Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ




Όλοι μαζί θα γιορτάσουμε τον καινούριο κόσμο Κώστα, όλες μαζί, μπαλαμοί, γύφτισσες, παρίες, όλα τα ταξικά αδέρφια. Θα γιορτάσουμε σαν ένας τη μεγάλη Ανατολή κάθε τόπου, κάθε γέννας κάθε γλώσσας οι καλοί... 


ΒΑΣΤΑ, ΚΑΡΔΙΑ...

Να με ξεριζώσεις, Χάρε,
σου αντιστέκομαι σα δρυ.
Όση φορά θέλεις πάρε,
να με πάρεις δεν μπορεί.

Να με ξεριζώσεις, όχι!
δεν το θέλω και βαστώ,
όσον η καρδιά μου το χει
το κουράγιο της σωστό.

Στ' αγιασμένο τούτο χώμα,
που ήπιεν αίμα ποταμό,
μας κρατάει το χρέος ακόμα
για το μέγα Λυτρωμό.

Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν
δίχως μου στην κορυφή,
στ' άκρον ύψος να γιορτάσουν 
οι γενναίοι μου σύντροφοι

Θα γιορτάσουμε σαν ένας
τη μεγάλη Ανατολή
κάθε τόπου, κάθε γέννας
κάθε γλώσσας οι καλοί.

Να μας ξεριζώσεις τώρα
μη σε τρώει η αποθυμιά!
ολ' η Γης είναι μια Χώρα 
ένα Δρυ και Ρίζα μια!

Κώστας Βάρναλης 


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

6 Δεκέμβρη 2008




Στη μνήμη του "Κουλ" που για λίγο δεν πρόλαβε...

Στον " salop"...

Ένα συνηθισμένο απόγευμα Σαββάτου αρχές Δεκέμβρη ήταν. Το κινηματικό πρόγραμμα δεν έγραφε κάτι αξιόλογο. Το Κίνημα ήταν στα "κάτω" του. Αυτός, αφού έκλεισε τα "70 χρόνια φαγούρα" του Τσαρλς Μπουκόφσκι, σήκωσε το τηλέφωνο και κανόνισε να περάσει το Σαββατόβραδο στο διαμέρισμα της παλιάς αρχοντικής πολυκατοικίας που ξέπεσε στα Πατήσια. Το φάντασμα του Γιώργου "Κουλ" πλανιόταν ανάμεσα τους ακόμα μετά τον τραγικό χαμό του. Η συζήτηση που θα έπιαναν αργότερα θα προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τα κίνητρα. Το χώμα που του πέταξαν πριν κλείσει ο τάφος λίγες μέρες πριν δεν είχε προλάβει να ξεραθεί, να υγραθεί, να πετρώσει όπως οι καρδιές τους. Μουσκεμένο ακόμα από το κλάμα των φίλων και συντρόφων του... 

Το τηλέφωνο του χτύπησε στις εννιά και κάτι. Πάγωσε. Δεν τόλμησε να ξεστομίσει το νέο. Δεν λέγονται έτσι αυτά. Ταυτόχρονα χτύπησε ξανά. Δεν πρόλαβε να το σηκώσει και άρχισαν να χτυπούν όλων τα τηλέφωνα. Οι λέξεις που πετούσαν στον αέρα ήταν: πεζόδρομος, Μεσολογγίου, νεκρός, πυροβολισμοί, πλαστικές σφαίρες. Μαλλιοκούβαρα στις μηχανές. Δικάβαλα περνώντας όλα τα κόκκινα της Πατησίων. Έτρεμαν. Κοιτάζονταν στα μάτια. Δεν άρθρωναν λέξη. Όχι, είναι ψέμα. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Έστριψαν στη Σολωμού. Πλατεία. Μπενάκη. Ανάποδα την Αραχώβης. Παρκάραν έξω από τα μπαρ που περνούσαν τα βράδια τους. Κάδοι αναμμένοι. Το νέο επιβεβαιώνεται. Ξεσπούν σε λυγμούς. Κατεβαίνουν τη Στουρνάρη. Μπαίνουν στο Πολυτεχνείο. Ταμπουρώνονται. Στήνουν οδοφράγματα. Τα πρώτα από τα άπειρα που θα ακολουθήσουν. Ένας άνθρωπος με μαύρη καπαρντίνα μπροστά από τα οδοφραγματα ουρλιάζει με απόγνωση κοιτώντας κατάματα τα γουρούνια: Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ήταν παιδί. Δολοφόνοι. Η κραυγή αυτή και η μορφή αυτού του προλετάριου πάντα θα στριφογυρίζει στο κεφάλι του κάθε τέτοια μέρα. Κάθε που σκέφτεται αυτή τη μέρα. Με κολλημένο το πρόσωπό του στα κάγκελα, ανάμεσα στις φωτιές και τα δακρυγόνα, άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει. Πάμεεεεεεεεεεε....

Βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου
στην άκρη των χειλιών σου
βρίσκεται στο αναγεννημένο σώμα
στο τέλος της αμαρτίας
στην καμπύλη της αγκαλιά σου
στη ζεστασιά του στήθους σου
στο βάθος των σπλάχνων σου
στην προσμονή του πρωινού
βρίσκεται στο πραγματοποιημένο όνειρο
στη χαρά και την οργή
στην καταστροφή του κλουβιού
στο θάνατο του σχολείου
στην άρνηση της εργασίας
στο έρημο εργοστάσιο
στο σπίτι δίχως πόρτα
βρίσκεται στη φαντασία
στη μουσική στο χορτάρι
βρίσκεται στην πρόκληση
στη δουλειά του τυφλοπόντικα
στην ιστορία του μέλλοντος
στο παρόν χωρίς ιστορία
στις ώρες του μεθυσιού
στις στιγμές της μνήμης
βρίσκεται στο μαύρο του δέρματος
στη συλλογική γιορτή
βρίσκεται στο πλιάτσικο του εμπορεύματος
στο ξήλωμα του πλακόστρωτου
στο κάψιμο της Αθήνας
στο ξύλο στους φασίστες 
στις πέτρες στις κλούβες
στα όνειρα των παράνομων
και στα παιχνίδια των παιδιών
στη γνώση του σώματος
στον οργασμό του μυαλού
στη θέληση για τα πάντα
στη διαυγή συζήτηση...

Μα ποιος είπε ότι δεν υπάρχει;
Μα ποιος είπε ότι δεν υπάρχει;
Υπάρχει στο βάθος των ματιών σου
υπάρχει στο αναγεννημένο σώμα
στο τέλος του κράτους.
Υπάρχει, υπάρχει!
Μα ποιος είπε ότι δεν υπάρχει;
Υπάρχει, υπάρχει!


Το ποίημα είναι ελαφρώς αλλαγμένο από ποίημα της ιταλικής αυονομίας 


Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Κώστας Βαρναλης: Φιλολογικά απομνημονεύματα




Η ποίηση του Βάρναλη δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι• κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθανάτιες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν [...] μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού.

Μενέλαος Λουντέμης 


Μεγάλος δάσκαλος ο Κώστας Βαρναλης. Και μεγάλο σχολείο των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων όλο του το έργο. Και οικουμενικό. Γιατί όταν αγαπάς τον τόπο σου, τα γράμματα του τόπου σου και προσπαθείς για την προκοπή του, τότε, δεν μπορείς παρά να αγαπάς και τον κόσμο όλο. Τα "ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΎΜΑΤΑ" του είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Έχει διπλή σημασία και ενδιαφέρον για τους λάτρεις αυτού του μεγάλου ανθρώπου και αγωνιστή του τόπου και των γραμμάτων μας. Από τη μία είναι μια ιστορική αναδρομή σε ό,τι  συνέβαινε παράλληλα με τα πρώτα χρόνια της ζωής του, τον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, των συνεχών πολέμων της εποχής έως και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κι απ' την άλλη ικανοποιεί όλους και όλες εμάς που δεν αρκούμαστε στα γραπτά του αλλά θέλουμε να δούμε και τον άνθρωπο πίσω από αυτά. Όπως συμβαίνει σε όλες τις αυτοβιογραφίες, βιογραφίες και απομνημονεύματα. Να δούμε πως διαμορφώθηκε πνευματικά και πολιτικά, πως τα γεγονότα, οι τυχαίες επιλογές και οι συνθήκες τον οδήγησαν σε αυτό που φώναζαν χιλιάδες άνθρωποι στις 16 Δεκεμβρίου 1974 συνοδεύοντας τον στο Πρώτο Νεκροταφείο, "Ποιητή της εργατιάς είσαι οδηγός για μας". Από τις σελίδες του μεταφερόμαστε στον Πύργο Βουλγαρίας (Μπουργκάς) και τα ανήσυχα παιδικά του χρόνια, στα "Ζαρίφεια Διδασκαλεία" που υποχρεωτικά παρακολούθησε και αρίστευσε με την απειλή του αδερφού του ότι θα τον σπάσει στο ξύλο αν δεν γραφτεί! Έτσι, αυτός ο αδερφός του, έγινε η αιτία να ανορθωθεί πνευματικά ο τόπος μας! Τον ακολουθούμε στην Αθήνα να παρακολουθεί με προσοχή στη Φιλοσοφική σχολή τον Γληνό, τον Δελμούζο και τον Τριανταφυλλιδη, στη φιλολογική μποεμαρία της Δεξαμενής, δίπλα στον Παπαδιαμάντη να πίνει το κρασί του, να συζητάει και να χαζεύει τη θέα, χωρίς να τον εμποδίζει η άχτιστη τότε Αθήνα, έως την Αίγινα κι ακόμα πιο μακριά, να παίρνει θέση στο γλωσσικό ζήτημα, να γυρνάει σαν ελληνοδιδάσκαλος σε όλη την επικράτεια και να καταφέρνει να πάρει υποτροφία στο Παρίσι. Όλα αυτά με το αστείρευτο φλέγμα του και τον πολιτικό του λόγο να διαμορφώνεται και να μας το αφήνει παρακαταθήκη σαν "το φως που καίει"...


Κώστας Βαρναλης
Φιλολογικά απομνημονεύματα
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ


Διαβάστε ακόμα:





Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Φώτης Κόντογλου: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου




Αδερφέ μου, ξέρω πως είσαι κι εσύ κουρασμένος από την ταραχή του κόσμου. Έλα λοιπόν να πάμε πάλι στα μέρη που ζούσανε εκείνοι οι απλοί άνθρωποι, να ξεφύγουμε για λίγον καιρό από τ' άσπλαχνα τα δόντια ετούτης της ρόδας που γυρίζει δίχως να πάψει μέρα-νύχτα, και που αλέθει αλύπητα, μυαλά, καρδιές, κορμιά, ψυχές.

Ένα όνειρο είναι αυτό το βιβλιο... Ένα όνειρο... Ήταν οι μέρες που είχα γυρίσει από 'κεί που έζησα σαν απλός άνθρωπος κι εγώ τις μέρες του παραθερισμού μου. Τις μέρες που 'χα ξεφύγει απ' αυτή τη ρόδα που μας τρώει όλους στην πόλη. Κι αυτό το βιβλίο που είχα κουβαλήσει στις αποσκευές μου εκεί, σε αυτό το όνειρο που έζησα για τριάντα μία μέρες και νύχτες, γύρισε χωρίς να έχει διαβαστεί. Ευτυχώς! Γιατί στις σελίδες του, εδώ πια στην πόλη, βρήκα με κάποιο τρόπο τη ζωή που έζησα εκεί. Από τα φύλλα του, ένα-ένα καθώς τα ξεφύλιζα, κρατιόμουν να μην κυλήσω σ' αυτή την άβυσσο της ασχήμιας του αστικού τοπίου, του κοινωνικού κανιβαλισμού, από τα τέρατα που κάνουν τους ανθρώπους να κλαίνε, όπως έγραψε κι ο μεγάλος Μενέλαος Λουντέμης. Ένα όνειρο είναι αυτό το βιβλίο... Και τι να γράψω άλλωστε εγώ για όλο αυτό το μεγάλο, το ανθρώπινο, το τρυφερό... Πόσο να το μικρύνω. Εντάξει, "παραβλέπω" την προσκόλληση του στη θρησκεία. Χαλάλι του! Με κράτησε όλο αυτό το μήνα της επαναπροσαρμογής στη μητρόπολη. Όπως θα σε κρατήσει κι εσένα φίλη αναγνώστρια κάποιες βροχερές φθινοπωρινές μέρες κι εσένα φίλε αναγνώστη κάποιες χειμωνιάτικες νύχτες αν του αποζητήσετε τη συντροφιά... Τα μυστήρια της θάλασσας και τ' ουρανού, των ανέμων και των βροχών, των απλών ανθρώπων και του θαλάσσιου κόσμου, της καταιγίδας και της νηνεμίας, του ρεμβασμού και των παραμυθιών. Και τέλος της αθόλωτης ευτυχίας... Ή μάλλον αυτού που θα έπρεπε να είναι η ανθρώπινη αθόλωτη ευτυχία...  Όλα αυτά ξετυλίγονται με τα είκοσι τέσσερα αυτά μαγικά σύμβολα που επινόησε ο άνθρωπος. Ένα παραμύθι λοιπόν... Ας το ζήσουμε έστω κι έτσι μέσα από τις σελίδες του... Μέχρι να κάνει ο άνθρωπος τη ζωή στον πλανήτη, γεμάτη από αθόλωτη ευτυχία...


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΤΟ ΑΪΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ








Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Αθήνα, 12 Οκτωβρίου 1944... Λεύτερη ξανά, η αδούλωτη στην ψυχή Αθήνα....



Στη μνήμη του Λουκά (Φούκας) και στις συναντήσεις μας στην πλατεία Γιώργου Κολλημένου κάπου εκεί στα ανατολικά προάστια της Αθήνας.


Αδούλωτη έμεινε η Αθήνα. Χίλιες διακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες. Στην ψυχή της. Στην καρδιά της. Στο φρόνημά της. Κι ας ξεψύχησε στους δρόμους από την πείνα. Κι ας φορτώθηκε σε κάρα για να θαφτεί ομαδικά.  Κι ας πάγωσε από το κρύο το χειμώνα του '41. Κι ας φυλακίστηκε στο Χαϊδάρι. Κι ας βασανίστηκε στη Μέρλιν. Κι ας κρεμάστηκε στους δρόμους. Κι ας πυροβολήθηκε στις πλατείες. Κι ας εκτελέστηκε στην Καισαριανή. Χίλιες διακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες την κράτησε αδούλωτη το ΕΑΜ του λαού της, ο ΕΛΑΣ ο στρατός της , η Τάξη των φτωχών της, η ηρωική Ηλέκτρα, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, η Διαμάντω Κουμπάκη, η δεκαεφτάχρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου που εκτελέστηκε με δεκαεφτά σφαίρες, όσα και τα χρόνια της, τα παλικάρια της Ηλεκτρικής την παραμονή της απελευθέρωσης που έσωσαν την Αθήνα, ο Γιώργος Κολλημένος, ο φυματικός που οδηγούσε τον αγώνα κρυμμένος, οι ανάπηροι πολέμου στο νοσοκομειο Σωτηρία, ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, το τιμωρό χέρι του λαού της... Η κόκκινη Καισαριανή, η Καλογρέζα, ο Βύρωνας, η Νέα Ιωνία, το Αιγάλεω, η Καλλιθέα, η Κοκκινιά, το Περιστέρι, το Δουργούτι... Χίλιες διακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες έμεινε αδούλωτη η Αθήνα πριν ελευθερωθεί...

Η υποστολή του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη [...]

Λευτεριά ή θάνατος
λευτεριά ή θάνατος - ο κόσμος
μες στ' ανοιχτά αυτοκίνητα φωνάζοντας [...]

Όμορφες μέρες. Δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε.
Βούιζε η πολιτεία. Βούιζε ο κόσμος.
Βούιζε κι η καρδιά του ανθρώπου
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια της Αθήνας
χιλιάδες κόκκινα συνθήματα στους τοίχους, 
στον περίβολο της Βουλής, στις σκάλες της Εθνικής Βιβλιοθήκης 
στα μάρμαρα του Πανεπιστημίου, στην Ακαδημία 
καθώς χυμούσαν τα εργατόπαιδα απ' τις γειτονιές πλημμυρώντας την οδό Σταδίου, τις κεντρικές λεωφόρους, το Σύνταγμα, 
ο λαός κατηφορώντας από τις γειτονιες στα επιταγμένα αυτοκίνητα
ο λαός φωνάζοντας απ' τους εξώστες των θεάτρων
κι οι φοιτητές καβαλλικεύοντας τα κάγκελα των μπαλκονιών
καβαλλικεύοντας τις άσπρες μάντρες άσπρα αλόγατα
να φεύγουν στον ορίζοντα σφίγγοντας μές στα χέρια τους τα γκέμια του μέλλοντος
λευτεριά ή θάνατος λευτεριά ή θάνατος
υποστολή του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη [...]


Το ξέραμε - η πιο δυσκολη ώρα.
Είχαμε πολλές δουλειές να κάνουμε.
Είχαμε να θάψουμε τους νεκρούς μας -
"τους τελευταίους νεκρούς μας" -, λέγαμε,
τα παιδιά της Ηλεκτρικής - καημένα συντρόφια -
τα φερετρά τους πέρασαν κάτου από τις ζητωκραυγές
οι Υπουργοί του Λαού κρατούσαν τα φερετρά
κι η Λευτεριά συνόδευε το ξόδι.
Δεν προφταίναμε τότες να κλάψουμε.
Πολλές δουλειές μας περίμεναν. Πολλές δουλειές.
Είχαμε να θάψουμε τους νεκρούς μας.
Είχαμε να οργώσουμε τα χωράφια μας που κάπνιζαν ακόμα.
Βέβαια οι λάκκοι είτανε έτοιμοι από τις οβίδες,
έτοιμοι οι λάκκοι καρτερούσαν να φυτέψουμε δέντρα -
Είχαμε να χτίσουμε από την αρχή τα καμένα χωριά μας
πάνου σε νέα σχέδια δημοκρατικά 
είχαμε να πλύνουμε τις γειτονιές μας απ' τα αίματα
είχαμε να στυλώσουμε τα ηρώα των μαρτύρων μας -
όχι τίποτα πράματα σπουδαία - φτωχικά πράματα,
ένας σωρός ασβεστωμένα λιθάρια
ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός με πολλά ονόματα
ένα ελασίτικο κράνος στην κορφή του Σταύρου
και γύρω-γύρω κολωνάκια με κάγκελα
και γύρω-γύρω απ' τα κάγκελα φέρναν κι ακούμπαγαν τις γλάστρες τους οι γριούλες
και γύρω-γύρω από τις γλάστρες η μεγάλη στοργή της προλεταριακής συνοικίας
και γύρω-γύρω από τη συνοικία οι γειτονιές του κόσμου
και πάνου-πάνου ο ουρανός με τα πουλιά του, με ταγνεφια του, με τ' άστρα του

Πολλές δουλειές. Δεν προφταίναμε. Κι είτανε να μερεμετίσουμε το σπίτι μας
να σουβατίσουμε που και που τους τοίχους
να μπαλωλοΐσουμε μια στάλα τα ρούχα μας
να βάλουμε κάνα πουκάμισο παστρικό [...]

[Γιάννης Ρίτσος, μικρό απόσπασμα από το εμβληματικό ποίημα του "Οι γειτονιές του κόσμου"]




Διαβάστε ακόμα:

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

Μνήμη Μάριου Χάκκα, 10 Οκτωβρίου 1931...




Άλλος ένας "ξεχασμένος" των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων. Από την "Κόκκινη Καισαριανή". Εθελοντής στη Γυάρο για να βοηθήσει τους πολιτικούς κρατούμενους. Έγκλειστος στις φυλακές γι' αυτή του την αλληλεγγύη. Μουλαράς στο στρατό. Εκεί που "πετούσαν" τους φακελωμένους, αυτούς που δεν είχαν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Ο "μπιντές" του ήταν η ανελέητη κριτική του στο "ελληνικό μικροαστικό αμερικανικό όνειρο"... Τα "φύλλα" πίστα στην ανάδειξη και την "ανάσυρση" από το παρελθόν και τη λήθη διαμαντιών της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, συγγραφέων και βιβλίων, παρουσιάζουν σήμερα με χαρά το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος του Μάριου Χάκκα "Ο μπιντές". 


Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχαν παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι στο ξύλο, και τώρα νιώθουμε κούφιοι.

Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπίνες στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που στήριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. [...]

Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεραυνός άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δύο φορές την εβδομάδα, οπότε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σιτσιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξιές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.

Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά, με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο, κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.

Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσεις. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τουρκική λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έσωνε η γυναίκα μου στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.

Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστή ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ το δικό μου, ροζ της κυράς. Φυτέψαμε μάλιστα και δύο τρία δέντρα, που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αριλογοστής πια, γερός ο μιστός, και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μια προσπάθειας είκοσι χρόνων. 

"Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα", έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης,θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τι ήτανε πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η κυρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα  πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες, έτσι που νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.

Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και νέος κάτι. Μόνο ο μπιντές μου την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με εκείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε, τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σαν να μουρμούριζε. Είδες πως σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πως έμπλεξες κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή, ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεται από κάτω. Είδες που σε έφερα;

Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που, κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι, κουβαλώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για έναν μπιντέ. 

Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησαν αυτί και το κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια, χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.




Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Τα επαναστατικά "Νέα Ελληνικά Γράμματα", κόντρα στην οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, την άγνοια και τη δεισιδαιμονία που συστηματικά αυτή καλλιεργεί (μέρος δεύτερο)




Αυτές τις μέρες, η οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, πίστη στο μίσος για κάθε τι ανθρώπινο, για κάθε απόλαυση, κυρίως όμως γνωστή από τα μισογυνικά κηρύγματά των εκπροσώπων της ανά τους αιώνες, ξέρασε από τον άμβωνά της ότι πιο αναχρονιστικό. Τη γνώμη της για το τι θα κάνει μια γυναίκα με το σώμα της... Λες και οι γυναίκες της τη ζητήσανε. Λες και τις αφορά. Νομίζει ότι ο άνθρωπος θα παραμείνει για πάντα το ποίμνιο της. Πρόβατο που φοβάται να ξεστρατίσει και τον φοβίζει με κάθε είδους προκαταλήψεις, απειλές και φόβο. Κυρίως φόβο. Γιατί αν φοβάσαι το θεό (με μικρό θήτα πάντα), θα φοβάσαι πάντα και τον ισχυρό και το αφεντικό. Κι έτσι θα διαιωνίζει την εξουσία της και τα άρρηκτα συμφέροντα της με αυτούς. Τα Νέα Ελληνικά Γράμματα είχαν όμως την τιμή να πολεμήσουν όλες αυτές προκαταλήψεις και μάλιστα σε καιρούς πολύ πιο δύσκολους από τους σημερινούς. Τα δύο εκτενή κείμενα που παρουσιάζονται σε δύο μέρη, κατά τη γνώμη μου αξίζουν να διαβαστούν. Για το ένα μάλιστα, το πρώτο, γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από τον επαναστάτη, ελληνοδιδάσκαλο, δημοτικιστή και από τους πρώτους σοσιαλιστές που καλλιέργησε το κοινωνικό μυθιστόρημα, συγγραφέα του εμβληματικού βιβλίου «Ο κόκκινος τράγος», Κώστα Παρορίτη, υπήρξε τιμωρία επειδή εξέδωσε τόμον διηγημάτων, εν οις παρουσιάζει πρόσωπα εκ της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα, ως αδικούμενα. Το δεύτερο και πιο μικρό σε έκταση που παρουσιάζεται σήμερα, μας αποκαλύπτει πως με τη γνώση κάθε είδους δεισιδαιμονίες, φόβοι και προκαταλήψεις θα τσακιστούν και οι κατεργάρηδες θα πάρουν σιγά σιγά τη θέση που τους αξίζει. Στο περιθώριο της μαύρης ιστορίας του πλανήτη για να θριαμβεύσει ο άνθρωπος και η δύναμη του πάνω σε κάθε μεταφυσική καταπίεση και ανοησία...

Το όνειρο του Δημήτρη


Ένα βράδυ μια τέτοιας αποκριάς, ο πατέρας του Δημήτρη ήταν ανήσυχος και νευρικός και έφυγε από το αποκριάτικο πανηγύρι. Του είχαν κλέψει το αλέτρι, πριν δύο μέρες απ' το χωράφι. Έμαθε ποιος το είχε πάρει και τη βραδιά αυτή τον συνάντησε και μάλωσε μαζί του, γιατί αρνήθηκε πως έκλεψε το αλέτρι. Ψίθυροι σε βάρος του πατέρα λέγονταν εδώ και κει απ' τους συγχωριανούς του που κακολογούσε τον πιο πλούσιο κτηματία του χωριού για κλέφτη. Ήταν οι μέρες της σποράς, ο χρόνος πολύτιμος, κι ο πατέρας ήταν βέβαιος πως ο κλέφτης ήταν αυτός που είχε στο μυαλό του. Το άλλο βράδυ τόλμησε να βγάλει την αλήθεια στην επιφάνεια. Βρήκε το αλέτρι κρυμμένο μέσα στην αχυρώνα του καλού αφέντη του χωριού και δικαιώθηκε η επιμονή του ότι ο κλέφτης ήταν πράγματι ο πιο ευκατάστατος  κτηματίας.

Δεμένοι οι φτωχότεροι του χωριού με υποχρεώσεις προς τον κλέφτη, τον κατέκριναν σιωπηρά, αλλά ήταν απρόθυμοι να τον κατηγορήσουν φανερά. Έτσι ο πατέρας δε βρήκε μάρτυρες για να παρουσιάσει στο δικαστήριο κι απέσυρε τη μήνυση προτού γίνει η δίκη. 

Στο Δημήτρη ένα επίμονο ερώτημα φύτρωσε από μέσα του. Ο καλός Σαμαρείτης τη χωριού, ήταν ο πιο πλούσιος κτηματίας, όμως έκλεβε για να φτιάξει περισσότερα.Μήπως αυτός ο τρόπος είναι να κάνει ο καθένας περιουσία και να περνά καλύτερα; Η περιορισμένη τότε παιδική του σκέψη δεν έβρισκε τη σωστή απάντηση. [...]

Έτσι αποφάσισε ο Δημήτρης να "βοηθήσει" τον πατέρα. Από πολλές μέρες έλεγε ο πατέρας πως οι τριχιές -σαμαρόσκοινα- που έχει είναι παλιές και δεν έχει λεφτά ν' αγοράσει καινούριες. Είχε ο δει ο Δημήτρης έξω στα χωράφια καινούριες τριχιές κουλουριασμένες πάνω στα σαμάρια των ζώων που είχαν οι συγχωριανοί. Σκέφτηκε να τις πάρει και να τις φέρει στον πατέρα για να μην αγοράσει και δώσει χρήματα. Έντεκα χρονών τότε ο Δημήτρης. Ξάπλωσε στην πλαγιά του χωραφιού πάνω σε καλαμιές μέχρι να νυχτώσει και να πάρει τις τριχιές. Άρχισε να βραδιάζει και τα πρώτα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό. Όμως κοιμήθηκε κι είδε ένα παράξενο όνειρο.

Βρισκόταν σ' μια ακροποταμιά. Ολοπράσινες οι πλευρές απ' το ποτάμι και πολύ θολά τα νερά του. Κοίταξε στην απέναντι πλευρά και ξαφνικά σ' ένα φωτοστέφανο με πολύ φως φάνηκε ο Χριστός. Βουβός ο Δημήτρης και καθώς επίμονα κοιτούσε, άκουσε τ' όνομα του: "Δημήτρη έλα κοντά μου" [...] Γονάτισε ο Δημήτρης και χωρίς να μπορεί να βγάλει λέξη, του 'γνεψε για να δει το βαθύ θολό ποτάμι, πως είναι δύσκολο να περάσει στην απέναντι πλευρά. [...] "Πιο εύκολα το ποτάμι θα περάσεις παρά το δρόμο της κλεψιάς που την τιμή της φαμέλιας σκοπεύεις για να χάσεις." Χάθηκε το φως μαζί με τον Χριστό κι ο Δημήτρης ξύπνησε τρομαγμένος.

Γρήγορα-γρήγορα πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Ένας παράξενος φόβος τον είχε πιάσει και μονολογούσε το Πάτερ ημών.

Κόντευε μεσάνυχτα κι οι γονείς του τον ζητούσαν κι ανησυχούσαν. Ο Δημήτρης δεν έλειψε ποτέ βράδυ από το σπίτι μόνος του. Ήταν ο καλός μαθητής στο δημοτικό σχολείο, βοηθός του ψάλτη στο δεξιό στασίδι της εκκλησίας. [...]

Δειλά και τρομαγμένος ο Δημήτρης πήγε στο σπίτι. Οι γονείς πότε με το καλό πόυε με φοβέρα τον ρωτούσαν να μάθουν τι συνέβη. [...]

Την άλλη μέρα  που ο πατέρας και ο παππούς έλειπαν, η γιαγιά έμαθε απ' το Δημήτρη τι σκεπτόταν να κλέψει, και πόσο τον βασάνισε το όνειρο εκείνο. Τον αγκάλιασε στοργικά και με κάποιο χαμόγελο αλλά και με σταθερά λόγια που ήταν το πιστεύω της, είπε στο Δημήτρη.

- Με τη σκέψη σου εκείνη θα έκανες μια καλή πράξη, μια πολύ καλή πράξη. Ευτυχώς που ο καλός Χριστούλης σε έφερε στον ίδιο δρόμο. [...]

Όμως ο Δημήτρης δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εξήγηση που έδωσε στο όνειρο του η γιαγιά. Ένιωθε μέσα του ένα ανεξήγητο κενό, μια απροσδιόριστη ανησυχία.

Έφυγε από κοντά της χωρίς να κάνει άλλες ερωτήσεις, βιαστικός, λες και τον φώναξε κάποια συμμαθητής του. Βγήκε στην αυλή και αφού έφερε δύο γύρους στον κορμό της μεγάλης μηλιάς κλώτσησε με ορμή ένα δύο μήλα που είχαν πέσει μόνα τους από το δέντρο. [...]

Ένα χτύπημα στο κεφάλι του τον ξάφνιασε. Απ' τη μηλιά έπεσε ένα μήλο κι έβαλε στόχο αναπάντεχο τον Δημήτρη. Απαρατήρητη στεκόταν η γιαγιά του έξω απ' το κατώφλι του σπιτιού και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις του Δημήτρη ύστερα απ' ότι είχαν πει προηγουμένως. Είδε το μήλο που χτύπησε τον Δημήτρη και δεν έχασε την ευκαιρία να του θυμίσει ότι " ο καλός Χριστούλης τον τιμώρησε για δεύτερη φορά". 

Αναστατωμένος ο Δημήτρης απ' τα λόγια της γιαγιάς, έτρεξε κι έπιασε το μήλο που είχε πέσει στο κεφάλι του κι αφού το κοίταξε για λίγο καθώς το γύρισε στα δάχτυλά του το πέταξε ορμητικά στον κορμό της ελιάς. Το μήλο έσκασε σε δύο κομμάτια που κύλησαν εκεί στον ίσκιο του δέντρου. Έπιασε γιατρικά τα κομμάτια του μήλου, τα περιεργάστηκε κι έτρεξε κοντά στη γιαγιά του με μεγάλη πεποίθηση για τον εαυτό του και με μάτια που έλαμπαν από κάποια αποκάλυψη. 

- Το σκουλήκι έκοψε το μήλο γιαγιά. Το σκουλήκι έφαγε τα σωθικά του κι έπεσε πρόωρα απ' το δέντρο. Ήταν σύμπτωση να βρεθώ στο σημείο εκείνο που ο νόμος της βαρύτητας όριζε να πέσει το μήλο. Αυτά τα έμαθα στο σχολείο μου απ' το σακάκι και τα βιβλία. Δεν θέλω, γιαγιά να ξανακούσω φοβέρες με το Χριστό, με δράκους και παραμύθια.

- Καλά παιδί μου, καλά, μη χολοσκάς. Δεν είπα και κανένα κακό, ίσως να 'χεις δίκιο, απάντησε με χαμόγελο, αλλά και κάποια ανησυχία η γιαγιά του και πέρασε μέσα απ' το κατώφλι του σπιτιού για να μη δώσει συνέχεια με τον εγγονό της.

Η επιμονή της γιαγιάς του για δεύτερη φορά στη θρησκευτική φοβία, ήταν για τον Δημήτρη το πρώτο ερέθισμα για να ψάχνει σε σωστότερες λύσεις, από τις λύσεις που τόσο αυθόρμητα του έλεγε η καλόκαρδη εκείνη γερόντισσα.

Αργότερα έμαθε πως τα σκουλήκια μ' ανθρώπινη μορφή κάνουν πλύση εγκεφάλου σ' ανθρώπους αφελείς σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και το υποσεινηδητό τους, τα ονειρά τους, να βασανίζονται απ' την ιδέα της οργανωμένης θρησκευτικής μαφίας και να ανοίγεται διάπλατα ο δρόμος στην εκμετάλλευση και στην επικράτηση του κατεστημένου.

[Το απόσπασμα από το κεφάλαιο με τίτλο "Το όνειρο του Δημήτρη" είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Δημήτρη Ρήττα "Στα χρόνια της θύελλας". 

Πίνακας του Φρανσίσκο Γκογια: Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του

Διαβάστε ακόμα:






Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Τα επαναστατικά "Νέα Ελληνικά Γράμματα", κόντρα στην οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, την άγνοια και τη δεισιδαιμονία που συστηματικά αυτή καλλιεργεί (μέρος πρώτο)




Αυτές τις μέρες, η οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, πιστή στο μίσος για κάθε τι ανθρώπινο, για κάθε απόλαυση, κυρίως όμως γνωστή από τα μισογυνικά κηρύγματά της των εκπροσώπων της ανά τους αιώνες, ξέρασε από τον άμβωνά της ότι πιο αναχρονιστικό. Τη γνώμη της για το τι θα κάνει μια γυναίκα με το σώμα της... Λες και  οι γυναίκες της τη ζητήσανε. Λες και τις αφορά. Νομίζει ότι ο άνθρωπος θα παραμείνει για πάντα το ποιμνίο της. Πρόβατο που φοβάται να ξεστρατίσει και τον φοβίζει με κάθε είδους προκαταλήψεις, απειλές και φόβο. Κυρίως φόβο. Γιατί αν φοβάσαι το θεό (με μικρό θήτα πάντα), θα φοβάσαι πάντα και τον ισχυρό και το αφεντικό. Κι έτσι θα διαιωνίζει την εξουσία της και τα άρρηκτα συμφέροντά της με αυτούς. Τα Νέα Ελληνικά Γράμματα είχαν όμως την τιμή να πολεμήσουν όλες αυτές τις προκαταλήψεις και μάλιστα σε καιρούς πολύ πιο δύσκολους από τους σημερινούς. Τα δύο εκτενή κείμενα που θα παρουσιαστούν σε δύο μέρη, κατά τη γνώμη μου αξίζουν να διαβαστούν. Για το ένα μάλιστα, το πρώτο, γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από τον επαναστάτη, ελληνοδιδάσκαλο, δημοτικιστή και από τους πρώτους σοσιαλιστές που καλλιέργησε το κοινωνικό μυθιστόρημα, συγγραφέα του εμβληματικού βιβλίου «Ο κόκκινος τράγος», Κώστα Παρορίτη, υπήρξε τιμωρία επειδή εξέδωσε τόμον διηγημάτων, εν οις παρουσιάζει πρόσωπα εκ της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα, ως αδικούμενα. Το δεύτερο και πιο μικρό σε έκταση που θα παρουσιαστεί στο δεύτερο μέρος, μας αποκαλύπτει πως με τη γνώση κάθε είδους δεισιδαιμονίες, φόβοι και προκαταλήψεις θα τσακιστούν και οι κατεργάρηδες θα πάρουν σιγά σιγά τη θέση που τους αξίζει. Στο περιθώριο της μαύρης ιστορίας του πλανήτη για να θριαμβεύσει ο άνθρωπος και η δύναμη του πάνω σε κάθε μεταφυσική καταπίεση και ανοησία...


[Κώστας Παρορίτης: Χαμένη ελπίδα]*


Η γριά βγήκε από τη μικρή καμαρούλα πατώντας στα νύχια κι ήρθε και κάθισε σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά λαμποκοπούσε κι όξω ο αέρας σφύριζε [...]. Ο γέρο Κωνσταντής έσκυβε το κεφάλι στραβώνοντας τα χέρια στο στήθος. Ανάμεσά τους καθότανε ο Γιάννης, τ' όμορφο παληκάρι που τον είχανε πάρει από μικρό και θα τον κάνανε και γαμπρό στην κόρη τους, την Καλομοίρα.

- Τι κάνει; ρώτησε σιγαλά ο γέρο Κωνσταντής.
- Ησυχη είναι τώρα, αποκρίθηκε η γριά.

Η γριά ανσκάλεψε τη φωτιά• η αγωνία εϊτανε ζουγραφιστή στα πρόσωπα ολονών. [...] Άξαφνα ακούστηκε από τη μέσα κάμαρα ένα βογγητό. Η γριά σηκώθηκε σα να τηνε κούνησε μηχανή κι έτρεξε βιαστική μέσα. Τα βογγητά επαναληφθήκανε κι έπειτα πάψανε• η γριά ήρθε και ξανακάθισε στη θέση της αμίλητη. 

- Δεν πάει καλά, μουρμούρισε ο Γιάννης.
- Χωρίς γιατρό τόσες μέρες.

Ο γέρος τονε κοίταξε μια στιγμή και πάλε ξανάσκυψε το κεφαλι• ο Γιάννης σωπασε• έπειτα ξανάρχισε.

-Χωρίς γιατρό... κι η κάψα να μην πέφτη... που θα καταντήσει έτσι. 

Ακούστηκε ένα τσιτσιρότο• ο γέρος ανασηκωσε τα μάτια του, είδε το καντήλι που ζύγωνε να σβήση κι είπε στη γριά:

- Το καντήλι τσιτσιρίζει. Δε σηκώνεσαι να του ρίξης λίγο λάδι;[...]

- Χωρίς γιατρό... -μουρμούρισε πάλε ο Γιάννης- κρίμα στο κορίτσι.

Ο γέρος πάλε δεν αποκρίθηκε.

- Δε λες τίποτα, πατέρα, κι συ; Έτσι θα την αφήσουμε, χωρίς γιατρό; ξανάπε ο Γιάννης.

- Τι να πω; - μουρμούρισε ο γέρος- ό,τι είναι θέλημα Κυρίου να γίνη θα γίνη.

-Θέλημα Κυρίου, στέναξε ο Γιάννης και, αφού σηκώθηκε από χάμω, άρχισε να περπατάη μέσα στην κάμαρα.

Έπειτα στάθηκε στο παραθύρι και μέσα από το ραγισμένο τζάμι κοίταζε τον κατάμαυρο ουρανό. Έπειτα ζυγωσε στη διπλανή κάμαρα και αφού αφουγκράστηκε προσεχτικά κάμποση ώρα.

- Δε μου 'πες αλήθεια, το θέλει ο παπα-Ηλίας που πάει κι έρχεται; ρώτησε ο Γιάννης.

-Από τη μέρα που 'πεσε χαμωη Καλομοίρα μας δεν πέρασε μέρα που να μη μας επισκεφτή.

Ο γέρο-Κωνσταντής τον κοίταξε στα μάτια.

- Ο παπα-Ηλίας είναι άγιος άνθρωπος, παιδί μου. Κι αν έρχεται στο σπίτι μας, για καλό μας έρχεται.

- Δε λεω όχι, πατέρα. Μα θα ' θελα να ξέρω τι λέτε. Συχνά σας βλέπω να κρυφωκουβεντιάζετε. Τρέχει τίποτα;

- Τι άλλο θες να τρέχη; Η Καλομοίρα μας είναι άρρωστη.

- Γι' αυτήν, το λοιπό, λέτε;

- Για ποιόνε θέλεις να λέμε, παιδί μου; Ο παπα-Ηλίας είναι αληθινά άγιος. Αν είναι να γιάνη η Καλομοίρα μας, μόνο ο παπα-Ηλίας μπορεί να τηνε γιάνη. Από γιατρούς δεν είναι προκοπή.Ο Θεός άμα θέλει... Και τη μακαρίτισσα την αδερφή μου οι γιατροί την φάγανε... Μα ανάθεμα τη φτώχεια, παιδί μου!

Ο Γιάννης σκέφτηκε λίγο.

- Αν είναι για την Καλομοίρα, πατέρα, να σκίσω τη γις να βρω τα λεφτά που χρειάζουνται. Μα πες μου, τι τρέχει; Έχει τίποτις γιατρικά ο παπα-Ηλίας που κουστίζουνε; [...]

