Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Μιλτιάδης Μαλακάσης: Το δάσος



Τώρα, που ακόμα πιο πολύ οι ανίδρωτοι λοτόμοι κούρσεψαν τα δάση για να τα παραδώσουν στο αδηφάγο τέρας του κέρδους, τώρα, που ακόμα πιο πολύ οι ανίδρωτοι λοτόμοι που μας εξουσιάζουν κουρσεύουν τον άνθρωπο, στο βωμό κι αυτός του αδηφάγου τέρατος του κέρδους, τώρα που ο τόπος περνάει ξανά μέρες μαύρες, οι «ιδρωμένοι χτίστες» του κόσμου να βαδίσουμε στο δάσος της ζωής που λαχταράμε... 


Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ. 

Μιαν αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.

Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου
κι έσπασε τα γόνατά σου
δε θα τ' ακούσεις πια,

το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
και το 'καμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.

Και κάτι που βραχνόκραζε
με μια φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό.

Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ' έσερνε διαβάτη
σε μαγικό παλάτι
δίχως ελπίδα αυγής,

το πήρανε -για κοίταξε-
στερνή ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.

Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε 
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,

χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.

Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,

γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ' άγρια δέντρα του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.

[Μιλτιάδης Μαλακάσης 1869-1943]




Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Μίρκα Γκίνοβα (Ειρήνη Γκίνη), 26 Ιουλίου 1946...




Σας συγχαίρω για την κόρη που γεννήσατε. Αυτή δέχθηκε το θάνατο με το γέλιο στο στόμα, ηρωικά και ψύχραιμα, τραγουδώντας. Όλοι που παραβρεθήκαμε στην περίεργη εκείνη κι άγρια εικόνα τη θαυμάσαμε. Κατά τις 5.30 η ώρα εγώ πλησίασα κοντά της και τη ρώτησα μήπως θέλει τίποτα να γράψει στους γονείς της. Αυτή με κοίταξε ήσυχα και μου είπε: «Εγώ πεθαίνω σαν τίμιος άνθρωπος για κάτι στο οποίο ολοκληρωτικά πιστεύω. Για την καλυτέρευση όχι προσωπικά της δικής μου ζωής, αλλά για τη ζωή όλων των ανθρώπων...». Αυτά αναφέρει ένας από τους φαντάρους του εκτελεστικού αποσπάσματος στο γράμμα προς τον πατέρα της Μίρκα Γκίνοβα.

Πως τα φέρνει η Ιστορία... Δυο χρόνια μετά, την ίδια ακριβώς μέρα που είχε δολοφονηθεί από τα καθάρματα της Γκεστάπο και των ντόπιων συνεργατών τους η ηρωική Ηλέκτρα Αποστόλου, εκτελούταν από τον ελληνικό στρατό η πρώτη γυναίκα. Η σλαβομακεδόνισσα δασκάλα και κομμουνίστρια Μίρκα Γκίνοβα (Ειρήνη Γκίνη). Στο πρόσωπο της συμπυκνωνόταν όλο το ταξικό μίσος του μοναρχοφασιστικού τότε κράτους των Αθηνών. Συμπυκνωνόταν όμως και κάτι άλλο. Το πατριαρχικό μίσος του πως μια γυναίκα τόλμησε και σήκωσε το παραμπέλ της για να χτυπήσει από θέση άμυνας τους διώκτες αυτής και των συντρόφων της. Όλων αυτών των γυναικών και αντρών, του ανθού της νεολαίας εκείνης της εποχής, που κατέλαβαν ξανά τα βουνά, αυτή τη φορά όμως, για να γλιτώσουν τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακές, τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια... Αυτό ήταν αρκετό για να την περιφέρουν σα θήραμα οι μαυροσκούφηδες στην πόλη της Έδεσσας. Η «καλή δασκάλα» όπως την αποκαλούσαν οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ, στρατεύτηκε ανταρτοπούλα στον ΕΛΑΣ στο Καϊμακτσαλάν. 

Ήταν Γενάρης του 1939. Απ' το παράθυρο είδα μια κοπέλα 18 περίπου χρονών, σταματημένη στη μέση του δρόμου να κοιτάζει το σπίτι μου μ' ενδιαφέρον. Με είδε. Κι όμως για κάμποσα λεπτά εξακολουθούσε να κοιτάζει χωρίς να μιλά. «Τι θέλεις;» «Δε σας ξέρω - άρχισε. Ομως είδα τα παιδιά σας που γύριζαν απ' το σχολείο και κατάλαβα πως είστε μάνα και θα με νιώστε. Απ' το πρωί γυρίζω στο δρόμο χωρίς να έχω που να σταθώ. Είμαι ένα φτωχό κορίτσι. Από μικρή έχασα τη μάνα μου. Σπουδάζω δασκάλα, εδώ στο διδασκαλείο της Καστοριάς. Μέχρι τώρα με τις οικονομίες μου απ' την καλοκαιριάτικη δουλιά μου στα χωράφια, πλήρωνα κι έμενα στο οικοτροφείο του διδασκαλείου. Από καιρό, γιατί ήμουνα μακεδονοπούλα, ήθελαν να με διώξουν. Σήμερα τα λεπτά μου τέλειωσαν, και με πέταξαν στο δρόμο, χωρίς να μου δόσουν ούτε μια μέρα περιθώριο για να βρω κάπου να μείνω...» Η φωνή και τα μάτια της έδειχναν τη συγκίνηση και την αγανάχτηση που έβραζε στην καρδιά της. «Τώρα πρέπει να γυρίσω στο χωριό μου - συνέχισε. Να διακόψω τις σπουδές μου. Μα εγώ θέλω να βρω δουλιά να βγάζω το ψωμί μου για να σπουδάσω... Αν μπορούσατε να με βάζατε να μείνω κάπου σπίτι σας... να βοηθούσα τα παιδιά σας;...» Μία κασέλα με τα βιβλία της και δύο κουβέρτες έφερε σε λίγο, κι έμεινε στο σπίτι. Κάθε μέρα και πιο πολύ μ' έκανε η Μίρκα να πιστεύω πως θα κάνει πολλά στη ζωή της. Για τα παιδιά ήταν η χαρά, το γέλιο, το παιχνίδι. Τ' άλλαξε μέσα σε λίγον καιρό. Τάκανε να την αγαπούν πολύ, και να την ακούν, χωρίς να τα μαλώσει. Μα άλλαξε και μας τους μεγάλους. Εγώ στις δυσκολίες, έβλεπα τη Μίρκα που με το γέλιο και την καλή της καρδιά πάλαιβε τη φτώχεια και τα βάσανά της κι έπαιρνα κουράγιο και δύναμη. Δύσκολα δεχόταν σαν της δίναμε κάτι, για να μη μας γίνεται βάρος, κι ας κοιμόταν κι έφευγε νηστική το πρωί για το σχολειό. Για τη φτώχεια της δε μιλούσε ποτέ. Κατόρθωσε και βρήκε λίγες παραδόσεις που τα λεφτά έφταναν μόνο για το ψωμί της. Όσα φτωχά παιδιά στη γειτονιά ήταν αδύνατα στα μαθήματα, τα μάζευε όλα μαζί και τα βοηθούσε, χωρίς πληρωμή. «Καλή δασκάλα». Έτσι την ήξερε σε λίγο όλη η γειτονιά γιατί έτσι τη φώναζαν τα παιδιά. Πόσο αγάπησαν αυτό το κορίτσι... Δεν το ξεχώριζα απ' τα παιδιά μου. Μάνα με φώναζε κι αυτή με μπιστευότανε τον πόνο της. Μιλούσε για τα βάσανα του λαού και το όνειρό της να τον βοηθήσει. Γι αυτό ήθελε να γίνει δασκάλα. Να ξέρει πιο πολλά για να μπορεί να τον βοηθάει περισσότερο. «Εμείς θα φέρουμε τη λευτεριά "μάνα"-μούλεγε συχνά. Εμείς θα σπάσουμε τα χέρια αυτωνών που μας τυραννάνε. Πολύ βασανισμένη είναι η Ελλάδα μας. Μαύρες μέρες ζούμε. Δεν πρέπει ν' αφήσουμε τα ίδια βάσανα να ζήσουν και τα παιδιά». Τ' απόδειξε με τη ζωή της. Όταν τη σκότωσαν έσταξαν αίμα οι καρδιές μας. Τα παιδιά στέκονταν μαραμένα κι όλο για τη Μίρκα κρυφοκουβέντιαζαν. «Άμα μεγαλώσουμε μάνα θα σκοτώσουμε όλους τους φασίστες» - αποφάσισαν. Η «καλή δασκάλα» έδωσε το αίμα της, για νάρθουν οι και τα παιδιά μας, για να ζήσει η Ελλάδα. 

(από αφήγηση της σ. Ουρανίας Μπουκουβίνα)

Έτσι λοιπόν η διωκόμενη, μαζί με τους έξι συντρόφους της δικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο και εκτελέστηκε με τη βούλα του, έτσι ώστε, να δικαιολογηθεί και με το νόμο ό,τι ακριβώς έκαναν και οι παρακρατικές ομάδες που έσπερναν τον τρόμο στην ελληνική επαρχία αποτελούμενες όλες από καθάρματα, πρώην συνεργάτες των Γερμανών. Κι ενώ όλοι αυτοί και οι ασήμαντες ζωές τους πέρασαν στη λήθη, η Μίρκα Γκίνοβα, πέρασε στο πάνθεον των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο, από την πένα της Ελλης Αλεξίου, της Ρίτας Μπούμη-Παππά και άλλων με ψευδώνυμο... Τα επαναστατικά τραγούδια που έβγαιναν από την ψυχή και το στόμα της καθώς τραβούσε στο εκτελεστικό απόσπασμα κάθε 26η Ιούλη φτάνουν στ' αυτιά μας...

Για σένα πλέκουν δαφνοστέφανα οι καιροί
κι αντιλαλούν απ' τα στερνά σου τραγούδια πόλεις, βουνά, λαγκάδια κι ουρανοί.
Δίπλα στο μνήμα σου το μίσος μας λαμπάδα.
Σ' ένα χωριό δασκάλα ήσουν ταπεινή, τώρα περνάει απ' το σκολειό σου όλη η Ελλάδα.



[Τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα διατηρούν την ορθογραφία του πρωτότυπου]


Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Σταύρος Κουγιουμτζής: Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια




Η επιθυμία μου να γράψω τραγούδια δεν ήταν καινούρια. Από δεκαπέντε χρονών το σκεφτόμουνα, και ιδιαίτερα ύστερα από ένα περιστατικό. Ένα μεσημέρι, τότε που δούλευα στους ζωγράφους, πήγαμε με το φίλο μου το Μάρκο σ' ένα μαγειρείο, κοντά στα Λεμονάδικα, πάνω από την πλατεία Κολόμβου. Είχαμε κάτι ψιλά και πήραμε, απ' ότι θυμάμαι, μια πατάτες, μια φασολάκια, ίσως και μια σαλάτα. Το μαγειρείο είχε κι ένα ραδιόφωνο, που έπαιζε εκείνη την ώρα τραγούδια. Στο διπλανό τραπέζι τραπέζι ήταν μια παρέα από τέσσερα παλικάρια, ως είκοσι πέντε χρονών. Αφού είχαν φάει, πιάσαν τη συζήτηση πίνοντας την μπύρα τους. Για μια στιγμή, άρχισε το ραδιόφωνο να παίζει το «Ας ερχόσουν για λίγο». Τότε πρόσεξα ότι απ' το διπλανό τραπέζι σταμάτησαν τη συζήτηση κι άρχισαν  να σιγοτραγουδάνε κι αυτοί μαζί με την τραγουδίστρια. Τα πρόσωπα τους είχαν πάρει μια γλυκιά έκφραση. Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πως η παρέα δε γνώριζε τον άνθρωπο που έγραψε το τραγούδι ούτε κι εκείνος την παρέα, κι όμως είχαν μια ζεστή και ανθρώπινη επικοινωνία. Αυτό πολύ με συγκίνησε και, γυρνώντας στο φίλο μου, του είπα: «Κοίτα, Μάρκο, αυτή την παρέα, πως άλλαξε η διάθεση της με το τραγούδι. Έγινε πιο όμορφη». Και συνέχισα: «Να, ρε Μάρκο, κάτι τέτοιο θέλω να κάνω κι εγώ. Να γράφω τραγούδια, αλλά πήγα, βλέπεις, να μάθω μουσική και μ' έδιωξαν».

Το όνομα «Σταύρος Κουγιουμτζής» μου ήταν γνώριμο από μικρό παιδί. Μου φάνταζε παράξενο. Αλλά συχνά πυκνά γνωστές χροιές φωνών το ανακοίνωναν πριν το ραδιόφωνο αφήσει ένα τραγούδι να γεμίσει ήχους το μικρό διαμέρισμα της Καισαριανής που μεγάλωνα. Κι αργότερα, συνέχιζα να το ακούω αλλά να μη δίνω ιδιαίτερη σημασία. Εφηβεία, άλλα μουσικά ακούσματα, άλλη κουλτούρα.  Πολύ φυσιολογικό. Πάντα όμως στο άκουσμα του ονόματος του και των τραγουδιών του κάτι ζέσταινε και γλύκαινε την ψυχή μου. Το ίδιο έκανε και η ευγενική φυσιογνωμία του, η ταπεινότητα που έβγαζε στις λίγες συνεντεύξεις που έδινε. Όπως τα τραγούδια του έτσι κι αυτός... Πιάνοντας το αυτοβιογραφικό, ας το πούμε έτσι, αυτό βιβλίο, δεν είχα καμιά αμφιβολία από την πρώτη σελίδα ότι, ό,τι πίστευα γι' αυτόν θα το συναντούσα μέσα του... 

Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι απ' τη ζωή μου, σαν σε ομίχλη, είναι ένα μαύρο αμάξι, όπως εκείνα που είδα αργότερα στο σινεμά σε γκανγκστερικές ταινίες. Ήμουν τριών χρονών. Στο πίσω μέρος ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ανάμεσα τους εγώ. Μπροστά ο σοφέρ. Θυμάμαι εκείνο το μαύρο ταξί ν' αγκομαχάει στον ανηφορικό χωματόδρομο [...]. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ένιωθα κάτι σαν περηφάνια, γιατί σ' εκείνο το συνοικισμό που μέναμε, κοντά στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ, ένα ταξί ήταν κάτι σπάνιο. Ωστόσο οι γείτονες που μας είδαν δεν ένιωσαν το ίδιο συναίσθημα μ' εμένα. [...] Αντίθετα, μια θλιμμένη έκφραση διέκρινες στα πρόσωπά τους. Ήταν γιατί ξέρανε πως ο πατέρας μου γύριζε από το γιατρό και πως δεν μπορούσε ν' ανέβει όλες εκείνες τις ανηφόρες με τα πόδια. 

Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας μου μεταφέρθηκε στο σανατόριο, εκεί στο Ασβεστοχώρι, και σε έξι μήνες περίπου η μητέρα μου φόρεσε μαύρα.

Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μείναμε στους πέντε δρόμους.

Γεννημένος από προσφυγική οικογένεια έζησε όλα τα βάσανα και τη φτώχεια της εποχής. Ίσως από 'κει όλη η ευαισθησία της τέχνης του...  Η ζωή της μητέρας του και του ίδιου ήταν ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης.

Τη μητέρα μου την αγαπούσα υπερβολικά. Θυμάμαι, όταν γύριζε απ' τα καπνά, όπου είχε πιάσει δουλειά σ' ένα καπνομάγαζο, εγώ πήγαινα και την περίμενα σε μια ανηφορίτσα, εκεί στη γειτονιά μας. Μόλις την έβλεπα από μακριά, έτρεχα, την αγκάλιαζα και ανεβαίναμε μαζί για το σπίτι. [...]

Ένα απόγευμα περίμενα πάλι τη μητέρα μου. Άρχισε να νυχτώνει, οι περαστικοί αραίωναν, όμως εγώ περίμενα. Σε λίγο ήρθε η γιαγιά μου. «Η μητέρα σου θ' αργήσει», μου είπε. «Πάμε στο σπίτι», και μ' έπιασε από το χέρι. Εγώ δεν ήθελα να φύγω, ήθελα να περιμένω. 

Εκείνο το βράδυ ξυπνούσα και ζητούσα τη μητέρα μου. Την άλλη μέρα ξαναπήγα στην ανηφορίτσα. Πέτρωσα να περιμένω, αλλά η μητέρα μου πάλι δε φάνηκε.

Αυτό κράτησε τρεις μέρες, Την τέταρτη μέρα την είδα να 'ρχεται. Έτρεξα και την αγκάλιασα, μ' αγκάλιασε κι εκείνη κι άρχισε να κλαίει. Για κείνο το περιστατικό με την απουσία της μου μίλησε όταν έγινα δώδεκα χρονών.

Ήταν η χρονιά που έγινε η μεγάλη απεργία των καπνεργατών. Η μητέρα μου είχε πάρει μέρος, κι ένας αστυνομικός τη χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του και την τραυμάτισε ελαφρά στον ώμο, Δύο άλλοι τρέξανε να την πιάσουν· πιο εκεί περίμενε μια κλούβα. Η μητέρα μου τους ξέφυγε και τράβηξε προς τις Σαράντα Εκκλησιές.

Εκεί έμεινε στο σπίτι μια ξαδέρφης της, ώσπου να ησυχάσουν τα πράγματα. 

Ήταν το 1936, τότε που σκοτώθηκε κι ένα παλικάρι. Ένα παλικάρι που αργότερα έγινε αμάραντα λουλούδια στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και του Μίκη Θεοδωράκη.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στον αγώνα της επιβίωσης, ήρθε η μουσική στη ζωή του. Όταν ήταν πέντε χρονών και η μητέρα του αγόρασε ένα γραμμόφωνο και καμιά δεκαριά πλάκες [...], κυρίως με σμυρναίικα τραγούδια [...]. Τραγούδια άκουγα κάθε βράδυ στη γειτονιά μας, γιατί αυτοί οι ξεριζωμένοι τα μόνα πράγματα που μπόρεσαν να φέρουν από τις πατρίδες τους ήταν τα τραγούδια τους και ψυχές τους. Τραγούδια όμως από μηχάνημα πρώτη φορά άκουγα.

Κι από εκεί και πέρα ξεκινά μια πορεία με τη μουσική και το τραγούδι να είναι στο μυαλό του. Ωδεία που δεν το δέχτηκαν επειδή ήταν μεγάλος πια για να μάθει πιάνο, χρονιές που προσπέρασε επειδή η πρόοδος του στο πιάνο ήταν αλματώδης. Φίλοι, παρέες, αγωνίες. Και πάντα η αγωνία για την επιβίωση με μια μάνα πάντα δίπλα του και στήριγμά του. Γνωριμίες, απογοητεύσεις, εκμετάλλευση στα μουσικά μαγαζιά που δούλευε για να μπορεί να σπουδάζει και να ζει. Ένα σωρό πρόσωπα της εποχής να περνούν από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αλλά και άνθρωποι που του στάθηκαν. Ποτέ  ξεκομμένος από τη μήτρα του λαού που τον γέννησε.

Ήταν το 1966 και η πολιτική κατάσταση πολύ ρευστή. Συχνά γινόντουσαν πορείες από φοιτητές, εργάτες και άλλους. Εγώ, μόλις έβλεπα πορεία, την ακολουθούσα. Μια φορά που είχαμε πρόβα, βλέπω στην Τσιμισκή μια πορεία, μπαίνω κι εγώ μέσα, Άργησα καμιά ώρα. «Τι έγινες;» μου λέει ο Σπαθάρης. «Ήμουν σε μια πορεία»,

Και από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Νέες αγωνίες, νέες γνωριμίες και επιτέλους ο κόσμος ν' αρχίσει να τραγουδάει τα τραγούδια του σαν και κείνη την παρέα πολλά χρόνια πριν σ' εκείνο το ταβερνάκι...

Όταν η ΕΡΤ 1 πρόβαλε το αφιέρωμα για το έργο μου, αρχές του '83, εγώ έκλεινα τα πενήντα. Ήταν το πρώτο αφιέρωμα που μου γινόταν ύστερα από είκοσι ένα χρόνια στο τραγούδι. Μέχρι τότε είχα γράψει τα περισσότερα μου τραγούδια αλλά κανείς δε μου είπε μια καλή κουβέντα [...]. Ήμουν το αποπαίδι του τραγουδιού.

Και πάντα ταπεινός συνέχισε σεμνά τη ζωή του μακριά από τα μεγάλα φώτα, με τη σύντροφο της ζωής του και την οικογένεια του. Κι όταν κάποια στιγμή, ένα καλοκαίρι του 2001 στην Σκόπελο που παραθέριζε έχοντας πιει το τσιπουράκι του αναρωτήθηκε:

«Τι άλλο θα 'θελες να ΄χεις αυτή την ώρα,» 

Τότε πήρα το ποτήρι μου, κατέβασα το τσίπουρο και είπα από μέσα μου: Θα 'θελα να ΄χα τους δυο αγαπημένους μου φίλους· που τους πήρες νωρίς, χωρίς να προλάβουν να νιώσουν λίγη χαρά, παρά μόνο πίκρες και στερήσεις. Τον Μάρκο το γύφτο και τον Βασίλη το μαραγκό.

Αυτός ήταν ο άνθρωπος Σταύρος Κουγιουμτζής μέσα από το βιβλίο του. Κι αν αγαπάς φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη τα τραγούδια του, τότε, διαβάζοντάς το, θα αγαπήσεις και τον άνθρωπο...

Σταύρος Κουγιουμτζής
Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
[Τα αποσπάσματα με τα πλάγια γράμματα είναι από το βιβλίο]




Διαβάστε ακόμα:

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

"...σε χωριά μακρυνά, πολιτείες θα περνάω των βουνών και των κάμπων, γεμάτος, το μύρο"...




Σε αυτή την πολιτεία των χωριών του Πηλίου, με τα μάτια να ακουμπούν σε βουνά γεμάτα από δάση καταφορτωμένων μηλιών και κερασιών, πλατανιών και γκυ, στη θάλασσα του Αιγαίου και τα νερά που παντού τρεχουν,  συναντήθηκα με τους παρακάτω στίχους του μεγάλου Ρώμου Φιλύρα. Κι έτσι, σαν ένα ταίριασμα με το μύρο, γης και στίχων, παντρεύτηκαν στο μυαλό μου και, τους αφήνω εδώ με συγκίνηση, να ταξιδέψουν στον απέραντο ιστό και να βρουν τους λίγους παραλήπτες τους... 


ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ

ΠΟΤΕ


Άζωη ζωή, σε βουνά, λειβάδια και δάση,

σ' άλση, πάρκα, βραγιές, περιβόλια και στάνες,

σ' ερημοκάλυβα, όπου, αγραυλοί, εικονοστάσι,

και το σήμαντρο, κάποτε, κρούει κι' οι καμπάνες.


Ουρανοί, αυγής και δύσης και λιακάδα κι' αέρας,

καθρεφτίζονται, σε γαληνά καμποτόπια,

'πάνω ατέρμων, καθάριος και γλαυκός ο αιθέρας,

κάτω, πέρα, σουραύλια βοσκών, ηχοσκόπια.


Πότε, εκείθε, από δω κ' εκεί πέρα, θα πάω,

σ' αγκαλιές θαλασσών και γυαλών για να γύρω,

σε χωριά μακρυνά, πολιτείες, θα περνάω

των βουνών και των κάμπων, γεμάτος, το μύρο.


Θα με πάρη, ένα χέρι, κι αλλού, θα με φέρη,

μακρυά, κι από πλήξη τοσόχρονη, ως τόσο,

θα ξυπνήσω, κει κάτω, κάτ' απ' άλλον αστέρι,

νέα ζωή, νέους στίχους, θα ζήσω, θα δώσω;


Το ποίημα του Ρώμου Φιλύρα αλιεύθηκε από την εξαιρετική σελίδα στο Facebook "Ποίηση Μεσοπολεμική", κρατώντας πάντα την ορθογραφία του πρωτότυπου.