Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ




Όλοι μαζί θα γιορτάσουμε τον καινούριο κόσμο Κώστα, όλες μαζί, μπαλαμοί, γύφτισσες, παρίες, όλα τα ταξικά αδέρφια. Θα γιορτάσουμε σαν ένας τη μεγάλη Ανατολή κάθε τόπου, κάθε γέννας κάθε γλώσσας οι καλοί... 


ΒΑΣΤΑ, ΚΑΡΔΙΑ...

Να με ξεριζώσεις, Χάρε,
σου αντιστέκομαι σα δρυ.
Όση φορά θέλεις πάρε,
να με πάρεις δεν μπορεί.

Να με ξεριζώσεις, όχι!
δεν το θέλω και βαστώ,
όσον η καρδιά μου το χει
το κουράγιο της σωστό.

Στ' αγιασμένο τούτο χώμα,
που ήπιεν αίμα ποταμό,
μας κρατάει το χρέος ακόμα
για το μέγα Λυτρωμό.

Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν
δίχως μου στην κορυφή,
στ' άκρον ύψος να γιορτάσουν 
οι γενναίοι μου σύντροφοι

Θα γιορτάσουμε σαν ένας
τη μεγάλη Ανατολή
κάθε τόπου, κάθε γέννας
κάθε γλώσσας οι καλοί.

Να μας ξεριζώσεις τώρα
μη σε τρώει η αποθυμιά!
ολ' η Γης είναι μια Χώρα 
ένα Δρυ και Ρίζα μια!

Κώστας Βάρναλης 


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

6 Δεκέμβρη 2008




Στη μνήμη του "Κουλ" που για λίγο δεν πρόλαβε...

Στον " salop"...

Ένα συνηθισμένο απόγευμα Σαββάτου αρχές Δεκέμβρη ήταν. Το κινηματικό πρόγραμμα δεν έγραφε κάτι αξιόλογο. Το Κίνημα ήταν στα "κάτω" του. Αυτός, αφού έκλεισε τα "70 χρόνια φαγούρα" του Τσαρλς Μπουκόφσκι, σήκωσε το τηλέφωνο και κανόνισε να περάσει το Σαββατόβραδο στο διαμέρισμα της παλιάς αρχοντικής πολυκατοικίας που ξέπεσε στα Πατήσια. Το φάντασμα του Γιώργου "Κουλ" πλανιόταν ανάμεσα τους ακόμα μετά τον τραγικό χαμό του. Η συζήτηση που θα έπιαναν αργότερα θα προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τα κίνητρα. Το χώμα που του πέταξαν πριν κλείσει ο τάφος λίγες μέρες πριν δεν είχε προλάβει να ξεραθεί, να υγραθεί, να πετρώσει όπως οι καρδιές τους. Μουσκεμένο ακόμα από το κλάμα των φίλων και συντρόφων του... 

Το τηλέφωνο του χτύπησε στις εννιά και κάτι. Πάγωσε. Δεν τόλμησε να ξεστομίσει το νέο. Δεν λέγονται έτσι αυτά. Ταυτόχρονα χτύπησε ξανά. Δεν πρόλαβε να το σηκώσει και άρχισαν να χτυπούν όλων τα τηλέφωνα. Οι λέξεις που πετούσαν στον αέρα ήταν: πεζόδρομος, Μεσολογγίου, νεκρός, πυροβολισμοί, πλαστικές σφαίρες. Μαλλιοκούβαρα στις μηχανές. Δικάβαλα περνώντας όλα τα κόκκινα της Πατησίων. Έτρεμαν. Κοιτάζονταν στα μάτια. Δεν άρθρωναν λέξη. Όχι, είναι ψέμα. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Έστριψαν στη Σολωμού. Πλατεία. Μπενάκη. Ανάποδα την Αραχώβης. Παρκάραν έξω από τα μπαρ που περνούσαν τα βράδια τους. Κάδοι αναμμένοι. Το νέο επιβεβαιώνεται. Ξεσπούν σε λυγμούς. Κατεβαίνουν τη Στουρνάρη. Μπαίνουν στο Πολυτεχνείο. Ταμπουρώνονται. Στήνουν οδοφράγματα. Τα πρώτα από τα άπειρα που θα ακολουθήσουν. Ένας άνθρωπος με μαύρη καπαρντίνα μπροστά από τα οδοφραγματα ουρλιάζει με απόγνωση κοιτώντας κατάματα τα γουρούνια: Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ήταν παιδί. Δολοφόνοι. Η κραυγή αυτή και η μορφή αυτού του προλετάριου πάντα θα στριφογυρίζει στο κεφάλι του κάθε τέτοια μέρα. Κάθε που σκέφτεται αυτή τη μέρα. Με κολλημένο το πρόσωπό του στα κάγκελα, ανάμεσα στις φωτιές και τα δακρυγόνα, άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει. Πάμεεεεεεεεεεε....

Βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου
στην άκρη των χειλιών σου
βρίσκεται στο αναγεννημένο σώμα
στο τέλος της αμαρτίας
στην καμπύλη της αγκαλιά σου
στη ζεστασιά του στήθους σου
στο βάθος των σπλάχνων σου
στην προσμονή του πρωινού
βρίσκεται στο πραγματοποιημένο όνειρο
στη χαρά και την οργή
στην καταστροφή του κλουβιού
στο θάνατο του σχολείου
στην άρνηση της εργασίας
στο έρημο εργοστάσιο
στο σπίτι δίχως πόρτα
βρίσκεται στη φαντασία
στη μουσική στο χορτάρι
βρίσκεται στην πρόκληση
στη δουλειά του τυφλοπόντικα
στην ιστορία του μέλλοντος
στο παρόν χωρίς ιστορία
στις ώρες του μεθυσιού
στις στιγμές της μνήμης
βρίσκεται στο μαύρο του δέρματος
στη συλλογική γιορτή
βρίσκεται στο πλιάτσικο του εμπορεύματος
στο ξήλωμα του πλακόστρωτου
στο κάψιμο της Αθήνας
στο ξύλο στους φασίστες 
στις πέτρες στις κλούβες
στα όνειρα των παράνομων
και στα παιχνίδια των παιδιών
στη γνώση του σώματος
στον οργασμό του μυαλού
στη θέληση για τα πάντα
στη διαυγή συζήτηση...

Μα ποιος είπε ότι δεν υπάρχει;
Μα ποιος είπε ότι δεν υπάρχει;
Υπάρχει στο βάθος των ματιών σου
υπάρχει στο αναγεννημένο σώμα
στο τέλος του κράτους.
Υπάρχει, υπάρχει!
Μα ποιος είπε ότι δεν υπάρχει;
Υπάρχει, υπάρχει!


Το ποίημα είναι ελαφρώς αλλαγμένο από ποίημα της ιταλικής αυονομίας