- Έχει, παιδί μου. Γιατρικά που είναι ένα κι ένα. Έχει άγια λείψανα, τίμιο ξύλο από τον Άγιο Τάφο και σταυρολούλουδα από τον τάφο του Χριστού. Μα χρειάζουνται παράδες για όλα αυτά και που να βρεθούνε. Ο γέρος αναστέναξε.

-Για διακόσιες δραχμές χάνω το παιδί μου, μουρμούρισε και τα μάτια του βουρκώσανε.

Ο Γιάννης σιωπούσε.

- Δεν είναι καλίτερα, πατέρα, να τις δώσουμε στους γιατρούς αυτές τις διακοπές δραχμές, αν έδινε ο Θεός και τις οικονομούσαμε;

Ο γέρος τονε κοίταξε με έκπληξη.

- Κουνήσου από τη θέση σου, παιδί μου! Κάνε το σταυρό σου! Αυτό που λες είναι βλαστήμια! Τι έχουμε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λειψανα;

Και λέγοντας αυτά, ο γέρο-Κωνσταντής σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια.

Η γριά έριξε λίγα κλήματα στη φωτιά. Έκανε κρύο μέσα στην κάμαρα. Ένα τζαμί ήτανε σπασμένο κι ο αέρας έμπαινε σφυρίχτρα. Η γριά σηκώθηκε, πήρε ένα ρούχο και στουοωσε με αυτό την τρύπα για να μην μπαίνη κρύο. Ο Γιάννης σηκώθηκε από χάμω [...] έλειψε κάμποση ώρα κι έπειτα ξαναγύρισε κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια του. Τα 'ρειξε στην ποδιά του γερο-Κωνταντή λέγοντας:

- Πάρε τα αυτά, πατέρα. Είναι διακόσιες δραχμές. Τις είχα για τα έξοδα του γάμου μας. Δόσε τις του παπα-Ηλία . Φτάνη να μας κάνει καλά την Καλομοίρα
μας.

Ο γέρος τονε κοίταξε με μάτια γεμάτα 'γνωμοσύνη. Η γριά σκούπισε ένα δάκριο από τα μάτια της. [...]

Ο Γιάννης δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Η στεναχώρια του τον έπνιγε. Κάτι φριχτές αμφιβολίες του πιπιλίζανε αλύπητα το μυαλό. [...]

Η γριά μπήκε ακροπατητά στην κάμαρα της άρρωστης. [...]

Η άρρωστη άνοιξε τα μάτια βγάζοντας απάγει αναστεναγμό.

Η γριά έσκυψε από πάνω της. 

- Πώς είσαι παιδί μου;

Η άρρωστη σουφρωσε τ' αχείλια της με πίκρα.

- Δεν είμαι καλά, μάννα. Θα πεθάνω!

Η μάνα ανατρίχιασε.

- Χριστός και Παναγία, παιδάκι μου! Τι ιδέες είναι αυτές! [...]

- Θα πάμε στο μοναστήρι, ο παπα-Ηλίας έχει τα άγια λείψανα και με τη χάρη του Χριστού και της Παναγίας θα της την υγεία σου.

- Αληθεια το λες μάννα; ψιθύρισε με μαραμένα χείλια της.

- Αληθεια, παιδί μου. Τώρα μάλιστα πρέπει να ξεκινήσουμε πρι να φωτίση. [...]

Ο Γιάννης στην αυλή είχε σελώσει το μουλάρι, ο γερο-Κωνσταντής γέμισε κάμποσα φανάρια με πράγματα και τα κρέμασε από πίσω. [...]

Η νύχτα είτανε σκοτεινή. [...] Η ψύχρα φαρμακερή, το κρύο τρυπητό. [...] Χοντρές ατάκες νερό ραντϊζανε το σώμα κάθε στιγμή. [...] Ο δρόμος φαινότανε ατελείωτος. [...] Η μπόρα ξέσπασε. Το σκοτάδι σκίζεται από τις αστραπές. Νερό ατελείωτο. [...]

- Θα μας πάθη το κορίτσι, ψυθιρίζει η γριά και ο φόβος της παγώνει τη μιλιά.

- Θα μας λυπηθεί ο Θεός, αποκρίνεται ο γέρος και ταχαινει ακόμα το βήμα του.

Αρχίζει να χαράζη. Φτάνουνε στο μοναστήρι. [...] Ο παπα-Ηλίας έρχεται [...]

Η χάρη του Θεού μαζί σας, τους λέει.

Κείνοι του φιλούνε το χέρι. Είναι όλοι μουσκεμα• νιώθουνε το νερό ως τα κόκκαλα τους. Κατεβάζουνε την Καλομοίρα από το μουλάρι κι ένα καλογερο-παίδι τους οδηγάει στο κελί που θα κατοικήσουνε.

Η Καλομοίρα έφτυσε αίμα. Ποτάμι ολόκληρο κύλισε από μέσα της. Η βροχή και το κρύο κείνης της νύχτας την αποκάμανε. [...] Ο παπα-Ηλίας ακουμπάει απάνω της τ' άγια λείψανα, ανοίγει ένα αρχαίο βιβλίο γεμάτο σταλαγματιές κερί και μένει ώρες ολάκερες ορθός διαβάζοντας μουρμουριστά.  [...] Ο Γιάννης καρφώνει τα μάτια του στο πρόσωπο του παπά σαν του λέει "έλεος, λυπήσου με παπά!" Σαν τονε πνίγει η στεναχώρια, ξεσπάει σε μια φριχτή ερώτηση: 

Πες μου, παπά, θα γίνη καλά η Καλομοίρα; [...]

- Πίστη, πίστη, παιδί μου, να 'χης, κι ο θεός είναι πολυέσπλαχνος.

Αχ αυτή η πίστη! Ο Γιάννης ανοίγει το στόμα του κι αναπνέει βαθειά σα α θέλη να γεμίση τα πλεμόνια του από πίστη. Αυτή η μυρουδιά του λιβανιού όλο πίστη χύνει στην ψυχή του. Μα γιατί δε γίνεται καλά η άρρωστη; Γιατί δε φαίνεται τουλάχιστο να καλιτερέψη; [...]

Ο Γιάννης μένει σκεφτικός ώρες. [...] Κουβεντιάζει με την ψυχή του. "Χωρίς γιατρό, χωρίς γιατρό" ψιθυρίζει κάποτες. Ο γέρος που τον ακούει:

- Μη βλασφημάς, ψιθυρίζει.

- Δε βλαστημάω, πατέρα, μα δε βλέπω καμιά καλιτέρεψη, λέει ο Γιάννης σκεφτικός πάντα.

- Μη βλαστημάς, σου ξαναλέω. Εμένα ο παπάς μου είπε πως πρέπει να 'χουμε πίστη. Χωρίς πίστη δε γίνεται τίποτα. [...]

Ο παπάς έρχεται να ξαναρχίση το διαβασμα• ακουμπάει α άπάνω στην άρρωστη τ' άγια λείψανα, φοράει το πετραχήλι και αρχινάει το διάβασμα. Μέρες τώρα επαναλαμβάνεται αυτή η δουλειά. Ο Γιάννης κοιτάει τον παπά με περιέργεια. [...] Ποιος είναι αυτός που θα κάνη καλά ην άρρωστη; Το πρόσωπο του δεν είναι διόλου συμπαθητικο• τα μάτια του, αχ αυτά τα μάτια του, πως παίζουνε  πονηρά, πως λάμπουνε από κάποιον αλλόκοτο φως. [...] Μυρίζει θανατίλα αυτός ο άνθρωπος. [...] Η άρρωστη ανοίγει καμιά στιγμή τα μάτια της, βλέπει τον παπά και γλήγορα τα ξανακλείνει φοβισμένα, σα ν' αντικρϋζει το Χάρο.

- Παπά, θα γίνη καλά; ρωτάει πάλε ο Γιάννης [...]

- Δε σου είπα τόσες φορές να 'χης πίστη; Χωρίς πίστη τίποτα δε γίνεται, λέει ο παπάς σα φοβισμένος. [...]

Η νύχτα είναι τελειωτικά• η αρρώστια θα πάρη πια ένα τέλος• ή άπάνω ή κάτω. Οι γέροι πιστεύουν πως θα ιδούνε άξαφνα την κόρη τους να σηκωθεί όρθια μπροστά τους.

Η Καλομοίρα ανοίγει τα μάτια της:

- Πατέρα, την ευκή σου. Φεύγω, λέει με αδύνατη φωνή και δύο καυτερά δάκρια κυλούνε από τις κουφαλωμένες γούβες των ματιών της.

Ο Γιάννης με μιας ξεπετάγεται απάνω σα να τονε δάγκωσε φείδι. Το πρόσωπο ου έχει μια έκφραση ζωόδικη• τραβάει τον παπά από το μανίκι.

- Παπά, θυμήσου τι είπες, λέει τρέμοντας. [...]

Η Καλομοίρα παραμιλάει. [...]

Η μάννα της της κρατεί το κεφάλι. "Ζυγώνει το θάμμα" λέει με το νου της. Ο παπάς δεν παύει το διάβασμα, μα ρίχνει και κάτι περίεργες ματιές προς τον Γιάννη. Ο Γιάννης τά 'χει χαμενα• καλά-καλά ούτε νιώθει που βρισκεται• το μάτι της Καλομοίρας πέφτει απάνω του.

- Γιάννη -του λέει- έλα, να φιληθούμε για τελευταια φορά.

Μα ο Γιάννης, σα να μην άκουσε, μένει ακούνητος με μάτια γουρλωμένα από τη φρίκη.[...]

Η Καλομοίρα έκλεισε τα ματια, άνοιξε τρεις φορές το στόμα, τινάχθηκε σπασμωδικά, ξύνησε το πρόσωπο της κι έμεινε ακούνητη για πάντα.

Ο παπάς βλογάει το λείψανο. 

Είτανε θέλημα Θεού, ψυθιρίζει.

Οι γέροι κοιτάνε με απορία. Ο Γιάννης κραττάει την ανάσα του, σφίγγει τις γροθιές του.

- Φονιά, φονιά, παπά, είσαι φονιάς!

Αρπαζει τ' άγια λείψανα, τα πετάει χάμω κι αρχίζει με τα πόδια του να τα τσαλαπατάη. Τ' άγια κόκκαλα γίνουνται θρύψαλα. Τα ξερολούλουδα σκορπιούνται 'δω και εκεί.

- Φονιά, φονιά, παπά! μουγκρίζει ο Γιάννης. 

Ο παπάς μαζεύεται σε κάποια γωνιά• η ψυχή του έχει 'ρθει στο στόμα από το φόβο. Οι γέροι σταυροκοπιούνται. Ο Γιάννης αγκαλιάζει την πεθαμμένη. 

- Σε σκοτώσαμε, αγάπη μου! σκούζει.

Η καμπάνα σημαίνει για τον όρθρο. Από τις χαραμάδες του μικρού παραθυριού μπαίνει δειλά το πρώτο φως. Γλυκοχαράζει.

*[Το απόσπασμα από το διήγημα "Χαμένη ελπίδα", βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Οι νεκροί της ζωής" και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου.]




Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Επειδή σ' αγαπώ...




Σε 'σένα... 

Ευτυχώς! Η βεράντα είχε αρκετό χώρο! Λικνίζονταν πιασμένοι από τη μέση! Έτσι, όπως βλέπουμε τα βαλσάκια στις ταινίες εποχής. Ευτυχώς! Ο ουρανός ήταν απέραντος, χωρίς ψηλά κτίρια και κάθε είδους εμπόδια! Στροβιλίζονταν τα δύο χελιδονάκια ενώνοντας τα ράμφη τους σαν να φιλιούνται και, έπλεκαν τα φτερά τους σαν να αγκαλιάζονται! Ευτυχώς! Τα δύο κυπαρίσσια που σας είχα μιλήσει πιο παλιά, σφιχταγκαλιασμένα, μιας κι έτσι είχαν φυτευτεί, μπλεγμένα συντροφιά στον ανήφορο της ζωής χόρευαν κι αυτά! Έπαιρναν ρυθμό από τους δύο ανθρώπους και τα δύο χελιδονάκια... Παρακάτω, η θάλασσα ρυτίδιαζε ελαφρά από συγκίνηση κι ο φλοίσβος συνόδευε διακριτικά όλο αυτό που έκανε τους δυο ανθρώπους να λικνίζονται, τα δύο χελιδονάκια να στροβιλίζονται, τα δύο κυπαρίσσια να χορεύουν... Δεν μπορούσε κι αυτή να μείνει άπραγη σε αυτή τη χαρά της ζωής... Τα λόγια κι η μουσική έδιναν το ρυθμό! Μα πάνω απ' όλα η αγάπη κι η συντροφιά...

Επειδή σ'  αγαπώ
ως κι οι πέτρες ανθίζουν στη γλαστρα
Επειδή σ' αγαπώ 
το φεγγάρι φιλιέται με τ' αστρα

Επειδή σ' αγαπώ
σ' αγαπώ γράφω σ' όλους τους τοιχους
Επειδή σ' αγαπώ 
ξαγρυπνώ στης καρδιάς σου τους ήχους

Επειδή σ' αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
Επειδή σ' αγαπώ 
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους 
και φωνάζω στους δρόμους σ' αγαπώ 

Επειδή σ' αγαπώ 
τα λαμπιόνια του ο ήλιος ανάβει 
Επειδή σ'  αγαπώ 
το κρεβάτι μας είναι καραβι
Επειδή σ' αγαπώ 
το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει 
Επειδή σ' αγαπώ 
τούτη η λέξη ποτέ δεν παλιώνει

Επειδή σ' αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
Επειδή σ' αγαπώ 
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους 
και φωνάζω στους δρόμους σ' αγαπώ 

Τα όμορφα αυτά λόγια, οι στίχοι, ανήκουν στο μεγάλο στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο. Η μουσική στον Γιάννη Σπανό. Ερμήνευσε ο Μανώλης Μητσιάς.