Μηλιά μου αμίλητη, Μηλίτσα μου εσύ, γυναίκα του 19ου αιώνα, εσύ που με το αίμα σου πότισες το δέντρο των γυναικοκτονιών που έχει ριζώσει και θεριέψει τόσο βαθιά μέχρι τις μέρες μας...
Κι εσύ η μάνα της, που σου επέβαλε ο άντρας σου, ακόμα και τα ίδια σου τα σπλάχνα, οι γιοί σου, δάκρυ να μη γίνει ο καημός, κλάμα μη γίνει ο πόνος... Γι' αυτή την άτιμη που τόλμησε ν' αγαπήσει έναν ξενομερίτη και να παραδοθεί στον άντρα που αποφασίστηκε να την αγοράσει χαλασμένη, μάνα που, ούτε σταγόνα δεν θα σου ξεφύγει για την άτιμη! [...] Άκλαυτη να πάει. Ούτε όρνια μην ακουστούν πάνω απ' τον τάφο της. Ούτε κοράκια. Θα σε παραφυλάμε. Κρυφά θα μπαίνουμε και στα όνειρα σου ακόμα, Ούτε εκεί δεν θα θρηνήσεις. Ούτε στον ύπνο. Σταγόνα! [...] Έτσι είπαν. Έτσι πρόσταξαν, αυτοί, οι άντρες της οικογένειας, ο πατέρας, οι πέντε γιοί. Και πως να αντιτάξεις το λόγο σου εσύ μάνα, εσένα που που σε θεωρούν μια ζωή μια μηχανή. Λένε για μηχανές. Ακούραστες κι αμίλητες. Κι από παράπονα, τίποτε. Δεν έχω δει. Ακουστά μόνο. Μηχανή. Μια μηχανή με θέλανε. Ακούραστη κι αμίλητη. Δίχως παράπονο κανένα. Να γνέθει, να κεντάει, να πλένει, να ξεβοτανίζει τα χωράφια, να καθαρίζει τους καρπούς, να χαρακώνει τις ελιές, να, να, να... Αλλά πάνω απ' όλα να μη μιλάει. Ακόμα κι όταν της σκοτώνουν την κόρη. Δάκρυ να μη γίνει ο καημός, κλάμα μη γίνει ο πόνος...
Κι εσύ Κυριακάκη, Διακουμή, Παναγιώτη, Σωτήρη, γιοί της μάνας, αδέρφια της Μηλιάς εκεί θέλετε την αδερφή σας επειδή σπίλωσε τη μανιάτικη τιμή σας; Στο χώμα. Βαθιά. Φυτευτή. Το κεφάλι έξω. Να τη φτύνει όποιος θέλει. [...] Και κανένας νερό μην της πάει. Καμία. Το φτύσιμο μόνη της δροσιά. [...] Μονάχη να σβήσει η σκύλα. Μας ντρόπιασε. Τ' όνομα μας μαγάρισε. Περίγελο του κόσμου [...] Γι' αυτό θάνατος. Κι όχι μαχαίρι ή πιστόλι. Κρύος θάνατος. Και αργός. Ένας λάκκος. [...] Δάκρυ μη γίνει ο καημός. Κλάμα μη γίνει ο πόνος.
Μηλιά μου αμίλητη, εσύ, που τους άκουγες, Στο υπογειάκι κλειδωμένη, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, μέρες και μέρες μέσα στα σκοτάδια, να μιλάω στα ποντίκια, στις αράχνες, μην αποτρελαθώ, και τους άκουγες, από τα πάνω φωνές και λέξεις. Καθαρές. Αλλά σπασμένες. «Τη σκύλα». «Τούρκοι και Γύφτισσα κι Οβραίισσα μαζί». [...] Η μάνα πουθενά. Να 'κλαιγε μόνη της; Να με μοιρολογούσε ζωντανή ακόμα, «Μηλιά μου και μηλιά μου και μηλίτσα μου», ξέροντας το αποφασισμένο τέλος; Ξέροντας πως δεν τ' αποφάσιζε το σπίτι μονάχο, μα όλο το χωριό, όλος ο κόσμος του χωριού κι όλος ο πίσω ο χρόνος του; Κι όλα αυτά γιατί; Επειδή αγάπησα έναν άλλο άντρα απ' αυτόν που με είχαν πουλημένη. Ο ξένος. Ο φερτός. Ο αχώνευτος. Κανένας δεν του χάριζε ένα βλέμμα. Εγώ άκουσα τη θάλασσα μέσα του και τον αγάπησα δίχως να ξέρω τι η αγάπη. Σχολείο δικό της στα χωριά μας δεν είχαμε ποτέ. Όλα από πριν ετοιμασμένα κι αποφασισμένα. Έδιναν λόγο οι άντρες, «με τον Άι-Γιώργη ο αρραβώνας, εκεί στου Άι-Δημητρίου τα στέφανα, το γοργόν και χάριν», και σ' εμάς ούτε ένα νεύμα. Όρισαν στη μάνα να μου το πει. Με το βλέμμα της μου το 'πε. Δεν της περίσσευαν οι λέξεις. Δεν τις άντεχε.
Κι εσύ μικρότερε αδερφέ που δεν ήθελες να βασανίσουν με τέτοιο τρόπο και να σκοτώσουν την αδερφή σου γιατί; Δεν μίλησες. Γιατί; Δεν φώναξες. Γιατί; Και μόνο αναρωτήθηκες μέσα σου... Όμως εγώ...Δεν... Ποτέ. Ποτέ δεν είπα ναι, να τηνε θάψουνε ζωντανή, και να 'ναι έξω το κεφάλι της. Αλλά ποτέ δεν είπα όχι. Δεν τόλμησα.
Κι εσύ πατέρα, για το σπλαχνο σου, σε αυτό φέρθηκες έτσι, στη μοναχοκόρη σου; Γιατί; Επειδή οι καιροί αυτό προστάζουν; Είναι αυτό αρκετό γι' αυτούς αυτή τη βαρβαρότητα απέναντι σε γυναίκες και κόρες;
«Έτσι το 'χουμε εδώ».
«Πάππου προς πάππου».
«Τα εθίματα έχουν το λόγο τους, και λογική αν δεν έχουν».
«Εμείς έτσι το βρήκαμε κι έτσι θα τ' αφήσουμε».
[...]
Το ίδιο μου το σπλάχνο
έσκαψα λάκκο και το φύτεψα.
Στο έμπα του χωριού.
Να βλέπουν όλοι.
Δικοί και ξένοι. Να τρομάζουν. Να μαθαίνουν.
[...]
Μια νύχτα κράτησε ο γάμος της.
Την ηύρε χαλασμένη ο άντρας της,
σαν ρούχο λερωμένο και σιχαμερό,
σαν το κουρέλι του λεπρού
ήρθε την πέταξε στα πόδια μου.
«Παρ' τη σιχαμένη σου».
έφτυσε καταπάνω μου όξος και χολή.
Τελειώνοντας αυτό το εξαιρετικό μικρό βιβλιαράκι, μια γροθιά στο στομάχι που με πονούσε ολόκληρη τη μέρα που ακολούθησε με συνόδευε... Ήταν αυτό το κάτι που μέχρι και σήμερα αντικρύζεις όταν διαβάζεις την είδηση μιας ακόμα γυναικοκτονίας. Κι ας έχουν περάσει πολλές δεκάδες χρόνια από τα γεγονότα του βιβλίου φαίνεται ότι δύσκολα κάτι πρόκειται να αλλάξει. Δεν θα επεκταθώ στη λογοτεχνική αξία αυτού του βιβλίου, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει, ή στην πρωτοτυπία και στη μορφή του. Θα γράψω μόνο πως τέτοια βιβλία θα πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία τα παιδιά μας. Για να σταματήσει επιτέλους αυτό το κακό...
Για να μη μοιρολογήσει ξανά καμία μάνα, κανένας πατέρας, αδερφή και αδερφός όπως τη μοιρολόγησε ο νέος που αγάπησε τη Μηλιά του...
Είχαν μηλιά στην πόρτα τους και δέντρο στην αυλή τους.
Και τέντα κατακόκκινη το σπίτι σκεπασμένο.
Και κυπαρίσσι ολόχρυσο κι ήταν ακουμπισμένοι.
Είχαν κι ασημοκάντηλο στο σπίτι κρεμασμένο.
Τώρα η Μηλιά μαράθηκε, το δέντρο ξεριζώθη,
κι η τέντα η κατακόκκινη κι εκείνη μαύρη εγίνη.
Το κυπαρίσσι το χρυσό έπεσε κι ετσακίστη.
Τ' ασημοκάντηλο έσβησε, το σπίτι δεν φωτάει.
Παντελής Μπουκάλας
ΜΗΛΙΑ ΜΟΥ ΑΜΙΛΗΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
[Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο]
Συγκλονιστικο κείμενο!κι αληθινό... Δυστυχώς!
ΑπάντησηΔιαγραφή