Η επιθυμία μου να γράψω τραγούδια δεν ήταν καινούρια. Από δεκαπέντε χρονών το σκεφτόμουνα, και ιδιαίτερα ύστερα από ένα περιστατικό. Ένα μεσημέρι, τότε που δούλευα στους ζωγράφους, πήγαμε με το φίλο μου το Μάρκο σ' ένα μαγειρείο, κοντά στα Λεμονάδικα, πάνω από την πλατεία Κολόμβου. Είχαμε κάτι ψιλά και πήραμε, απ' ότι θυμάμαι, μια πατάτες, μια φασολάκια, ίσως και μια σαλάτα. Το μαγειρείο είχε κι ένα ραδιόφωνο, που έπαιζε εκείνη την ώρα τραγούδια. Στο διπλανό τραπέζι τραπέζι ήταν μια παρέα από τέσσερα παλικάρια, ως είκοσι πέντε χρονών. Αφού είχαν φάει, πιάσαν τη συζήτηση πίνοντας την μπύρα τους. Για μια στιγμή, άρχισε το ραδιόφωνο να παίζει το «Ας ερχόσουν για λίγο». Τότε πρόσεξα ότι απ' το διπλανό τραπέζι σταμάτησαν τη συζήτηση κι άρχισαν να σιγοτραγουδάνε κι αυτοί μαζί με την τραγουδίστρια. Τα πρόσωπα τους είχαν πάρει μια γλυκιά έκφραση. Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πως η παρέα δε γνώριζε τον άνθρωπο που έγραψε το τραγούδι ούτε κι εκείνος την παρέα, κι όμως είχαν μια ζεστή και ανθρώπινη επικοινωνία. Αυτό πολύ με συγκίνησε και, γυρνώντας στο φίλο μου, του είπα: «Κοίτα, Μάρκο, αυτή την παρέα, πως άλλαξε η διάθεση της με το τραγούδι. Έγινε πιο όμορφη». Και συνέχισα: «Να, ρε Μάρκο, κάτι τέτοιο θέλω να κάνω κι εγώ. Να γράφω τραγούδια, αλλά πήγα, βλέπεις, να μάθω μουσική και μ' έδιωξαν».
Το όνομα «Σταύρος Κουγιουμτζής» μου ήταν γνώριμο από μικρό παιδί. Μου φάνταζε παράξενο. Αλλά συχνά πυκνά γνωστές χροιές φωνών το ανακοίνωναν πριν το ραδιόφωνο αφήσει ένα τραγούδι να γεμίσει ήχους το μικρό διαμέρισμα της Καισαριανής που μεγάλωνα. Κι αργότερα, συνέχιζα να το ακούω αλλά να μη δίνω ιδιαίτερη σημασία. Εφηβεία, άλλα μουσικά ακούσματα, άλλη κουλτούρα. Πολύ φυσιολογικό. Πάντα όμως στο άκουσμα του ονόματος του και των τραγουδιών του κάτι ζέσταινε και γλύκαινε την ψυχή μου. Το ίδιο έκανε και η ευγενική φυσιογνωμία του, η ταπεινότητα που έβγαζε στις λίγες συνεντεύξεις που έδινε. Όπως τα τραγούδια του έτσι κι αυτός... Πιάνοντας το αυτοβιογραφικό, ας το πούμε έτσι, αυτό βιβλίο, δεν είχα καμιά αμφιβολία από την πρώτη σελίδα ότι, ό,τι πίστευα γι' αυτόν θα το συναντούσα μέσα του...
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι απ' τη ζωή μου, σαν σε ομίχλη, είναι ένα μαύρο αμάξι, όπως εκείνα που είδα αργότερα στο σινεμά σε γκανγκστερικές ταινίες. Ήμουν τριών χρονών. Στο πίσω μέρος ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ανάμεσα τους εγώ. Μπροστά ο σοφέρ. Θυμάμαι εκείνο το μαύρο ταξί ν' αγκομαχάει στον ανηφορικό χωματόδρομο [...]. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ένιωθα κάτι σαν περηφάνια, γιατί σ' εκείνο το συνοικισμό που μέναμε, κοντά στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ, ένα ταξί ήταν κάτι σπάνιο. Ωστόσο οι γείτονες που μας είδαν δεν ένιωσαν το ίδιο συναίσθημα μ' εμένα. [...] Αντίθετα, μια θλιμμένη έκφραση διέκρινες στα πρόσωπά τους. Ήταν γιατί ξέρανε πως ο πατέρας μου γύριζε από το γιατρό και πως δεν μπορούσε ν' ανέβει όλες εκείνες τις ανηφόρες με τα πόδια.
Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας μου μεταφέρθηκε στο σανατόριο, εκεί στο Ασβεστοχώρι, και σε έξι μήνες περίπου η μητέρα μου φόρεσε μαύρα.
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μείναμε στους πέντε δρόμους.
Γεννημένος από προσφυγική οικογένεια έζησε όλα τα βάσανα και τη φτώχεια της εποχής. Ίσως από 'κει όλη η ευαισθησία της τέχνης του... Η ζωή της μητέρας του και του ίδιου ήταν ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης.
Τη μητέρα μου την αγαπούσα υπερβολικά. Θυμάμαι, όταν γύριζε απ' τα καπνά, όπου είχε πιάσει δουλειά σ' ένα καπνομάγαζο, εγώ πήγαινα και την περίμενα σε μια ανηφορίτσα, εκεί στη γειτονιά μας. Μόλις την έβλεπα από μακριά, έτρεχα, την αγκάλιαζα και ανεβαίναμε μαζί για το σπίτι. [...]
Ένα απόγευμα περίμενα πάλι τη μητέρα μου. Άρχισε να νυχτώνει, οι περαστικοί αραίωναν, όμως εγώ περίμενα. Σε λίγο ήρθε η γιαγιά μου. «Η μητέρα σου θ' αργήσει», μου είπε. «Πάμε στο σπίτι», και μ' έπιασε από το χέρι. Εγώ δεν ήθελα να φύγω, ήθελα να περιμένω.
Εκείνο το βράδυ ξυπνούσα και ζητούσα τη μητέρα μου. Την άλλη μέρα ξαναπήγα στην ανηφορίτσα. Πέτρωσα να περιμένω, αλλά η μητέρα μου πάλι δε φάνηκε.
Αυτό κράτησε τρεις μέρες, Την τέταρτη μέρα την είδα να 'ρχεται. Έτρεξα και την αγκάλιασα, μ' αγκάλιασε κι εκείνη κι άρχισε να κλαίει. Για κείνο το περιστατικό με την απουσία της μου μίλησε όταν έγινα δώδεκα χρονών.
Ήταν η χρονιά που έγινε η μεγάλη απεργία των καπνεργατών. Η μητέρα μου είχε πάρει μέρος, κι ένας αστυνομικός τη χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του και την τραυμάτισε ελαφρά στον ώμο, Δύο άλλοι τρέξανε να την πιάσουν· πιο εκεί περίμενε μια κλούβα. Η μητέρα μου τους ξέφυγε και τράβηξε προς τις Σαράντα Εκκλησιές.
Εκεί έμεινε στο σπίτι μια ξαδέρφης της, ώσπου να ησυχάσουν τα πράγματα.
Ήταν το 1936, τότε που σκοτώθηκε κι ένα παλικάρι. Ένα παλικάρι που αργότερα έγινε αμάραντα λουλούδια στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και του Μίκη Θεοδωράκη.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στον αγώνα της επιβίωσης, ήρθε η μουσική στη ζωή του. Όταν ήταν πέντε χρονών και η μητέρα του αγόρασε ένα γραμμόφωνο και καμιά δεκαριά πλάκες [...], κυρίως με σμυρναίικα τραγούδια [...]. Τραγούδια άκουγα κάθε βράδυ στη γειτονιά μας, γιατί αυτοί οι ξεριζωμένοι τα μόνα πράγματα που μπόρεσαν να φέρουν από τις πατρίδες τους ήταν τα τραγούδια τους και ψυχές τους. Τραγούδια όμως από μηχάνημα πρώτη φορά άκουγα.
Κι από εκεί και πέρα ξεκινά μια πορεία με τη μουσική και το τραγούδι να είναι στο μυαλό του. Ωδεία που δεν το δέχτηκαν επειδή ήταν μεγάλος πια για να μάθει πιάνο, χρονιές που προσπέρασε επειδή η πρόοδος του στο πιάνο ήταν αλματώδης. Φίλοι, παρέες, αγωνίες. Και πάντα η αγωνία για την επιβίωση με μια μάνα πάντα δίπλα του και στήριγμά του. Γνωριμίες, απογοητεύσεις, εκμετάλλευση στα μουσικά μαγαζιά που δούλευε για να μπορεί να σπουδάζει και να ζει. Ένα σωρό πρόσωπα της εποχής να περνούν από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αλλά και άνθρωποι που του στάθηκαν. Ποτέ ξεκομμένος από τη μήτρα του λαού που τον γέννησε.
Ήταν το 1966 και η πολιτική κατάσταση πολύ ρευστή. Συχνά γινόντουσαν πορείες από φοιτητές, εργάτες και άλλους. Εγώ, μόλις έβλεπα πορεία, την ακολουθούσα. Μια φορά που είχαμε πρόβα, βλέπω στην Τσιμισκή μια πορεία, μπαίνω κι εγώ μέσα, Άργησα καμιά ώρα. «Τι έγινες;» μου λέει ο Σπαθάρης. «Ήμουν σε μια πορεία»,
Και από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Νέες αγωνίες, νέες γνωριμίες και επιτέλους ο κόσμος ν' αρχίσει να τραγουδάει τα τραγούδια του σαν και κείνη την παρέα πολλά χρόνια πριν σ' εκείνο το ταβερνάκι...
Όταν η ΕΡΤ 1 πρόβαλε το αφιέρωμα για το έργο μου, αρχές του '83, εγώ έκλεινα τα πενήντα. Ήταν το πρώτο αφιέρωμα που μου γινόταν ύστερα από είκοσι ένα χρόνια στο τραγούδι. Μέχρι τότε είχα γράψει τα περισσότερα μου τραγούδια αλλά κανείς δε μου είπε μια καλή κουβέντα [...]. Ήμουν το αποπαίδι του τραγουδιού.
Και πάντα ταπεινός συνέχισε σεμνά τη ζωή του μακριά από τα μεγάλα φώτα, με τη σύντροφο της ζωής του και την οικογένεια του. Κι όταν κάποια στιγμή, ένα καλοκαίρι του 2001 στην Σκόπελο που παραθέριζε έχοντας πιει το τσιπουράκι του αναρωτήθηκε:
«Τι άλλο θα 'θελες να ΄χεις αυτή την ώρα,»
Τότε πήρα το ποτήρι μου, κατέβασα το τσίπουρο και είπα από μέσα μου: Θα 'θελα να ΄χα τους δυο αγαπημένους μου φίλους· που τους πήρες νωρίς, χωρίς να προλάβουν να νιώσουν λίγη χαρά, παρά μόνο πίκρες και στερήσεις. Τον Μάρκο το γύφτο και τον Βασίλη το μαραγκό.
Αυτός ήταν ο άνθρωπος Σταύρος Κουγιουμτζής μέσα από το βιβλίο του. Κι αν αγαπάς φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη τα τραγούδια του, τότε, διαβάζοντάς το, θα αγαπήσεις και τον άνθρωπο...
Σταύρος Κουγιουμτζής
Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
[Τα αποσπάσματα με τα πλάγια γράμματα είναι από το βιβλίο]
Διαβάστε ακόμα: