Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Οι φωνές της πόλης...




Αυτό το τετράγωνο του διαβόλου της φασαρίας, ένα από τα άπειρα του κέντρου της πόλης, Ακαδημίας, Ασκληπιού, Σόλωνος, Ιπποκράτους, είναι αυτό που επισκέπτεται συχνά για να πιάσει στασίδι στα βιβλιοπωλεία και στα περίπτερα που εσχάτως έχουν μετατραπεί σε υπαίθρια πωλητήρια σπάνιων παλιών βιβλίων. Ένα μελίσσι ανθρώπων γυρίζει ήσυχα γύρω από τους πάγκους τους, απορροφημένο στην προσπάθεια του να τρυγήσει τους καρπούς τους... Έτσι κι αυτός, εκείνο το πολύβουο χειμωνιάτικο μεσημέρι, έψαχνε κάποιο καινούριο διαμαντάκι για να πλουτίσει τη συλλογή «του μέσα του κόσμου».  Και, ω, τι σύμπτωση! Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία ξεφυλλίζοντας το φιλολογικό περιοδικό που τόσα τεύχη έχει στο σπίτι του, αλλά αυτό του είχε ξεφύγει, η ματιά του έπεσε σ' ένα διήγημα για τις «φωνές της πόλης», κάποιου άγνωστου σε αυτόν, Κώστα Φραγκισκάτου. Η βουή της πόλης που τον τύλιγε ενοχλητικά άρχισε να χάνεται σιγά σιγά όσο βυθιζόταν στην ανάγνωση των πρώτων γραμμών. Όχι! Κάτι επαναστάτησε μέσα του! Δεν του ταιριάζει να διαβαστεί εδώ! Πίσω στο σπίτι θα βυθιζόταν μακριά από τις «φωνές της πόλης» στο διάβασμα αυτού του περιοδικού θησαυρού που ακούει  στο όνομα «Φιλολογική Πρωτομαγιά, 1959». Και κυρίως να απολαύσει το διήγημα για την παλιά και την καινούρια τώρα πια πόλη που άφησε στη μέση...


Καμμιά φορά, τα βράδια, όταν βρεθώ στη μοναξιά του κάμπου, τριγυρισμένος απ' τον παράξενο κόσμο της σιωπής, νοσταλγώ μιαν άλλη μακρινή εποχή των παιδικών μου χρόνων, που αθόρυβη κι αμέριμνη ξεκουράζονταν μεσ' στη γαλήνη η πολυτάραχη σήμερα πολιτεία.

Κ' η σκέψη μου, ξαφνιασμένη από τους κρότους, που μέρα-νύχτα αδιάκοπα τ' αυτιά σφυροκοπάνε μέσα στην πολύβουη μας τούτη πόλη, με ξαναφέρνει, χρόνια πολλά πίσω, στο πατρικό μας σπίτι της Λεωφόρου Μουναχίας κοντά στη Βαγγελίστρα. μι' από τις ακραίες την εποχή εκείνη συνοικίες του Πειραιά, απ' όπου με κλειστά παράθυρα, ακούγονταν οι σειρήνες των καραβιών, από την άλλη άκρια, κάτω στο λιμάνι, και τα βράδια φτάνανε, σχίζοντας τις αποστάσεις, μέχρι την περίτρομη παιδική ακοή μας, τα βρυχητά των λιονταριών απ΄ το Ζωολογικό Κήπο του Παλιού Φαλήρου.

Οι μηδαμινοί θόρυβοι της πόλης δε μπόδιζαν νάρτουν ως εδώ τους μακρινούς αυτούς αχούς, που αιωρούνταν πάνω από τις στέγες των σπιτιών μας τόσο ξεκάθαροι, που να ξεχωρίζουμε αμέσως τη βροντώδικη σειρήνα του «Άη-Γιάννη» από το βραχνιασμένο σκούξιμο του «Θεμιστοκλή» και ν' ακούμε το τρίφωνο μουσικό σφύριγμα της «Πύλαρος» καθώς σαλπαίρνουνε τα πλοία απ' το λιμάνι. [...]

Κάπου-κάπου, ένας γυρολόγος ξεμύτιζε στο σταυροδρόμι, διαλαλώντας τη πραμμάτια του, ή κάποιος ταλαίπωρος μανάβης πούσπρωχνε μπροστά του φορτωμένο το τρίτροχο καροτσάκι του, παινεύοντας φωναχτά τις «κόκκινες καλές ντομάτες» και διατιμώντας τα οπωρικά του [...]. Το πάψιμο της φωνής του διαδέχονταν ένα σύντομο κουβεντολόι και παζάρεμα της νοικοκυράς [...]

Δύο φορές τη βδομάδα, όταν κατέβαινε το νερό απ΄ τη δεξαμενή του Προφήτη Ηλία, ο σάλαγος γινόταν κάπως διαρκέστερος γινόταν κάπως διαρκέστερος. Στη γωνιά του δρόμου, στο αντικρινό μας πεζοδρόμι, μουρμούριζε απ' το πρωί η δημοτική βρυσούλα, καθώς άφηνε το λιγοστό νεράκι της να τρέχει στις στάμνες και τους ντενεκέδες, που με τις ώρες οι γυναίκες κ' οι κοπέλες της γειτονιάς περίμεναν υπομονετικά, σε μι' ατελείωτη ουρά, με τη σειρά τους να γεμίσουν.

Καλημερίσματα, ψιλοκουβέντες και χαχανητά όλο εκείνο το πρωϊνό, ως το μεσημέρι που σταμάταγε η διανομή, σκεπάζανε το μουρμουρητό της βρύσης, που θορυβούσε μοναχά -λες θυμωμένα- όταν αδειανός πάλι κουβάς έμπαινε από κάτω να γεμίσει.

Αυτές ήταν όλες οι φωνές της πόλης την ημέρα, φωνές ήρεμες και σιγανές, που η ημεράδα τους φαινότανε πιο μεγάλη ακόμα, όταν τα πρωϊνά και τα βράδια, σε ορισμένες ώρες, οι σφυρίχτρες από τις γύρω φάμπρικες δονούσαν την ατμόσφαιρα, για να καλέσουν στη δουλειά την εργατιά ή να σχολάσουν από το μόχθο. Κ' οι νοικοκυρές, συνηθισμένες στο κάλεσμα τούτο, το ίδιο όπως και στους δώδεκα μεσημεριάτικους χτύπους της γειτονικής καμπάνας, έτσι και τώρα τρέχανε να βεβαιωθούνε αν το ρολόι του τοίχου πήγαινε καλά.

Τα καλοκαιριάτικα βράδια, χαρούμενες παιδικές φωνές στο πεζοδρόμι κι ο πασατεμπάς, πούφερνε γυροβολιά κατηφορίζοντας για το Πασά-Λιμάνι [...] έδιναν μιαν ήσυχη νότα χαρούμενης ζωής.

Κ' ύστερα βαθιά γαλήνη, που τίποτα τη νύχτα δεν ξυπνούσε, 'ξον από το περπάτημα στο πεζοδρόμι κάποιου νυχτωμένου διαβάτη, ή το νανούρισμα μιας απαλής καντάδας με κιθάρες, ενώ, το χειμώνα, η βροχή κι ο αγέρας ήταν οι μόνοι νυχτερινοί στους δρόμους περιπατητές. [...]

*****************

Οι αθόρυβες πολιτείες των χρόνων εκείνων δεν υπάρχουνε πια. Ήρεμες και γαλήνιες ήταν οι φωνές τους, όπως γαλήνια και πιο απλή ήταν η ζωή μας.

Τώρα, ένας κινούμενος ανθρώπινος συρφετός στους δρόμους, που σπρώχνεται, διαγκωνίζεται και τσαλαπατιέται. Μιλάει και φωνάζει. Τρέχει, τρέχει και δεν προφταίνει. Τ' αυτοκίνητα ουρές. Λεωφορεία, κούρσες και μεγαθήρια φορτηγά, με τα μοτέρ τους π' ουρλιάζουν και παραληρούν σ' ένα σωρό γλώσσες ταχυτήτων. Μοτοσυκλέτες και σκούτερς, αληθινοί επιδρομείς από την κόλαση και ήχοι του διαβόλου. [...] Ραδιόφωνα και μεγάφωνα παντού, σ' όλους τους δρόμους, σ' όλα τα κέντρα, στα καταστήματα, τα σπίτια, σ' όλες τις μεριές, που -σώνει και καλά- θέλουν να σου επιβάλλουν, τις πιο απίθανες ώρες, την εκνευριστική τους παρουσία. Εργοστάσια, τουρμπίνες, τρένα που συναγωνίζονται σ' ακουστικές παραφωνίες, Κι απάνω απ' όλα τ' αεροπλάνα [...] Πάταγοι, βουητά, σφυρίγματα, ξέφρενα στριγκλίσματα, μια κόλαση αληθινή και θόρυβοι ανόμοιοι, σ' όλους τους τόνους ανακατεμένοι, που ζυμώνονται, σμίγουν όλοι μαζί σ' ένα χαρμάνι βίαιης κι ανέκφραστης ακουστικής βαναυσότητας, για να σε ξεκουφαίνουν, να σε τρελαίνουν, να σπάζουν τα νεύρα σου, που ξεκούραση ποτές δεν μπορεί να πάρουν.

Ο πολιτισμός την ησυχία μας τώρα έχει διώξει. Ας ήταν μπορετό με την πρόοδο και την εξέλιξή του, να μας την ξαναφέρει.

[Το μέρος του κείμενο που λόγου του όγκου του επιλέχθηκε ένα μέρος του επιλέχθηκε να παρουσιαστεί εδώ, έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου]



Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Ο μυροβόλος Απρίλης στην ποίηση!




Ο Απρίλης στον τόπο μας είναι ο μήνας που βγαίνουμε από το σκοτάδι του χειμώνα. Κυριολεκτικό και μεταφορικό. Εμείς, οι κάτοικοι των πόλεων, έχοντας «πιάσει» ήδη πριν τον Μάρτη, αναζητούμε να τον γευτούμε έστω και αποσπασματικά... Φυτεύ
ουμε λουλούδια στις βεράντες μας, εκδράμουμε στις κοντινές εξοχές, βγαίνουμε στις δροσερές ακόμα πλατείες να τον απολαύσουμε σε μια γλυκιά βραδιά του. Οι άνθρωποι της επαρχίας τον ζουν σε όλο του το μεγαλείο. Είναι σίγουρα από τις στιγμές που τους «ζηλεύουμε»! Ο Απρίλης όμως έχει την τιμητική του και στα γράμματα μας! Τα «φύλλα» με χαρά σήμερα παρουσιάζουν τον «Απρίλη στην ποίηση» από το εξαιρετικό περιοδικό «Φιλιλογική Πρωτομαγιά», του 1959!

Ο Απρίλης στην ποίηση 

Η δημοτική ποίηση που εκδηλώνει με ενέργεια την ποιητική διάθεση του λαού μας, αφιέρωσε στο μυροβόλο Απρίλη τους πιο γλυκούς λυρικούς στίχους. Ο ερχομός του Απρίλη σημαίνει για τον άνθρωπο και μάλιστα τον ξώμαχο που είναι δαρμένος από του χειμώνα τα άγρια ξεροβόρια χαρά, καλοσύνη και ξεφάντωμα. Η πλάση όλη στολισμένη με τα χιλιόγραμμα λουλουδένια εμπριμέ της ευρίσκεται σε αποθεωτικό οργασμό.

Τώρα είναι Απρίλης και χαρά τώρα 'ναι καλοκαίρι
το λεν τ' αηδόνια στα κλαριά και οι πέρδικες στα πλάγια.
Παν τα κοπάδια στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσουν,
παν και κοντά οι τσοπάνηδες βαρώντας τις φλογέρες.

Στο τραγούδι αυτό η λαϊκή μούσα δίδει μια ειδυλλιακή εικόνα όπου άνθρωποι και ζώα με το ίδιο χαρούμενο συνταίριασμα απολαμβάνουν στις μυρωμένες πλαγιές των ελληνικών βουνών, την απριλιάτικη φύση.
Ένα τέτοιο εξαίσιο σκηνικό αντίκρυσε και η ματιά του Αθανασίου Διάκου όταν από το Γολγοθά του μαρτυρίου του άφησε σαν κύκνει άσμα τους στίχους τον Απρίλιο του 1821

Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι.

Ο Απρίλης είναι ο μήνας των λουλουδιών παρ' όλο ότι ο Μάης εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος των. Ένα λαϊκό δίστιχο λέγει:

Ο Μάης έχει τ' όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια.

Σε μερικά όμως δημοτικά τραγούδια η χαρά της άνοιξης μοιράζεται σε δύο μήνες

Μάης με τα τριαντάφυλλα
κι Απρίλης με τα ρόδα.

Στο περίφημο τραγούδι του νεκρού αδερφού ο Απρίλης και ο Μάης προβάλλονται σαν μήνες που τα πουλιά ευρίσκονται σε αέναο λυρικό ξεφάντωμα.

Άκουσε Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια
Απρίλης είναι και λαλούν Μάης και φωλεύουν.

Εάν στα δημοτικά τραγούδια ο Απρίλης και ο Μάης θεωρούνται ως μήνες των λουλουδιών στη νεοελληνική ποίηση στον ίδιο τομέα ο Απρίλης έχει την πρωτοπορία.

Το απολαυστικό θέαμα της λουλουδοσπαρμένης πλάσης εμπνέει τη νεοελληνική μούσα και δίδει ενθουσιαστικούς και πηγαίους στίχους. Και πρώτα-πρώτα η Σολωμική ποίηση ευρίσκει στην ομορφιά του Απρίλη την αποθέωσή της.

Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα.

Και σε ένα απόσπασμα των «ελεύθερων πολιορκημένων» που αναφέρεται στο αγωνιζόμενο Μεσολόγγι λέγει:

Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι όσα άνθη βγαίνουν και καρποί τοσ' άρματα σε κειούνε.
Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη 
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
με χίλιες βρύσες χύνεται με χίλιες γλώσσες κραίνει
όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Ο ρομαντικός Ιωάννης Πολέμης τοποθετεί το απριλιάτικο σκηνικό το «παληό βιολί» το εξαίσιο εκείνο λυρικό τραγούδι του.

Άκουσε το απόκοσμο το παληό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παληό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ' αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη. 

[...]

Και ο μεγάλος μας Παλαμάς βαθειά γοητευμένος από τις ομορφιές του Απρίλη θρηνώντας το χαμό του παιδιού του αφήνει τη σπαρακτική θρηνωδία.

Παν οι αυγές κι οι Απρίληδες
μεσ' τη ζωή την άδεια
χάνονται αλαλάζοντας
στα ταρταροσκοτάδια

[...]

Ο ποιητής της γαλήνης και των θλιμμένων δειλινών ο αξέχαστος Λάμπρος Πορφύρας, περιδιαβάζοντας τις λιγοστές πρασινάδες της αγαπημένης του Φρεαττύδας μονολογεί τους παληούς ερωτικούς στίχους που έγραψε στο ίδιο εκείνο ακρογιάλι όταν κάποια απριλιάτικη ημέρα ήτανε συντροφευμένος με μια όμορφη Πειραιώτισσα.

Για την ωραία τη στιγμή τη μαγική
που σμίξαμε τα χέρια και τα χείλια
δε το θυμάμαι ήταν Κυριακή
κι' ήταν δύση ροδινή του Απρίλη.

Η πονεμένη Πολυδούρη μέσα από το κρεββάτι του πόνου στη Σωτηρία, με μια προφητική διαίσθηση τραγουδά το γρήγορο χαμό της.

Θα πεθάνω μια αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη
όταν αντίκρυ θ' ανοίξη μεσ' στη γλάστρα μου δειλά
ένα ρόδο μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη 
και θα μου κλειστούν τα μάτια μονάχα τους σιωπηλά. 

[Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.]