Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Γάτες...




Στον Γιώργο Σκου για την αγάπη του για τις γάτες...

Έσκυψε στο πεζοδρόμιο ν' αφήσει μέσα σ' ένα αλουμινόχαρτο λίγο φαγάκι για τα γατιά του δρόμου του. Χρόνια είχε μεγάλη αγάπη για τις γάτες. Όλο και περιμάζευε κάποια στο σπίτι, στην πυλωτή, στα νησιά που παραθέριζε τα καλοκαίρια. Απόψε όμως αυτή η νύχτα του Γενάρη θα ήταν από τις πιο παγωμένες του χειμώνα. Τα κοράκια στις τηλεοράσεις με ύφος περισπούδαστο, λες και είχαν σπουδάσει μετεωρολογία, προμήνυαν σφοδρή χιονόπτωση ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας όπου έμενε. Του άρεσε πάρα πολύ από παιδί να επικοινωνεί μαζί τους στη γλώσσα που αμέσως τις κινητοποιούσε! Ψιτ, ψιτ, ψιτ! Γελούσε πάντα με την καρδιά του και χαιρόταν όταν τις έβλεπε να ανταποκρίνονται σ' αυτό του το κάλεσμα τρέχοντας σφαίρα! Κι αυτές να απαντούν με το γνώριμο βραχνό, κι άλλες με το διαπεραστικό νιαούρισμά τους! Οι ψυχούλες! Αυτό το βράδυ δεν θα καθόταν να τις χαζέψει. Ήταν βαρύ το κρύο. Θα άφηνε το φαγητό κι ένα χαρτόκουτο με λίγα πανάκια και θα ανέβαινε γρήγορα γρήγορα στο σπίτι. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει... Α, και να πιάσει πάλι να ξεφυλλίσει αγαπημένες ιστορίες και κείμενα γι' αυτές, ακούγοντας τις κάπου κάπου να νιαουρίζουν από το δρόμο, ελπίζοντας ευχαριστημένες...


Οι γάτοι


Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων μας -οι γάτοι.

Του Αρίστιππου του Κυρηναίου οπαδοί, αφήνουν της ηθικής το πρόβλημα να βασανίζει το σκύλο του σπιτιού. Απ' την αγάπη μας κρατούν το χάδι για να πετάξουν το υπόλοιπο. Γρατσουνίζουν μόλις νιώσουν πως τους αγαπήσαμε πολύ.

Χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας, χωρίς το σκοτάδι και χωρίς την κραυγή του ανέμου, ο έρωτας γι' αυτούς αξίζει κάθε περιφρόνηση.

Πιστεύουν στη ζωή χωρίς να ρωτήσουν αν υπάρχει καλύτερη. Υπομένουν και τις εφτά ψυχές των! Για να τιμωρήσουν την ασκήμια της γειτόνισσας που τους φαρμάκωσε ξέρουν μ' ένα πήδημα να βρεθούν απ' τον Άδη στα πόδια της και να την τρομάξουν.

Όταν το καναρίνι μας λησμονήσει πως υπάρχει μέτρο στην τέχνη, αυτοί έχουν το θάρρος, χιμώντας στο κλουβί, να πνίξουν το τραγούδι και να ξαναφέρουν γύρω μας τη γόνιμη σιωπή.

Ο πράσινος λύχνος της ματιάς των καίει τα μεσάνυχτα στον τάφο του Baudelaire.

Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον ύπνο των γατών - και τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο.

Κι όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που κλάψανε πολύ, όταν κοιμόνται στα γόνατα των προδομένων απ' τη μοίρα, οι γάτοι αφήνουν την καμπύλη της ράχης των να γλιστρά με ηδονή κάτω από το χάδι της αδυναμίας - κι ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα!

[Ζαχαρίας Παπαντωνίου «Πεζοί ρυθμοί», 1922]

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Τ' ΑΝΑΠΛΙ...




-Σκεφτήκατε ποτέ το Ναύπλιο;
-Ναι.
-Το σημερινό ή αυτό που έχετε στη μνήμη σας;
-Αυτό που έχω στη μνήμη μου δεν υπάρχει σήμερα.

(Νίκος Καρούζος, η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θέμελη, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία)

Πάντα σκέφτομαι το Ναύπλιο. Τ' Ανάπλι, που λένε ακόμα οι παλιοί. Πάει, χάθηκε κι αυτή η έκφραση. Όπως κι αυτό το Ναύπλιο που έχω κι εγώ στη μνήμη μου. Δεν υπάρχει σήμερα. Τ' Ανάπλι του ατελείωτου παιχνιδιού στους δρόμους με τα ελάχιστα αυτοκίνητα στη συνοικία της Πρόνοιας. Το ανέβασμα στο Παλαμήδι, όχι από τον επίσημο δρόμο ή από τα εννιακόσια ενενήντα εννιά σκαλιά. Μα από τα μονοπάτια και τα κατσάβραχα του βουνού που ξεκινούσαν από το τέλος της συνοικίας. Ακόμα έχω μέσα μου τις ανοιξιάτικες μυρωδιές του βουνού κάθε Πάσχα, τις φραγκοσυκιές που μας γρατζουνούσαν, τις τσουκνίδες που μας κατακοκκίνιζαν τα πόδια, το υγρό μυρωδάτο χώμα. Τα βράχια της Αρβανιτιάς που κάθε πρωί από αυτά παίρναμε φόρα και βουτούσαμε στη θάλασσα. Ξανά και ξανά προσέχοντας να πέσουμε ανάμεσα στους δύο βράχους για να μην «καρφώσουμε»... Το φωτισμένο, μόνο τα Σαββατόκυριακα που έρχονταν οι τουρίστες, κάστρο. Κι άλλα θυμάμαι, πολλά. Όπως τη θλιβερή στιγμή της επιστροφής στην Αθήνα, με το Παλαμήδι να σβήνει σιγά σιγά από το βλέμμα μου. Αυτό το Ναύπλιο έχω στη μνήμη μου. Των παιδικών, άντε και των εφηβικών μου χρόνων. Αυτό ήταν ένα γιορτινό, ένα καλοκαιρινό Ναύπλιο. Αυτό άφηνα πίσω. Το χειμωνιάτικο, το καθημερινό, δεν το γνώρισα ποτέ. Το φανταζόμουν μόνο από τις διηγήσεις. Όπως ζούσα και μισοσυνειδητά το μύθο του. Κάστρο, Μπούρτζι, οχυρώσεις, επαναστάσεις, φυλακές, μάχες... Πλέον, αυτό που έχω στη μνήμη μου σήμερα, δεν υπάρχει πια. Έπαψε να υπάρχει όταν με την ενηλικίωση μου διάλεξα το δρόμο που θα έπαιρνα στη ζωή μου. Κι αυτός ήταν αντίθετος με την πολιτική μαυρίλα του, τις μικροαστικές συνήθειες, τον πνιγηρό ασφυκτικό έλεγχο της επαρχίας. Κρατάω όμως το παλιό των ανέμελων παιδικών μου χρόνων. Μου αρκεί. Και προσπαθώ να το φανταστώ και να το περπατήσω, όπως δεν το γνώρισα ποτέ τους δύσκολους μοναχικούς μήνες, μέσα από το εξαιρετικό κείμενο του Πέτρου Χάρη, που ανακάλυψα σ' έναν ακόμα θησαυρό των γραμμάτων μας. Την «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» του 1963, που μέρος του, έχουν τη χαρά τα «φύλλα» ν' ανασύρουν από το παρελθόν και να επαναφέρουν στο φως!


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤ' ΑΝΑΠΛΙ
(Ώρες ιστορίας και θρύλου)

Αν αγαπάτε μια πολιτεία, προπάντων μια παλιά πολιτεία που με την ιστορία της, με τους θρύλους της και την ομορφιά της ή με την ιδιοτυπία της συχνά γίνεται κάλεσμα τυραννικό και πολλά σας υπόσχεται και με πολλές προσδοκίες  σας κρατάει, έστω και για λίγες στιγμές, στο όνειρο, απάνω από την εχθρική ή και την άχρωμη και ασήμαντη πραγματικότητα, αφήστε να περάσει το καλοκαίρι, περιμένετε νάρθει το φθινόπωρο, και τότε ξεκινήστε. Οι δρόμοι που θα σας φέρουν στην παλιά σας αγάπη δε θα είναι έρημοι, μα δε θάχουν και το συνωστισμό της καλοκαιρινής ημέρας ή και της νύχτας του Ιουλίου και του Αυγούστου, που δεν αφήνει θέση ούτε σ' ένα λαγό ούτε σε μιαν αλεπού να κάνουν το βραδινό τους σεργιάνι. Οι φθινοπωρινοί δρόμοι, κάτω από έναν ήλιο που περιορίζεται να φλογίζει λίγο τα νεανικά πρόσωπα, να δυναμώνει τη λάμψη στα χρυσά ή στα μαύρα τους μαλλιά ή και να γεμίζει με φως τις ρυτίδες της πείρας, κάτω κι από το φεγγάρι του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου που δεν έχει να δει πολλά πλάσματα και προσέχει περισσότερο το νυχτερινό οδοιπόρο, ή και μέσα στην ασέληνη νύχτα και έναν καταστόλιστο ουρανό που αιώνες τώρα αγωνίζεται να στείλει τις φωνές του, τα μηνύματα του και να μας εξηγήσει πόσο απλή είναι η αρμονία του κόσμου, απλή και μεγάλη όπως μια θαυμαστή μαθηματική εξίσωση, οι φθινοπωρινοί, λέω δρόμοι μοιάζουν με τα βέλη της ευτυχίας. Όσοι τους περπατούν, όχι από ανάγκη, όχι ζεμένοι στον τροχό του επαγγέλματος, όσοι τους περπατούν σε ώρες σχόλης είναι σαν να πηγαίνουν σε ερωτική συνάντηση. Ξέρουν ότι ξεκίνησαν για να φτάσουν, ύστερα από εκατό, διακόσια ή και περισσότερα χιλιόμετρα, σε μιαν άδεια πόλη. Δηλαδή σε μια πόλη που δεν έχει κρατήσει  κανέναν από τους καλοκαιρινούς επισκέπτες της κ' έμεινε μόνο με τους κατοίκους της, που γύρισε στο ρυθμό της κανονικής ζωής της και δεν προσπαθεί να φανεί ωραιότερη απ' ότι είναι ή να γίνει πιο ευχάριστη για τους ξένους της.

Το φθινοπωρινό πρόσωπο κάθε πολιτείας, που έχει πολλούς ξένους το καλοκαίρι και υποχρεώνεται να κάνει πότε μεγάλη και πότε μικρή προσπάθεια, είναι το πιο γνήσιο, και το πιο συμπαθητικό. Είναι ο άνθρωπος που έβγαλε τα καλά του όταν έφυγαν οι ξένοι του, που ηρέμησε λες και γυρίζει στον τόπο του, με τις συνήθειες του ακάλυπτες, με το περπάτημά του, πιο ελεύθερο, με τις παλιές και μόνιμες έγνοιες του, που είχαν γίνει φροντίδα και προθυμία για τους ξένους.

Γυρίζουν οι άνθρωποι αυτή την εποχή από κοντά κι από μακριά, από μια κατασκήνωση, από τα ελληνικά βουνά, κι από τις ελληνικές ακρογιαλιές. Μα έρχονται σιγά-σιγά κι από πιο μακριά, από άλλους τόπους, από ξένους τόπους, που τώρα πια οι βροχές θόλωσαν τον ουρανό τους κι ο χειμώνας τους ζυγώνει με γρήγορα βήματα. Έχουμε όμως και μιαν άλλη επιστροφή, αυτήν που γίνεται μ' εκατό, με πενήντα ή και με λιγότερα ακόμη βήματα  κι ωστόσο σημαδεύει πολύ πιο αποφασιστικά γεγονότα. Είναι η επιστροφή των ανθρώπων της επαρχίας στον εντελώς δικό τους χώρο, στην πόλη τους, η επιστροφή των ανθρώπων που ούτε μια μέρα, ούτε μιαν ώρα, δε μετακινήθηκαν κι όμως ξαναβρίσκουν το σπίτι τους. [...]

Έτσι φτάσαμε κ' εμείς, με την πρώτη φθινοπωρινή νοσταλγία, στ' Ανάπλι. Κ' έτσι βρήκαμε την παλιά πολιτεία: όπως την περιμέναμε κι όπως την θέλαμε, μόνη έπειτ' από τη χαρούμενη καλοκαιρινή επιδρομή ξένων και Ελλήνων, γυρισμένη ολόκληρη στα περασμένα, ασάλευτη στις συνήθειές της σαν το Παλαμήδι της και σαν τ' άλλα της τα φρούρια, νοικοκυρεμένη κι ολοκάθαρη, ήσυχη, προπάντων ήσυχη και αδιάφορη για ό, τι γίνεται και για ό,τι μπορεί να γίνει γύρω της, βαριά από πείρα και καρτερία. Όσοι την θυμούνται, σε επίσημες ώρες ή σε απλές, καθημερινές συζητήσεις, δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι είναι η πρώτη πρωτεύουσα της νέας Ελλάδας. Μα η δόξα αυτή κι η τιμή αυτή είναι η τελευταία. Είναι η λάμψη πριν το ηλιοβασίλεμα. Γιατί η πολιτεία αυτή, η αρχαία Ναυπλία, το Ναύπλιο έπειτα, έρχεται από πολύ μακριά, έχει ζήσει στον ίσκιο του αυστηρού βράχου της αιώνες αιώνες αναρίθμητους που πας να τους μετρήσεις και χάνονται μέσα στα παραμύθια, και είδε όσα λίγες άλλες πολιτείες είχαν την τύχη ή την κακή μοίρα να δουν. Στο πρόσωπο της έχει πετρώσει κι η περηφάνια από τους καιρούς της παλληκαριάς και της ευτυχίας, και ο πλούτος από τα λογής λογής εμπόρια, - το λιμάνι της έφτασε να χωρέσει κι εξακόσια πλοία, μεγάλα και μικρά - μα και ο τρόμος από τα πολλά αίματα, από τους βόγγους, από το θάνατο που έπεφτε απάνω της με καλπασμό. Φράγκοι, Βενετσιάνοι και Τούρκοι πολύ το θέλησαν και πολύ το κράτησαν το Ναύπλιο. Κι όποιος ξέρει να βάζει αυτί στα περασμένα, θ' ακούσει τους αλαλαγμούς και το θρήνο τους, τις κανονιές και τα γιουρούσια τους, τον καημό τους για την πρώτη πολιτεία αυτή του Μοριά, - πρώτη για χρόνους πολλούς κι αξιομνημόνευτους, - και το τραγούδι τους έπειτ' από κάθε νίκη κ' έπειτ' από κάθε αντίσταση στον εχθρό που ερχόταν συχνά κι από στεριά κι από θάλασσα. 

Δεν είναι όμως στ' Ανάπλι μόνο οι φωνές που μας γυρίζουν στα περασμένα. Είναι και τα έργα των ανθρώπων, που έμειναν και μας διηγούνται τον τρόμο των κατοίκων του ή των κατακτητών του και μας δείχνουν μεγάλη και θαυμαστή σε αποτελέσματα αγωνία τους. Όλα αυτά τα οχυρά, που ζώνουν την πολιτεία και θέλουν από τη θάλασσα προπάντων να την ασφαλίσουν, μας λένε κι όλο μας λένε πως ο άνθρωπος πολύ κινδύνεψε εδώ, όπως σε κάθε γωνιά της γης που έχει χαρές πολλές κ' έρωτες περισσότερους, και μας εξηγούν πως έτσι θα ζει και θα παιδεύεται πάντα, θα υψώνει και θα γκρεμίζει οχυρά, θα κελαηδάει και θα θρηνεί, θα στήνει τρόπαια και θα ανοίγει τάφους, κ' ενώ θα περνάει κάτω από τα φρούρια που στα θεμέλια τους έχει πήξει το αίμα κ' ενώ θα πρέπει να διαβάζει στα πελώρια κοτρόνια τους το μέγα δίδαγμα, αυτός θα προχωρεί, όλο θα προχωρεί για να υψώσει κι άλλα οχυρά, για να γκρεμίσει κι άλλα οχυρά, και να μη χαρεί τη ζωή του, να μην πετάξει από μέσα του το θηρίο, που είναι πιο φοβερό και πιο αδάμαστο από το λιοντάρι που σκάλισαν οι Βενετσιάνοι στα φρούρια τ' Αναπλιού και τ' άφησαν αιώνια υπεροψία μέσα στο χρόνο. [...]

Μα και το Παλαμήδι δεν έχει να πει λίγα. Φτάνει να βάλουμε αυτί στο μπουντρούμι που πέταξαν τον Κολοκοτρώνη και τον άφησαν να σαπίζει ώσπου τούδωσε χάρη ο Όθων, και δε χρειάζονται περισσότερα, δεν χρειάζονται άλλα...

Ωστόσο, είμαστε τώρα απάνω στο Παλαμήδι κι ο καθαρός του αέρας παίρνει μακριά τις αναθυμιάσεις. Πριν από τρία χρόνια τολμήσαμε το δύσκολο αγώνισμα: ανεβήκαμε τα 999 σκαλιά του τρεις παλιοί φίλοι. [...]

Τ' Ανάπλι κάτω από το Βράχο , φθινοπωρινό και ήρεμο, συμμαζεύεται κ' ετοιμάζεται για το χειμώνα που έρχεται. Και το ακολουθεί η Πρόνοια, προνοητική κι αυτή και ήσυχη στο πλευρό του. Αν έχει όμως τ' Ανάπλι την ιστορία του, έχει και το Παλαμήδι τη δική του. Μα θα μας έπαιρνε το βράδι, αν θέλαμε να τη διηγηθούμε στους φίλους μας. [...]

Κατεβαίνω από το Παλαμήδι και στη φθινοπωρινή εσπέρα βρίσκω ακόμα πιο ήρεμη την παλιά πολιτεία. Δεν αποφασίζω όμως όμως να την αποχαιρετήσω. Η γαλήνη της κάνει αργά τα βήματά μου. Τα κάνει ακόμη πιο αργά ένας ψίθυρος, που τον ακούω κάθε φορά που βρίσκομαι στ' Ανάπλι μα τώρα έχει γίνει πιο επίμονος και θυμίζει ένα χρέος. [...]

Μια φωνή, που ίσως κι αυτή να μας σπρώχνει κάθε τόσο στο δρόμο για τ' Ανάπλι.


Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Κωστής Παλαμάς: 13 Ιανουαρίου 1859... «Γκρεμιστής και πλάστής...»




Έτσι μου το έφερε η περίσταση. Να μη γνωρίσω τον Κωστή Παλαμά από τα ποιήματά του αλλά από τα λίγα πεζά του. Χωρίς δισταγμό προχώρησα κι άνοιξα την πόρτα ενός καινούριου κόσμου που απλωνόταν μπροστά μου. Του κόσμου της δημιουργίας του, της γλώσσας του, του τόπου μας εκείνη την εποχή, των Νεοελληνικών Γραμμάτων. Κι από 'κει στα ποιήματά του, στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, στις λογοτεχνικές παρέες που πολέμησαν την καθαρεύουσα, στη μάχη για τη γλώσσα του λαού που πρωτοστάτησε, τη δημοτική! Γνώρισα την ασάλευτη ζωή του στην οδό Ασκληπιού 3 κι αργότερα στην Οδό Περίανδρου 5. Κι αργότερα στην κηδεία του, στις 28 Φεβρουαρίου του 1943, που μετατράπηκε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο της Λευτεριάς, άκουσα τον Άγγελο Σικελιανό να βροντοφωνάζει, Ηχήστε οι Σάλπιγγες... Κι η μια πόρτα άνοιγε την άλλη σε αυτό το ταξίδι στα Γράμματα μας... Ούτε θέλω, μα ούτε και μπορώ να γράψω για την τεράστια προσφορά του. Μόνο τα συναισθήματα μου κρατώ όταν μπαίνω στον κόσμο των φύλλων που μας άφησε. Αυτή τη μικρή ευγνωμοσύνη μου μόνο, μπορώ να εκφράσω. Δεν διαλέγω ούτε κάποιο ποίημα, ούτε κάποιο πεζό, αλλά την εισαγωγή του στα διηγήματα Θάνατος παλληκαριού και τα ολοζώντανα λόγια του...


Αυτή την ιστορία την αφιερώνω σ' εσέν', απλή και αγράμματη γυναίκα, σ' εσέ, καημένη Χαραυγή. Την άκουσ' από το στόμα σου, και κοίταξα να την κρατήσω, κι όσο πιστά μπορούσα, για να είναι αντίλαλος δικός σου. Γιατί, κι όταν μιλάς εσύ, ένας λαός ολόκληρος τα λόγια σου στα ψιθυρίζει. Κάθε σου ιστορία, χωρίς να το καταλαβαίνης, του γένους είναι ποίημα. Δεν είσαι γυναίκα, είσαι η Φήμη η διαλαλήτρα. Δεν έχεις τίποτα σαρκικό, είσαι ψυχή μονάτη· τα μάτια σου ποτέ δεν ησυχάζουν, ποτέ δε σκοτιδιάζουν. Όσα λες, τα βλέπεις ολοζώντανα μπροστά σου, κι όσα βλέπεις, καθώς τα βλέπ' η Φαντασία τα θωρείς. Γι' αυτό είναι τα λόγια σου ολοζώντανα, σοφή κ' η γλώσσα σου, απλή κι αγράμματη γυναίκα. Με μαγνητίζουν τα μάτια σου και με μαγεύουν τα λόγια σου, και νιώθω κάτι τι μέρα την ημέρα με δένει πιο σφιχτά μ' εσένα. Εσύ με πρωτοτραγούδησες μωρό στην κούνια. Τα υστερνά τα λόγια που θακούσω στην κλίνη του θανάτου, θέλω να βγουν απ' το δικό σου στόμα. 


Διαβάστε ακόμα:

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Νίκος Καββαδίας: 11 Ιανουαρίου 1910...




«Η δυσκολία είναι να βάλουμε στο χαρτί όσα σωριάζονται βουνά μέσα μας και θέλουν να βγουν. Χρειάζεται τρομερή προσπάθεια. Να υποφέρεις. Ν' ανοίξεις τις φλέβες σου. Να χύσεις αίμα. Αλλιώς δεν κάνεις τίποτα.»

[Συνέντευξη στο περιοδικό Αργώ, Σεπτέμβριος 1974]


Ο Νίκος Καββαδίας, ο αρμενιστής ποιητής, ο πολυδιαβασμένος και χιλιοτραγουδισμένος από τις εξαιρετικές μελοποιήσεις των ποιημάτων του από τον τεράστιο Θάνο Μικρούτσικο είχε κι άλλη μια υπόσταση εκτός του ποιητή, του συγγραφέα, του ναυτικού. Αυτή του «πολιτικού» Νίκου Καββαδία. Συμμετείχε στο ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια στο ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών. Πέρα από τη δράση του συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά κι άρχισε να γράφει τα πολιτικά ποιήματά του. Ποιήματα, όχι τόσο γνωστά -άγνωστα για την ακρίβεια- σαν αυτά που τραγουδάμε, αλλά σίγουρα εξίσου σημαντικά! Με χαρά λοιπόν τα «φύλλα» παρουσιάζουν τα δύο που ακολουθούν!

Στον τάφο του Επονίτη

Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ το μάτι δεν με πιάνει.
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια
κι ακόμα μ' είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι, το ξυλίκι.
Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα.
Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο το κουράγιο μου. Και που να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα,
Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά μου που ' μοιαζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη

[Περιοδικό Νέα Γενιά, χρόνος 3ος, αριθμός φύλλου 51, 15 Ιουνίου 1945]
(Το περιοδικό ήταν όργανο του Κεντρικού συμβουλίου της ΕΠΟΝ) 

Αντίσταση

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβύουν και εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ' όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ' αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα παν τα ιταλικά στην Ερυθρά. 
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό - Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.

Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική
Αναβάνουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα - Ισπανία και Πασιονάρα.

Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ' άρματα ζώνεσαι μ' αρχαία κραυγή πολέμου
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί.
Οι κρεμασμένοι στα δέντρα, μπαίγνιο του ανέμου.

Κι απέ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

[Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, αριθμός 8, 30 Ιουνίου 1945]

[Τα ποιήματα και το απόσπασμα από τη συνέντευξη αντλήθηκαν από το κατατοπιστίκο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου «Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ», των εκδόσεων ΑΓΡΑ.] 




Διαβάστε ακόμα:



Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Γιώργης Καζάκος: Άη Στράτης. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων. Χειμώνας 1941-1942




Στους χιλιάδες εξόριστους αγωνιστές...

Στη μνήμη του Αναγνώστη Δεληγιάννη...

Όταν ο πορφυρογέννητος Λουδοβίκος μιλάει για τόπο διχασμού (το άλλο με το τοπόσημο δείχνει την πλήρη αμορφωσιά του), ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Δεν λέει κάτι τυχαίο, ακολουθεί πιστά τους διάφορους αναθεωρητές καθηγητές Πανεπιστημίου και κάποιους ακόμα θλιβερούς «συγγραφείς», που προσπαθούν να ξαναγράψουν την Ιστορία... Να την ξαναγράψουν με μόνο σκοπό να αθωώσουν τους συνεργάτες των κατακτητών. Τόσο βρόμικοι είναι. Δεν αντέχουν στην ιδέα του πως, ένα τεράστιο μέρος του λαού οργανώθηκε για να τους πολεμήσει και να σώσει το λαό από την πείνα, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις. Από τις γραφειάρες τους, τις αίθουσες, τα ρυπαρά λιβελογραφήματά τους σε βιβλία και έντυπα ξερνούν όλο το άθλιο δηλητήριό τους. Γι' αυτό και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, δεν έχουν άλλο τρόπο, παρά να μαθαίνουν σε κάθε στιγμή την πραγματική Ιστορία του τόπου, για να βάζουν στη θέση του αυτόν τον θλιβερό εσμό που προσπαθεί να εξισώσει τους αντιστεκόμενους με τους συνεργάτες των Ούνων. Τα «φύλλα» προτείνουν λοιπόν το συγκλονιστικό βιβλίο του Γιώργη Καζάκου «΄Αη Στράτης. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων. Χειμώνας 1941-1942» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».


Λίγοι σύντροφοι πια είχαν μείνει ικανοί να περπατάνε και να εξυπηρετούν τους πεσμένους. Οι πεθαμένοι πάντα βρίσκονταν δυο και τρεις πάνω στα νεκροκρέβατα τους. Άνθρωποι να τους ανοίξουν τους τάφους δεν υπήρχαν, μα ούτε και να τους μεταφέρουν για να τους θάψουν. Με πολλή δυσκολία πηγαίναμε ορισμένοι που κάπως ακόμη κουνούσαμε τα πόδια μας. Και τους λάκκους τους ανοίγαμε ρηχούς, γιατί δεν είχαμε τη δύναμη που χρειαζόταν. Μαρτύριο ήταν η μεταφορά των νεκρών στο νεκροταφείο, γιατί ήταν μακριά και αρκετός ανήφορος και, το χειρότερο, το μονοπάτι που ανεβαίναμε ήταν στενό, βαθύ και όλο βράχους. [...]

Για ν' ανέβεις εκεί, έπρεπε ν' ακολουθήσεις το μοναδικό μονοπάτι που ανέβαινε καγκελωτά.

Ήταν ένα βαθύ και στενό νεροφάγωμα, όλο βράχια. Για να περάσει μια τετράδα ανθρώπων κουβαλώντας ένα νεκρό επάνω σε φορείο ήταν τρομερά δύσκολο. Για μας, δέκα φορές πιο δύσκολο. Το έδαφος σκληρό, όλο βράχια. Για ν' ανοίξουμε λάκκο, πολύ δύσκολο. Αναγκαστήκαμε  γι' αυτό να κάνουμε τους λάκκους ρηχούς και κοντούς. Όμως το πιο δύσκολο για μας ήταν το κουβάλημα. Για να πάμε το νεκρό τέσσερις ήταν αδύνατο, δεν είχαμε τις απαιτούμενες δυνάμεις, έπρεπε να τον σηκώσουμε έξι. Παίρναμε το νεκρό από τον κεντρικό θάλαμο έξι άτομα, τον πηγαίναμε ως το μονοπάτι, τότε έπιανε ένας από μπροστά το φορείο και ένας από πίσω και προχωρούσε. Πολλές φορές πέφταμε μαζί με το νεκρό. Μας έσπαγε η σκάλα που χρησιμοποιούσαμε για φορείο και σπάζαμε κι εμείς τα μούτρα μας. Πολλές φορές το φορείο μας γινόταν κομμάτια και τότε πιάναμε το νεκρό με τα χέρια από το κεφάλι και τα πόδια και παιδευόμαστε σαν κολασμένοι να τον ανεβάσουμε επάνω. [...]

Αρχίσαμε να κάνουμε τους λάκκους πιο φαρδιούς και θάβαμε δυο-δυο. [...] Σε έναν τάφο που θάψαμε δυο μαζί συντρόφους, δεν μπορέσαμε να τους σκεπάσουμε καλά, δε ρίξαμε αρκετό χώμα, γιατί δεν υπήρχε και δεν μπορούσαμε να σκάψουμε άλλο. Τους πήραν μυρωδιά τα σκυλιά του χωριού, καθώς και μεγάλα όρνια, τους ξέχωσαν και τους πετσόκοβαν τα κουφάρια.

Ο κακούργος ο Βουδικλάρης έκανε προπαγάνδα στο χωριό ότι, μόλις πιάσουν οι ζέστες, θα πιάσει τους χωρικούς αρρώστια αγιάτρευτη και θα πεθάνουν τα παιδιά τους. Και ζητούσε από τους χωρικούς να μας ξεκάνουν.

Οι κάτοικοι, όχι μόνο δεν παρασύρθηκαν και δε φοβήθηκαν τις απειλές του Βουδικλάρη, αλλά ορισμένοι, [...], μαζεύτηκαν και πήγαν τη νύχτα, άνοιξαν βαθείς λάκκους, μάζεψαν τα κομμάτια των νεκρών, τους έθαψαν βαθιά, τους σκέπασαν με άφθονο χώμα και πέτρες.


Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Πρωτοχρονιάτικο...



Στην προηγούμενη ανάρτηση διαβάσαμε πως πέρασε ο λαός της Αθήνας την 
Πρωτοχρονιά του 1942. Σε αυτή, μέσα από τους στίχους του τεράστιου διανοούμενου και ποιητή της εργατιάς και του λαού (έτσι τον αποκάλεσαν φωνάζοντας οι χιλιάδες του κόσμου που βρέθηκαν στην κηδεία του στις 16/12/1974) Κώστα Βάρναλη, ας δούμε πως πέρασαν το 1942 εν μέσω Κατοχής και πως περνούν κάθε Πρωτοχρονιά τα παράσιτα αυτής της χώρας. Από σύστασης του ελληνικού κράτους έως και σήμερα. Με μόνιμη επωδό τη θρησκεία και την πατρίδα ως το γνήσιο καταφύγιο των απατεώνων... Οι λίγες οικογένειες που μας κάθονται στο σβέρκο, αλλά εμείς ως δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα για να μας αδειάσουν τη γωνιά...


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ

Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ' επίσημοι κι ωραίοι.

Σαράντα λύκοι με προβιά (γι' αφτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

Οξ' ο κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
κ' οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
άνοιξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».

[Το ποίημα μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου]

Διαβάστε ακόμα:




Αθήνα, Πρωτοχρονιά 1942...




Η Πρωτοχρονιά του 1942 ξημέρωσε στην Αθήνα φρικτή, με την παγωνιά να τρυπάει τα κόκκαλα στα σπίτια με την ανύπαρκτη θέρμανση. Την προηγούμενη νύχτα είχε χιονίσει. Η πείνα εκείνου του χειμώνα ήταν κάτι που οι Αθηναίοι δεν είχαν ξαναζήσει. Εκατοντάδες άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά. Τα καροτσάκια, το μέσο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων, χρησιμοποιούνταν για να κουβαλήσουν κάποια από τα σκελετωμένα και ξυλιασμένα κουφάρια χωρίς καν ένα σεντόνι για να τα σκεπάσουν. Τα υπόλοιπα τα μάζευαν τα φορτηγά του δήμου και τα πέταγαν στην ανοιχτή καρότσα για να τα μεταφέρουν κι αυτά στο νεκροτομείο της οδού Μασσαλίας. Ο ζόφος είχε απλώσει τα δίχτυα του στην πόλη. Με αυτές τις ανατριχιαστικές εικόνες ξυπνούσαν κάθε πρωί οι Αθηναίοι. Όσοι είχαν καταφέρει να κοιμηθούν από τις ανατριχιαστικές κραυγές ανθρώπων «πεινάω» στο δρόμο. Κι όσοι θαρραλέοι βγήκαν σε αναζήτηση τροφής ή πηγαίνοντας με όσα υπάρχοντα μπορούσαν να κουβαλήσουν στις βαλίτσες τους να πάρουν το τρένο για να επισκεφτούν επαρχιακές πόλεις και χωριά για να τα πουλήσουν για λίγο τυρί, λάδι και αλεύρι, έπρεπε να κινηθούν με τα πόδια στη χιονισμένη και παγωμένη Αθήνα. Το τραμ δε λειτουργούσε γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα.

Πόσες μα πόσες σελίδες γράφτηκαν για εκείνο το χειμώνα. Γι' αυτό το ένα ακόμα έγκλημα των βάρβαρων που σε συνεργασία με τους ντόπιους συνεργάτες τους άφησαν ένα ολόκληρο λαό να λιμοκτονήσει. Παρουσιάζουμε για άλλη μια φορά στα «φύλλα», το συγκλονιστικό ποίημα του τεράστιου καλλιτέχνη Μίμη Φωτόπουλου κι ένα εκτενές  ανατριχιαστικό απόσπασμα του μεγάλου συγγραφέα Γιάννη Μαγκλή από το βιβλίο του « Τ' αδέρφια μου οι άνθρωποι», που αξίζουν να διαβαστούν...

Οι σύγχρονοι αναθεωρητές της Ιστορίας, είτε είναι ιστορικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου, είτε συγγραφείς μυθιστορημάτων που ξεπλένουν το δοσιλογισμό, είτε σικ βιβλιοκαφεδοπώλες στις καλές περιοχές της Αθήνας, είτε bloggers, καλό θα ήταν να απομακρυνθούν από την οθόνη τους... Τα αποσπάσματα που ακολουθούν δεν θα κάνουν καλό στο παραγεμισμένο με σάπιες ιδέες και ίσων αποστάσεων απόψεις μυαλό τους, γι' αυτούς που πολέμησαν το κτήνος κι αυτούς που συνεργάστηκαν μαζί τους... 

ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ άγνωστε,
που κάποιο πρωινό
πικρό, μουντό, βροντερό
καρφώθηκαν τα μάτια μου
μ’αγωνία πάνω στ’ άσπρο πτώμα σου
στο πεταμένο πτώμα σου
στην οδόν Αθηνάς
Κι είδα γύρω σου
λυωμένα τα όνειρά σου
μαδημένες τις ελπίδες σου,
άνθρωπέ μου πονεμένε
άγνωστη παρέα μου
στην απέραντη γή μας

Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να σε κυττάζω με συμπόνοια,
να κλάψω για το χαμό σου
πάνω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.
Πεινούσα πολύ
κι είχα πάρει του δρόμους
με παγωμένα πόδια
με παγωμένη σκέψη
και γυρόφερνα την αγωνία μου
στα σκουπίδια.

Κάθε τόσο
χτυπούσαν την πόρτα μου
οι χαφιέδες του θανάτου
φορώντας τον μαύρο μανδύα
των πένθιμων νυχτιών του Γενάρη.

Αυτοί είχαν βάλει
τ’ άστρα στην τσέπη τους
και μέσ’ στη σκέπη τους
είχαν κλειδώσει τον ήλιο.

Κι εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι
με συντροφιά
τα καρφιά του γεροχειμώνα.
Σαν παντιέρα συνδικάτου
που αργοκινιέται
σε πένθιμη παρέλαση
έγερνε η καρδιά μας
στο ρημαγμένο ιστό
του κορμιού μας.

Η κόλαση που είχε υφάνει
η αράχνη των ψευτοχριστιανών
στα σκουριασμένα μυαλά
απίθανων καλόγερων
είχε ζωντανέψει
όπως οι ψείρες
στα λερά ρούχα
των φτωχών…

Από τότε
πέθαναν τόσα χρόνια!
Χορτάσαμε από παλαμάκια
από αγύρτες κι από ήρωες
από “ζήτω” κι από “ελευθερία”
Και πολλές φορές
στα πένθιμα φθινοπωρινά
απογεύματα,
στις πληχτικές καλοκαιριάτικες
νυχτιές
ζωντενεύει μπροστά μου
η κέρινη μορφή σου
αδελφέ μου άγνωστε.

Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατελείωτες
να σε κυττάζω με συμπόνια
να κλάψω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.


Πλάι στο φρουραχείο, ζερβά, άνοιξε ένα λάκο κι όταν το μεσημέρι αποτρώγανε, βγαίναν οι αξιωματικοί πάνω στην ταράτσα να καπνίσουν το πουράκι τους και να χωνέψουν. Γύρω από το φρουραχείο μαζεύονταν λογής παιδιά: αγόρια και κορίτσια. Άπλυτα, ψειριασμένα, κουρελιασμένα, αχτένιστα, τα πιότερα φοβερά αδυνατισμένα, πες γερασμένα· πρησμένα από την αβιταμίνωση, με ραβδιά στο χέρι για να στέκονται ορθά. Από την πίσω μεριά του φρουραχείου ερχόντουσαν δύο στρατιώτες Γερμανοί, μ' ένα καζάνι αποφάγια. Φτάναν πάνω από το λάκο, ακούμπαγαν το καζάνι στο χείλος του, κοίταζαν τα παιδιά: «Κομ, κομ...», τα καλούσαν. Έτρεχε η πεινασμένη παιδοθάλασσα ποιος να τα πρωτοφτάξει. Και τότε το καζάνι έγερνε και το αποφάγι έπεφτε μέσα στο λάκο. Ξοπίσω τα παιδιά, άλλα γέρναν από πάνω με σκυφτό το απανωκόρμι, άλλα δίνανε μια, πετιόντουσαν στο λάκο. Τα πιο μικρά, τα πιο άρρωστα, δεν μπορούσαν να φτάξουν. Τσίριζαν, ριχνόντουσαν απάνω στ' άλλα παιδιά και τα τραβούσαν, τα καταπονούσαν να προλάβουν να πάρουν κι αυτά κάτι: μια χούφτα φαΐ με χώμα.

Πάνω από την ταράτσα γελούσε ο Βεληγκέκας. Γελούσαν και οι αξιωματικοί. Μερικοί κατέβαιναν πιο κάτω και τραβούσαν φωτογραφίες: «Ενθύμιον - Souvenir».

Κάθε βραδάκι λοιπόν, κοντά στο σουρούπωμα, έφτανε στο λιμάνι ένα μεγάλο επίταχτο. Κουβάλαγε τρόφιμα για τον καταχτητή· να τρώει, νάναι γερός, δυνατός, νάχει κάτω από την μπότα του τους σκλάβους και να κυριέψει τον κόσμο. [...]

Καθούμασταν στα καφενεία και χαζεύαμε. Βλέπαμε τα τρόφιμα· κρέτα, ψωμιά, φρούτα και νιώθαμε ντροπή μεγάλη για όλ' αυτά τα καλοταϊσμένα θεριά. Ντροπή και μίσος απέραντο.

Στο πλαϊνό τραπέζι καθόταν ο πάπα-Νεχτάριος, ο πάπαρδος της Μητρόπολης, πούβγαζε τους πατριωτικούς λόγους στον καιρό του Μεταξά, και που σαν ήρθαν οι Γερμανοί κατέβηκε στην προκυμαία να τους υποδεχτεί... [...]

Ένας αξιωματικός με καινούριο, καλοραμένο κουστούμι, σηκωτό πηλίκιο ,γερτό αλαφριά πάνω στο δεξί αφτί, μπήκε στην προβλήτα. Κράταγε ένα βιτσάκι και το χτύπαγε στην μπότα. [...]

Κάτι είπε γελαστά, πήρε από το κοφίνι μια φραντζόλα, έκοψε ένα κομμάτι και κρατώντας το βγήκε πάνω στο πεζοδρόμιο της προκυμαίας.

Εκεί στέκανε πάμπολα παιδιά, αμίλητα, αποβλακωμένα από τη δυστυχία και την εξάντληση. Κοίταζαν το ψωμί με το ξεθωριασμένο, άφωτο μάτι, σήκωναν το βρώμικο σκελετωμένο χέρι να ξυστούν, να διώξουν μια ψείρα, να καταλαγιάσουν τη φαγούρα της σάρκας.

Ο αξιωματικός στράφηκε στα παιδιά, τους έδειξε το ψωμί, φώναξε γελαστά: «κομ, κομ». Τον κοίταζαν, παίζανε τα βαριά ματοτσίνορά τους, φουσκώνε από την ανασεμιά, λίγο πιότερο, το αδυνατισμένο στηθάκι τους. [...]

Εν' αγόρι μεγαλούτσικο ξέκοψε απ' τ' άλλα, σίμωσε και δειλά σήκωσε το χέρι. Το ψωμί ψήλωσε λιγάκι, ανέβηκε πιο απάνω, μα το χέρι του παιδιού κόντεψε να το φτάσει. Τότε το βιτσάκι με σβέλτη κίνηση χτύπησε τα δάχτυλα του παιδιού. Αυτό μούγγρισε, έφερε γρήγορα το πονεμένο χέρι στο στόμα και το δάγκωσε. Έσκασε στα γέλια ο καλοταϊσμένος Γερμανός. Και τ' άλλα τα θηρία γέλασαν κι αυτά. Αλήθεια, τι έξυπνο και ωραίο παιγνίδι!

Το ψωμί πάλι σηκώθηκε ψηλά: «Κομ», φώναξε ενθουσιασμένα ο αξιωματικός. Τα παιδιά κ' εμείς όλοι, είχαμε καταλάβει: Θάπεφταν μερικές βιτσιές, μα μπορεί και να κατάφερνες ν' αρπάξεις το ψωμί· και τότε ο Γερμανός θα γέλαγε καλοκάγαθα και θάλεγε : εντάξει. [...]

Μεγάλωσε ο κύκλος και ζωήρεψε το παιχνίδι. Κάμποσες φορές έπεσε σφυριχτά το βιτσάκι πάνω στα κοκαλιάρικα δαχτυλάκια. Φώναξαν, τσίριξαν από πόνο και ξαφνικά το πρώτο εκείνο μεγαλούτσικο παιδί, άρπαξε το ψωμί με τέτοια σβελτάδα και δύναμη που το ξεκόλλησε από τα χέρια του χιτλερικού θηρίο. 

«Α!» κάναν τα στήθια μας ξαλαφρωμένα. Το παιδί έτρεξε λίγο πιο κει και στάθηκε σφίγγοντας στην αγκαλιά του το περίφημο λάφυρο.

-Κομ! φώναξε λυσσασμένα ο Γερμανός. Κομ, κομ!

Το παιδί έκανε μεταβολή και βάλθηκε όσο πιο γοργά του επέτρεπαν τα εξαντλημένα ποδάρια του να τρέχει. Ο χιτλερικός θύμωσε και ρίχτηκε πίσω του με ζυγισμένες δρασκελιές. Κοντά είκοσι μέτρα πιο ΄κει, το άρπαξε.[...] Ο Γερμανός βάλθηκε να το χτυπά με το βιτσάκι, να το κλωτσά τυφλά, και να ουρλιάζει. Ήθελε να πάρει το ψωμί, μα το παιδί το κρατούσε σφιχτά με τα δυο χέρια του και τόσφιγγε πάνω στο στήθος του. Είχε κουβαριαστεί και κάτω από την ασπίδα του κορμιού του έκρυβε ο δυσκολοκερδισμένο θησαυρό του.

Ο χιτλερικός έχωσε το παπούτσι του κάτω από το κορμί του παιδιού και μ' ένα τίναγμα το αναποδογύρισε. Του τράβηξε μερικές βιτσιές στα μούτρα, στα χέρια και σκύβοντας άρπαξε το ψωμί. Μα το παιδί είχε χώσει μέσα σε τούτο το ψωμάκι ολόκληρη την ψυχούλα του, όλο το αίμα του· και δεν το παρατούσε, μόνο τόσφιγγε άγρια, σύγκορμα. Έγινε μια μικρή πάλη που κράτησε λίγες στιγμές και το φτωχό ψωμάκι βρέθηκε στα χέρια του Γερμανού. Όμως ο Γερμανός με τα γαλάζια μάτια δεν ικανοποιήθηκε· ο θυμός του είχε γίνει ένα με το μίσος. Ξανάσκυψε, χούφτιασε με τις δύο χερούκλες το αδύναμο χέρι του παιδιού εδώ από τον καρπό· εκεί από την κλείδωση του αγκώνα, το ακούμπησε πάνω στο λυγισμένο γόνατό του και με γοργή, βίαιη κίνηση και μ' ένα «κραχ» ξερό, ανατριχιαστικό, πουσπαρτάρησε την καρδιά μας, έσπασε το κόκαλο του χεριού. Ακούστηκε βραχνή κρωξιά και το παιδί έπεσε ξερό στο χώμα.

Στράφηκα στον παπά που τ' άσπρα μακριά γένια του πέφτανε απάνω στο βαθουλωμένο από τη στέρηση στήθος του (που εκείνη η μεγαλοπρεπή κοιλιά του καλού καιρού!) και κοιτώντας τον του είπα με κακία:

-Χαιρετάτε ακόμα τους αντιπροσώπους της νέας τάξης;


[Το ποίημα και το απόσπασμα μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου]

Διαβάστε ακόμα: