του γραπτού του και τη συνέχεια που ακολουθεί και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, βυθίζοντάς σε με τέτοιο τρόπο στο σχεδόν τετράχρονο κατοχικό σκοτάδι, τα λόγια για όλο αυτό είναι φτωχά. Και πιο φτωχά ακόμα μπροστά στο πως περιγράφει το σκοτάδι που τύλιξε ολόκληρη την ανθρωπότητα.       

1941

Αθήνα, οδός Κομνηνών, 27 του Δεκέμβρη

Ο πιο μαύρος χειμώνας στην ιστορία της Αθήνας. Οι «νικητές» γύρισαν ηττημένοι, πεινασμένοι, ξυπόλητοι. Και αναρωτιέται: «Γεννήθηκα σ' έναν κόσμο που εξακολουθούν να γίνονται πόλεμοι. Πως θα τα βγάλω πέρα; Ίσως δεν παραλογίζομαι όταν σκέφτομαι πως ο άνεμος του κακού, αιώνες τώρα, παρασύρει με το πρώτο φύσημά του τα Ευαγγέλια και τα βιβλία και τους δασκάλους και τα κηρύγματα...» Και συνεχίζει: «Αλήθεια, γιατί πολεμάνε; [...]Στην πραγματικότητα ποιοι πολεμάνε; [...] Το παιχνίδι που παίζουν δεν είναι δικό τους» Και με αυτές τις σκέψεις πλαγιάζει με τη λασπωμένη κουβέρτα που έφερε από το μέτωπο. «Την πήρα μαζί μου, να την ρίχνω κάποτε πάνω μου και να θυμάμαι πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη.»

Και το μαύρο σκοτάδι συνεχίζεται. «Αυτή την εποχή παρασφίξανε τα δεσμά του Προμηθέα» Αλλά να! Κάτι ακούγεται! Κάτι φωτίζει στο πολύ μακρύ βάθος... «Μια βουή παράξενη, ατελείωτη, σκοτεινή τράνταζε κάθε τόσο με διαδοχικές ριπές τα παράθυρα και τις πόρτες. Κ ένιωθα πολύ καλά πως δεν ήταν ο άνεμος που έβγαινε από τα σύννεφα. Είχα την εντύπωση πως αυτό ήταν ψυχή.[...] Είναι ακριβώς η ψυχή του Λαού που βράζει κάτω από τα θεμέλια της πολιτείας.» Είναι ο Προμηθέας που σαλεύει!

«-Πάμε μαζί τους! Πάμε μαζί τους! Προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Μια μαύρη σημαία δεμένη σ΄ ένα μεγάλο κοντάρι, προχωρεί μες στον άνεμο. Είναι οι σκλάβοι που κάνουν ελεύθερες πράξεις. Είναι οι πεινασμένοι που κατέβηκαν από τις λαϊκές συνοικίες, έγιναν μάζες και τώρα μαυρίζει το κέντρο της πολιτείας.»

Με αυτές τις σκέψεις τριγυρνά μέσα στο σπίτι. Η συσκότιση είναι διαταγή. Και τότε «Πριν πέσω στο κρεβάτι μου, περνώ στην κάμαρα των παιδιών. Είναι καλά σκεπασμένα, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το γκέτο της Βαρσοβίας»...

Και ξαπλώνει. Και αναρωτιέται «Τι γίνεται στον κόσμο αυτή τη στιγμή; Πόσα σπίτια καίγονται;» Και ξυπνάει με το πρωινό εμβατήριο των Γερμανών «αυτό το εμβατήριο που λικνίζει το θρίαμβό του πάνω απ' την πόλη.» Και από τους προδότες «ακούγεται η συναλλαγή των τριάκοντα αργυρίων.»

Και βγαίνει στο δρόμο με χιλιάδες άλλους μαζί!  Μαζί τους ήταν και «ο μαύρος της Αμερικής και ο άστεγος του Σηκουάνα.» Και φώναζαν όλοι μαζι .«Κάτω οι Τύραννοι!»

Και συνεχίζει να αναρωτιέται: «Ποιος κρέμασε και με ποιο δικαίωμα όλα αυτά τα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ σε κάθε είσοδο της ζωής, σε κάθε έξοδο από το μεγάλο αυτό αδιέξοδο που μας έκλεισαν μέσα;»

Έτσι πέρασε και το 1942. Και μπαίνουμε πια στο 1943. «Ο καπνός από τα κρεματόρια» σκεπάζει την Ευρώπη. Και όποιοι και όποιες έχουν γράψει σε κάποιο μέρος της γης τη λέξη «Ελευθερία», όταν θα χτυπήσει η πόρτα του σπιτιού τους θα πρέπει να ξεκρεμάσουν το μαύρο καπέλο τους και να ετοιμαστούν...

Ο θάνατος λοιπόν παραμονεύει σε κάθε γωνιά της πόλης. Κάθε χτύπημα στην πόρτα παραλύει όλο τον ήσυχο δρόμο. Θα είμαι εγώ ο επόμενος; 

Θα φύγει λοιπόν κι ο συγγραφέας μας. Θα πάει στο βουνό του χωριού του. Τον περιμένει ένας πατέρας και μια αδερφή. Κι ένα χωριό ολόκληρο που ζει κι αυτό με τον τρόμο. Όχι τον τρόμο του χτυπήματος στην πόρτα. Αλλά τον τρόμο του καψίματος των σπαρτών, των ελιών, του δάσους, του χωριού όλου... «Οι Γερμανοί και οι μισθοφόροι τους δεν έχουν ορισμένες ώρες. Μπαίνουν στα χωριά κ' οι καμπάνες είναι οι κραυγές των ανθρώπων που ειδοποιούν: Σηκώστε τα βρέφη, τους γέρους, τους αρρώστους, σηκώστε ότι πολύτιμο έχετε...» [...] «Αυτές οι διασταυρώσεις, σκέφτομαι, γίνονται αυτή τη στιγμή σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Άνθρωποι κι άνθρωποι προσπαθούν να διασώσουν τις αποσκευές τους και τα όνειρά τους.» Και δεν κοιμάται κανείς. Σκοπιές στα παράθυρα. Και ξαφνικά έρχονται. «-Ετοιμαστείτε. [...] Η μικρή αποθηκούλα με το λάδι και τα τρόφιμα κλειδώθηκε καλά, το σπίτι κλειδώθηκε, τα παράθυρα έκλεισαν να μοιάζει σαν έρημο. Δέσαμε με σκοινιά το άλογο και τις αγελάδες, πήραμε τις κατσίκες, δεν αφήσαμε πίσω μας κανέναν ζωντανό μάρτυρα. Κατεβαίνουμε την πλαγιά προς το δάσος.» 

Έτσι κυλούσαν οι μέρες, οι μήνες. Αγρίμι κυνηγημένο ο άνθρωπος. Αγρίμι πεινασμένο. Και η ανθρώπινη ζωή «είναι σαν μια βάρκα πάνω στον ωκεανό, μια βάρκα μικροσκοπική κι ασήμαντη.»

Αλλά αυτές οι «ασήμαντες», «οι μικροσκοπικές» σηκώνουν ανάστημα και φωνάζουν όλες μαζί. Λάθος, δεν φωνάζουν. Κραυγάζουν μια και μόνη λέξη! ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ!

Κι όταν όλα αυτά τελειώσουν, «Κι όταν κάποτε θα φύγουν οι Γερμανοί, δε θα 'χουν φύγει οι Γερμανοί. Ο πόλεμος δεν είναι αυτός που φαίνεται μόνο.»...


[Νικηφόρος Βρεττάκος, «Το αγρίμι», εκδόσεις «Τρία φύλλα»]

[Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο]

[Το βιβλίο κυκλοφορεί πλέον από τις «εκδόσεις ποταμός»]






                          




Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Για τη δεύτερη ΜΑΝΑ όλων μας... για το νεκρό ΠΑΙΔΙ της... "είναι πολλά τα παιδιά σου μητέρα, μην πικραίνεσαι..."


 










Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ' τα σπίτια τους,

τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους

την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ και ακούει το νερό να κοχλάζει

σα να σπουδάζει το νερό και το χρόνο. Πάντα εκεί -


Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή

καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.


Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι

κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο

και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο

που ο πόνος κάτω από τα πλευρά μας δεν είναι πια απ' τη στέρηση 

μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους 

είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι. [...]


[ Γιάννης Ρίτσος: Σχήματα της απουσίας]


Γιάννης Ρίτσος-Θάνος Μικρούτσικος-Μαρία Δημητριάδη: Χρόνος

https://www.youtube.com/watch?v=JSeF_6geJrc






Το σκίτσο είναι του Πάνου Ζάχαρη