Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Άουσβιτς, 27 Ιανουαρίου 1945...




Κάθε άνθρωπος που αγαπά την ελευθερία, χρωστάει στον Κόκκινο Στρατό περισσότερα από ό,τι μπορεί ποτέ να ξεπληρώσει.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ


Γιε μου, περπατώ μέρα νύχτα στο Μαουτχάουζεν και ρωτώ το χώμα που έχει κρυμμένη τη στάχτη σου. Οι άλλοι φεύγουμε. Πως να φύγω με άδεια χέρια;

Ιάκωβος Καμπανέλλης


Μία μέρα σαν σήμερα, ήταν 1945, ο Κόκκινος Στρατός, απελευθέρωσε το στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς. Οι μνήμες αυτές ποτέ δεν πρέπει να επιτρέψουμε να σβήσουν. Όπως εξίσου σημαντικό, αν όχι και πιο πολύ, είναι να μη σβήσουν και οι άλλες μνήμες. Γιατί μόνο έτσι δεν θα ζήσουμε πάλι τα ίδια. Αυτές που πρέπει να μας θυμίζουν ποιοι έθρεψαν αυτό το φίδι... Ποιοι είναι ηθικοί αυτουργοί αυτών των εγκλημάτων... Και ακόμα ποιοι το πολέμησαν δίνοντας τα πάντα... Κι αν κάποιοι και κάποιες ταυτίζονται με τις σύγχρονες απόψεις των αναθεωρητών της Ιστορίας που εξισώνουν τους εγκληματίες με αυτούς που τους πολέμησαν, ας κάνουν ένα κόπο να κοιταχτούν στον καθρέφτη τους. Ίσως στο πέτο του ρούχου τους να αχνοφαίνεται το σήμα με τη νεκροκεφαλή που φορούσαν οι Ες-Ες...

Μια μέρα η Ιστορία θα γράψει πως οι αστικές δημοκρατίες θρέψανε τις δικτατορίες κι όταν οι τελευταίες παχύνανε, άρχισε ο καβγάς... Αυτά εμένα μου θυμίζουν την ιστορία της Αγγλίδας κυρίας με το μπουλντόκ... Το είχε από κουταβάκι, το τάιζε, το μεγάλωνε, ώσπου έγινε ένα μπουλντόκ σωστό θηρίο. Ήθελε δύο κιλά κρέας για να χορτάσει. Η κυρία δεν μπορούσε να ανεχτεί τη λαιμαργία του μπουλντόκ κι αποφάσισε να το δώσει. [...] Τι το διαφορετικό κάνανε οι αστικές δημοκρατίες με το φασισμό και το ναζισμό; [...]




-Εδώ μέσα για να γλιτώσεις, χρειάζεσαι μια κρούστα τρέλας γύρω από το μυαλό. Μπορείς να το πετύχεις αυτό;
-Τί εννοείς;
-Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Κοντολογίς, πρέπει να φροντίσεις να τρελαθείς λιγάκι. Μην πάθεις ό,τι πάθαμε εμείς όταν πρωτοήρθαμε.
-Τί πάθατε;
-Σκεφτόμασταν συνέχεια με το «γιατί;». Γιατί να δουλεύω έτσι; Γιατί να με δέρνουν έτσι; Γιατί να με ταΐζουν έτσι; Γιατί να με ορίζουν έτσι; Κατάλαβες; Αν σου 'χε κολλήσει αυτό το «γιατί» πιασ' το, καρύδωσέ το και ριξ' το στον καμπινέ, αλλιώς θα σε καρυδώσει αυτό. Ξέρεις πόσους συντρόφους χάσαμε; Δε θα γλιτώνανε όλοι!... Όχι... Ποτέ... Όμως, ξέρεις πόσους έφαγε αυτό το «γιατί»; Το είδες, το κατάλαβες... Βρισκόμαστε στα χέρια παντοδύναμων τρελών... Οι Ες-Ες όλοι, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, είναι παντοδύναμοι, τρελοί και φονιάδες! Κι όλα όσα γίνονται μέσα σ' ένα στρατόπεδο είναι αφύσικα, παράφρονα, απίστευτα , τρομαχτικά... Άκου να δεις... Αν ξαφνικά ένα χέρι μ' έπαιρνε από 'δω μέσα και μ' άφηνε σ' ένα δρόμο στη Βαρκελώνη. στη Νέα Υόρκη, στη Στοκχόλμη κι άρχιζα να λέω για το Μαουτχάουζεν, ξέρεις τι θα γινόταν; Θα με παίρνανε για τρελό, θα με κλείνανε μέσα!...Ήρθες σ' έναν «άλλο» κόσμο... Κατάλαβέ το! Άρχισε, λοιπόν, να βάζεις την κρούστα γύρω στο μυαλό σου... Πρέπει να τρελαθείς λιγάκι! Πρέπει να εναρμονιστείς... Δεν είναι δύσκολο...Ο φόβος, η πείνα, οι πεθαμένοι θα σε βοηθήσουν.


[Τα αποσπάσματα είναι από το εμβληματικο βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Μαουτχάουζεν]

Η στιγμή που ο Κόκκινος Στράτος ανοίγει την πόρτα του Άουσβιτς 




Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1944 ή πως εμποδίστηκε η απόβαση των Εγγλέζων.




Ήρταν γιοι δούλι να σκλαβώσιν τα λέφτιρ. (Αγιασώτικο)

Δύο δυνάμεις παλεύουν μέσα στην κοινωνία. Δεν είχαν πάντα την ίδια ισχύ. Όσο η μία ήταν μεγαλύτερη βαστούσε την υπεροχή πάνω στην άλλη. Πήρε στο χέρι τη βία• την οργάνωσε για λογαριασμό της και τη μεταχειρίστηκε για να δαμάσει την άλλη• το λαό. Ήταν το "Κράτος του Νόμου" που έκανε μ' αυτό τον τρόπο τον εαφτό του σεβαστό. Ο λαός έσκυβε τότε το κεφάλι στο θέλημά του υποτακτικά. Ενόμιζε πως έτσι έπρεπε νάναι. Τούπανε πως έγινε νόμος φυσικός. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. 

Μα η πείρα της ζωής έμαθε το λαό πως είνε αλλιώς. Κατάλαβε πως η δύναμη του άλλου ερχόταν από τη δική του αδυναμία. Είδε πως η καινούργια οργάνωση της κοινωνίας τον έκανε αφτόν βασική δύναμη. Αφτόν τον άνθρωπο της δουλιάς μέσα στην παραγωγή και τότε σηκώθηκε και ζήτησε τα δικαιώματά του.

Στάθηκε μπροστά στη για με θάρρος και αποφασιστικότητα και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η βία άλλαξε ταχτική. Κατέβασε τ' όπλο κάτω και τραβήχτηκε.


Έτσι ξημέρωσε η Κυριακή 24 Δεκεμβρίου του 1944. Με ριζωμένη αυτή την πεποίθηση σε πολλά μυαλά πολλών ανθρώπων. Ότι ο νόμος του ισχυρού είναι ανίκητος. Αυτό λέει ο νόμος. Μα ο σπόρος της πείρας που κουβαλούσε από το αμέσως προηγούμενο διάστημα των αγώνων της Εθνικής Αντίστασης  είχε αρχίσει να φυτρώνει στα μυαλά εξίσου πολλών. Έτσι, που όταν τα χωνιά ανακοίνωναν στην πόλη της Μυτιλήνης και στα απομακρυσμένα χωριά ότι, αυτοί που χτυπούσαν το λαό της Αθήνας αγκυροβόλησαν έξω από το λιμάνι με πρόθεση να κάνουν τα ίδια, ξεσηκώθηκαν! Και δεν τους άφησαν να πατήσουν το πόδι τους στο νησί. Πίσω, δε σας θέλουμε. Go back. Κι αυτό το Go back το εννοούσε η φτωχολογιά του νησιού...

Ημέρα ήταν βαριά και κρύα. Φυσούσε δυνατός αγέρας κι ώρες-ώρες έριχνε χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές κα ειδοποιούν κόσμο. Οι δολοφόνοι του γενναίου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ο Παπανδρέου κι ο Σκόμπι, θέλουν να ματοκυλήσουν και το ηρωικό νησί μας, θέλουν να φέρουν μια μαύρη τρομοκρατία για να μας υποδουλώσουν. [...]

Η απεργιακή επιτροπή που από καιρό βρισκόταν σ' επιφυλακή κήρυξε γενική απεργία. Σ' όλο το νησί. Οι Ελασίτες και η Πολιτοφυλακή βρισκόταν στις θέσεις τους. Κι ο κόσμος όλο και κατέβαινε. [...]

Εξακολουθεί να βρέχει• η προκυμαία γεμίζει κόσμο. Κατεβαίνουν από παντού. Τραγουδούν τον αντάρτικο. Στα μπλόκια οι γυναίκες κάθουνται και περιμένουν. Τις δέρνει το χιονόνερο κι η αλισάχνη. Ο αγέρας δυναμώνει. Ο κόσμος μαζεύει ξύλα κι ανάβει φωτιες• στήνουνται πρόχειρες σκηνές με τέντες από αυτοκίνητα. [...]. Βρέχει. Κρυώνει. Μα δεν έφυγε κανένας. [...]

Τ' απόγευμα καταφτάνουν συνταγμένοι, οπλοσμένοι οι Μοριανοί. Ένα σωρό άνθρωποι με σκουριασμένες χατζάρες, κασμάδες, τσεκούρια και ξύλα και με ψυχή. Έρχουνται οι Αγιασώτες, η αγροτιά της Γέρας, οι βασανισμένοι του λεσβιακού κάμπου. Μέσα στη νύχτα που άρχισε να πυκνώνει γυαλίζουν οι σπάθες, οι μαχαίρες, τα ντουφέκια. Όλη αυτή τη νύχτα την πέρασε τόσος κόσμος που έκανε ώρες ποδαρόδρομο πάνω στην προκυμαία. Μέσα στη λάσπη και στο κρύο. Δε νοιάστηκε κανένας ούτε για φαί, ούτε για κρεβάτι. Άναβαν φωτιές και τραγουδούσαν. Η προκυμαία γέμισε φλόγες και τραγούδι.

Αυτή τη νύχτα σηκώθηκαν οδοφράγματα με πέτρες, βαρέλια, αραμπάδες, κάσες και άλλα. Κάθε δρόμος και οδόφραγμα. Ο λαός αγρυπνούσε. Παντού.

Ξημέρωσαν τα Χριστούγεννα κι από παντουκαταφθάνουν οι αγρότες του νησιού με κασμάδες, τσεκούρια και ντουφέκια. Όλοι μαζώνονται στην προκυμαία και στα μπλόκια. Ο κόσμος δείχνει μεγάλη αποφασιστικότητα.

Αργά το βράδυ, θάταν εφτά η ώρα, το μεγάλο πολεμικό ανέβασε σήμα μάχης. Τα μεταγωγικά ανάβουν τα φώτα τους, οι μαύροι ετοιμάζουνται πάλι να μπαρκάρουν• χτυπούν καμπάνες, παίζουνε σάλπιγγες, αντηχούν τα χωνιά. Χαλά ο κόσμος. Το πλήθος τρέχει στα μπλόκια με αλαλαγμούς. Με γυμνομένα σπαθιά καινούρια πελέκια. Μπροστά στην αποφασιστική στάση που κρατά ομλαος οι μαύροι κάνουν πίσω. Τα φώτα έσβησαν και το πλήθος καταλάγιασε. [...]

Κοντεύουν μεσάνυχτα. Χωνιά, σάλπιγγες και καμπάνες. Οι μαύροι αρχίζουν στα πλοία τις μανούβρες. Μα δεν είναι τίποτα. Ο λαός άγρυπνα παντού. Την αυγή στις πέντε πάλι τα ίδια.

Την άλλη μέρα στις 27 οι μαύροι δεν έδειξαν καμία διάθεση για απόβαση. [...] Οι μέρες μόνοι νύχτες πέρασαν ήσυχες. Όλοι εμένα στις θέσεις τους. Μέρα και νύχτα.

Στις τέσσερις αυτές μέρες έγιναν πολλές διαδηλώσεις κι ο λαός ενέκρινε διάφορα ψηφίσματα. Στις 27 ο λαός απαίτησε να φύγει ο Νομάρχης. [...]

Στις 28 ανακοινώθηκε επίσημα πως οι μαύροι δε θα πατούσαν το πόδι τους στο νησί.

Την ίδια μέρα το μεσημέρι έγινε παρέλαση. Μπροστά η Ε.Α. (Εθνική Αλληλεγγύη), ύστερα ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ. Απο τα ζητώ χαλά οικισμός! Ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Πετούν καπέλα στον αέρα, φωνάζει ο κόσμος ζητώ και πάλι εξαρχής. Όλη η μέρα πέρασε με χαρά και τραγούδια. Ο λαός γιόρταζε τη νίκη του.

Η έκδοση αυτή, εκτός της παράθεσης των ιστορικών γεγονότων, περιλαμβάνει μαρτυρίες, ποιήματα, στίχους στη ντόπια διάλεκτο και φωτίζει αυτή την όχι και τόσο γνωστή ιστορία του τόπου μας. Και κυρίως φωτίζει τους τρόπους, που όταν οι λαοί έχουν τη θέληση, ακόμα και χωρίς υπεροπλία νικούν! Όταν δε γυρίζουν το άλλο μάγουλο όπως οι θεοί, οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες απαιτούν...

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1944 ή πως εμποδίστηκε η απόβαση των Εγγλέζων
ΕΚΔΟΣΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΛΕΣΒΟΣ ΜΑΡΤΗΣ 1945
ΣΕΙΡΑ: ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ




Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Αντίο Καπετάνισσα...




Λέω, δεν υπάρχει έναυσμα, υπάρχει χρέος. Δεν μ' ενδιαφέρει ούτε το όνομα μου, δεν μ' ενδιαφέρει ούτε τα βιβλία μου, δεν με ενδιαφέρει ούτε η υστεροφημία μου, έχω μπροστά μου τους εβδομήντα χιλιάδες νέους που σκοτώθηκαν κι από τις δύο πλευρές οι οποίοι είναι σα να μου λένε:  Κατίνα επέζησες; Γράψε αυτά που δεν μπορούμε να γράψουμε εμείς γιατί είμαστε στο χώμα. Γι' αυτό γράφω. Γιατί είμαι χρεώστης γι' αυτό το θέμα... [...] Έχω μορφές νέων σαν φωτογραφία, σα να μου κράζουν, σα να μου κράζουν, γράψε ρε παιδί μου γιατί είμαστε στο χώμα βαθιά δεν μπορούμε να γράψουμε. Τελείωσε. Οι επιζώντες από τέτοιες τραγωδίες είναι χρεώστες εσαεί.

Σε σένα στέρησαν την ελληνική ιθαγένεια Καπετάνισσα. Οι συνεργάτες των Γερμανών. Οι κατοπινοί συνεργάτες των "συμμάχων" μας, Εγγλέζοι κι Αμερικανοί. Σε σένα που από μικρό κορίτσι, μαθήτρια, συμμετείχες στην Εθνική Αντίσταση. Και γι' αυτό κυνηγήθηκες από τους παρακρατικούς του μεταβαρκιζιανού κράτους. Ανήλικη φυλακίστηκες και εξορίστηκες στην Ικαρία. Αφέθηκες ως ανήλικη και σε συνέλαβαν ξανά. Δραπέτευσες και κατάφερες να ενταχθείς στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Δεν έφυγες με το "Ματαρόα"... Δεν ανήκες σε αυτή την Τάξη, ούτε σε αυτή την πάστα ανθρώπων, όπως και δεκάδες άλλες χιλιάδες φτωχόπαιδα της γενιάς σου... Έμεινες μαζί τους για ν' αγωνιστείς για τη νέα Λευτεριά... Και μετά την ήττα σπούδασες στην πολιτική προσφυγιά. Φρόντισαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες και γι' αυτό. Όπως φρόντισε κι ο Πέτρος Κόκκαλης για όλα τα παιδιά που γλίτωσαν από το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης. Ο Πέτρος Κόκκαλης που γνώρισες. Και κάπου εκεί, μέσα από αυτόν, σε γνώρισα κι εγώ. Μέσα από το εμβληματικό βιβλίο σου για αυτό τον εμβληματικό επιστήμονα, χειρουργό, αγωνιστή, Άνθρωπο με Α κεφάλαιο. Καλύτερος αποχαιρετισμός δεν υπάρχει από το να το πιάσω στα χέρια μου ξανά. Και να σε προτρέψω φίλη αναγνώστρια  και φίλε αναγνώστη να το διαβάσεις κι εσύ... Μια τέτοια γυναίκα σαν εσένα μόνο, όπως κι οι άλλες χιλιάδες γυναίκες που εντάχθηκαν στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο για τον ευγενέστερο όλων και μοναδικό επιστήμονα Πέτρο Κόκκαλη. Αντίο Καπετάνισσα...






Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Καρτ Ποστάλ από τον Νότο...#2



Στον Μάικ...

Άλλαξες ήπειρο Κομπά μου. Comprade και Companero. Κουμπάρε και σύντροφε. Έφυγες από τη χώρα σου, σε εξόρισαν οι στρατιωτικοί που άλωσαν τον τόπο σου, ερήμωσαν τη χώρα σου από τον ανθό του πιο ωραίου κομματιού της νεολαίας της. Και ήρθες σε μια άλλη ήπειρο. Και σε αυτή όμως φρόντισαν οι ίδιοι, αυτοί με το χακί χρώμα άλλων εθνικοτήτων, υπηρέτες του πολέμου και δολοφόνοι, να χάσεις το νησί που ξεκίνησες να γράφεις το πρώτο σου μυθιστόρημα. Μα πάνω απ' όλα να χάσεις για άλλη μια φορά ανθρώπους... Ανθρώπους που αν γνώριζαν την Ιστορία του τόπου τους σε βάθος ίσως ερχόταν ανάποδα ο ντουνιάς...


Το χαμένο νησί 

Λέγεται Μάλι Λοσίνγι, κι από το αεροπλάνο φαίνεται σαν μια ωχρή κηλίδα πάνω στην Αδριατική, έξω απ' τις ακτές μιας χώρας που κάποτε λεγόταν Γιουγκοσλαβία. Την πρώτη φορά που πήγα εκεί, είχα όλο το χρόνο στη διάθεσή μου, κι εκεί άρχισα να γράφω αυτό που έμελλε να είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα.

Ολόγυρα άνθιζαν δαμασκηνιές, πικροδάφνες και άνθρωποι. Άνθιζε, λ.χ, η Όλγα, μια όμορφη Κροάτισσα που μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στις δουλειές της (είχε κι πανσιόν) και την αγάπη της για τη βραχνή φωνή του Καμαρόν δε λα Ίσλα. Άνθιζε ο Σταν, ένας Σλοβένος που κάθε βράδυ άναβε την ψησταριά, άνοιγε κάμποσα μπουκάλια σλίβοβιτς και καλούσε γειτόνους και περαστικούς ν γευτούν τη φιλοξενία της βεράντας του. Άνθιζαν ο Γκόικο, ένας Μαυροβούνιος που σε κάθε γλέντι έφερνε τα ψάρια και τα καλαμάρια, και ο Βλάντο, ένας Σκοπιανός που σιγοτραγουδούσε κάτι άριες ακατανόητες, αλλά όμορφες. Με τις ιστορίες του άνθιζε ο Λέβινγκερ, ο βόσνιος φαρμακοποιός, εβραίος, πρώην υγειονομικός στους αντιφασίστες παρτιζάνους. Καμιά φορά, ο Πάντο, ένας Σέρβος απότακτος του ναυτικό, έπαιρνε το ακορντεόν, κι εμείς πιάναμε το τραγούδι και, Μ το δεύτερο μπουκάλι σλίβοβιτς, αδελφωνόμαστε με την τρυφερότητα των υποκοριστικών. Ολγίτσα, Στανίτσα, Γκοϊκίτσα, Βλαντίτα, Παντίτσα. Συνεννοούμαστε χάρη σ' ένα σύμφυρμα ιταλικών, γερμανικών, ισπανικών, γαλλικών και σερβοκροατικών.

"Αρκεί να συνεννοούμαστε" μου έλεγαν

" Εμείς, πάντως, στη Γιουγκοσλαβία, συνεννοούμαστε" μου ξανάλεγαν. [...]

Για πολλά χρόνια το Μάλι Λοσίνγι υπήρξε ο μυστικός μου παράδεισος, ως τη μέρα που κάτι συνέβη, κάτι που από καιρό φαινόταν να 'ρχεται, κάτι που κανείς από τους φίλους μου δεν μπορούσε  να μου το εξηγήσει, αλλά έβγαινε στην επιφάνεια κάθε φορά που η κουβέντα πατούσε στα χωράφια της Ιστορίας της χώρας.

Όταν η κτηνωδία του σερβικού εθνικισμού ξέθαψε το φάντασμα των τσέτνικ, και η κτηνωδία του κροατικού εθνικισμού ντύθηκε ουστάτσα, το νησί δεν έμεινε έξω απ' τη διαμάχη.

Η Όλγα έκλεισε την πόρτα της καρδιάς της στον τσιγγάνο, και τις πόρτες της πανσιόν της σε όποιον δεν ήταν Κροάτης. Μια νύχτα, ο Πάντο τριγύριζε ολομόναχος στους δρόμους του Αρτατόρε, και ξημερώθηκε κραδαίνοντας μια σέρβική σημαία κι ένα αρχαίο μίσος που έζεχνε αλκοόλ. Ο κεραυνός αρκοντεονίστας μας αναμασούσε τα παχιά λόγια όλων των εθνικιστών, και οι επιθέσεις τους είχαν 7 κυρίως στόχο τον εβραίο Λόβινγκερ, τον οποίο κατηγορούσε ότι, αν και Βόσνιος ήταν ισλαμιστής φονταμεταλιστής. Ο Σταν μετακόμισε στη Λιουμπλιάνα, κι  από το ωραίο του σπίτι στο Αρτατόρε έμειναν μόνο κάτι φωτογραφίες, κομματιασμένα απ' το ψαλίδι της οργής.  Ο Γκόικο και ο Βλάντο έφυγαν κι αυτοί απ' το νησί, απ' το φόβο του Πάντο (που ήθελε σώνει και καλά να τους μετατρέψει σε παπαγάλους μιας Μεγάλης Σερβίας) και της Όλγας (που τους θεωρούσε ότι αποτελούσαν Ορθόδοξο κίνδυνο για τη Μεγάλη, Καθολική Κροατία της).

Ο Λέβινγκερ εγκαταστάθηκε στο Σεράγεβο λίγο πριν τον αποκλεισμό της πόλης αποκτούσε Σέρβους. Από εκεί μου έστειλε ένα πονεμένο γράμμα: "Δυο γενναίες ακόμα, και θα 'χαμε απαλλαγεί απ' αυτόν τον εθνικιστικό καρκίνο που μοναδικό του σύμπτωμα είναι το μίσος..."

Κάθε φορά που βλέπω την κηλίδα του Μάκι Λοσίνγι σε κάποιο χάρτη, ξέρω πως το νησί εξακολουθεί να είναι εκεί, στην Αδριατική, αλλά ξέρω πως το νησί εξακολουθεί να είναι εκεί, στην Αδριατική, αλλά ξέρω κι ότι το 'χω χάσει για πάντα. Τι συνέβη; Γνωρίζω την ιστορία των Βαλκανίων, αλλά αδυνατώ να καταλάβω το σύγχρονο πρόβλημα, κι είμαι βέβαιος ότι δεν το καταλαβαίνουν ούτε και οι περισσότεροι Σέρβοι, Κροάτες, Μαυροβούνιοι, Κοσοβάροι, Σλοβένοι, Βόσνιοι, Σκοπιανοί, γιατί δεν έχουν μάθει παρά την επίσημη Ιστορία, αυτοί που γράφουν (ή χαλκεύουν) οι νικητές. 

Ίσως, όπως μου 'γράψε και ο Λέβινγκερ, αυτές οι δύο γενναίες να 'χαν τολμήσει ν' αντικρούσουν κατάματα την ταραχώδη Ιστορία τους, και η δικαιοσύνη να 'κανε χώρο για να περάσει η μόνη δυνατή αλλαγή: αυτή που νικάει τα μισή και επιβάλλει τη λογική.

Με πονάει το χαμένο νησί, κι όλο λέω μέσα μου πως οι λαοί που δε γνωρίζουν την Ιστορία τους σε βάθος, πέφτουν εύκολα στα χέρια απατεώνων και ψευδοπροφρητών, κι εύκολα επαναλαμβάνουν ταξίδι λάθη.


Καρτ ποστάλ: κάρτα από χοντρό χαρτί με εκτυπωμένη κάποια εικόνα στη μία πλευρά και χώρο για να γραφτεί ένα σύντομο σημείωμα.


Το διήγημα "Το χαμένο νησί" βρίσκεται ίσως στο καλύτερο βιβλίο διηγημάτων "Χρονικά του περιθωρίου", του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα Λιούις Σεπούλβεδα, σε μετάφραση του ακούραστου εργάτη των γραμμάτων Αχιλλέα Κυριακίδη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "opera".


Διαβάστε ακόμα:





Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Καρτ ποστάλ από τον Νότο...#1



Έ
πεσες πάλι στα χέρια μου "Κομπά" μου... Comprade και Companero. Κουμπάρε και σύντροφε. Κομπά μου, σε συνάντησα απρόσμενα ξανά... Κι ας έφυγες από τη ζωή στις 16 Απριλίου του 2020 και μας άφησες χωρίς να μας πεις κι άλλες ιστορίες. Αληθινές από την πολυτάραχη ζωή σου και φανταστικές του μυαλού σου. Μέρα δεν άφησα να κυλήσει από τη στιγμή που σε βρήκα πάλι τυπωμένο. Άνοιξα και βυθίστηκα στον τόσο γνώριμο κόσμο του αγώνα, των ονείρων και της ανθρωπιάς σου. Στα έχω ξαναγράψει εξάλλου από εδώ "Κομπά" μου όταν έκανες το τελευταίο ταξίδι για τον κόσμο στο τέλος του κόσμου... Για να δω λοιπόν που θα με οδηγήσεις πάλι... 



Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Σήμερα το πρωί ο ταχυδρόμος μου επέδωσε ένα δέμα. Το άνοιξα. Ήταν το πρώτο ενός μυθιστορήματος που έγραψα για να ευχαριστήσω τους τρεις μικρούς γιους μου: τον Σεμπαστιάν, που είναι έντεκα, και τους δίδυμους Και και Λεόν, που είναι οκτώ.

Το γράψιμο αυτού του βιβλίου ήταν μια πράξη αγάπης για τα παιδιά μου, για την πόλη στην οποία ζήσαμε τρισευτυχισμένοι, το Αμβούργο, και για τον κεντρικό χαρακτήρα, τον γάτο Ζορμπά, έναν γάτο μαύρο και πελώριο και χοντρό, που μας συντρόφεψε στα όνειρά μας, στις ιστορίες και στις περιπέτειές μας για πολλά χρόνια.

Ακριβώς τη μέρα που ο ταχυδρόμος μου επέδωσε αυτό το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου κι εγώ ένιωσα τη χαρά να δω τις λέξεις μου καλοστοιχισμένες στις σελιδές του, ο Ζορμπάς εξεταζόταν από έναν κτηνίατρο, χτυπημένος από μιαν αρρώστια που πρώτα τον μάρανε και του 'κοψε την όρεξη, κι ύστερα του 'φερε δύσπνοια. Το απόγευμα, που πήγα να τον πάρω, άκουσα την τρομερή διάγνωση: "Λυπάμαι, αλλά ο γάτος σας έχει έναν προχωρημένο καρκίνο στους πνεύμονες".

Οι τελευταίες παράγραφοι του μυθιστορήματος μιλούν για τα μάτια ενός γάτου αρχοντικού, ενός γάτου καλού, ενος γάτου του λιμανιού, γιατί ο Ζορμπάς είναι όλα αυτά και πολλά άλλα. Μπήκε στη ζωή μας ακριβώς όταν γεννήθηκε ο Σεμπαστιάν, και, με τον καιρό, έγινε άλλο ένα μέλος της οικογένειας μας, ένας αγαπημένος σύντροφος με τέσσερα ποδάρια και μελωδικό ρονρόνισμα.

Τον αγαπάμε αυτόν τον γάτο, κι ακριβώς επειδή τον αγαπάμε, πρέπει να φωνάξω τα παιδιά μου και να τους μιλήσω για το θάνατο.

Να μιλήσω για το θάνατο σ' αυτούς που είναι όλη μου η ζωή... σ' αυτούς τους τόσο μικρούς, τόσο αγνούς, τόσο έξυπνους, τόσο καλόπιστους, τόσο ευγενικούς, τόσο γενναιόδωρους... Πάλεψα με τις λέξεις, ψάχνοντας τις πιο κατάλληλες για να τους εξηγήσω δύο τρομερές αληθείς: την πρώτη, ότι ο Ζορμπάς, υπακούοντας σ' ένα νόμο που δεν τον θεσπίσαμε εμείς και στον οποίο, αργά ή γρήγορα, όσο εγωιστές κι αν είμαστε, θα υποταγούμε κι εμείς, θα πεθάνει - όπως όλοι και όλα° τη δεύτερη, ότι από εμάς εξαρτάται να τον γλιτώσουμε από ένα θάνατο φριχτό και επώδυνο, γιατί αγάπη δε σημαίνει μόνο να εξασφαλίζεις την ευτυχία σ' αυτόν που αγαπάς, αλλά και να τον βοηθήσεις να μην υποφέρει και να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του.

Ξέρω πως τα δάκρυα των παιδιών μου θα μ' ακολουθούν σ' όλη μου τη ζωή° πως ένιωσα φτωχός κι ασήμαντος μπροστά τους, βλέποντας πόσο ανυπεράσπιστοι ήσαν° πως ένιωσα ηλίθιος που δεν μπορούσα να μοιραστώ την αγανάκτησή τους, τις διαμαρτυρίες τους, τους ύμνους τους στη ζωή, τις κατάρες τους εναντίον ενός θεού στον οποίο πίστευα μόνο και μόνο για χάρη τους, τις ελπίδες τους που τις εξέφραζαν με όλη την αγνότητα του ανθρώπου στην καλύτερη μορφή του.

Άραγε, το ήθος είναι ιδιότητα των ανθρώπων ή επινόημα τους; Πως να τους εξηγήσω ότι έπρεπε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα αυτού του εξερευνητή των κεραμιδιών, του τυχοδιώκτη των κήπων, του φόβου και του τρόμου των ποντικών, του αναρριχητή στις καστανιές, του καβγατζή στις αυλές το φεγγαρόφωτο, του μόνιμου θαμώνα στις κουβέντες μας και στα όνειρα μας;

Πως να του εξηγήσω ότι υπάρχουν αρρώστιες που έχουν ανάγκη τη θαλπωρή και την στοργή των υγιών, γιατί υπάρχουν κι άλλες που είναι μόνο αγωνία, μόνο άτιμη και τρομερή αγωνία, όπου η μοναδική ένδειξη ζωής είναι η έντονη επιθυμία να πεθάνεις;

Και τι ν' απαντήσω στο δραστικό: "Γιατί αυτός;". Αλήθεια: Γιατί αυτός; Γιατί ο συνοδοιπόρος μας στον Μελανά Δρυμό; "Τι τρελός γάτος!" έλεγε ο κόσμος που τον έβλεπε να ορμά καταπάνω μας ή να 'ναι ανεβασμένος στη σέλα ενός ποδηλάτου. Γιατί αυτός; Γιατί ο καραβόγατός μας που ταξίδεψε μαζί μας στο ιστιοπλοϊκό στα νερά του Κατεγάτη; Γιατί ο γάτος μας που, μόλις άνοιγες την πόρτα του αυτοκινήτου, ήταν ο πρώτος που έμπαινε μέσα, τρελός και παλαβός για ταξίδια; Γιατί αυτός; Τι να τα κάνω όλα τα βιώματα αν δεν μπορώ να βρω απάντηση σ' αυτό το ερώτημα;

Κουβεντιάζαμε παρουσία του Ζορμπά που, όπως πάντα, μας άκουγε με τα μάτια κλειστά, δείχνοντάς μας απόλυτη εμπιστοσύνη. Και κάθε λέξη που την έκοβε το κλάμα, έπεφτε  πάνω στο μαύρο του τρίχωμα. Κι εμείς τον χαϊδεύαμε, τον διαβεβαιώναμε πως σκεφτόμασταν το καλό του, του λέγαμε πως η αγάπη που μας ενώνει θα μας οδηγούσε στην πιο οδυνηρή απόφαση.

Οι γιοι μου, οι μικροί μου σύντροφοι, οι μικροί μου άνδρες, οι μικροί μου τρυφεροί και σκληροί άνδρες, μουρμούρισαν ναι: να κάνει ο Ζορμπάς την ένεση που θα τον κοιμίζει για να ονειρευτεί έναν κόσμο χωρίς χιόνι και με φιλικά σκυλιά, με στέγες φαρδιές και ηλιόλουστες, με άπειρα δέντρα. Απ' την κορφή ενός τέτοιου δέντρου θα μας κοιτάζει, για να μας θυμίζει ότι δεν θα μας ξεχάσει ποτέ.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, είναι νύχτα. Ο Ζορμπάς είναι ξαπλωμένος στα πόδια μου, βαριανασαίνοντας. Το τρίχωμά του αστράφτει στο φως της λάμπας. Τον χαϊδεύω, λυπημένος κι ανήμπορος. Τόσες νύχτες που έγραφα, τόσες σελίδες, ήταν δίπλα μου... Μοιραστήκαμε τη μοναξιά και το κενό που αφήνει πίσω της η τελευταία τέλεια ενός μυθιστορήματος. Του εξιστόρησα τις αμφιβολίες μου και τα ποιήματα που λογαριάζω να γράψω μια μέρα.

Ζορμπάς... Αύριο, από αγάπη και μόνο, θα 'χουμε χάσει έναν σπουδαίο σύντροφό.

ΥΓ. Ο Ζορμπάς αναπαύεται αυτή ρίζα μια καστανιάς, στη Βαυαρία. Οι γιοι μου του έφτιαξαν έναν ξύλινο σταυρό κι έγραψαν πάνω του: "Ζορμπάς. Αμβούργο 1984 - Βίλσχαϊμ 1996. Διαβάτη, ενθάδε κείτε ομευγενέστερος των γάτων. Άκου τον: ρονρονίζει.


Καρτ ποστάλ: κάρτα από χοντρό χαρτί με εκτυπωμένη κάποια εικόνα στη μία πλευρά και χώρο για να γραφτεί ένα σύντομο σημείωμα.



Το διήγημα " Η αγάπη και ο θάνατος" είναι από το τελευταίο βιβλίο με ανέκδοτα κείμενα του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα Λιούις Σεπούλβεδα των εκδόσεων opera σε μετάφραση του ακούραστου εργάτη των γραμμάτων Αχιλλέα Κυριακίδη






Διαβάστε ακόμα: