Παρασκευή 26 Απριλίου 2024




Στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο, "ΒΑΡΚΑΡΗΔΕΣ", το όνομά του δεν υπήρχε πουθενά γραμμένο. Στο δεύτερό του βιβλίο με τίτλο, "Το μινόρε του θανάτου", (μπορείτε να διαβάσετε λίγα λόγια που έγραψα για αυτό σε αυτό το σύνδεσμο: Μι Δέλτα: Το μινόρε του θανάτου...), κάπου στην έκτη σελίδα γράφει με πολύ μικρά μικρά γράμματα τα αρχικά του. Στο τρίτο, έβαλε λίγο πιο μπροστά το "εγώ" του και έβαλε τα αρχικά του στην πρώτη σελίδα! Είναι νομίζω αυτός ο άνθρωπος που περιγράφει μια παλιά ανάρτηση των "φύλλων", ένα  κείμενο με τίτλο "Τι θέλουν αυτόν το δαίμονα" (μπορείτε να το διαβάστε σε αυτό τον σύνδεσμο: Τι τον θέλουν αυτόν το «δαίμονα»;). Ταπεινός και ακούραστος εργάτης των γραμμάτων, είτε για τη χαρά της γραφής με τα βιβλιαράκια του, είτε με κείμενα στην προσωπική του σελίδα και σε περιοδικά, είτε στο βιοπορισμό του με αρθογραφία σε ιστοσελίδες και κουβάλημα για βιβλιοπωλεία και εκθέσεις βιβλίων. Είναι μεγάλη χαρά και κέρδος να με τιμά με τη φιλία του και τις συζητήσεις μας ένας τέτοιος άνθρωπος. 

Το "ΠΑΚΕΤΟ" είναι ένα μυθιστορηματάκι που το "ζήλεψα"! Βασισμένο σε περιστατικά κοινωνικού κανιβαλισμού που πήραν μέρος πριν κάποια χρόνια στη λαϊκή γειτονιά του Γκύζη, όταν γινόντουσαν συνεχείς επιθέσεις σε ντελιβεράδες. "Ζήλεψα" τη σύλληψη της ιδέας του. Κοφτό και γρήγορο που το διαβάζεις απνευστί. Από τις σελίδες περνάνε ένα σωρό καταστάσεις που αλληλοδιαπλέκονται. Αντιφασισμός, προλεταριάτο, συνδικάτα βάσης, γήπεδα, άγρια νεολαία με συνείδηση της Τάξης της κι άγρια νεολαία χωρίς καμία συνείδηση μπλεγμένη σε ναρκωτικά και γήπεδα, ψυχοσύνθεση ανθρώπων, έρωτας κι αγάπη. Και μέσα σε όλα αυτά η Μητρόπολη που ζούμε. Στη Μητρόπολη που μισούμε να αγαπάμε και αγαπάμε να μισούμε. Δρόμοι, γειτονιές, περιοχές που έχουμε περπατήσει, διασκεδάσει, αγωνιστεί.  Ένα κουβάρι που έχει πλεχτεί μ' ένα μοναδικό τρόπο. Μα πάνω απ' όλα από τις σελίδες του περνούν κι οι αντιφάσεις. Αντιφάσεις με άλφα κεφαλαίο που έχουμε οι άνθρωποι. Οι αντιφάσεις του πρωταγωνιστή της ιστορίας, (δεν έχουν σημασία ποιες), που δεν είναι παρά οι αντιφάσεις όλων μας. Η κινηματική, αθλητική και "αλήτικη" γνώση του συγγραφέα, η ανωτάτη πεζοδρομιακή και η ευαισθησία που περνούν από τις σελίδες του μας δίνουν ένα διαμαντάκι του δρόμου σε αυτοέκδοση. Γιατί "δρόμος" είναι αυτό το βιβλίο! Και γι' αυτό το "ζηλεύω"... Διαβάστε το!


Το "ΠΑΚΕΤΟ" διατίθεται κεντρικά στο βιβλιοπωλείο Red n Noir  Δροσοπούλου  52 στην Κυψέλη.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Ήλιος...




Ξυπνάς το πρωί σε αυτή τη ζούγκλα που λέγεται Αθήνα. Ξυπνάς το πρωί και διαβάζεις ότι για άλλη μια νύχτα, λίγο πιο μακριά σου, κάποια μάνα έχασε τα παιδιά της, κάποιος πατέρας τη σύντροφό του, κάποια παιδιά τούς γονείς τους σ' αυτό το κομμάτι της γης που λέγεται Παλαιστίνη. Ξυπνάς το πρωί και ανούσιες υποχρεώσεις σε πιάνουν από το λαιμό μόνο και μόνο στην ιδέα ότι πρέπει να τις αντιμετωπίσεις. Ξυπνάς το πρωί και ξέρεις ότι θα ζήσεις γι' άλλη μία μέρα τον πολιτικό και κοινωνικό ζόφο. Ξυπνάς μ' έναν ήλιο που σαν ένα γέλιο παιγνιδιστό ξαπλώθηκε πάνω στη γεμάτη πολιτεία... Κι εσύ να μην μπορείς να τον χαρείς πραγματικά...  Και πριν μπεις για τα καλά στη μέρα και σε καταπνίξουν τα πάντα γύρω σου, χαρίζεις λίγο χρόνο στον εαυτό σου για να βρεις καταφύγιο στα γράμματα και πέφτεις πάνω σε αυτό το διήγημα. Και ξάφνου παίρνεις τη δύναμη να συνεχίσεις με αυτές τις γλυκές εικόνες να τριβελίζουν όλη μέρα το μυαλό σου ενώ δουλεύεις, οδηγείς, σκέφτεσαι, παλεύεις... Διαβάζεις για τον ήλιο, έτσι όπως έβγαινε από την πέννα του ΙΩ. Μ. Παναγιωτόπουλου το 1925. Σε μια σπάνια έκδοση που σου δώρισαν τα πιο γενναιόδωρα χέρια που γνώρισες ποτέ... Κι έτσι έχει διπλή αξία αυτό το διήγημα... 

Ο ΗΛΙΟΣ

Σαν ένα γέλιο παιγνιδιστό ξαπλώθηκε πάνω στη γεμάτη ομίχλη πολιτεία ο ήλιος. Σαν επιδέξιος ακροβάτης σκαρφάλωσε ως τις στέγες με τις ψηλές καπνοδόχες κ' έδωσε στα παλιά, γερασμένα κεραμίδια ένα χρώμα φρεσκάδας και νεανικής δροσιάς. Στις ταράτσες απλώθηκε σαν αδιόρθωτος τεμπέλης και στα ψηλά, οξυκόρυφα καμπαναριά κεντήσει γιρλάντες χρυσού φωτός.

Έπειτα κατέβηκε ως τους υγρούς, μισοσκότεινους δρόμους, που κινιόταν ηχηρά το απροσδιόριστο πλήθος κι άπλωσε τον χρυσοκέντητο του χιτώνα πάνω στα πεζοδρόμια και τα κατώφλια των μαγαζιών και των μισόκλειστων σπιτιών, στη λάσπη και στην άσφαλτο τη γλυστερή, στα δέντρα που ακινητούσαν μελαγχολικά σα διπλωμένα από μιαν άπειρη λύπη. Άφησε κατόπι τα χρυσά, φεγγοβόλα του σαντάλια σε μιαν άκρη και πήδησ' από τ' ανοιχτά παράθυρα κι από τις καγγελωτές αυλόπορτες μέσα στα σπίτια και σάλπισε με το μελωδικό βούκινό του την υγεία και τη ζωή. Χτύπησε με το λιγνό δάχτυλο του τους κοιμισμένους φεγγίτες, κατέβηκε ως τα βάθη των σκοτεινών υπογείων, ζήτησε να πλανηθεί μέσ' στους μακριούς, απροσπέλαστους διαδρόμους των αρχοντικών σπιτιών.

Κ' έπειτα ξαναβγήκε στο δρόμο. 

Έγινε σα φιδάκι χρυσό, γλυστερό και λιγνό, και κουλουριάστηκε πάνω στα σύρματα των τραμ, των τηλεφώνων, κ' έσκυψε να καθρεφτιστεί στα στενά ρείθρα των πεζοδρομίων τα γεμάτα νερά, και τυλίχτηκε σαν φλογισμένη κορδέλα στις ρόδες των κάρων και των αμαξιών, κι αναδιπλώθηκε ανάμεσα στα τζάμια των αυτοκινήτων, και τινάχθηκε ελαφρά γύρω στους στύλους, που στέκονταν σαν τραχιοί λογχοφόροι στο μάκρος των μεγάλων δρόμων.

Και στάθηκε.

Φόρεσε μία λαμπρή κατάχρυση ιπποτική πανοπλία κ' ήρθε και χτύπησε την πόρτα του κήπου. Σαν παλιός ευπατρίδης περπάτησε ανάμεσα στις πυκνές, γεμάτες φύλλα δεντροστοιχίες, και πήγε και χαιρέτησε τους ορθούς, μαρμαρένιους τοξότες, κ' έβγαλε τη βαριά περικεφαλαία και την έρριξε μέσα στ' ακίνητα νερά της στέρνας, και στο τέλος τίναξε τη χρυσόσκονη των μαλλιών του στα συντριβάνια, κ' έφυγε μέσ' από τις περικοκλάδες που αγκαλιάζανε τα κάγκελα, ελαφρά σαν δειλό, κυνηγημένο πουλί.

Όσοι τον είδανε, είχανε ένα εύθυμο γέλιο στα χείλη και μια γλυκιά καλοσύνη στην καρδιά. Κάτω από την ευεργετική προστασία του, νόμιζε κανείς πως δε μπορούσε ούτε μια πονηρή κι άδικη σκέψη να τανύσει τα μαύρα της, κατασκότεινα φτερά. 


Το διήγημα του ΙΩ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΛΟΥ, "Ο ΗΛΙΟΣ" βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων "ΧΑΝΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΕΖΑ" του εκδοτικού οίκου Ζηκάκη, Αθήνα 1925.

Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.


Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Μέλπω Αξιώτη: Εικοστός αιώνας




Στο βόρειο ημισφαίριο, πάνω στο χάρτη της γης, στα Βαλκάνια, σ' εκείνη την άκρη που κρέμεται κάτω και λέγεται Ελλάδα, στην κοιλιά της αρκούδας που στέκεται ακίνητη με το 'να ποδάρι και κοιτάζει τη δύση, δίπλα στη θάλασσα πλέει η Σαλαμίνα, η Αίγινα, η Ύδρα, τ' Ανάπλι, στο κέντρο, το σκόρπιο αυτό που κλώθει η ανέμη κι απλώνουνε οι δρόμοι, δηλαδή στην Αθήνα, ανάμεσα σε μιά εκκλησιά και σ' ένα φαρμακείο. Εκεί γεννήθηκε η Πολυξένη. 

Στο νότιο ημισφαίριο, πάνω στο χάρτη της γης, στη Λατινική Αμερική, σ' εκείνη την άκρη της που κρέμεται σαν μια κλωστή αυτής της ηπείρου και λέγεται Χιλή, γεννήθηκαν η Κάρμεν και η Μαρσία. Η ξανθιά και η μελαχρινή του Λουίς Σεπούλβεδα.

Στο βόρειο ημισφαίριο, πάνω στο χάρτη της γης, στην Ευρώπη, σ' εκείνη την άκρη της μπότας που κρέμεται στο νότο αυτής της ηπείρου και λέγεται Ιταλία, γεννήθηκαν η Μάρα και η Άννα Μαρία των Ερυθρών Ταξιαρχιών και των Ενόπλων Προλεταριακών Πυρήνων.

Στο βόρειο ημισφαίριο πάνω στο χάρτη της γης, στην Μέση Ανατολή, σ' εκείνη την άκρη της Μεσογείου που λέγεται Παλαιστίνη, γεννήθηκε η Παλαιστίνια γυναίκα του Λαϊκού Μετώπου για την απελευθέρωση του τόπου της.

Στο βόρειο ημισφαίριο, πάνω στο χάρτη της γης, στην Ευρώπη, σ' εκείνη την παγωμένη άκρη της ηπείρου που λεγόταν Σοβιετική Ένωση, γεννήθηκε η ελεύθερη σκοπεύτρια του Κόκκινου Στρατού Λουντμίλα Παβλιτσένκο. 

Όλες αυτές οι γυναίκες ένα κοινό είχαν. Τον αγώνα για το ψωμί. Τον αγώνα για την αλλαγή αυτού του κόσμου. 

Τη Μέλπω Αξιώτη τη γνώριζα. Το έργο της όχι. Το βιβλίο της "Εικοστός αιώνας" ήταν το πρώτο μας ραντεβού. Η πρώτη μου συνάντηση με αυτή την αγωνίστρια! Με αυτό τον ογκόλιθο των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων! Η ιστορία της Πολυξένης είναι η ιστορία του τόπου μας από το 1906 έως το 1946. Είναι η ιστορία που βίωσε η ίδια η συγγραφέας. Η αναγνώστρια κι ο αναγνώστης που είναι εφοδιασμένος με τη γνώση της ιστορίας εκείνης της εποχής θα μείνει άναυδος με τον τρόπο που περιγράφει τα γεγονότα. Αν είναι γερή και γερός γνωστής λεπτομερειών θα απολαύσει κάτι που δεν μπορούσε να φανταστεί... Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τι διάβασα! Σκέφτηκα πολύ πριν γράψω λίγα λόγια για αυτό το βιβλίο. Πώς θα το πλησίαζα. Δεν πλησιάζεται με κανέναν τρόπο από εμένα. Μακάρι να μπορούσα να μεταδώσω έστω και λίγο αυτόν τον ελλειπτικό λόγο που παρουσιάζει τα πολιτικά γεγονότα αυτού του διαστήματος. Αυτή την εικονογράφηση του ελληνικού δράματος, τη δικτατορία του Μεταξά και την Εθνική Αντίσταση, τους παράνομους, τους φτωχούς, τις εξορίες, την ελπίδα και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. "Το μυθιστόρημά σας, Κυρία, είναι ένα δώρο που κάνετε στην πατρίδα μου", έγραψε ο Λουίς Αραγκόν στη γαλλική του έκδοση, τότε που η Μέλπω Αξιώτη διαφώτιζε το γαλλικό λαό για την τραγωδία του ελληνικού λαού! Τι δώρο στα Νέα Ελληνικά Γράμματα θα έλεγα εγώ! Τι δώρο στην ψυχή των ανθρώπων εκείνης της εποχής για να ατσαλωθούν και να δυναμώσουν! Γιατί το αίμα που κυλούσε στις φλέβες των αρχαίων τραγωδών, κυλούσε και μέσα στις φλέβες των ανθρώπων του σύμπαντος της Αξιώτη τόσους αιώνες μετά...

"Άκου", της λέει. Και με το πρώτο ένιωσε εκείνη πως έπρεπε να σηκωθεί ορθή. Εσηκώθηκε. Εστέκονταν τώρα αντίκρυ, κι έβλεπε ο ένας τον άλλον. "Άκου", της λέει, είχαμε ένα πρόγονο. Ήταν στην Επανάσταση του '21, τον έχεις ακούσει. Πήρε μετάλλια και τιμές από το νέο μας κράτος μόλις εσχηματίστηκε. Θα 'πρεπε να 'μαστε γι' αυτό υπερήφανοι. Όμως εγώ ωστόσο... αμφιβάλλω. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να μου πει, τότε ακριβώς, τι έκανε. Κάτι συγκεκριμένο. Μόνο για τις τιμές μιλούσαν. Ήταν λέει γενικός έπαρχος. Τι να 'ταν τάχα αυτό; Καλό; Κακό; Για τότε... Ποιος ξέρει... τόσα χρόνια... Αλλά προπάντων με μπερδεύει αυτό: Γιατί το νέο κράτος μας να δώσει σ' άλλους τις τιμές, πού ήταν στην Επανάσταση, κι άλλους να τους σκοτώσει, να τους χώσει στη φυλακή, και πληγωμένους μάλιστα απ' τον εχθρό. Γιατί; Ξέρω πολλά τέτοια ονόματα που... σκόρπισαν έτσι, στον άνεμο...

Έβγαλε τα γυαλιά του, κοίταξε λίγο σαν φοβισμένος. Εξακολούθησε: "Δε θα είχα να σου 'λεγα τίποτε τώρα, εκτός απ' αυτό: Μη βάλεις ποτέ κάποιον στην ίδια δυσκολία, να μην ξέρει τι έκανες κάποτε. Στο παρελθόν. Να μην έρθει η στιγμή ποτέ, που να ρωτιέται αν ήταν καλό ή κακό ό,τι έκανες. Να διαβάζονται οι πράξεις μας κι όταν περάσουν χρόνια, απ' όλους. Σαν βιβλίο. Προπάντων τότε περισσότερο. Να μην τις αλλάζει ο καιρός. 

Και χάθηκε τότε. Τον έχασε από μπροστά της η Πολυξένη, σαν αγέρα. Δεν πρόλαβε να δωσει μήτε μια μικρή απάντηση. Όμως ήτανε σύμφωνη. "Να διαβάζονται οι πράξεις μας. Να μην τις αλλάζει ο καιρός".

"Να διαβάζονται οι πράξεις μας. Να μην τις αλλάζει ο καιρός", συμβούλεψε ο πατέρας της Πολυξένης την κόρη του. Η Μέλπω Αξιώτη έγραψε. Τη διάβασαν και σε άλλες γλώσσες. Για το βιβλίο της αυτό στοχοποιήθηκε από τους αστούς λογοτέχνες. Όταν δημοσιεύθηκαν τα πρώτα βιβλία της απελευθέρωσης στα 1945, όλες οι αποχρώσεις των αστών λογοτεχνών ξέρω πως είπαν: Κρίμας! Η Μέλπω Αξιώτη χάθηκε. Αυτή η θλίψη τους μούδοσε να καταλάβω ότι ήμουν σε καλό δρόμο", έγραφε. Στοχοποιήθηκε κι από τους παρακρατικούς πρώην συνεργάτες των Ναζί και νυν των εγγλεζοαμερικάνων, που της είχαν στήσει καρτέρι έξω από τη δουλειά της για να οδηγηθεί έτσι στην πολιτική εξορία, πρώτα στο Παρίσι και έπειτα μετά από απέλαση στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Τα κείμενά της τη διετία 1945-1946 ("Χρονικά- απάντηση σε πέντε ερωτήματα", τα διηγήματά της στο περιοδικό "Ελεύθερα γράμματα", καθώς και το βιβλίο "Εικοστός αιώνας"), ήταν η δικιά μου μάχη στις μάχες του Δεκέμβρη. Κι ας την είχαν συμβουλέψει ότι, νάχεις υπόψη σου πως θάχεις ιστορίες μέσα σ' αυτή τη λύσσα της μεταδεκεμβριανής στιγμής, μπορεί και να στην ανάψουνε. Αλλά τα κυκλοφόρησε και σε ελάχιστες μέρες εξαντλήθηκαν χιλιάδες αντίτυπα! Δεν είχα προσωπική πείρα και ιδιαίτερη εξάσκηση για σωματική γενναιότητα, είδα μόνο μπροστά μου εκείνη την ώρα τη γενναιότητα των άλλων, όλου του ελληνικού λαού, και θάνιωθα μεγάλη ντροπή νάμενα απ' όλους τόσο πίσω. [...] Θάναι η δικιά μου μάχη στις μάχες του Δεκέμβρη. Κι έτσι,  η διαδρομή της από αστή λογοτέχνης πριν την Κατοχή, με μεγάλο σχολείο το ΕΑΜ που τόσο κόσμο πήρε από το χέρι, την οδήγησε με αυτό τον εξαιρετικό τρόπο να γίνει η φωνή του λαϊκού δίκιου. Κι ο "Εικοστός αιώνας" είναι με συγκλονιστικό τρόπο η αφήγησή του.

Να διαβάζονται λοιπόν οι πράξεις μας. Σαν βιβλίο. Να γράφουμε για την Πολυξένη, την Κάρμεν και τη Μαρσία, τη Μάρα και την Άννα Μαρία, την Παλαιστίνια αγωνίστρια, τη Λουντμίλα Παβλιτσένκο. Τη σκυτάλη μας την παρέδωσε η Μέλπω Αξιώτη. Με χαρά να τη δώσουμε στους επόμενους... 




Μέλπω Αξιώτη
Εικοστός αιώνας
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ


Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο. Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου. 

Τα πλάγια γράμματα μέσα στο κείμενο είναι από το βιβλίο " Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947-1955 Μαρτυρίες και κείμενα από τα αρχεία σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας" των Άννα Ματθαίου και Πόπης Πολέμη, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.








Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

ΑΝΤΑΙΟΣ: Περιοδικό για τη μελέτη των προβλημάτων της ανοικοδόμησης. Επιστήμη, τεχνική, οικονομία. 1945-1951




Ο Ανταίος τουφεκίστηκε -κι αυτό δεν ήταν τυχαίο- τη νύχτα της 30 Μαρτίου 1952... 

Ναι, γιατί πλάι στο πρόσωπο του διευθυντή του, του μεγάλου επιστήμονα Δημήτρη Μπάτση, δολοφονήθηκε από το μοναρχοφασιστικό κράτος της εποχής η επιστήμη που τάχθηκε με το μέρος του λαού. Πλάι στον Νίκο Μπελογιάννη, τον Νίκο Καλούμενο και τον Ηλία Αργυριάδη. Γιατί άνθρωποι σαν τον Δημήτρη Μπάτση έπρεπε να πάψουν να ζουν και να αναπνέουν για την πρόοδο του λαού, για την ανασυγκρότηση της χώρας με όπλο την επιστήμη. 

Στη σύγκρουση των προοδευτικών ανθρώπων με τις σκοτεινές δυνάμεις των καθυστερημένων, που σαν μοναδικό κίνητρο έχουν την αγωνιώδη προσπάθεια για περιφρούρηση προνομίων και ατομικών συμφερόντων, η θέση του επιστημονικού κόσμου είναι φανερή. Πάντοτε οι επιστήμονες ένιωθαν σαν κύριο προορισμό τους να δουλεύουν και να συμβάλουν στην πρόοδο και την προκοπή του κοινωνικού συνόλου. (Πέτρος Κόκκαλης)

Αυτό το διαμάντι κυκλοφορούσε σε μια από τις πιο τρομερές περιόδους του τόπου μας. Από το 1945 έως το 1951 που απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του. Η χώρα έβγαινε ρηγμαμένη από το τετράχρονο κατοχικό σκοτάδι κι οι άνθρωποι αυτοί μια έννοια είχαν. Την ανασυγκρότηση της καθυστερημένης αυτής χώρας σε όλους του τομείς. Να αποδείξουν ότι με τις ίδιες δυνάμεις μπορεί να είναι αυτάρκης, ανεξάρτητη και να βασιστεί στον πλούτο της. Σε αντίθεση με τον υποτελή αστικό κόσμο που την ήθελε καθυστερημένη και δεμένη πίσω από το εκάστοτε άρμα που κυριαρχούσε στον πλανήτη. Πάντα φυσικά με το αζημίωτο.  Από τις χιλιάδες σελίδες του όλα αυτά τα χρόνια της λευκής τρομοκρατίας, του ταξικού εμφυλίου πολέμου, του μετεμφυλιακού κράτους, της φτώχειας και των στερήσεων πέρασαν οι πιο τρανοί επιστήμονες. Τρανοί όχι μόνο για το επίπεδο των γνώσεων τους αλλά και για την προσφορά τους σε μια εποχή που θα μπορούσαν να πάνε με το νικητή για να έχουν το κεφάλι τους στη θέση του. Η επιστήμη για αυτούς ήταν το κλειδί της ελευθερίας. Χιλιάδες σελίδες έγραψαν για την επιστημονικά σχεδιασμένη ανοικοδόμηση, για τις τηλεπικοινωνίες, τις συγκοινωνίες, τη γεωργία, τη βιομηχανία, την οικονομία, τη δικαιοσύνη, την υγεία, την αλιεία, την εργασία, το μεταλλευτικό πλούτο της χώρας, την οικιστική πολιτική, τα βιβλία, τα περιοδικά , τον πολιτισμό. Την ώρα που οι δεξιοί ροκάνιζαν την ξένη βοήθεια του δόγματος Τρούμαν αυτοί σχεδίαζαν το μέλλον του ανεξάρτητου τόπου μας. Ο Ανταίος αγκάλιαζε το λαό και με τις μελέτες του αγκάλιαζε όλα τα προβλήματα. 

Μπορεί όλα τα άρθρα να μην είναι σύγχρονα αλλά μπαίνοντας μέσα στις σελίδες των δύο αυτών τομών η αναγνώστρια κι ο αναγνώστης βυθίζονται σ' έναν κόσμο που η τεκμηρίωση, ο τρόπος σκέψης κι ο πνευματικός και επιστημονικός του πλούτος μόνο κερδισμένους  θα τους βγάλουν. Και σίγουρα θα τους δείξουν πως μπορούν οι λαοί ανεξάρτητοι και στηριγμένοι στις δυνάμεις τους να προκόψουν και να ευτυχήσουν... 



Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Τραγούδι...




Σε σένα άγνωστη μεγάλη γυναίκα...

Ηλεκτρικός σταθμός Πετραλώνων. Κάπου απορροφημένος στο διάβασμα. Προνόμιο. Έφτασε στ' αυτιά μου μια γλυκιά σπαρακτική φωνή. Σήκωσα το κεφάλι. Γλυκό ρυτιδιασμένο πρόσωπο, σπαρακτικό βλέμμα. Λίγα μαύρα, λίγα λευκά μαλλιά. Μποτάκια που χάνονταν μέσα σε μια φόρμα-κολλάν με τρεις χρυσές ρίγες απομίμηση γνωστής μάρκας. Κοίταξα τα γνωστής μάρκας παπούτσια μου. Προνόμιο. Μπουφάν απλό μακρύ για να την προστατεύει από το κρύο. Κοίταξα το δικό μου. Προνόμιο. Μας κοίταξα όλους γύρω. Ένα χαρτόνι στα χέρια της έγραφε ότι είναι από τη Σερβία κι έχει τρία παιδιά. Μια φωτογραφία μ' ένα παλικάρι την κοσμούσε. Δεν την κοίταξα αλλο. Ένα σπαρακτικό τραγούδι έβγαινε από το στόμα της. Τόσο γλυκό, τόσο πονεμένο. Με μάγεψε. Με συγκίνησε τόσο βαθιά κι ας μην καταλάβαινα τα λόγια του. Στα σερβικά το τραγουδούσε, στα τσιγγάνικα; Δεν ξέρω. Η γλώσσα του πόνου όμως και η έκφραση του πόνου παγκόσμια είναι. Ποιος ξέρει τι να τραγουδούσε. Τι να έλεγε αυτό το τραγούδι. Μόνο η ίδια κι ο άνθρωπος που το έχει γράψει σε κάποιον άλλο αιώνα. Έσκυψα το κεφάλι. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Άνοιξα με τρεμάμενα χέρια την τσάντα βιαστικά μήπως και δεν προλάβω. Έβαλα χωρίς να την κοιτάζω ένα κέρμα στο άδειο χάρτινο ποτήρι της. Το ίδιο και δύο καλές ηλικιωμένες γυναίκες δίπλα μου. Ήταν απέναντι μου, πολύ κοντά, και για ένα γαμημένο κέρμα δεν έφυγε και συνέχισε να μου τραγουδάει απ' ότι κατάλαβα κοιτώντας με στα μάτια. Δεν άντεξα να την κοιτάξω. Έσκυψα το κεφάλι κι έκλεισα το βιβλίο μου χαζεύοντας το εξώφυλλο. Άνοιξαν οι πόρτες στον επόμενο σταθμό κι αυτή συνέχισε στο υπόλοιπο βαγόνι. Η ίδια γλυκιά και σπαρακτική φωνή. Το ίδιο σπαρακτικό τραγούδι. Ένας άντρας μ' ένα ακορντεόν πήρε τη σκυτάλη. Αυτή από λίγο πιο μακριά γύρισε και τον κοίταξε μ' ένα παρακλητικό βλέμμα "λέγοντας" του άσε με να τελειώσω. Άλλη μια μαχαιριά. Την άφησε για λίγο και μετά άρχισε να παίζει ένα σκυλοτράγουδο ενός γνωστού τραγουδιστή που πέθανε πριν από λίγο καιρό και, η ενασχόληση όλων των μέσων μαζί του, έδειξε το πολιτιστικό επίπεδο που έχουμε περιέλθει σαν κοινωνία. Η φωνή της χάθηκε. Βγήκε και προχώρησε στο επόμενο βαγόνι. Σκέφτηκα να την ακολουθήσω για να την ακούσω. Ντράπηκα. Τον πόνο της ν' ακούσω; Δεν ήταν διασκεδάστρια. Έσκυψα το κεφάλι στο εξώφυλλο του βιβλίου. Η φωτογραφία του επαναστάτη, η μοναδική που έχει τραβηχτεί με μουστάκι, με κοιτούσε ίσια στα μάτια. Τον κοιτούσα κι εγώ. Ένιωσα να μου λέει "Πάλεψα και μάτωσα για ν' αλλάξει ο κόσμος. Δεν κέρδισα. Δεν κερδίσαμε. Συνεχίστε εσείς." Δεν κερδίσαμε αλλά θα συνεχίσουμε να πολεμάμε πάντα, σκέφτηκα. Μέχρι αυτή η γυναίκα να πάψει να τραγουδάει για ένα κέρμα στα βαγόνια των τρένων. Μέχρι να τραγουδά χαρούμενα τραγούδια σε λαϊκές γιορτές και πανηγύρια, σε πλατείες και αυλές σπιτιών σε αυτοσχέδια γλέντια, σε καφενεία και ταβέρνες. Και καμιά φορά να τραγουδά και κανένα θλιμμένο τραγούδι για όλες αυτές κι αυτούς που δεν πρόλαβαν να δουν τον κόσμο αυτον ν' αλλάζει...


Διαβάστε ακόμα: