Στον Αχιλλέα, για τα όμορφα πάντα και ανθρώπινα λόγια του...
Και σ' εσένα δάσκαλε... Ξέρεις εσύ καλύτερα από εμένα...
Το αεροπλάνο έπιανε αργά αργά να κατεβαίνει. Αυτός, ο μοναδικός ξάγρυπνος, με το ατομικό του φωτάκι ανοιχτό, πάλευε να διακρίνει μέσα από τα δάκρυα και τους βουβούς λυγμούς του, τις τελευταίες λέξεις του βιβλίου που διάβαζε.
Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ' τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας Βόλος να είναι κάτω απ' το πουκάμισο του γέροντα.
-Τί είναι αυτό εδώ; Ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
- Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα από τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντολίνο που είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν 'κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.
Κάτι σαν ένστικτο, μια βεβαιότητα για την κατάληξη των τελευταίων γραμμών τον βοήθησε να το διαβάσει. Έκλεισε το βιβλίο και το ακούμπησε πάνω στο στήθος του σαν φυλαχτό. Έσβησε το φωτάκι. Κοίταξε γύρω του. Όλοι κοιμούνταν κατάκοποι αλλά ευτυχισμένοι. Δίπλα του ο φίλος του. Μαζί από παιδάκια στην προσφυγική γειτονιά υποστήριξαν όχι μια προσφυγογεννή, αλλά μια προσφυγική ομάδα. Πήραν το δύσκολο δρόμο. Μακριά από φώτα και πολλές πολλές διακρίσεις... Τώρα, γύριζαν από την Ιβηρική Χερσόνησο, Κυπελλούχοι... Και πάλι όχι στο φωτεινό άθλημα των εκατομμυρίων αλλά σε κάτι πιο ερασιτεχνικό... Ας είναι... Πότε άλλωστε νοιάστηκαν αυτοί για τα εκατομμύρια; Εργατόπαιδα όπως όλη η οικογένεια. Σε μια βάρκα μπήκε ο πρόπαππους κι η πρόγιαγιά. Σε μια παράγκα γεννήθηκε ο παππούς και σε μια άλλη η γιαγιά. Ίσως όμως στο κύπελλο αυτό να κουβαλούσαν πίσω στη δεύτερη πατρίδα λίγο από τα χαμένα υποστατικά, τους χρυσούς ελαιώνες, τα προικιά των κοριτσιών τους που άφησαν, τα σπίτια και τις αυλές, τα μουσικά όργανα και τα καφενεία, τους μουσουλμάνους γείτονές τους που ζούσαν ειρηνικά μαζί τους.
Από το παράθυρο τα εκατομμύρια φώτα της Αθήνας έλαμπαν. Κάπου εκεί κάτω θα ήταν κάποτε η παράγκα του παππού του. Κάπου εκεί κάτω κι η προσφυγική γειτονιά. Η πτήση τσάρτερ πλησίαζε στον τόπο τους. Σε έναν άλλο τόπο πολλά χιλιόμετρα μακριά γεννήθηκε ο σύλλογός τους, μικρός σε κόσμο, αλλά τεράστιος σε ιστορία. Που μπήκε σε βάρκες εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των εθνικισμών και, ξαναγεννήθηκε στην Αθήνα. Αυτός ήταν ευτυχισμένος. Σκεφτόταν τα γεροντάκια που δεν πρόλαβαν αυτή τη χαρά. Και τα άλλα γεροντάκια που τους περίμεναν στην Αθήνα. Μα πιο πολύ εκείνη τη γιαγιά, γεννημένη το '34, που την είχε βοηθήσει ένα απόγευμα Τετάρτης σ' έναν ασήμαντο αγώνα κυπέλλου να κατέβει τα γεμάτα χιόνι σκαλιά για να μη γλιστρήσει. Να περάσει την πεζογέφυρα και να γυρίσει καταπαγωμένη στο σπίτι της. Ακόμα αντηχεί στα αυτιά του η κουβέντα της. Χάσαμε πάλι...
Μόλις γυρίσει σπίτι θα γονατίσει μπροστά σ' εκείνη τη γλάστρα με το λίγο χώμα που είχε φέρει ο πρόπαππους από την Ανατολή. Θα μυρίσει το βασιλικό και θα τον ρωτήσει, κι αυτόν και τον παππού και τον πατέρα:
Προπάππου, παππού, πατέρα, πως ακούστηκε αυτή η μεγάλη βροντή μέσα σε τρεις αιώνες ιστορίας, πώς είναι να έχεις δυο πατρίδες, γιατί αγαπούσατε τόσο πολύ αυτή την ομάδα...;
[Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του μεγάλου μας συγγραφέα Ηλία Βενέζη, ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ.]
Ξέρω, πατριώτη μου! Όλοι που γεννηθήκαμε κι ανδρωθήκαμε στα παραπήγματα (οι παράγκες σε εξευγενισμένη έκφραση...) ξεύρουμε"!...κι είμαστε θλιμμένοι αλλά και περήφανοι που "ξεύρουμε"...
ΑπάντησηΔιαγραφή