Καλότυχη γενιά του 1905-10! Η Αθήνα είτανε τότες μιά ειδυλλιακή μικροπολιτεία. Οι δρόμοι άστρωτοι, γεμάτοι σκόνη, νερά και λάσπη - κατά την εποχή. Δεν υπήρχαν ηλεχτρικά φώτα, αυτοκίνητα χιλιάδες και πολυκατοικίες, που κρύβανε τον ουρανό. Υπήρχαν όμως λάμπες του πετρελαίου, ιπποσιδηρόδρομος στην οδό Σταδίου και την οδό Πατησίων και δωμάτια "άνευ επίπλων" στη Νεάπολη και στο Λυκαβηττό. Δεν υπήρχεν εύκολος έρωτας, υπήρχε όμως ακατάλυτος ερωτικός καημός, που απειλούσε τ΄ άστρα κάθε νύχτα με τις καντάδες του στα σοκάκια των συνοικιών.
Τότες η Δεξαμενή βρισκότανε στις δόξες της. Είτανε τ΄ομορφότερο και το ψηλότερο...ύψος της Αθήνας και η πνευματική κορυφή της Ρωμιοσύνης. Εκεί στα γύρω σπίτια με τα παράθυρα τους που βλέπαν αντίκρα τα πεύκα του Λυκαβηττού και κάτου την πολιτεία και τη θάλασσα, κατοικούσαν, ή μόνιμα ή κατά καιρούς, οι σπουδαιότεροι λόγιοι [...]
Ο λόφος της Δεξαμενής είχε όλη του τη φυσική άπλα και γραφικότητα. Δεν είχε ακόμα φορέσει κορσέδες από πέτρα και σιδερένια κάγκελα και δεν είχε πνιγεί από τις πολυκατοικίες. Δεν είχε διπλές πέτρινες σκάλες. Ανέβαινε κανείς σ΄ αυτήν, όπως στα παλιά χρόνια ανέβηκε ο Μωυσής στο όρος Σινά για να μιλήσει στο Θεό ή ο Ξέρξης στον Αιγάλεω για να καμαρώσει τη νίκη του: με μονοπάτι.
Απάνου τετράνοιχτος ουρανός. Μπροστά η θάλασσα του Σαρωνικού, που αστροβολούσε με ήλιο και με φεγγάρι. Πίσω τα πεύκα του Λυκαβηττού. Αριστερά ο μενεξεδένιος Υμηττός και στην πλατεία καμιά δεκαριά ολοφούντωτες λεύκες. που τραγουδούσανε με το παραμικρό αεράκι. Το καλοκαίρι τα τζιτζίκια τσιτσιρίζανε χαρούμενα μέσα στο τηγάνι της μεσημεριάτικης πύρας. Και μια βρύση κάτου στη ρίζα μιας λεύκας, τρέχοντας ακατάπαυστα μέρα και νύχτα, δρόσιζε δικαίους και αδίκους.
Το χειμώνα, σαν πέφτανε τα φύλλα και τα σερνε ο βοριάς, η βρύση μοιρολογούσε θρηνητικά και μέσα στη χαβούζα της Δεξαμενής το νερό ακουγότανε να βογγάει σπαραχτικά. Μα στις δύο άκρες της πλατείας τα δύο καφενεδάκια, του Μπαρμπα-Γιάννη και του Σωτήρη του Αργυρόπουλου, δίναν άσυλο ζεστό το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι στα κυνηγημένα πουλιά της τρικυμίας-στην μποεμία του καιρού.
Τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα Ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπάρμπα-Γιάννη, που είτανε καφετζής στην Αθήνα και δήμαρχος στο Αγκίστρι. Εκεί ο καφές είχε μια δεκάρα· υπήρχε και τεμπεσίρι· ενώ στ' αντικρυνό καφενείο του Σωτήρη ο καφές είχε δεκαπέντε λεπτά και χωρίς τεμπεσίρι.
Ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω απο το καφενείο, στο πίσω μέρος δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν΄ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα.
Μακριά απ΄ όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή. Απόφευγε και να κοιτάει τον κόσμο. Τον φοβότανε; Ίσως. Περισσότερο όμως τον περιφρονούσε αυτός ο "πτωχαλαζών... ο τρέφων αλλοκότους ιδέας... και ασχολούμενος εις έργα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας" (Χαλασοχώρηδες).
Σ΄ αυτήν τη στάση τον φωτογράφησε μια μέρα ο Νιρβάνας. Μεγάλη φασαρία έγινε τότε στο καφενείο. Γιατί τρέξανε όλοι να δούνε το παράξενο θέαμα. Ο Παπαδιαμάντης που είχε για βιωτικό του αξίωμα το "λάθε βιώσας", τρόμαξε. Κ΄είπε γαλλικά στο Νιρβάνα:
-Κάνε γρήγορα. Προκαλούμε την προσοχή του κοινου! Αυτή η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Παναθήναια" κ΄ έκανε μεγάλη εντύπωση. Γιατ΄ είταν η μοναδική του μεγάλου πεζογράφου.
Αυτός λοιπόν ο φτωχικός, ο φοβισμένος, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού μας είχε επιβάλει το σεβασμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Όταν αυτός καθότανε πέρα ή διάβαζε, φωνακλάδικη και ασεβέστατη παρέα μας χαμήλωνε τον τόνο, για να μη τον ανησυχήσει.
Αλλά όπως αυτός δε ζύγωνε κανέναν, έτσι και κανένας δεν είχε το θάρρος να τόνε ζυγώσει. Αυτό το θάρρος το είχε δικαιωματικά μονάχα ο κυρ Στέφανος, γιατ΄ είτανε "Πρόεδρος" και γιατ΄ είτανε κι αυτός μισάνθρωπος, όπως ο Παπαδιαμάντης. Πρόεδρος της Δεξαμενής! Αυτός είταν ο τίτλος, που του έμεινε από τότες, που έκανε πρόεδρος των αμαξάδων της Αθήνας.
Κοντόχοντρος, με άσπρα μαλλιά κουρεμένα σύρριζα με την ψιλή μηχανή, με γαλανά μάτια γεμάτα τιμιότητα και ειλικρίνεια [...]. Ακουμπούσε τα γερατιά του απάνου σ΄ ένα χοντρό μπαστούνι από κείνα των φυλακών της Κέρκυρας και φλυαρούσε περπατώντας απάνου κάτου. Απαισιόδοξος πυρρωνιστής, με αληθινή φλέβα φιλοσόφου [...]
Ο κυρ Πρόεδρος μονάχα ζύγωνε τον Παπαδιαμάντη και του φλυαρούσε. Ο Παπαδιαμάντης τον άκουγε με συγκαταβατικό χαμόγελο. Γιατί ήξερε πως ο Πρόεδρος ήταν αγαθός, απλοϊκός και περήφανος άνθρωπος. Είχε όμως πολύ ενδιαφέρο η κουβέντα του. Έλεγε τις πιο απρόοπτες παραδοξολογίες και χαλούσε συστηματικά την ελληνική γλώσσα. Παραμόρφωνε τις λέξεις όπως του φαινόντανε ωραιότερες [...]
Κάποτε του κάνανε του Παπαδιαμάντη μια φιλολογική γιορτή στον "Παρνασσό". Περιττό να ειπούμε, πως ο ίδιος δεν πήγε σ΄αυτήν τη γιορτή. Από τα εισιτήρια μαζεύτηκε ένα κάπως σεβαστό ποσό και μ' αυτό ο μεγαλύτερος συγγραφέας κι ο αγνότερος Έλληνας της εποχής του έφυγε για το νησί του τη Σκιάθο, να ζήσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του [...]
Όταν έφτασε στη Δεξαμενή η είδηση, πως πέθανε ο Παπαδιαμάντης, ο Πρόεδρος δεν έδειξε καμιά ταραχή. Δεν υπήρχε πιο φυσικό πράγμα από το να πεθάνει κανείς. Είπε μονάχα με το συνηθισμένο φιλοσοφικό του φλέγμα:
-Εγλίτωσε από την...κακοχυμίαν του κόσμου τούτου!
Κώστας Βάρναλης [Απόσπασμα από το πορτραίτο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, "Ζωντανοί άνθρωποι", εκδόσεις Κέδρος]
Τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα Ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπάρμπα-Γιάννη, που είτανε καφετζής στην Αθήνα και δήμαρχος στο Αγκίστρι. Εκεί ο καφές είχε μια δεκάρα· υπήρχε και τεμπεσίρι· ενώ στ' αντικρυνό καφενείο του Σωτήρη ο καφές είχε δεκαπέντε λεπτά και χωρίς τεμπεσίρι.
Ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω απο το καφενείο, στο πίσω μέρος δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν΄ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα.
Μακριά απ΄ όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή. Απόφευγε και να κοιτάει τον κόσμο. Τον φοβότανε; Ίσως. Περισσότερο όμως τον περιφρονούσε αυτός ο "πτωχαλαζών... ο τρέφων αλλοκότους ιδέας... και ασχολούμενος εις έργα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας" (Χαλασοχώρηδες).
Σ΄ αυτήν τη στάση τον φωτογράφησε μια μέρα ο Νιρβάνας. Μεγάλη φασαρία έγινε τότε στο καφενείο. Γιατί τρέξανε όλοι να δούνε το παράξενο θέαμα. Ο Παπαδιαμάντης που είχε για βιωτικό του αξίωμα το "λάθε βιώσας", τρόμαξε. Κ΄είπε γαλλικά στο Νιρβάνα:
-Κάνε γρήγορα. Προκαλούμε την προσοχή του κοινου! Αυτή η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Παναθήναια" κ΄ έκανε μεγάλη εντύπωση. Γιατ΄ είταν η μοναδική του μεγάλου πεζογράφου.
Αυτός λοιπόν ο φτωχικός, ο φοβισμένος, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού μας είχε επιβάλει το σεβασμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Όταν αυτός καθότανε πέρα ή διάβαζε, φωνακλάδικη και ασεβέστατη παρέα μας χαμήλωνε τον τόνο, για να μη τον ανησυχήσει.
Αλλά όπως αυτός δε ζύγωνε κανέναν, έτσι και κανένας δεν είχε το θάρρος να τόνε ζυγώσει. Αυτό το θάρρος το είχε δικαιωματικά μονάχα ο κυρ Στέφανος, γιατ΄ είτανε "Πρόεδρος" και γιατ΄ είτανε κι αυτός μισάνθρωπος, όπως ο Παπαδιαμάντης. Πρόεδρος της Δεξαμενής! Αυτός είταν ο τίτλος, που του έμεινε από τότες, που έκανε πρόεδρος των αμαξάδων της Αθήνας.
Κοντόχοντρος, με άσπρα μαλλιά κουρεμένα σύρριζα με την ψιλή μηχανή, με γαλανά μάτια γεμάτα τιμιότητα και ειλικρίνεια [...]. Ακουμπούσε τα γερατιά του απάνου σ΄ ένα χοντρό μπαστούνι από κείνα των φυλακών της Κέρκυρας και φλυαρούσε περπατώντας απάνου κάτου. Απαισιόδοξος πυρρωνιστής, με αληθινή φλέβα φιλοσόφου [...]
Ο κυρ Πρόεδρος μονάχα ζύγωνε τον Παπαδιαμάντη και του φλυαρούσε. Ο Παπαδιαμάντης τον άκουγε με συγκαταβατικό χαμόγελο. Γιατί ήξερε πως ο Πρόεδρος ήταν αγαθός, απλοϊκός και περήφανος άνθρωπος. Είχε όμως πολύ ενδιαφέρο η κουβέντα του. Έλεγε τις πιο απρόοπτες παραδοξολογίες και χαλούσε συστηματικά την ελληνική γλώσσα. Παραμόρφωνε τις λέξεις όπως του φαινόντανε ωραιότερες [...]
Κάποτε του κάνανε του Παπαδιαμάντη μια φιλολογική γιορτή στον "Παρνασσό". Περιττό να ειπούμε, πως ο ίδιος δεν πήγε σ΄αυτήν τη γιορτή. Από τα εισιτήρια μαζεύτηκε ένα κάπως σεβαστό ποσό και μ' αυτό ο μεγαλύτερος συγγραφέας κι ο αγνότερος Έλληνας της εποχής του έφυγε για το νησί του τη Σκιάθο, να ζήσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του [...]
Όταν έφτασε στη Δεξαμενή η είδηση, πως πέθανε ο Παπαδιαμάντης, ο Πρόεδρος δεν έδειξε καμιά ταραχή. Δεν υπήρχε πιο φυσικό πράγμα από το να πεθάνει κανείς. Είπε μονάχα με το συνηθισμένο φιλοσοφικό του φλέγμα:
-Εγλίτωσε από την...κακοχυμίαν του κόσμου τούτου!
Κώστας Βάρναλης [Απόσπασμα από το πορτραίτο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, "Ζωντανοί άνθρωποι", εκδόσεις Κέδρος]
Δεν ήξερα πως ο Βάρναλης έγραψε για τον Παπαδιαμάντη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο!! Υπέροχο!!
Υπάρχει και κάποιος ή για κάτι που δεν έγραψε...;
Διαγραφή