Θα αναφωνούσα, "Θεέ μου", αν πίστευα στα μεταφυσικά παραμύθια που μας γεμίζουν το κεφάλι από μικρά παιδιά. Ευτυχώς αυτή την παιδική αρρώστια δεν την κόλλησα ποτέ! Κλείνοντας την τελευταία σελίδα αυτού του βιβλίου δεν μπορώ παρά να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια, να ακουμπήσω αυτό το βιβλίο πάνω στο στήθος μου, να το σφίξω και να είναι σαν να αγκαλιάζω και να σφίγγω αυτές τις χιλιάδες ψυχές που πέρασαν από τη Μακρόνησο. Δεν υπάρχουν λόγια. Από την πρώτη σελίδα μια μέγγενη σου σφίγγει το λαιμό και δεν μπορείς να πάρεις αέρα. Υπάρχουν βιβλία με μαρτυρίες, υπάρχουν μυθιστορήματα σαν αυτό. Υπάρχουν συνεντεύξεις. Αποτυπώνουν την πραγματικότητα. Αυτό όμως εδώ το βιβλίο είναι η Μακρόνησος. Είναι ο Μενέλαος Λουντέμης. Είναι αυτοί, οι πιο αξιοπρεπείς άνθρωποι του τόπου μας... Την ώρα που τα αδέρφια τους από τα βουνά της Ελλάδας έκαναν την έφοδο στον ουρανό, αυτοί κατοικούσαν στην οδό Αβύσσου. Στον αριθμό μηδέν...
Όταν θα τελειώσουν για πάντα τη σταδιοδρομία τους οι θεοί κι αρχίσουν να θεοποιούνται οι άνθρωποι, οι πρώτοι που θα θεοποιηθούν πρέπει να είναι οι μάρτυρες. Και τότε θα χρειαστεί να στηθεί σ' αυτό το νησί ένα πελώριο άγαλμα. Το ομοίωμα του Σίσυφου, που ήταν ο πρώτος άσκοπος πετροκουβαλητής αυτού του κόσμου. Την ποινή αυτή -για να τη βάλουν στη Μυθολογία- σημαίνει ότι δεν τολμούσαν να την κάνουν οι ανθρώποι του απάνω κόσμου και γι' αυτό τη μετέθεσαν στον Άδη όπου όλα επιτρέπονται- ποιος γύρισε για να το διαψεύσει; [...]
Το νησί αυτό που διαδραματίζεται σήμερα η ιστορία μας, είναι το τοπίο όπου το έγκλημα δοξάστηκε σαν ύψιστη αρετή. Όπου μέσα απ' το λαρύγγι του ανθρώπου πέρασαν -για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ανθρωπότητας- φθόγγοι άγνωστοι.
Ήρθε μια νύχτα που το νησί κλυδωνίζεται σαν ακυβέρνητο σκάφος. Αυτή τη νύχτα -οι φθόγγοι αυτοί οι αγνωστοι- ακούστηκαν τόσο δυνατά, που οι μεταλλωρύχοι της αντικρινής πλαγιάς τρόμαξαν και κρύφτηκαν στις στοές τους. Ήταν οχτώ του Δεκέμβρη, χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα, χρόνια ύστερα απ' τη γέννηση του γιου μιας χωρικής που τον σταύρωσαν -μια φορά- πάνω σ' ένα ξύλο σ' ένα λόφο της Σιόν, επειδή κουβάλησε μαζί του καινούργιες ιδέες. [...]
Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ' τη μια άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι... κείτουνταν χάμω, μέσα σ' έναν πέτρινο αγρό σπαρμένον με ανθρώπινα κορμιά. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου -για πρώτη φορά- δε λαλήσαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ' τις χαραμάδες... Σάστισαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη. [...]
Χωρις λόγο, ένα πρωί, κλείσανε ξαφνικά τα σύνορα. Όλα τα καϊκάκια που πηγαινόρχουνταν κουβαλώντας χόρτα, ψωμί και φασόλια, κόψανε τα ταξίδια τους και δέσανε στο μόλο. Η "φοντάνα" το παλιό σκουριασμένο δεξαμενόπλοιο που τους κουβαλούσε νερό, έδεσε κι αυτό σ' ένα ντοκ [...]
-Μα τι πίνουν όλοι αυτοί οι ανθρώποι αντίκρυ;... ρώτησαν[...] Καπετάνιο, γιατί δεν τους πας νερό;
-Τι να το κάνουν; είπε αυτός χλευαστικά.
-Πως τι να το κάνουν; Άνθρωποι είναι...
-Άνθρωποι, Αμ αν ήταν άνθρωποι δεν θα πουλούσαν την πατρίδα τους!
-Και δεν θα ξαναπάς;
-Πως δεν θα τους ξαναπάω... Ας μου παραγγείλουν και θα τους πάω.
-Και πως θα στο παραγγείλουν;
-Με τις υπογραφούλες τους. Ας υπογράψουν ότι στη Μακρόνησο είδανε το φως, κι εγώ σαλπάρω με το πρώτο. Τι στο διάολο δηλαδή ούτε μια παλιοϋπογραφή δεν αξίζει το νερό μου; [...]
Η φρίκη της Μακρόνησος δεν χωράει σε βιβλία.