Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Το Ημερολόγιο του Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντής)




"Μας ξεφτιλισε ζωντανός. Να μη μας ξεφτιλισει και νεκρός".


Στον Διαμαντή

Έσερνες πρώτος το χορό,
πολέμαρχος στα ρουμελιώτικα τ' αλώνια...
Παίζαν νταούλια κλέφτικα το κάλεσμα το βροντερό
κι οι μάνες σε τραγούδαγαν πλάι στα παραγώνια.

Ένα τραγούδι λάμνοντας με πορφυρό κουπί
έρχεται εκεί που σ' έριξε της μπαμπεσιας το βόλι.
Μέσα του ταξιδεύουνε όλου του κόσμου οι σκοποί 
και σ' έχει πάντα η λευτεριά σίγουρο αραξοβόλι

Με περηφάνια σε κοιτάει ο Γέρος του Μοριά
που 'ρθε καβάλα στ' άτι του για να σε πάρει.
Σύντροφο σ' έχει μπιστικό η παλιά μας κλεφτουριά
κι όλης της γης οι δοξασμένοι κομμουνάροι.

Τώρα της επανάστασης σειώντας τον κεραυνό, 
πάλι καβάλα στέκεσαι στου τραγουδιού τη ράχη,
το σάλπισμά σου στέλνοντας  μέχρι τον ουρανό,
κινάει η Μεραρχία σου για τη μεγάλη μάχη.

Γιώργης Δερβένης





Με τις πρώτες νότες του κλαρίνου ήταν σαν να ξεχύθηκε από το φύσημά του ένα αεράκι που κατέβαινε κατευθείαν από τη Ρούμελη... Στην πραγματικότητα ήταν ένα δροσερό βορεινό αεράκι απο την Πάρνηθα, που κι αυτή Ρούμελη είναι. Η κιθάρα, το λαούτο κι η φωνή το συνόδευαν. Η ορχήστρα στα μάτια μου φορούσε το δίκοχο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, με το Δ σε κύκλο. Φαντάστηκα τον Καπετάν Διαμαντή να σέρνει τον χορό πριν τη μάχη. Μαζί του οι θαρραλέες κι ανυπόκτακτες  αντάρτισσες, αυτά τα υπέροχα κοριτσόπουλα του λαού, και τα παλικάρια του να ακολουθούν στο χορό. Πολεμάμε και τραγουδάμε! Σ' εκείνη την ταράτσα, στον έβδομο όροφο ενός άχαρου κτιρίου στο κέντρο της Αθήνας, πριν από λίγο είχε ολοκληρωθεί η παρουσίαση της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου "Το Ημερολόγιο Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντής) - Σελιδες από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

Νωρίτερα, οι διαφωτιστικές ομιλίες για τη δημιουργία του βιβλίου αυτού, για τις πρωτογενείς πηγές που με πολύ κόπο και ατελείωτη μελέτη μαζεύτηκαν, οι πληροφορίες από διάφορα περιστατικά των δύσκολων εκείνη ημερών, για τη βρομιά της εξουσίας, η κατάδειξη των αναθεωρητών της Ιστορίας, που κάποιοι από αυτούς συνταυτίζονται και με τη σύγχρονη "ριζοσπαστική" αριστερά, συνοψίζονται σε μια και μόνο φράση ενός από τους συμμετέχοντες για όλη αυτή τη δουλειά: "Συγχαρητήρια!". Κάτι που ασπάζονται ολόψυχα και τα "φύλλα"! Τέτοιες εκδηλώσεις και τέτοιες εκδόσεις και γενικότερα η μελέτη αυτών των ιστορικών συνθηκών του τόπου μας, μας κάνει να μπορούμε να εξάγουμε γόνιμα συμπεράσματα για το σήμερα...

Καπετάνιος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και έπειτα διοικητής της ΙΙης Μεραρχίας του ΔΣΕ, σπλάχνο από τα σπλάχνα του επαναστατικού κινήματος και του ελληνικού λαού. Ένας άνθρωπος που αφοσιώθηκε και στρατεύτηκε στη λαϊκή υπόθεση, δίνοντας τη ζωή του γι' αυτήν. Και γι' αυτό η αστική τάξη τον κυνήγησε με λύσσα, όπως και τους χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ. Τους εξόντωσε, τους χλεύασε, τους αποκεφάλισε, τους κρέμασε, τους εκτέλεσε, τους έθαψε σε μπουντρούμια, τους βασάνισε, τους αφαίρεσε τις ιθαγένειες, τους εξόρισε, τους λεηλάτησε το βιός, τους διέσυρε, τους διαπόμπευσε. Επειδή με το όπλο στο χέρι, αμφισβήτησαν την εξουσία της και πάλεψαν για εθνική ανεξαρτησία και σοσιαλισμό. 

Ο Καπεταν-Διαμαντής αγαπήθηκε όσο λίγοι απ' τους συμμαχητές/-τριες και τους συντρόφους/-ισσες του. Μέσα από τις μαρτυρίες συναγωνιστών του, συντίθεται το πορτρέτο ενός απλού ανθρώπου, ταπεινού, μα με πίστη ακλόνητη, που έσκυβε πάνω απ' τον κάθε μαχητή και την κάθε μαχήτριες, έτοιμος να δώσει ότι είχε και δεν είχε. Πρώτος στη μάχη και στις κακουχίες, "τεχνίτης του πολέμου", ένας άνθρωπος που ενσάρκωσε όλες τις υψηλές αρετές ενός κομμουνιστή. Και έτσι τον μελετούμε και σήμερα. Όχι ως κάτι υπεράνθρωπο, αλλά ως έναν κομμουνιστή που σφυρηλατήθηκε στη φωτιά και το σίδερο.

Μέσα από τις σελίδες του Ημερολογίου του δίνεται μια ξεκάθαρη εικόνα των δύσκολο και των κακουχιών πουανεκυουαν διαρκώς γι' αυτόν και τους/τις συμμαχητές/-τριες του στην άνιση πάλη που έδωσε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. 

(από την εισαγωγή της β' έκδοσης)

Τι να σας πω εγώ για τον Διαμαντή, που όταν ακούω το όνομα Διαμαντής με πιάνει η ψυχή μου. Πολέμησα μαζί του και στον ΕΛΑΣ και στον ΔΣΕ. Σε όλες τις μάζες ήταν πρώτος, ορμητικός, λιονταρίσιος. Είχε στρατηγικές ικανότητες. Ήξερε που και πως έπρεπε να δώσει τη μάχη. Το μυαλό του ήταν ξουράφι. Ήταν άριστος επιτελικός γι' αυτό κέρδιζε τις μάζες, αν και πολεμούσε πάντοτε με μεγαλύτερες δυνάμεις του αντιπάλου. Ύστερα από τη μάχη συγκέντρωνε τους μαχητές, απλούς και αξιωματούχους, και γινόταν κριτική. Στη κριτική του ήτανε σκληρός στον εαυτό του, αλλά επιεικής σε όλους εμάς. Ο Διαμαντής ήταν αθόρυβος, καλοσυνάτος, μ' έναν σπάνιο χαρακτήρα. 

Γκούρας - Θανάσης Δρούκαλης, Ταγματάρχης ΔΣΕ

Λέγομαι Νικος Καραμπέτσος, κατάγομαι από το Λευκαδίτι Φωκίδας. Στα χρόνια της Κατοχής ήμουνα τσοπανόπουλο. Στα 17 μου χρόνια προσχώρησα στον ΕΛΑΣ. Φυσικά ως τότε δεν ήξερα και δεν είχα ιδέα από κοινωνικούς αγώνες. Ένιωθα όμως το βάρος της σκλαβιάς. Ο, το αργότερα έμαθα, το έμαθα από τον Διαμαντή στον Παρνασσό. [...]

Ο Διαμαντής ήταν γεννημένος λαϊκός ηγέτης, φτάνει να πω πως οι αξιωματικοί που είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ έτρωγαν ξεχωριστό καφενείο. Ο Διαμαντής καρτερούσε στο τέλος να πάρει το συσσίτιο του και ερχόταν κοντά μας, καθόταν πάνω σε ένα λιθάρι και κουβέντιαζε μαζί μας για όλα τα προβλήματα μας, μικρά και μεγάλα, πάντα με το χαμόγελο και με μια σωστή τοποθέτηση στα προβλήματα. 

Νίκος Καραμπέτσος, Αντάρτης του ΕΛΑΣ

Γι' αυτό κι όταν έπεσε στα χέρια του μοναρχοφασιστικού στρατού, νεκρός πια, διάφοροι νταήδες εκ των υστέρων, ήθελαν να του κόψουν το κεφάλι για να το περιφέρουν κατά τη συνήθη πρακτική τους. Τότε ο διοικητής τους δεν το επέτρεψε λέγοντας την περιβόητη φράση: "Μας ξεφτιλισε ζωντανός. Να μη μας ξεφτιλισει και νεκρός."...


Το βιβλίο "Το Ημερολόγιο του Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Κοκκινη Βιβλιοθήκη".

(Με πλάγια γράμματα αποσπάσματα από το βιβλίο)


Σάββατο 22 Ιουλίου 2023

Κυριακάτικο αναγνωσματάκι #2




Στον μεγάλο δάσκαλο, συγγραφέα, ερευνητή του λαϊκού πολιτισμού της Ελλάδας και της Τουρκίας, τον τραγουδιστή, στιχουργό, λάτρη της μουσικής, πολυπράγμωνα, Θωμά Κοροβίνη, χρωστάω τη γνωριμία μου με τον Κωστή Παλαμά. Ήταν καλοκαίρι, Ιούλιος του 2018, όταν έπεσε στα χέρια μου ένα από τα βιβλία του με τίτλο "Τα αγαπημένα του Θωμά Κοροβίνη". Τον ήξερα, τον διάβαζα, τον αγαπούσα. Μα με αυτό το βιβλίο τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ. Με έφερε σε επαφή με πολλούς ανθρώπους των Γραμμάτων μας, της μουσικής και των Ιδεών. Έγραφε λίγα λόγια για όλους αυτούς και αυτές και στη συνέχεια παρέθετε και κάτι δικό τους. Γνώριζα σαν ποιητή τον Κωστή Παλαμά. Δεν τον είχα μελετήσει. Κακώς. Αλλά να, που υπάρχει η στιγμή που συναντιέσαι όταν ψάχνεις και ψάχνεις και ψάχνεις... Σαν διηγηματογράφο δεν τον ήξερα. Και να που από τις πρώτες γραμμές του διηγήματος "Θάνατος παλληκαριού" μαγεύτηκα από τη γλώσσα του. Ένα κύμα ενθουσιασμού, γαλήνης κι απληστίας να τον γνωρίσω με κατέκλυσε. Κι έτσι ήρθε η ώρα του! Που άργησε. Αλλά καλύτερα! Ένιωσα τόσο τυχερός, όπως κι εσύ φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη θα νιώσεις αν αποφασίσεις να τον πιάσεις στα χέρια σου! Είναι ενας Γίγαντας των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων μας! Διάβασε το έργο του! Μελέτησε το! Διάβασε τι έγραψε ο Κώστας Βάρναλης, ο Νίκος Ζαχαριάδης (στον αληθινό Παλαμά) κι άλλοι για το έργο του κι γι' αυτόν. Για τους αγώνες τους για τη δημοτική γλώσσα! Για την ασάλευτη ζωή του, στην οδό Ασκληπιού 3 κι αργότερα στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα, στο σπίτι που έζησε τα τελευταία του χρόνια, που από εκεί τον συνόδευσε στο Πρώτο Νεκροταφείο πάνδημος ο λαός στις 28 Φεβρουαρίου του 1943. Κηδεία που μετατράπηκε σε αντικατοχική διαδήλωση. 


ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Σ' ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ

Από τόπον άλλον ένας άνθρωπος ήρθε σ' ένα χωριό. 

Το χωριό βυθισμένο σε λαγκάδι. Γύρω, του χωριού οι πλαγιές, τοίχοι φυλακής χλωροπράσινης.

Και είπεν ο άνθρωπος προς τους χωριάτες:

- Τι ωραίος και τι μεγάλος που δείχνετε οικισμός γύρω σας!

Και του αποκρίθηκαν οι χωριάτες:

- Αλήθεια! Όλο πρασινάδες μας περιζώνουν. Τα βουνά μας έχουμε, τα βουνά μας. Έχουμε και τα λιοστάσια μας. Ζούμε απ' αυτά. Πέρα εκεί στο ριζοβούνι δύο τρεις φορές το χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα πανηγύρια και γλεντοκοπούμε.  Το στρώνουμε στον ίσκιο της κουκουναριάς. Πλέκουμε στεφάνια από μυρτιές και τα φορούμε. Το μεγάλο πράσινο ζουνάρι του λαγκαδιού μας σφιχτοδένει χειμώνα καλοκαίρι. Σα δε σκάφτουμε και σαν δεν οργώνουμε, το χαιρόμαστε από τα παράθυρά μας. 

Και τους είπε τότε ο άνθρωπος:

Κάτι άλλο ήθελα να σας πω. Τον κόσμο γύρω σας, τον ωραίο και το μεγάλο, δεν είναι μπορετό, άνθρωποι μου, να τόνε χαρήτε από τα παραθύρια σας. Τραβάτε, σκαρφαλώστε στο βουνό, τραβάτε παραπέρα από τα πανηγύρι σας, κάτου στη ριζοβουνιά, ψηλότερα ψηλότερα, κι ως την κορφή του φτάστε. Κι αφού φτάστ' εκεί, τους ρίχτε μια ματιά πλατιά, προς τους ορίζοντες, που δεν τους βλέπετε και δεν τους έχετε από τα παραθύρια σας. Ουρανούς, ωκεανούς, όλα τα χρώματα κι όλο το φως, την πλάση ακέραιαν, ακομμάτιαστη ολόγυρά σας. Θα ιδήτε τότε κάτου κάτου κάτου, παράμερα, βαθιά ένα μικρό σημάδι ασπρουδερό που λιγνή λουρίδα θα το φασκιώνη βαθυπράσινη. Και θα είναι το χωριό σας με τη λαγκαδιά του. Όμως τότε όταν θα το ματιάσετε από μακριά μακριά, σαν κάτι λιγοστό και σαν κάτι ξένο, και σαν κάτι μακρυσμένο, τότε θα το διήτε ολάκερο, συμμαζεμένο, σαν κάτι ζωντανό, οργανικό ή σα μια καλοδουλεμένη ζωγραφιά με την κορνίζα της•  εικόνα που μικρούλα κι αν είναι, δεν χάνει τίποτα από τη χάρη της• τότε, άνθρωποι μου, τότε που θα ξανοίξερε τη μικράδα του και την ταπεινωσύνη του χωριού σας μπρος στον ολόκοσμο, τότε μαζί θα νιώσετε μέσα σας πιο βαθιά την αγάπη του χωριού σας. Γιατί θα διήτε πως δε μπορεί να υπάρξη χωρισμεν' η πατρίδα σας, πως είναι κι αυτή σφιχτοδεμένη με τ' άλλα πετράδια γύρω στο δαχτυλίδι του κόσμου•  πως είναι κάτι δυσκολοξεχώριστο από τα όλα. Από την αγάπη του χωριού που δεν ξέρει και δεν βλέπει ορίζοντες, που δεν ξεχωρίζει τίποτε μακριά, είναι ασύγκριτα σπουδαιότερη και καρπερώτερη η αγάπη από την πατρίδα που δεν την αποχωρίζει από το παν. Είναι η αγάπη που αγαπά όχι από τα χαμηλά παραθύρια, είναι η αγάπη από τα κορφοβούνια. 

Τα λόγια του ανθρώπου πήρανε δρόμο στο χωριό. Κι από στόμα σε στόμα, καθώς ήτανε και δυσκολονόητα κάπως για τους καημένους χωριάτες, παράλλαξαν, πήρανε κι άλλα νοήματα. Κι από στόμα σε στόμα φτάσαμε Στ' αυτιά του αφέντη που είχε το χωριό τσιφλίκι του και τους χωριάτες υποταχτικούς του. 

Και είπε με το νου του ο αφέντης:

- Τώρα θα τους φυτέψει αυτός ο πλάνος τους ανθρώπους μου. Θα τους ανάψη τον καημό για τους μακρινούς τους δρόμους και τον πόθο για τα ψηλά ανεβάσματα. Θα τους πάρη από τη δουλειά τους, θα τους βγάλη από τα μεροκάματα, θα τους κάμη ακαμάτηδες και ψωροπερήφανους. Θα μου σηκώσουνε κεφάλι. Θα μου λιγοστέψουν τα χέρια και θα μου κιντυνέψουν τ' αγαθά μου.

Και βροντοφώνησε προς τους υποταχτικούς του:

- Διώχτε και γκρεμίστε τον από δω πέρα τον κακόν αυτόν άνθρωπο, τον πλάνο, τον αερολόγο, τον ατσίγγανο και τον ακάθαρτο. Θα μολέψη το χωριό μας. Δεν έχει αυτός πατρίδα, και ήρθε να μας δασκαλέψη την καταφρόνηση προς ότι ο Θεός μας έδωσε αγιώτερο και τιμοώτερο: Προς την Πατρίδα!

Κι έβαλε τους δούλους και τον πετροβολήσανε τον άνθρωπο.


Το διήγημα "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Σ' ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ" βρίσκεται στην εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του Κωστή Παλαμά με τίτλο "Θάνατος παλληκαριού και άλλα διηγήματα" των εκδόσεων "ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ". Κρατήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου.



Διαβάστε ακόμα:



Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Κυριακάτικο αναγνωσματάκι #1




Υπάρχουν εποχές και εποχές, συγγραφείς και συγγραφείς. Άλλοι γνωστοί και διαχρονικοί, άλλοι που λησμονιούνται με το πέρασμα των χρόνων. Ένας από τους «λησμονημένους» είναι και ο Γιάννης Μαγκλής. Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος κατά τις δεκαετίες του '50, '60 και ΄70. Ακούραστος μεταφραστής. Τον «γνώρισα» τυχαία σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό του 1963. Τη «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», έναν πραγματικό θησαυρό εκείνης της εποχής! Και ξάφνου, ανοίχτηκε μπροστά μου ένας καινούριος κόσμος! Ο κόσμος της θάλασσας και των εργατών της. Ο κόσμος των σφουγγαράδων, που και ο ίδιος δούλεψε, και τόσο τον αγάπησε και τον έβαλε στα βιβλία του. Η πένα αυτού του μεγάλου ουμανιστή συγγραφέα, βουτηγμένη στη θάλασσα εξύμνησε τη δύσκολη ζωή των σφουγγαράδων και των ναυτικών, βουτηγμένη στα δάκρυα περιέγραψε τα βάσανα του απλού κόσμου εκείνης της εποχής, βουτηγμένη στα πάθη αφουγκράστηκε τον πόνο... Αγάπησε τον βασανισμένο άνθρωπο. Άλλωστε, οι τίτλοι των βιβλίων και των διηγημάτων του, όπως «Το παιδί με το κόκκινο τριαντάφυλλο», «Οι σημαδεμένοι», «Τ' αδέρφια μου οι άνθρωποι», «Οι κολασμένοι της θάλασσας», αυτό καταμαρτυρούν. Η λαϊκή γραφή του εκείνης της εποχής είναι ένας ύμνος και μια αποκάλυψη για τον πλούτο της γλώσσας μας...

ΓΙΑΤΙ;

Σουρουπώνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα κόπασε πια. Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοτούφεκο. Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα του οχτρού.

Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γύρει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει ανθρώπους ν' αλληλοσκοτώνονται κ' έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.

Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε πάνω στο βράχο το τουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια του πλατιά να ξεκουράσει το απάνω κορμί, ανάσανε βαθιά καν δύο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χθες είχε σημάνει μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεγμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμενη γουρνίτσα κ' ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του. 

"Αχ, τι δροσιά...", είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και τόχυσε στο πρόσωπό του κι απάνω στο κεφάλι° δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι, κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.

- Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου. 

Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Άξαφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της αναφοράς κ' έστριψε απότομα το κεφάλι να ιδεί.

Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος, να πιει νερό από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και με τον τρόπο τούτο να ευχαριστήσει το Θεό που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.

Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμίς τράβηξε από τη μέση το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.

Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα, κ' ένοιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σ κιλά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο από ξένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει: 

- Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ κι ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά.

Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η αντροφόνανσφαιρα γλύστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.

Ο άνθρωπος κυλήστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογγώντας.

Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.

Ο ξένος ήταν πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κουνάτε τα πόδια κ' έσφιγγε τα δύο χέρια του πάνω στο στήθος.

Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. [...]

Του νέου στρατιώτη του φάνηκε να τόνε ρωτούσε:

-Γιατι τόκανες το καλό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις στο λαιμό σου τομαιμα ενός αθώου; [...]

Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε θάρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου του μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.

Κι ακόμα, σα να τούλεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε μαθές να σταματήσει ο ανθρωπομακελάρης πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να κοίταξε πως με κατάντησες.

Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη .

Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του τόσφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλύστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.

Μεσοσρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε πια . Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Άξαφνου τον συνεπήρε αντίστροφος άνεμος, άρχισε να τρέχει πάλι στην πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του καρφώθηκε μια σκέψη. Να προφτάξει να βοηθήσει το χτυπημένο. [...]

-Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με, άφησε τον να ζήσει.

Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε τον χτυπημένο. Τον άγγισε, ήταν ζεστός. Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.

Σιγά, προσεκτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε πάνω στο γρασίδι. Πήρε νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και τούβρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, πούσβυσε το λεπτό ματωμένο αυλάκι πούχε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομάτου. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε πάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απλοχάιδευε. 

-Αδερφέ μου, τούλεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου συχώραμε° και τα δάκρυα τρεχαν καφτά.

-Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε πάλι ο νέος στρατιώτης συντριμένος. Συχώραμε, καλέ μου, δεν τόθελα° δεν είμαι φονιάς, σου τ' ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πώς μάνα σε περιμένει και σένα στο φτωχικό της. Μάνα και πατέρας και αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι ήθελαν να με κάνουν να ξεχάσω, είπε. Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κ' έστρεψε πέρα το βλέμμα του ανταριασμένο κι άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένους και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.

Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε° μηδ' ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει. Το σκοτάδι πύκνωσε ακόμη πιότερο και σκέπασε τους δύο ανθρώπους. Φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα νάτανε παλιοί φίλοι, σα νάτανε αδέρφια.



Το διήγημα "ΓΙΑΤΙ;" του Γιάννη Μαγκλή βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων "ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ" εκδόσεις "ΔΙΦΡΟΣ".


Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

ΤΑΚΗΣ ΑΡΓ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟΣ ΜΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ


Στον ευγενικό βιβλιοπώλη για το τόσο πολύτιμο δώρο του. Δέκα χρόνια μετά έπιασε τόπο...

Ο λαός στην πιο  μεγάλη του πλειοψηφία γενικά, ηταν δουλοπάροικος, ζούσε σε φοβερή αθλιότητα κι εξόν από το μικρό "χαράτσι" κι άλλους φόρους στους Τούρκους, ήταν υποχρεωμένος σε βαριά και ποικιλόμορφα "δοσίματα" στους Κληρικούς και Κοτσαμπάσηδες και δεν είχε δικαίωμα να εκλέγεται. Οι Έλληνες φεουδάρχες, με τα πολλά προνόμια, που τους είχαν αναγνωρίσει οι Τούρκοι, έγιναν πανίσχυροι (κι απέναντι ακόμα των Τούρκων) κι αποτελούσαν την Επαρχιακή Αριστοκρατία, που είχε τη συνείδηση ότι αποτελούσε χωριστή κοινωνική τάξη.

Πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία του τόπου μας, αλλά και κάθε τόπου, αν βιβλία Ιστορίας όπως αυτό ή και άλλα που έχουν παρουσιάσει τα "φύλλα", διδάσκονταν (πράγμα απίθανο) στα σχολειά ή διαδίδονταν πλατιά στα πλαίσια της αυτομόρφωσης του λαού και της Τάξης μας. Για τις εξουσίες ότι πιο φυσικό να θάβονται. Και για μας ότι πιο φυσικό δυστυχώς, να αγνοούνται... 

Η ιστορία του "Κατακαημένου Μοριά" είναι πάνω κάτω η ιστορία της ανθρωπότητας εκεί που το αδηφάγο τέρας του κέρδους και της εξουσίας μπαινει πάνω από όλα. Παρακολουθεί όλη την ιστορία του Μοριά από τα αρχαία χρόνια σχεδόν έως σήμερα. Με εξαίρεση τα τελευταία εκατό χρόνια και τον κατακαημένο ξανά Μοριά που, ο ανθός της νεολαίας του κατασφαγιάστηκε την τριέτια 1946-1949. 

Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Μακεδόνες, Θηβαίοι, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, Ενετοί, Τούρκοι και προπαντών πλούσιοι Έλληνες βυσσοδόμησαν στο κουφάρι του. Τον ερήμωσαν, τον κατέκαψαν, εκχέρσωσαν τις πόλεις του, ξερίζωσαν ελιές, αμπέλια, συκιές, ξανά και ξανά και ξανά. Μα πάνω απ' όλα τον ερήμωναν συνεχώς από τον πληθυσμό του. Τόσο που οι διάφοροι περιπατητές δεν συναντούσαν ψυχή επί χιλιόμετρα. 

Κι αν τα πρώιμα χρόνια μπορεί να μην έχουν τόσο ενδιαφέρον για την αναγνώστρια και τον αναγνώστη, η περίοδος των τελευταίων τριακοσίων χρόνων αποκτά ιδιαίτερο νόημα και έχει μεγάλη ιστορική γνωσιακή αξία. Γιατί μέσα από τριάντα - σαράντα σελίδες απομυθοποιείται όλη η προπαγάνδα για τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς στην Πελοπόννησο, που στην ουσία ήταν εκατό, αλλά παρουσιάζει και την πιο μεγάλη σκλαβιά, αυτή των Κληρικών και των πλούσιων Ελλήνων, των Προεστών και Κοτζαμπάσηδων, που πολύ σοφά ο λαός αναφωνούσε κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στον Μοριά "Τι Μπραΐμης τι Ζαΐμης!" Και γιατί διαβάζουμε και μαθαίνουμε για το "διαίρει βασίλευε" του λαού και την υποτέλεια και την ξενοδουλεία της αστικής τάξης μετά την επανάσταση στους ξένους και παντοτινούς προστάτες τους, τους Άγγλους... 

Με τέτοια θεωρητικά όπλα, η ζωή του τόπου μας θα ήταν καλύτερη, η εξάρτηση από τους από πάνω (ντόπιους και ξένους) θα έπαυε και τα μοιραία λάθη δεν θα επαναλαμβάνονταν περιμένοντας τους σωτήρες σαν το "μάνα εξ' ουρανού" των χριστιανών που όλο νομίζουν ότι θα έρθει αλλά δεν έρχεται...


ΤΑΚΗΣ ΣΤΑΜΑΤΌΠΟΥΛΟΣ
Ο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟΣ ΜΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΒΟΣ