Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Μαύρο...




Χίλια λόγια μπορούμε να πούμε σήμερα.  Κι άλλα τόσα για όλο αυτό που ζούμε σε αυτόν τον τόπο... Χίλια λόγια κι άλλα τόσα έγραψαν οι ιστορικοί, έγραψαν οι ακάματοι εργάτες των γραμμάτων, έγραψαν οι διανοούμενοι, αυτοί που ήταν στο πλάι του λαού κι όχι το σύγχρονο σκουπιδαριό της αναθεώρησης της Ιστορίας. Για τη δουλοπρέπεια, το ραγιαδισμό, την ξενομανία, την εξάρτηση, την υποταγή. Φώτισαν τις σκοτεινές λεωφόρους για να μπορέσει να βγει στο ξέφωτο ο φτωχός κόσμος. 

Ακόμα και τον Διονύσιο Σολωμό οι εξουσίες μας τον επέβαλλαν μόνο σαν τον Εθνικό μας ποιητή. Κι όχι σαν τον λαϊκό και επαναστάτη ποιητή που ήταν. Γιατί αν τον μαθαίναμε έτσι όπως ηταν δεν θα ήταν επίκαιροι διακόσια χρόνια τώρα τα παρακάτω λόγια του...

Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι ηγαπημένε,
πάντοτ' ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε.


Τον "αληθινό" Διονύσιο Σολωμό και την κοινωνική του σημασία τον χρωστάμε στο μεγάλο δάσκαλο Κώστα Βάρναλη και στο δοκίμιο του "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική", εκεί που απογείωσε κι εγκαινίασε τη φιλολογική κριτική από μια άλλη σκοπιά. Και που διώχθηκε από την αστυνομία γιατί διάβαζε στους μαθητές του στα Μέγαρα ολόκληρο τον "Ύμνο εις την Ελευθερίαν" κι όχι τις λίγες πρώτες στροφές του... 




Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΕΛΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΑΠΑΝΤΑ: Έλληνες λογοτέχνες, δοκίμια 1 (γράμμα από τη δασκάλα της δασκάλας μου... #2)




Τα βιβλία δεν θα έπρεπε να γράφονται για να φέρουν γαλήνη στις ανεμοδαρμένες συνειδήσεις. Γράφονται για να διδάξουν και να διαφωτίσουν. Να βοηθήσουν τον αναγνώστη να δει το άνοιγμα και να βρει το δρόμο του. Να τον ξεμπλέξουν από τα πλέγματα του αποπροσανατολισμού, που βρίσκεται συχνά περιπλεγμένος.

Θυμάμαι τη δασκάλα μου στο δημοτικό τη δεκαετία του '80 να μας αναφέρει ότι, η δασκάλα της ήταν η Έλλη Αλεξιου. Φαντάζομαι ότι θα μας είχε εξηγήσει ποια ήταν αυτή η σπουδαία γυναίκα. Στο παιδικό μου μυαλό έμοιαζε μάλλον σαν κάτι μυθικό. Χρόνια πολλά αργότερα θα έπαιρνα στα χέρια μου το "πρώτο της γράμμα"... Της κομμουνίστριας και συγγραφέα! Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή ο τίτλος του. Που με συγκλόνισε και το παρουσίασα σε αυτό εδώ το ιστολόγιο. Έλλη Αλεξίου: Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή (γράμμα από τη δασκάλα της δασκάλας μου...#1)

Η επισκεψιμότητα της ανάρτησης σε αντίθεση με άλλες πιο "πιασάρικες" ήταν πολύ χαμηλή. Παραπονούμενος σε έναν φίλο  - αλλά και φίλο και υποστηρικτή του ιστολογίου - πήρα μια απάντηση που ήταν αφοπλιστική: Καλά, ποιος ασχολείται; Για την Έλλη Αλεξίου μιλάμε. Δεν είναι "χοτ" λογοτεχνία... Είχε δίκιο, δυστυχώς. Αλλά τι; του απάντησα. Να παραιτηθούμε από την ιστορία των ακάματων εργατών και εργατριών των Νεων Ελληνικών Γραμμάτων και των αγώνων του τόπου μέσω αυτών; Οχι. Γιατί μέσα από αυτά - τα Νέα Ελληνικά Γράμματα - ξεμπλέκουμε από τον αποπροσανατολισμό της ανέμελης λογοτεχνίας που είναι ένα τίποτα και δυστυχώς κερδίζει έδαφος.

Σε αυτή τη δεύτερη συνάντηση μου με την Έλλη Αλεξίου, σε αυτό το "δεύτερο γράμμα που μου έστειλε", και το χρωστώ στη "διαμεσολάβηση" της δασκάλας μου, μπήκα ακόμα πιο βαθιά στη ζωή πολλών γιγάντων των Ελληνικών Γραμμάτων. Διάβασα κριτικές, κάτι που στα χρόνια της ευδοκιμούσε σε αυτό το χώρο. Κι αν με τους πιο πολλούς και πολλές είχα καταπιαστεί στο παρελθόν, μου άνοιξε ορίζοντες για άλλους. Να μην αναφέρω ειδικά. Ρίχνοντας μια ματιά στα περιεχόμενα, ο μυημένος αναγνώστης θα συναντήσει σε αυτό το μικρό διαμαντάκι οικεία πρόσωπα. Γνωστές πέννες. Αλλά κι άγνωστες δυστυχώς... Ο αμύητος κι η αμύητη αναγνώστρια ευκαιρία είναι να κάνουν μια αρχή. Και μετά σίγουρα θα ακολουθήσουν κι άλλοι ακούραστοι εργάτες των Νεων Ελληνικών Γραμμάτων. Που με τις κριτικές τους και τις βιογραφίες πάνω στα ίδια πρόσωπα, φωτίζουν αυτόν τον τόσο όμορφο, μα πάνω απ' όλα στρωμένο με τους αγώνες, τις αγωνίες, τις χαρές, τις πίκρες, τα δράματα, τα συνήθεια, την αντίσταση, τις νίκες και τις ήττες των ανθρώπων αυτού εδώ του τόπου, δρόμο...


Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Μια βροντή...




Στον Αχιλλέα, για τα όμορφα πάντα και ανθρώπινα λόγια του...

Και σ' εσένα δάσκαλε... Ξέρεις εσύ καλύτερα από εμένα...


Το αεροπλάνο έπιανε αργά αργά να κατεβαίνει. Αυτός, ο μοναδικός ξάγρυπνος, με το ατομικό του φωτάκι ανοιχτό, πάλευε να διακρίνει μέσα από τα δάκρυα και τους βουβούς λυγμούς του, τις τελευταίες λέξεις του βιβλίου που διάβαζε.

Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.

Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ' τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.

Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας Βόλος να είναι κάτω απ' το πουκάμισο του γέροντα.

-Τί είναι αυτό εδώ; Ρωτά σχεδόν αδιάφορα.

Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

-Τι είναι;

- Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.

-Χώμα!

Ναι, λίγο χώμα από τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.

Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντολίνο που είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν 'κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.

-Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.

Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

Κάτι σαν ένστικτο, μια βεβαιότητα για την κατάληξη των τελευταίων γραμμών τον βοήθησε να το διαβάσει. Έκλεισε το βιβλίο και το ακούμπησε πάνω στο στήθος του σαν φυλαχτό. Έσβησε το φωτάκι. Κοίταξε γύρω του. Όλοι κοιμούνταν κατάκοποι αλλά ευτυχισμένοι. Δίπλα του ο φίλος του. Μαζί από παιδάκια στην προσφυγική γειτονιά υποστήριξαν όχι μια προσφυγογεννή, αλλά μια προσφυγική ομάδα. Πήραν το δύσκολο δρόμο. Μακριά από φώτα και πολλές πολλές διακρίσεις... Τώρα, γύριζαν από την Ιβηρική Χερσόνησο, Κυπελλούχοι... Και πάλι όχι στο φωτεινό άθλημα των εκατομμυρίων αλλά σε κάτι πιο ερασιτεχνικό... Ας είναι... Πότε άλλωστε νοιάστηκαν αυτοί για τα εκατομμύρια; Εργατόπαιδα όπως όλη η οικογένεια. Σε μια βάρκα μπήκε ο πρόπαππους κι η πρόγιαγιά. Σε μια παράγκα γεννήθηκε ο παππούς και σε μια άλλη η γιαγιά. Ίσως όμως στο κύπελλο αυτό να κουβαλούσαν πίσω στη δεύτερη πατρίδα λίγο από τα χαμένα υποστατικά, τους χρυσούς ελαιώνες, τα προικιά των κοριτσιών τους που άφησαν, τα σπίτια και τις αυλές, τα μουσικά όργανα και τα καφενεία, τους μουσουλμάνους γείτονές τους που ζούσαν ειρηνικά μαζί τους.

Από το παράθυρο τα εκατομμύρια φώτα της Αθήνας έλαμπαν. Κάπου εκεί κάτω θα ήταν κάποτε η παράγκα του παππού του. Κάπου εκεί κάτω κι η προσφυγική γειτονιά. Η πτήση τσάρτερ πλησίαζε στον τόπο τους. Σε έναν άλλο τόπο πολλά χιλιόμετρα μακριά γεννήθηκε ο σύλλογός τους, μικρός σε κόσμο, αλλά τεράστιος σε ιστορία. Που μπήκε σε βάρκες εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των εθνικισμών και, ξαναγεννήθηκε στην Αθήνα. Αυτός ήταν ευτυχισμένος. Σκεφτόταν τα γεροντάκια που δεν πρόλαβαν αυτή τη χαρά. Και τα άλλα γεροντάκια που τους περίμεναν στην Αθήνα. Μα πιο πολύ εκείνη τη γιαγιά, γεννημένη το '34, που την είχε βοηθήσει ένα απόγευμα Τετάρτης σ' έναν ασήμαντο αγώνα κυπέλλου να κατέβει τα γεμάτα χιόνι σκαλιά για να μη γλιστρήσει. Να περάσει την πεζογέφυρα και να γυρίσει καταπαγωμένη στο σπίτι της. Ακόμα αντηχεί στα αυτιά του η κουβέντα της. Χάσαμε πάλι... 

Μόλις γυρίσει σπίτι θα γονατίσει μπροστά σ' εκείνη τη γλάστρα με το λίγο χώμα που είχε φέρει ο πρόπαππους από την Ανατολή. Θα μυρίσει το βασιλικό και θα τον ρωτήσει, κι αυτόν και τον παππού και τον πατέρα: 

Προπάππου, παππού, πατέρα, πως ακούστηκε αυτή η μεγάλη βροντή μέσα σε τρεις αιώνες ιστορίας, πώς είναι να έχεις δυο πατρίδες, γιατί αγαπούσατε τόσο πολύ αυτή την ομάδα...;


[Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του μεγάλου μας συγγραφέα Ηλία Βενέζη, ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ.]

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Το "Κάστρο του Υμηττού"...




Διαβάτη που περνάς από το σπιτι των τριών ηρώων του Υμηττού, γονάτισε, σφίξε τη γροθιά σου κι ορκίσου εκδίκηση.

Ένα μικρό σπιτάκι ήταν στην οδό Αγραίων 47 στον Υμηττό. Και τρία νέα παιδιά! Τρία παλικαράκια δεκαοκτώ και δεκαεπτά χρόνων! Τράνεψαν το σπίτι τράνεψαν και τα ίδια! Το "Κάστρο του Υμηττού" ονομάστηκε. Και το όνομα αυτών για πάντα σαν κόκκινο αστέρι έμεινε να φωτίζει τη συνοικία, την Αθήνα, τον τόπο όλο... Δημήτρης Αυγέρης, Φάνης Κιοκμενίδης, Κώστας Φολτόπουλος. Ήταν 28 Απρίλη 1944 όταν οι τρεις ΕΛΑΣΙΤΕΣ - ΕΠΟΝΙΤΕΣ αντιμετώπισαν διακόσιους Ούννους και ταγματασφαλίτες. Μετά τις μάχες στις ανατολικές συνοικίες γύρισαν στο σπιτάκι αυτό να ξεκουραστούν. Κυκλώθηκαν. Τους κάλεσαν να παραδοθούν. Κι αυτοί τους άδειασαν ότι είχαν πάνω τους! Οι δειλοί συνεργάτες των Γερμανών ζήτησαν τη βοήθεια αυτών που τους εξόπλισαν. Ο οπλισμός τους δεν έπρεπε με τίποτα να πέσει στα χέρια του εχθρού. Και δεν έπεσε. Καταστράφηκε. Οι δύο σκοτώθηκαν. Κι ο Δημήτρης Αυγέρης όταν το σπίτι πήρε φωτιά με το όπλο στο χέρι έκανε την έξοδο του...

ΣΑΝ ΘΡΥΛΟΣ

Κάστρο δεν ήταν, ένα σπίτι απλό
βαμμένο απ’ τα συνθήματα του αγώνα
σαν όλα τ’ άλλα εκεί στον Υμηττό.
Μα τ’ όρισε η τύχη προμαχώνα.

Κάστρο δεν ήταν, μ’ άντεξε σαν Κάστρο.
Ολάκερη μια μέρα και βωμός
υψώθηκε κι ολόκληρο σαν άστρο
στην αίγλη του το πήρεν ο ουρανός

Τρία παιδιά, τρεις νέοι, τρεις επονίτες
ταν οι μόνοι άξιοι του φρουροί
και γύρω ένα φουσάτο γκεσταμπίδες,
τσολιάδες, καστροπάρτες Γερμανοί.

Κι όταν το γέρμα του ήλιου οι αντρειωμένοι
σιγήσαν πια κι αυτοί, χωρίς πνοή
προχώρησαν αργά, δειλά, σκιαγμένοι
οι πολιορκητές μες στη σιγή.

Σωρό τα πτώματα έλεγαν θα βρούνε
και βρήκαν μόνον τρία νεκρά παιδιά.
Κατάπληκτοι τα βλέπουν κι απορούνε
πούθε έβγαινε μια τέτοια λεβεντιά.

Πούθε έβγαινε; Απ’ τα Νιάτα απ’ τη θυσία,
τάχεν η ΕΠΟΝ γεννήσει η ηρωική
να ξαναγράψουν μια παλιά ιστορία
σε νέα σελίδα ακόμα πιο λαμπρή.

 Στο Κούγκι τώρα και στ’ Αρκάδι,
το σπίτι – Κάστρο στέκεται ιερό.
Κι οι τρεις λεβέντες λάμπουν κάθε βράδυ
τρίδυμα αστέρια εκεί στον Υμηττό

Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη 






Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Τερματοφύλακας...



Στον Μι Δέλτα...


Έπαιξα τερματοφύλακας. Ίσως γιατί με είχε συνεπάρει η ιστορία του τερματοφύλακα γιατρού στο "Μπλεκ"! Έπαιξα τερματοφύλακας. Ίσως γιατί πίσω από την κοινωνικότητα μου κρυβόταν ένα μοναχικό παιδί. Έπαιξα τερματοφύλακας. Ίσως γιατί η μοναδικότητα της θέσης πρόσφερε στο συλλογικό καλό το υπέρτατο αγαθό μετά το γκολ. Τη φύλαξη της τελευταίας γραμμής άμυνας. Κι εγώ έδινα πάντοτε την ψυχή μου για το "εμείς". Έπαιξα τερματοφύλακας. Αγχωμένο παιδί μπρος στο άγνωστο ίσως  ξόρκιζα τους φόβους μου στην επικείμενη άγνωστη επιλογή του επιτιθέμενου σέντερ φορ. Έπαιξα τερματοφύλακας. Ίσως γιατί η μαύρη μπλούζα που έβλεπα να φορούν τη δεκαετία του ογδόντα να ταίριαζε με τη μαύρη μου ψυχή... Έπαιξα τερματοφύλακας. Ίσως επειδή τα γάντια και οι επιγονατίδες με έκαναν να νιώθω πιο άτρωτος απέναντι στον αντίπαλο. Έπαιξα τερματοφύλακας. Κι ακόμα ακούω το μπαμ που έκανε η μπάλα όταν περνούσε από εμένα και χτύπαγε στο κάγκελο που χρησίμευε για δίχτυ. Ήχο που σήμαινε ότι το "έφαγα" και έπρεπε να συμμαζέψω τα ψυχολογικά κομμάτια μου και να συνεχισω. Έπαιξα τερματοφύλακας. Σε τσιμεντένιες πλάκες πεζοδρομίων και πλατειών, ασφαλτοστρωμένες αυλές σχολείων, ελάχιστες φορές σε χορτάρι και κυρίως σε χωμάτινες αλάνες με πέτρες για δοκάρια. Έπαιξα τερματοφύλακας.  Με ματωμένα γόνατα και λασπωμένος από πάνω ως κάτω. Έπαιξα τερματοφύλακας. Κι ακόμα ακούω αυτό το παιδί που ήμουν κάποτε, να φυλάει τώρα πια, με τη μαύρη του ψυχή και τη μαυροκόκκινη σημαία, όχι την τελική γραμμή άμυνας, αλλά το τελευταίο και πιο πολύτιμο πράγμα που έμεινε στον κατάμαυρο καιρό μας. Την ανθρωπιά...

Διαβάστε ακόμα: