Η λίστα ιστολογίων μου

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Επίδαυρος...




Όλα είναι θέμα σκαψίματος! Ειδικά με ότι έχει να κάνει με την αλλαγή αυτού του κόσμου προς το καλύτερο. Άλλοι έσκαψαν βαθιά μέσα στα βιβλία και μετά βαθιά μέσα τους για να εξηγήσουν τον κόσμο και να τον αλλάξουν. Άλλοι έσκαψαν βαθιά μέσα στη γη για να βρουν τον αρχαίο κόσμο και να μας τον προσφέρουν. Είτε μπροστά στα μάτια μας είτε μέσα από τις σελίδες των βιβλίων. Άλλοι "έσκαψαν" οι ίδιοι τους τάφους τους γιατί οι ιδέες τους έρχονταν σε αντίθεση με τις ιδέες των ισχυρών. Κάπου όλες και όλοι σκάβουμε όταν δεν θέλουμε να κάνουμε ένα απλό πέρασμα από τη γη...  

Ο αρχιτέκτονας Πολύκλειτος έσκαψε τα θεμέλια και στέριωσε το θέατρο της Επιδαύρου. Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας μας αφήνει κληρονομιά την περιγραφή του θεάτρου και την ιστορία του, ο αρχαιολόγος Π. Καββαδίας έσκαψε βαθιά μέσα στην έρευνα και οι σκαπάνες του συνεργείου του ανακάλυψαν το θέατρο, ο Στάθης Σπηλιωτόπουλος, θεατράνθρωπος, (1903-1994) έσκυψε πάνω στα βιβλία έγραψε και μας πρόσφερε το κείμενο που ακολουθεί και τα "φύλλα" που σκύβουν και σκάβουν μέσα στις σελίδες της κριτικής, της Ιστορίας, των αγώνων του ανθρώπου με χαρά και περηφάνια παρουσιάζουν έστω κι ένα μέρος (λόγου χώρου) αυτού του σπουδαίου κειμένου!

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ: Πελοποννησιακό ιερό του Ασκληπιού και του Διονύσου 

Παραπάνω από τρία τέταρτα του αιώνα έχουν περάσει από τον καιρό (1881) που οι σκαπάνες των συνεργείων του αείμνηστου αρχαιολόγου Π. Καββαδία χτύπησαν για πρώτη φορά τη γη της Επιδαύρου. Το χώμα που σιγά-σιγά είχαν σωριάσει οι αιώνες στον ιερό χώρο του Ασκληπιείου και ολόγυρά του, δεν το είχε έως τότε ανασκαλέψει παρά του αμπελουργού το τσαπί και του ζευγολάτη το υνί. Και μόνον των ξώμαχων ων οι φωνές και των ζωντανών τα σκουξίματα έκοβαν πότε-πότε τη σιωπή που απλωνόταν στην κοιλάδα και στα γύρω βουνά, το Κυνόρτιο και το Αραχναίο.

Άλλοτε, στα πολύ παλιά χρόνια, άλλοι ήχοι ήσαν γνώριμοι στο τοπίο: Η οχλοβοή των αρρώστων που, από κάθε ελληνική γωνιά, γύρευαν γιατρειά από το θείο θεραπευτή, τον Ασκληπιό. Οι ύμνοι των ιερέων και οι παιάνες εκείνων που βρήκαν την υγειά τους και κάποιοι άλλοι υμνοι-διθύραμβοι τούτοι- που έναν άλλο θεό είχαν υπερκόσμιο αποδέκτη- τον Διόνυσο. Γιατί, λίγο ψηλότερα από το Ασκληπιείο, στην πλαγιά του Κυνορτίου, υψωνόταν το αριστοτεχνικότερο θέατρο της Ελλάδας, χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Πολύκλειτο τον νεώτερο, τα τελευταία χρονιά του 5ου π.Χ. αιώνα, του μεγάλου ελληνικού αιώνα. Οι σκαπάνες των αρχαιολογικών συνεργείων το ξεσκέπασαν κι αυτό, σχεδόν απείραχτο, κοντά στα ερειπωμένα ιερά. Πέρασαν όμως αλλά εβδομήντα χρόνια, χωρίς ν' αντηχήσουν στο κοίλο του με τη θαυμαστή ακουστική οι γνώριμες αρχαίες φωνές. 

Ώσπου στα 1954 το θαύμα έγινε. Στην κυκλική ορχήστρα του θεάτρου ακούστηκαν λόγια που είχαν είκοσι αιώνες να ακουστούν. Οι αντίπαλοι των βουνών εξύπνησαν στους γνώριμους πανάρχαιους ήχους. Δεκάδες χιλιάδες πόδια ξαναπάτησαν τα αρχαία μονοπάτια. Και τα κρύα μάρμαρα του αμφιθεάτρου ένιωσαν πάλι τη φρικίαση της ανθρώπινης σάρκας που την κέντριζε το πάθος των τραγικών ηρώων. 

Δεκατέσσερις χιλιάδες θέσεις στους τριάντα δύο αναβαθμούς του θεάτρου γέμισαν και ξαναγεμίσαν από θεατές που τούτη τη φορά δεν ήρθαν μόνο "από πάσης Ελλάδος" [...]. Από θεατές που δεν ήταν μόνο Αχαιοί και Ίωνες και Δωριείς και Αιολείς, αλλά και Μαύροι και Κίτρινοι και Μογγόλοι κι απ' όσες φυλές οικούν την υδρόγειο. 

Θεραπευτήριο σωμάτων ήταν στην αρχή η Επίδαυρος. Στις στοές και στους περιβόλους του Ασκληπιείου, στους βωμούς και στους ναούς, στις κρήνες και στα λουτρά του και, πάνω απ' όλα, στον ιερό θάλαμο -το Άβατον- αποζητούσαν οι άρρωστοι τη γιατρειά τους. Και πολλοί τη βρίσκανε[...].

Οι επιγραφές που βρέθηκαν στην Επίδαυρο μαρτυρούν τέτοιες θαυμαστές θεραπείες. [...]

Όμως για να γιατρευτούν τα άρρωστα σώματα, χρειαζόταν και της ψυχής η θεραπεία. Ο Ασκληπιός εφρόντιζε για εκείνα. Αυτή (την ψυχική) την φύτεψαν οι πιστοί από το Διόνυσο. Κι έχτισαν το θέατρο, που ο Παυσανίας το χαρακτηρίζει "μάλιστα θέας άξιον", αφού οικοδομήθηκε από τον Πολύκλειτο. [...] 

Από το Ασκληπιείο δεν απομένει σήμερα τίποτ' άλλο, παρά ερείπια, σπασμένα κομμάτια μαρμάρου κάλλους, ιστορικά θεραπείας [...]. 

Το θέατρο όμως βρίσκεται, ακέριο σχεδόν απείραχτο, όπως το στέριωσε εδώ και είκοσι πέντε αιώνες ο Πολύκλειτος. Και ο αθάνατος τραγικός λόγος, προαιώνιος στην καταγωγή του, αιώνιος στην ουσία του, ξανακούγεται τώρα κάθε καλοκαίρι στην Πελοποννησιακή κοιλάδα. Από τον "Ιππόλυτο" του Ευρυπίδη, που τον πρωτόπαιξε το Εθνικό μας Θέατρο στην Επίδαυρο στα 1954 είναι οι στίχοι που ακολουθούν:

"Ετούτο το πλεχτό στεφάνι, στολισμένο
από λιβάδι απείραχτο, σε σένα φέρνω,
ω δέσποινα, που εκεί μήτε τσοπάνης
αποκοιτάει τα πράματά του να βοσκήσει
μήτε δρεπάνι σιδερένιο έχει περάσει,
παρά μονάχα μέλισσα διαβαίνει 
της άνοιξης, από τ' απείραχτο λιβάδι.
Και με νερά δροσερά ποταμίσια,
ευλαβικά το ποτίζουνε χέρια, 
για να κορφολογάνε τους ανθούς του εκείνοι
πουν' από φυσικού τους μυαλωμένοι,
δίχως μαθήματα νάχουνε πάρει.
Όμως κακοί δεν είναι θεμιτό να μπαίνουν.
Αλλά δέξου, από θεοσεβούμενο χέρι,
αγαπημένη μου δέσποινα, τούτο 
τ' ανάδεμα για τη Χρυσή σου κόμη.
Γιατί απ' όλους τους θνητούς εγώ μόνος
ετούτην έχω τη χάρη: νάμαι μαζί σου
και να μπορώ να μιλάω με σένα,
γροικώντας τη φωνή σου, χωρίς να σε βλέπω
Και προσεύχομαι το τέλος μου νάναι
παρόμοιο με την αρχή της ζωής μου"



Το απόσπασμα είναι από το κείμενο του Στάθη Σπηλιωτόπουλου με τίτλο: Επίδαυρος (Πελοποννησιακό ιερό του Ασκληπιού και του Διονύσου), περιοδικό Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1960. 




Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Κορδέλες




Πάντα όταν βλέπω αυτούς τους πέντε ανθρώπους να ενώνουν τα χέρια τους, στο νου μου έρχονται οι δικοί μας επαναστάτες της δεκαετίας του '40. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου και του Στάλινγκραντ. Πάντα όταν βλέπω τους πέντε αυτούς ανθρώπους το μυαλό μου πηγαίνει στην ηρωική έξοδό τους. Στο μαζί. Στην ενότητα. Στον ιερό σκοπό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Στα συντρίμμια της Γάζας. Στους δρόμους της Δυτικής Όχθης. Εκεί που χτυπά όλη η αξιοπρέπεια του καιρού μας...

Οι άνθρωποι γράφουν την Ιστορία. Κι οι άνθρωποι την καταγράφουν. Στις λευκές σελίδες, στα σημειωματάρια τους, σε μικρά χαρτάκια που μπορούν να ζητήσουν σ' ένα καφενείο, στις οθόνες του υπολογιστή τους. Κάπως έτσι φαντάζομαι τον άνθρωπο που έγραψε αυτό το ποίημα. Κάπου να έγινε αποτύπωση η σκέψη. Η σκέψη επεξεργασμένη από τον αγώνα, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. Να ξεχύνεται στο σημειωματάριο, τη σελίδα, την οθόνη, το μικρό χαρτάκι. Και κυρίως να ξεχύνεται από την καρδιά, την αγωνία και τη δύναμη που μας δίνει ο αγώνας των κορδελών. Γιατί στις κορδέλες όλοι οι υπόλοιποι χρωστάμε. Γιατί εμείς, όλοι επάνω στη γη, πεθάναμε. Πλην μιας μικρής Λωρίδας…

Και κάπως έτσι διάβασα τους παρακάτω στίχους...


Κορδέλες 

Εξαντλημένα απ’ τον πόνο

Κάθε κορμός και μια ψυχή

Φυτεύτηκε βαθιά στην ευλογημένη γη

Χρυσός τρούλος αγναντεύει τις αγνές ψυχές

Ταξίδεψαν σ’ ορίζοντες αλλοτινούς

Φωτίζοντας με το αγκάθινο φωτοστέφανο

Τον πόνο που χαράχτηκε

Στα σπλάχνα της μάνας γης

Παιδιά όλων των ηλικιών

Με πρόσωπα αγγελικά

Απαλλαγμένα απ’ τη σκιά του θανάτου

Που άλλοι κρέμασαν σπάθα πάνω στο κεφάλι τους

στον υλικό τον κόσμο

Έφηβοι που σκίρτησαν

Μπρος σε μια μάχη άνιση

Το γέλιο τους πνίγοντας

Όλα τα τέρατα

με ανθρώπινη μορφή

Κι αν κάποτε συλλογιστούμε

Το τι μέλλει γενέσθαι

Θα τρέξουμε στα νεκροταφεία

Δάκρυα να χυθούν πάνω στα γκρεμισμένα μνήματα

Που ράγισαν κάτω απ’ τα βήματα

Όλων εκείνων που έστρεψαν το βλέμμα

Μα τί για κείνους που κοντοστάθηκαν

Και έκλαψαν πικρά;

Για αυτούς ας φυτρώσει μια ακακία

Να θυμίζει πως όσο κανείς κοντοστέκεται

Δε χάνεται η ελπίδα

Σας ευχαριστούμε για όλα.

Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι μαύρες και οι κίτρινες κορδέλες

Ας μη σταματήσουν να ανεμίζουν ποτέ πάνω στα τιμημένα σας κεφάλια.

Έχετε γαλήνη.

Στη Γη που δεν πεθαίνει ποτέ.

Γιατί η άλλη πέθανε. Πλην μιας μικρής Λωρίδας…

Χ.

Πηγή: 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Είναι εξωπολιτική η τέχνη; Ή αλλιώς βάλε τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα...




Μία τέχνη και μία λογοτεχνία τόσο μακριάν από την μουσικήν ψυχήν των πραγμάτων, ώστε να είνε ατεχνία. Τόσον υπηρέτρια του γλωσσικού ζητήματος ώστε να καθίσταται θεματογραφία. Τόσο φλύαρη και φωναστική ώστε να γίνεται πολυλογία. Μία τέχνη χωρίς κατεύθυνσιν που δεν προέρχεται από καμμίαν συνείδηση, περισσότερον από ασυνειδησίαν. Η ποίησις: στιχομυθία από τα ερωτικά επιστολάρια• απέραντη ομφαλοσκοπία. Το διήγημα συνθηματική ηθογραφία που σχετίζεται περισσότερον με την επιστήμην της λαογραφίας παρά με την τέχνην. Κάθε φιλοσοφική πνοή μακριά μας. Κάθε αφιλοσόφητη μικροκακία είνε μέσα στ' άδυτά μας. 

Άριστος Καμπάνης, περιοδικό Ακρίτας, τεύχος 22-23, Ιουνιος-Ιουλιος 1905

Τον τελευταίο καιρό αρκετή συζήτηση γίνεται για το εάν οι διαφόρου τύπου καλλιτέχνες πρέπει να έχουν και πολιτική στάση. Αυτή η συζήτηση δεν είναι μόνο σημερινή αλλά έρχεται τουλάχιστον έναν αιώνα τώρα. Το τι είναι βέβαια τέχνη είναι μια μεγάλη συζήτηση... Ασφαλώς η "εξωπολιτική" τέχνη είναι ένα εξαιρετικά καλό επιχείρημα για να μην παίρνουν θέση διάφοροι και διάφορες έτσι ώστε να αποκομίζουν κέρδη από παντού. Ακόμα και από γενοκτόνους. Προφανώς και τα επιχειρήματά τους περί ουδετερότητας και ασχολίας μόνο με το τραγούδι ή τη συγγραφή είναι "κατά το δοκούν" τους. Και φυσικά το δικό τους "κατά το δοκούν" είναι πάντα αντιδραστικό... Παρακάτω, θα δούμε πως με τα επιστημονικά όπλα της κριτικής-αισθητικής ο μπάρμπα Κώστας Βάρναλης, αυτό το τεράστιο κεφάλαιο των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων, του λαού μας και των αγώνων του, ο άνθρωπος που στο δρόμο για την τελευταία του κατοικία στις 16 Δεκεμβρίου 1974, οι χιλιάδες κόσμου που τον συνόδεψαν και φώναζαν "ποιητή της εργατιάς είσαι οδηγητής για μας" μας οδηγεί και βάζει τα πράγματα στη θέση τους! 

Η ελευθερία του πνεύματος, που ζητάνε οι δεξιοί και οι κεντρώοι λογοτέχνες, δεν είναι τίποτες άλλο παρά η ηθική τους αποδέσμευση από το Χρέος απέναντι του λαού να τον φωτίσουμε, να τον συνειδητοποιήσουνε και να κινήσουνε εναντίον του εχθρού. Ελευθερία αντιδραστική, αντικοινωνική, εγωιστική. Ελευθερία φυγής από την πραγματικότητα, δηλαδή φυγής από το λαό, που είναι η μόνη δυναμογόνα πηγή για τα μεγάλα έργα. [...]

Αλλά την ελευθερία την εννοούνε πρωτ' απ' όλα εξωπολιτική. [...] Δε μπορεί να πολιτεύεται δηλαδή ν' αγωνίζεται συνειδητά και σκόπιμα για το μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Μα είναι δυνατόν να μην πολιτεύεται η Τέχνη; Όσο κι αν αποφεύγει τέτοια σκοποθεσία, δε μπορεί ν' αποφύγει την τέτιαν αποτελεσματικότητα. Δεν υπάρχει πράξη ή σκέψη του κοινωνικού ανθρώπου που να μην έχει είτε καθορισμό είτε αντίχτυπο πολιτικό. [...] Δεν υπάρχει λοιπόν Τέχνη εξωπολιτική. Το πρόβλημα είναι τι πολιτική θ' ακολουθήσει: προοδευτική ή αντιδραστική; Την αντιδραστική πολιτική, το "στάτους κβο" θεωρούν εξωπολιτική δεξιοί και κεντρώοι. 

Αν το χρέος του πνευματικού ηγέτη είναι να χτυπάει και να γκρεμίζει το κακό και να οικοδομεί το καλό σε κάθε καιρό, αυτό το χρέος γίνεται πιο μεγάλο και πιο άμεσο στα χρόνια του αποφασιστικού αναμετρήματος των δύο κόσμων. [...]

Αλλά όταν λένε "εξωπολιτική" Τέχνη, εννοούνε κάτι άλλο πιο συγκεκριμένο: αταξική!  Μα τέτοια τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει σε κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις. Κ' εφόσον οι δύο μεγαλύτερες και μαχητικότερες τάξεις είναι από τη μία μεριά η μειοψηφία των εκμεταλλευτών κι από την άλλη η πλειοψηφία των θυμάτων, ο κάθε άνθρωπος ανήκει σε μίαν από τις δύο.  

Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος έξω από την κοινωνία, έτσι δεν υπάρχει και εξωταξικός άνθρωπος και συνεπούμενα αταξική Τέχνη σε ταξική κοινωνία.

Έτσι [...] δεν μπορεί κανείς πνευματικός άνθρωπος να υποστηρίζει σοβαρά, πως μένει στον όχτο της Ιστορίας και τη βλέπει να κυλάει, ενώ αυτός μένει ακίνητος. Ο καθένας ανήκει θέλει δε θέλει, το ξέρει ή δεν το ξέρει, ή δεξιά ή αριστερά. Όλοι οι "ουδέτεροι" δεν είναι τίποτα άλλο παρά δεξιοί καμουφλαρισμένοι. Το ζήτημα είναι ν' ανήκουμε στην προοδευτική παράταξη. Και να ανήκουμε συνειδητά. Κι όταν μάλιστα είμαστε οργανωμένοι, τότε το αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερο. Οι αναρχούμενες μονάδες είναι εμπόδιο στο δρόμο της δημιουργικής εξέλιξης. 

Και επειδή οι λύκοι (βλέπε "διανοούμενοι" στο πλευρό της εξουσίας- πολλά παραδείγματα υπάρχουν και στις μέρες μας και παλιά) δεν μπορούν να φυλάνε τα πρόβατα παρά μόνο να τα φάνε (δηλαδή με σανό να ταΐζουν τον λαό - πόπολο γι' αυτούς) και επειδή έχουν τα ιδεολογικά όπλα και είναι μανούλες στη διαστρέβλωση (ακόμα και πνευματικών ανθρώπων που στάθηκαν στο πλευρό των καταπιεσμένων αυτού του τόπου -Αδαμάντιος Κοραής και Διονύσιος Σολωμος) ο μπάρμπα Κώστας Βάρναλης θα τους ξεσκεπάσει κι αυτούς και  μέσα από το μεγάλο έργο του "Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ" καθώς και σε άλλα κείμενα του, συνεχίζει: 

Ο Σολωμός που εξακολουθεί να είναι ο πιο συνειδητός, ο πιο φιλοσοφημένος ποιητής της νεότερης Ελλάδας κι ο πιο θερμός αγωνιστής της ελευθερίας του λαού[...] βάζει την πολιτική συνειδητά μέσα στα μεγάλα θέματα της Ποίησης. [...]

Η συνειδητή πολιτική είναι από τα περιεχόμενα του Χρέους! Και το 'λεγε ο Σολωμός, ένας λύκος της τότε Αριστεράς - ο ποιητής της θανάσιμης σάτιρας των αριστοκρατών της Δεξιάς: της "Γυναίκας της Ζάκυθος"! 

Αυτήν τη συνείδηση του Χρέους ζητάμε από τους πνευματικούς ανθρώπους της σημερινής Ελλάδας. Και τον οργανωμένο τους αγώνα ενάντια στον οργανωμένο (από το σκολειό ίσαμε με τον τύπο και τον άμβωνα)  αγώνα της αντίδρασης. 


Το απόσπασμα με τα πλάγια γράμματα είναι μέρος του εξαιρετικού κειμένου (που πολλές δεκαετίες μετά εξακολουθεί να είναι επίκαιρο όπως και όλο το έργο του) του Κώστα Βάρναλη με τίτλο "Λύκοι και πρόβατα" και εντάσσεται στο τρίτομο έργο με τίτλο "ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ" που εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. 






Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Φλάι Έμιρειτς...






Είχε πάρα πολύ καιρό να τον δει... Αλλά μάντευε ότι ήταν εκεί. Μάλλον όχι, δεν μάντευε. Ήξερε από τη σκιά του ότι ήταν εκεί... Μιάμιση δεκαετία μένει στο σπίτι που απέναντι του ο τέταρτος όροφος είναι στο ίδιο ύψος με το σπίτι του. Ένας άντρας στην ηλικία του, που δεν έχουν αλλάξει μια κουβέντα τόσα χρόνια κι έτσι κι αλλιώς σπάνια συναντά μέσα στο χρόνο. Μια σκιά κάθε βράδυ που κάθεται στον καναπέ απέναντι από μια σχετικά μικρή, για την εποχή μας, οθόνη που αναβοσβήνει. Αναβοσβήνει με κύρια εικόνα μια πράσινη "τσόχα" από γκαζόν και εικοσιδύο τύπους να τρέχουν. Εκεί πάντα, η ίδια παχιά φιγούρα που το βράδυ μετατρέπεται σε σκιά. Παντζούρια βλέπεις δεν υπάρχουν σε αυτά τα είκοσι κάτι φτωχά τετραγωνικά. Κρεβάτι, κομοδίνο, καναπές, τηλεόραση, υπολογιστής. Όλα αυτά μαζί με μια υποτυπώδη κουζίνα σ' ένα δωμάτιο. Το μπάνιο στη συνέχεια της κουζίνας φαντάζεσαι ότι υπάρχει από ένα τόσο δα παραθυράκι. 

Απόψε, άνοιξαν τη μπαλκονόπορτα, δροσιά να μπει του Μάη, κι αποφάσισαν να φάνε στη βεράντα. Η κουρτίνα και η πόρτα του απέναντι σπιτιού μετά από καιρό ήταν ανοιχτή και αντί αυτού έκανε την εμφάνιση της αυτή. Μια γυναίκα, που είχε κι αυτή ακόμα πιο πολύ καιρό να δει νομίζοντας ότι τον έχει εγκαταλείψει κι είχαν χωρίσει οι δρόμοι τους. Πράγμα που τον στεναχωρούσε. Σκεφτόταν ότι, ίσως η παρουσία της να του απάλυνε τη μοναξιά και η οθόνη ίσως έσβηνε για λίγο. Αλλά ακόμα και μαζί η οθόνη με τους δύο στον ίδιο καναπέ ήταν πάντα ανοιχτή. Απλά οι φιγούρες των σκιών ήταν δύο. Αυτό που του άρεσε ήταν ότι όταν αυτή έφευγε, ίσως για τη δουλειά, αυτός έβγαινε στη βεράντα και με τα χέρια στα κάγκελα καθόταν σαν καπετάνιος στην κουπαστή και την κοιτούσε μέχρι να εξαφανιστεί. Αυτό του ήρθε στο μυαλό όταν την είδε. 

Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και του είπε:

-Πρώτη φορά βλέπω τόσα χρόνια το σπίτι μέσα.

-Είναι πολύ μικρό. Ό,τι βλέπεις. 

- Ανθοδοχείο με λουλούδια είναι αυτό;

- Ποτρατίφ. 

Φάνηκε να απογοητεύεται από την απάντηση. Ίσως περίμενε κάτι πιο ρομαντικό. Κάτι πιο γλυκό... 

Αλλά ακόμα κι έτσι αυτός ένιωθε ανακουφισμένος με την παρουσία της.  

Κάθισαν να φάνε. Η βεράντα τους ντυμένη στ' ανοιξιάτικα ήταν στα καλύτερά της! Πρασινάδες, δεντράκια, μυρωδικά όλα περιποιημένα μετά την χειμερινή χωρίς περιποίηση ανάπαυλα. 

Απέναντι τους, ο γείτονας χωρίς όνομα, βγήκε με αργά βήματα στην έτσι κι αλλιώς μικρή και παντελώς άδεια βεράντα. Στάθηκε κάτω από κάτι σκισμένα τεντόπανα που κάποτε προστάτευαν το σπίτι από βροχές και ήλιο και σαν καπετάνιος ακούμπησε τα χέρια στα κάγκελα και κοίταξε κάτω. Λογικά, θα βγήκε να χαιρετήσει τη σύντροφό. Η μπλούζα του, γνωστής ομάδας της χώρας που είναι υπεύθυνη για τον τόσο πόνο που απλόχερα έχει μοιράσει ανά τους αιώνες στον πλανήτη, διαφήμιζε την Fly Emirates. Αυτός και το μικρό του σπίτι, τόσο πιο ψηλά από τις δίπλα μονοκατοικίες φαινόταν να ίπταται πιο ψηλά από όλους. Αφού εξαφανίστηκε από τα μάτια του η σύντροφος, γύρισε και με αργά βήματα μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και τις κουρτίνες, η φιγούρα του φάνηκε να κάθεται στον καναπέ και από εκεί που φαινόταν να ίπταται έναντι όλων βυθίστηκε για να παρακολουθήσει στα είκοσι κάτι τετραγωνικά του τους υπαλλήλους των πλούσιων Αράβων της ομάδας να τρέχουν πάνω κάτω. Κι αυτός εκεί, κολλημένος αντί να πετάει και να προσπαθεί να κερδίσει τη ζωή και τον όσο χρόνο του αναλογεί σε αυτό το πέρασμα του από τη γη...

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Γρηγόρης Καραγιαννίδης...

 



Έγραφε ο Νίκος Καρούζος:  


Ποτέ στ' αλήθεια δεν το 'μαθα /τι είναι τα ποιήματα. / Είναι πληρώματα / είν' ομοιώματα /φενάκη /φρεναπάτη / Φρενάρισμα ίσως; /ταραχώδη κύματα; / τι είναι τα ποιήματα; / Είν' εκδορές απλά γδαρσίματα; /είναι σκαψίματα; / Είναι ιώδιο; / είναι φάρμακα; / είναι γάζες επίδεσμοι / παρηγοριά ή διαλείμματα; / Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα. / Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Εγώ δεν ξέρω τι είναι τα ποιήματα για τον Γρηγόρη Καραγιαννίδη... Καταλαβαίνω ότι μπορεί να είναι και ενθύμια φρίκης αλλά και ιώδιο και φάρμακα... Μπορεί και τα δύο, μπορεί και τίποτα... Αυτό που ξέρω είναι ότι τα ποιήματά του τα έχει γράψει με το αίμα του... Με το αίμα της ψυχής του... Τα γράφει ίσως για να "επιβιώσει... Όπως ο άλλος μεγάλος απομυθοποιητής του αμερικανικού ονείρου, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι που έγραφε: "να παλεύουμε με πράγματα ακατόρθωτα για να τα βγάλουμε πέρα" και: "όπως εγώ τώρα / παλεύω σαν σκυλί / παλεύω για να σώσω τη ζωή μου / μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους"

"33"

Ξυπνώ άλλο ένα πρωί.

Δίπλα μου, άδεια κουτάκια.

Πάλι, το σταχτοδοχείο γεμάτο.

Έχω χρόνια να κοιμηθώ
σε δικό μου κρεβάτι.

Μόνο ως “φιλοξενούμενος”.

Αυτός ο καναπές…

Κοιμάμαι, κάθομαι, γράφω εδώ.

Τα πάντα.

Τεντώνομαι, πονάω.

Το νερό για τον καφέ βράζει.

Μουγκρίζω έναν μονόλογο,
ενώ κοιτώ τα μηνύματα.

Τίποτε το συνταρακτικό.

Βγαίνω στο μπαλκόνι.
Χειμώνας, ακόμη.

“Δεν είναι χειμώνας αυτός, εδώ πέρα! “

Τσιγάρο δεύτερο

(το πρώτο, το κάπνισα
φτιάχνοντας καφέ)

Γουλιά.
Πνίγομαι.

Άλλη μια μέρα αρχίζει,
και ξύπνησα, πάλι, “ζωντανός”.

Το ξέρω! Αρκούσε μία γνωριμία μας σ' ένα ήσυχο καφέ του κέντρου της πόλης που κι αυτός κι εμείς συνηθίζουμε να απομονώμαστε για να διαβάσουμε τα δικά μας. Εκεί, συναντήσαμε έναν τύπο μόνο του, να διαβάζει και να γράφει μανιωδώς! Με τόσο πάθος που μας έκανε εντύπωση! Βιβλίο, εφημερίδα, τετράδιο, στυλό, παντού απλωμένα δίπλα σ' έναν καφέ, ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα γεμάτο τασάκι. "Δικός μας" σκεφτήκαμε! Και κάπου εκεί ξεκίνησε μια γνωριμία!

Αυτό που ξέρω λοιπόν είναι ότι ο Γ.Κ. είναι ο προλετάριος ποιητής, σαν αυτόν τον άλλον μεγάλο Φώτη Αγγουλέ (ας μου συγχωρήσετε τη σύγκριση - δεν έχει να κάνει με τις ποιητικές τους επιδόσεις αλλά με όλα που τόσο μοιάζουν κι ας ακούγεται αυτό σαν ακροβασία). Αυτό που ξέρω είναι ότι ζει για τα γράμματα. Με φωτισμένο δάσκαλο και δική του προσπάθεια. Μεγάλη προσπάθεια. Βιβλία, χιλιάδες βιβλία, γραψίματα, ποιήματα και δουλειά, πολλή προλεταριακή δουλειά. Αγροτική και μητροπολιτική. Γι' αυτό γράφει με το αίμα του. Γέμισε από την προσποιητή ευγένια των ποιητών και τους στέλνει στο διάβολο. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα του αρέσει όλο αυτό και του ζητώ συγνώμη. Αλλά ήθελα να τα γράψω...

Τα ποιήματα του Γρηγόρη Καραγιαννίδη μπορείτε να τα διαβάσετε στη θρακιώτικη ιστοσελίδα:



Τέλεια ατελείς

Λένε πως είμαστε ποιητές,
ενώ δεν είμαστε τίποτε.

Όντα τελειωμένα,
χαμένοι στον κόσμο μας,
παράταιροι.

Όλοι λες και βγήκαμε
από γραμμή παραγωγής
“αντίστροφοι κάγκουρες”,
όμοιοι μεταξύ μας.

Ας πάμε στον διάβολο λοιπόν!

Κι εμείς,
και τα χαζά γραπτά μας,
οι άσκοπες βραδιές μας,
οι εορτές δίχως μουσική,

και η προσποιητή ευγένεια
-κατάρα του διανοούμενου-

Γεμίσαμε.

Γίναμε παρωδία της τέχνης,
εξαμβλώματα της γραφής,

κίβδηλοι εισβολείς στο πνεύμα,
επιτηδευμένοι,
“τέλεια ατελείς”.

Ας γίνουμε, γαμώτο, άνθρωποι!
Πατώντας στη γη,
γνωρίζοντας ποιοι είμαστε
-και από πού κατεβήκαμε-.

Ας πάψουμε να παριστάνουμε
τους νεόπλουτους αστούς,
τους “τέλειους”,
τους “ευγενείς”,
την “ιδιαίτερη κάστα”.

Φτάνει πια!

-Εσείς δε πίνετε τσίπουρο;
Δεν πάτε στο καφενείο;
Δεν πάτε στο γήπεδο;-

Αθήνα,
7/12/2022

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

9 Μαϊου 1945!




Πριν τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες και λιώσαν τα χιόνια και ζεστάθηκαν οι καρδιές των ανθρώπων.

Ύστερα πήρε ο χάρος τον Τσάρο. Κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ! 

Φώτης Αγγουλές (Ο Χιώτης προλετάριος ποιητής)


Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Ζάρκο




Αρνί λοιπόν! Τεύχος 7 αυτή τη φορά! Κι όσα έγραψα σε προηγούμενα κείμενά μου για αυτό το διαμαντάκι της περιοδικής έκδοσης (μπορείτε να διαβάσετε εδώ: Περιοδικό "αρνί", τεύχος 6)  ισχύουν και με το παραπάνω! Και ακόμα πιο πολύ ισχύει η τετράμηνη προσμονή να το πιάσω πάλι στα χέρια μου! 

Αυτή τη φορά όμως είναι διπλή η χαρά και η συγκίνησή μου που συμπεριέλαβαν και τη δική μου μικρή προσφορά. Ένα μικρό κείμενο για τον τόπο τους, τη Θεσσαλία, που πριν από ένα χρόνο την επισκέφτηκα! Τους ευχαριστώ θερμά! 




Ζάρκο

Στην Κατερίνα...

Να οδηγώ δεν ήξερα! Αυτοκίνητο δεν είχα. Πελοποννήσιος στην καταγωγή. Αθηναίος στη ζωή. Μητροπολιτάνος! Μόνο στα νησιά για διακοπές. Κλασσικός Αθηναίος. Από την ηπειρωτική Ελλάδα πλήρης άγνοια. Ακόμα και από την Πελοπόννησο. Άντε μέχρι την Τρίπολη το Πάσχα. Ενηλικιώθηκα κι έκοψα κάθε δεσμό. Νησιά και πάλι νησιά. Με συγκινούσε η θάλασσα. Μέχρι που σε γνώρισα, Θεσαλλιώτισσα στην καταγωγή. Αθηναία στη ζωή σου κι εσύ! Μητροπολιτάνα! Ενηλικιώθηκες κι εσύ και έκοψες κάθε δεσμό. 
Πέντε χρόνια έπρεπε να περάσουν να μάθω να οδηγώ κι εγώ αυτοκίνητο για να πάμε στα μέρη που περνούσες τα καλοκαίρια σου μικρή! Παιδούλα! Κοριτσάκι! Αττική, Βοιωτία, Φθιώτιδα και τέλος Θεσσαλία! Νομός Καρδίτσας, Τρικάλων. Από παντού περάσαμε. Την "ήξερα" τη Θεσσαλία. Από τους αγώνες της για έναν καλύτερο κόσμο τη δεκαετία του σαράντα. Διάβασα για το αντάρτικό της. Ιδιαίτερα γι' αυτό του 1946-1949. Συγκίνηση για το λαό της. Ήταν Γίγαντας!
Μπήκαμε στο μικρό χωριό. Ψάχναμε. Έβαλες στοίχημα με τον εαυτό σου να βρεις το σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Γιατί άραγε λέμε πρώτα γιαγιά και μετά παππού; Μήπως γιατί είναι η δεύτερη μάνα μας; Μήπως γιατί ποτέ δεν μας χαλούσαν χατίρια; Μήπως η μυρωδιά τους; Μήπως η κολόνια "Μυρτώ"; Μήπως τα μακριά μαλλιά τους που σπάνια βλέπαμε λυτά; Και το βρήκες! Σπίτι, αυλή, κήπος! Όπως το φανταζόμουν! Σαν τη δικής μου γιαγιάς το σπίτι στην "Παλιά Ελλάδα". Αυτές οι δύο γιαγιάδες, χιλιόμετρα μακριά, με τις ίδιες αγωνίες, την ίδια φτώχεια. Αυτά τα δύο σπίτια... Και ξάφνου ένιωσα μια ζεστασιά... Θα ήθελα να ζούσε και να την αγκαλιάσω. Ήταν η αγαπημένη σου γιαγιά. Άρα και δική μου. Σε είδα πως κοιτούσες το σπίτι που είχες δεκαετίες να μπεις. Μου μιλούσες γι' αυτό κι εγώ περπατούσα σε όλα τα δωμάτιά του. Και κυρίως στον κήπο του. Σε έβλεπα μικρή! Και σε αγάπησα ακόμα πιο πολύ... Ήταν οι παππούδες μας, οι γιαγιάδες μας, εσύ κι εγώ η συνέχεια του τόπου... Κι αγάπησα τους τόπους μας ακόμα πιο πολύ... Τους ανταρτοτόπους μας... Έστω κι αν τους "χάσαμε"... Και στον ταξικό πόλεμο και στη ζωή...






Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Στιγμή...




Από εκείνη τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο και έμαθα ότι είσαι τόσο μακριά και το αίμα ν' απλώνεται παντού στο κεφάλι σου δεν ησυχάζω. Από τότε που σε είδα παρατημένο σ' ένα φορείο νοσοκομείου δεν ησυχάζω. Από τότε που σε είδα σ' ένα "κέντρο αποκατάστασης" μόνο κατάμονο δεν ησυχάζω. Ησύχασα είκοσι τέσσερις ώρες πριν κοιμηθείς για πάντα, μιας και τρεις μήνες σχεδόν κοιμόσουν, αλλά σίγουρα μας ονειρευόσουν και μας έσφιγγες το χέρι οπότε στο ζητούσαμε ψελίζοντας ποιος ξέρει τι, όταν ήταν η τελευταία φορά που μέσα στον ύπνο σου σού είπα ότι σε αγαπώ κι ένα δάκρυ σου κύλησε. Η τελευταία μας επικοινωνία. Την άλλη μέρα την ίδια ακριβώς ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι έμαθα ότι κοιμήθηκες για πάντα. Κι από 'κεινη τη στιγμή δεν ησυχάζω. Μου έρχεσαι συνέχεια στο νου, μία νέος και μία ηλικιωμένος. Παππούς. Κι ήσουν τόσο καλός παππούς όσο και καλός πατέρας με τον τρόπο σου. Νέος μου έρχεσαι όταν αντικρίζω τη φωτογραφία σου στην οθόνη μου και παππούς όταν σε αντικρίζω στη φαντασία μου ή στα όνειρα μου που έρχεσαι συχνά. Και τώρα εδώ, στο σπίτι που πέρασες τα τελευταία εικοσιένα καλοκαίρια σου, σε έζησα πιο πολύ από τότε που ήμουν παιδί, μιας και στα πολύ εικοσιλίγα μου χρόνια έφυγα από το σπίτι δεν ησυχάζω. Πετάγεσαι μέσα από τις ελιές, τις λεμονιές, τους θάμνους, τις αγγελικούλες, τα χαμολούλουδα των βράχων, το αμπέλι, τις ροδιές, το πατητήρι, την αποθήκη με τα εργαλεία σου, τη βιβλιοθήκη, την ώρα που ποτίζω, την ώρα που διαβάζω στη βεράντα. Παντού πετάγεται. Και δεν ησυχάζω...





Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Πέντε χρόνια "φύλλα"...




Πέντε χρόνια "φύλλα", εκατόν ογδόντα πέντε αναρτήσεις! Λόγια για βιβλία που διάβασα, ιστορίες και διηγήματα που γράφτηκαν βουτώντας την πένα βαθιά μέσα μου, Ιστορία του τόπου και του λαού μας, Ιστορία άλλων τόπων και άλλων λαών, αγώνες μέσα από τις σελίδες βιβλίων, λογοτεχνικών, πολιτικών, ιστορικών και επιστημονικών περιοδικών, μια αναμέτρηση με τον εαυτό μου και τη λευκή σελίδα... Α, κι ένα βιβλίο που προέκυψε! 

Μα πάνω απ' όλα αν κατάφερε φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη αυτό το μικρό περιβολάκι των γραμμάτων  μια γλυκιά γαλήνια ζέστη να χύνεται άξαφνα από τα φύλλα του, μέσα σου, τότε κάτι έστω και μικρό πέτυχε... Συνεχίζουμε!


Διαβάστε ακόμα:

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Που πάτε αρχόντοι;...

Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
Ζούσαν κάτι φουκαράδες οι ραγιάδες
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα

Τη δεκάτη ο τσιφλικάσ δώσ' του κόψιμο οι πασάδες
Κι υπαγόρευε το ράσο σφάξε με αγάμ' ν' αγιάσω
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα

Έτσι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού
Αφού τότε τσιφλικάδεσ ήσανε οι μπουρζουάδες
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα καλή ώρα



Πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία του τόπου μας είναι εκπληκτικό! Κοτσαμπάσηδες, πασάδες, δηλαδή οι σημερινοί μπουρζουάδες, και σεβάσμιοι δεσποτάδες  μια ζωή με τους ισχυρούς, μια ζωή εξουσιάζουν και κυβερνούν χέρι χέρι τη χώρα. Κι όταν έρχονται τα δύσκολα βγάζουν την ουρά τους απ' έξω και την κοπανούν. Τα ίδια όταν ο Μπραΐμης έζωσε την Πελοπόννησο, τα ίδια τον Απρίλη του 1941 όταν η μισή αστική τάξη έφυγε με το χρυσό της χώρας στην Αίγυπτο και η άλλη μισή έμεινε εδώ να συνεργαστεί μετά νέα της αφεντικά. Κι όταν ο λαός απελευθέρωσε και τις δύο φορές τον τόπο, αυτοί επέστρεφαν θριαμβευτές και οι απελευθερωτές γινόντουσαν παρίες στην πρώτη περίπτωση και κατέληγαν στις φυλακές τις εξορίες και το χώμα στη δεύτερη... Κι οι εξουσιαστές έγιναν δρόμοι, πλατείες και ευεργέτες... 

Τα "φύλλα" με τις μικρές τους δυνάμεις προσπαθούν να φωτίζουν μέσα από τα γράμματα τέτοιες ιστορίες στην κατεύθυνση της αυτομόρφωσης και της αλήθειας που όλοι οι παραπάνω μας αποκρύβουν... Σήμερα με χαρά παρουσιάζουν ένα απόσπασμα από ένα διαμαντάκι που ανακάλυψαν στο θησαυρό που κυκλοφορούσε σε μορφή ετήσιου περιοδικού και άκουγε στο όνομα "Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά" του 1960. Είναι εκτενές κείμενο αλλά αξίζει να διαβαστεί! Γιατί μόνο έτσι βλέπουμε τη θέση μας στην ιστορία και τη συγκρίνουμε με τη θέση των τότε  και των σημερινών κοτσαμπάσηδων και των τότε και σημερινών δεσποτάδων που ακόμα μας προτρέπουν "σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω"...

Αγησίλαος Τσελάλης: Στον καιρό του Μπραΐμη (Άγνωστα ιστορικά στοιχεία. Από επίσημα ανέκδοτα έγγραφα)

Που πάτε αρχόντοι;...

Στη βραχώδη κι απόκρημνη όχθη του Λάδωνα κοντά στο χωριό Σπαθάρη της Γορτυνίας ήταν τεράστιο σπήλαιο, κρυμμένο σ' ένα απρόσβατο πυκνότατο δάσος. Σ' αυτό είχαν κρύψει οι Ντεληγιανναίοι 8 χιλιάδες κιλά σιτάρι, 19 χιλιάδες οκάδες τυρί κι άλλα τρόφιμα. Στις κοντακιανές σπηλιές, στ' απροσπέλαστα δάση και τις απρόσιτες ρεματιές του Λάδωνα είχαν χιλιάδες γιδοπρόβατα και γουρούνια. Για κάθε περίσταση. 

"Εις το σπήλαιον εκείνο οι οικογένειαί μας όλαι και των συγγενών και φίλων μας, υπερβαίνουσαι τας 500 ψυχές. Συνήχθησαν δε και όλαι αι οικογένειαι των μεγάλων κωμοπόλεων, επέκεινα των 10 χιλιάδων ψυχών και από 20 χιλιάδες αιγιδοπρόβατα, γελάδια, άλογα, βόδια και άλλα." (Δεληγιάννη απομνημονεύματα)

Σ' αυτές τις σπηλιές, "κυριευθέντες εκ της φρίκης και της απελπισίας", έτρεχαν να κρυφθούν οι Ντεληγιανναίοι με τους δικούς τους.

Ζώα ενός φαρδείς κεμέρια με λογής-λογης μονέδα και χρυσαφικά ο Θανάσης Ντεληγιάννης έτρεχε με τη γυναίκα του κι αυτή φορτωμένη με τιμαλφή, να φθάση στη σπηλιά. [...]

Κλείστηκαν όλοι στη σπηλιά του Σπάθαρη. Ο Μπραΐμης έζωσε τον τόπο. Τα σπήλαια του Λάδωνα ήταν προδομένα. Έψαχνε όλη μέρα να τα βρή, όσο που νύχτωσε κι εσκήνωσε. [...]

Να συνεχίση την αυγή. Τη νύχτα έπιασε δυνατή βροχή. Οι κρυμμένοι στις σπηλιές βγήκαν αθόρυβα. Η βροχή, το ποτάμι, τα δέντρα βούιζαν, βοήθησαν στη φυγή τους. 

Εβγήκαν στα Τριπόταμα. Στο Βραχνί ήσαν συναγμένοι οι πολεμιστές να συναγροικιθούν, να βρουν τον τρόπο να κτυπήσουν τον εχθρό, που έκαιε, εσκλάβωνε και έσφαζε. Να σώσουν τα γυναικόπαιδα. 

Έφτασαν εκεί οι Ντεληγιανναίοι. Ζήτησαν τρόφιμα και ζά, να φύγουν για το Ανάπλι. Μαζί τους [...] κι άλλοι πρόκριτοι. Εβγήκε μπροστά ένας αγωνιστής.

-Που πάτε αρχόντοι;... Τρέχετε Στ' Ανάπλι να γλυτώστε τα κορμιά και τα φλουριά σας;...

-Τι να κάμουμε;... Έκανε τον μισοκακόμοιρο ο Κανέλλος, όσο να ξεφύγη.

-Ναι γλιτώσετε σεις, κοτσαμπάσηδες να μείνετε για σπορίτες... Κι εμείς οι άλλοι;... Τα γυναικόπαιδα; [...]

-Πως να το κάμουμε;...

-Να καθήστε και σεις να πολεμήστε, να φυλάξουμε τα γυναικόπαιδα. Όλοι μαζί. Να σώσουμε τη πατρίδα... [...]

Κατακοκκίνησε από το κακό του ο Ντεληγιάννης. Το ζουλάπι! Ετόλμησε να βρίση το βεκέληντου Μόρια, τον άρχοντα. Μα λούφαξε. Ήταν μόνος του. Κι ως έφτασαν οι άλλοι [...] αγρίεψε μεμιάς ο Κανέλλος κι άναξε να κτυοήση τον πολεμιστή. Του κάρφωσε άλλος πολεμιστής την πιστόλα στην πλάτη, τράβηξε. Έπιασε μόνο το καψούλι. Γλύτωσε ο Κανελλος.

-"Αφού δεν έπιασε, χαλάλι σου". Έβαλε την πιστόλα στο σιλάχι του ο πολεμιστής. [...]

Έφταναν οι άλλοι αρχόντοι.

-"Φεύγα θα σε σκοτώσουν". Τον έσπρωχναν οι Βραχνιώτες τον πολεμιστή να φύγη.

-Οχι... Γιατί; Πώς; Από πού να φύγω;

-Ανακάλεσε και πέσε στα πόδια του Κανέλλου να γλυτώσης...

-Του Κανέλλου!... Αν τότε... Για ποια λευτεριά πολεμάμε και χανόμαστε... Για να προσκυνάμε ακόμα το θράσιο Κανέλλο, που δεν ξέρει από πού βγαίνει ο ήλιος και πως βγαίνει το ψωμί;..."

Του έπεσαν όλοι οι αρχόντοι απάνου [...] σωματοφύλακες και υπερέτες τους.

"Το ξύλο, το οποίον υπέφερε από τους μισθοφόρους και τους ραβδισμούς [...] είναι απέριγραπτον" γράφει στα απομνημονεύματά του ο Κανέλλος.

Τον έσερναν όλοι μαζί να τον κρεμάσουν στη μουριά [...] ,Ε πολλά παρακάλια και προσκυνήματα των παπάδων κινητών γέρων καταδέχτηκαννοι βαρειές αρχόντισσες να τους τον χαρίσουν. Με τ' αζημίωτο όμως. Πήραν 40 ζώα του χωριού για να παν Στ' Ανάπλι.

Κι ο Μπραΐμης ανάγυρα εζωνε κι έψαχνε τον τόπο να βρή να σφάξη τα γυναικόπαιδα.

Οι αρχόντοι καβάλησαν κι έφυγαν. Στο Σόλο τους βγήκαν μπροστά ο Νικολάκης Σολιώτης κι ο Αναστάσης κι ο Αναστάσης Χαραλάμπης. 

-Που πάτε αρχηγοί; 

-Στ' Ανάπλι...

-Εκεί είναι καζίνα και μπιλιάρδα... 

Δε μίλησαν. 

-Κι εμείς οι άλλοι. Η πατρίδα; Ο λαός; ... Γυρίστε πίσω να πάτε στο Μέγα Σπήλαιο τους δικούς σας, που είναι και οι δικοί μας και σεις να μείνετε να πολεμήσουμε τον Μπραΐμη. 

-"Τέτοια ονειροπολήματα και παραλογισμούς έλεγαν", γράφει ο Δ. Δεληγιάννης.

Έφτασε και μια επιτροπή από τα χωριά. Τους μίλησαν, τους παρακάλεσαν, τους απείλησαν.

-Θα δειλιάση, θα τσακίση ο κόσμος, θα σκύψη και θα προσκυνήση, άμα φύγετε σεις οι αρχηγοί, οι κεφαλές... [...] Μη φεύγετε...

-Παμε τα γυναικόπαιδα Στ' Ανάπλι. 

-Σύρετε στο Μέγα Σπήλαιο... Και σεις, αν δειλιάσετε και δε θέλετε να μείνετε να πολεμήστε, πηγαίνετε Στ' Ανάπλι... Αλλιώς θα σας αναγκάσουμε με τη βία. 

Ήθελαν τα γυναικόπαιδα στο Μέγα Σπήλαιο για να εμποδίσουν κάθε προδοσία.

Στάθηκαν πενήντα μαχητές μπροστά.

-Πίσω στο Μέγα Σπήλαιο...

Έσπρωξε μπροστά τις γυναίκες ο Ντεληγιάννης με τα παιδιά στις αγκαλιές τους. Σίγουρος πως τα παλληκάρια δε θα έρριχναν. Πίσω οι μισθοφόροι. Κι ως προχώρησαν τα γυναικόπαιδα. 

-Απάνου τους, κτυπάτε σου ψαχνό, διέταξε. Κι έσπρωχνε τις γυναίκες να προχωρούν και να φωνάζουν. 

Μητέρες με τα βρέφη και σάκκους ζαλιά, αλογομούλαρα, παιδιά κρεμασμένα σαν κοτόπουλα στα σαμάρια, γρηές στριμώχνονταν, πήχτρα να περάσουν. 

Είδαν οι μαχητές τις μάνες, τα παιδιά, λυπήθηκαν τους άφησαν. 

-Στο ανάθεμα φιλοτόμαροι, παραδόπιστοι, τσιοτήδες!... Κι εδώ να μείνετε θα δειλάστε και θα προσκυνήστε...

Πέρασαν, έφτασαν μ' όλα τους τα πολύτιμα κινητά, τα γεμάτα κεμέρια, τους δικούς τους στ' Ανάπλι. Βγήκαν εκεί ασφάλεια κι άνεση. 

Ο Μπραΐμης αφέθη λεύτερος κι απερίσπαστος να σφάζη, να καίη και να σκλαβώνη...


Το κείμενο μεταφέρθηκε στο πολυτονικό σύστημα κρατώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.





Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Δημοτικά τραγούδια του χάρου με δώδεκα ξυλογραφίες του Γ. Οικονομίδη




Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου Κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουμε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κ' οι νιοί ξεμάρτωτοι, κ' οι νιαίς ξεστολισμέναις,
και των μαμάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.

Πόσα στόματα τα τραγούδησαν, πόσες πονεμένες ψυχές τα μοιράστηκαν, πόσες γενιές τα κληρονόμησαν η μία στην άλλη και πόσοι λαογράφοι, συγγραφείς, άνθρωποι που αγάπησαν τον τόπο τα συγκέντρωσαν και τα έβαλαν στο χαρτί! Όχι μόνο τα συγκεκριμένα δώδεκα δημοτικά τραγούδια του χάρου αλλά όλο το δημοτικό τραγούδι. Κάπως έτσι φαντάζομαι θα έγινε και με όλο το αντίστοιχο δημοτικό και παραδοσιακό τραγούδι και άλλων τόπων. Γιατί κάθε λαός διαφορετικά μπορεί να εκφράζεται αλλά ο πόνος είναι ένας και η αξία της παράδοσής του είναι μοναδική. Κι όλα αυτά δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα σκεπάσει η "κορακίστικη γλώσσα" της μιας και μοναδικής γλώσσας που τείνει να μας επιβληθεί. Εμείς σε αυτή τη γωνιά οφείλουμε να διασώσουμε τη δική μας και οι λαοί σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου τη δική τους. 

Κάπως έτσι κι ο επιμελητής της έκδοσης βρήκε στο περιοδικό "Ελληνικά Γράμματα" του Κωστή Μπαστιά το 1929 πέντε από αυτά με ξυλογραφίες του Γιάννη Οικονομίδη, που κι αυτός με τη σειρά του τα είχε βρει από τη συλλογή του Γιάννη Σκαρίμπα για τα δημοτικά τραγούδια. Στα αρχεία του χαράκτη μετά από έρευνα βρέθηκαν άλλες δύο πρωτότυπες ξυλογραφίες η μία ανυπόγραφη η άλλη υπογεγραμμένη που μας ενημερώνει ότι τουλάχιστον από το 1923 ο χαράκτης εργαζόταν πάνω στα δημοτικά μας τραγούδια. Επτά τα τραγούδια λοιπόν και δέκα οι ξυλογραφίες. Και τα χρόνια να περνούν. Νέοι θάνατοι κληρονόμων, νέες έρευνες, καινούριοι φάκελοι ανοίγουν και αποκαλύπτουν στοιχεία που ταυτοποιούνται με παλιότερα δεκάδων ετών πριν.  Τελευταίο πρόβλημα η κατάσταση των σκεβρωμένων ξυλογραφιών που ξεπεράστηκε κι αυτό. Και κάπως έτσι τυπώνεται αυτός ο θησαυρός μετά από αναζήτηση χρόνων. Διάφοροι άνθρωποι, συγγενείς, ερευνητές, τυπογράφοι, επιμελητές, μεταφραστές, φιλόλογοι, χαράκτες μας χάρισαν αυτό το δώρο σε μόλις πεντακόσια αριθμημένα αντίτυπα και άλλα εκατόν πενήντα εκτός εμπορίου. Ένα από αυτά (εξαντλημένη τώρα πια η έκδοση) έφτασε δύο δεκαετίες μετά την έκδοση της σε μορφή πολύτιμου δώρου στα χέρια μου... 

Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης,
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνεις μοιρολόγι
γιατί δειπνάει ο Χάροντας, με τη Χαρόντισσα του. 
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι άκουσα τη φωνούλα σου κ' εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μέσ' 'ς τους αποθαμένους,
καίει των νυφάδων τα χρυσά, των νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο χάρος με τα με, 'ς τη μαύρη γης με ρήχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, ταχείλι μου φαρμάκι.





Δημοτικά τραγούδια του χάρου με δώδεκα ξυλογραφίες του Γ. Οικονομίδη, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ & ΔΙΑΤΤΩΝ, Αθήνα 2003, επιμέλεια Ανδρέα Δεληβορριά.

Διαβάστε ακόμα:




Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945): Ένας ακούραστος εργάτης των νεοελληνικών γραμμάτων!






Κάποτε οι άνθρωποι των γραμμάτων, αφού πρώτα είχαν εξηγήσει τι είναι η Αισθητική έγραφαν τα Αισθητικά και τα Κριτικά τους κείμενα. Μεγάλη υπόθεση! Ήταν μια ευγενής άμιλλα για να ανυψωθεί πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο των ίδιων και κατά συνέπεια του λαού. Υπήρχαν πολλοί μάστορες σε όλο αυτό με μεγαλύτερο ίσως όλων τον μπάρμπα Κώστα Βάρναλη! Από τις χιλιάδες σελίδες που μας έχει αφήσει κληρονομιά ξεχωρίζουν οι πλούσιες κριτικές του απόψεις για ένα σωρό διανοούμενους, εργάτες των γραμμάτων, γραφιάδες, ερευνητές, ποιητές, επαναστάτες των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων, αρχαίους συγγραφείς και τραγωδούς. Απίστευτα πράγματα! Πλούτος ανεκτίμητος! Που αν εκτιμηθεί και δωθεί απλόχερα στο λαό μας θα ξυπνήσει μονομιάς και θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς, όπως έγραψε στη μπάλαντα του κυρ Μένιου κι ο ίδιος...

Τα "φύλλα" με χαρά και περηφάνια παρουσιάζουν την κριτική του για αυτόν τον ακούραστο εργάτη των γραμμάτων Γιάννη Βλαχογιάννη μέσα από την πένα του Κώστα Βάρναλη!

Ενας σημαντικός εργάτης των νεοελληνικών γραμμάτων ο Γιάννης Βλαχογιάννης (ψευτόνομα: Γιάννης Επαχτίτης [...]. Πεζογράφος, ποιητής, ιστοριοδίφης απ' τους καλύτερους της περασμένης γενιάς. 

Είταν όχι μονάχα ένας από τους πρώτους αγωνιστές του "στρατευμένου δημοτικισμού" της εποχής εκείνης [...]. Μπορεί στην ποίηση - που γρήγορα την παράτησε - να μην ανέβηκε πολύ [...], όμως σαν ερευνητής, συλλέκτης κ' εκδότης παλαιών ιστορικών εγγράφων, που αναφέρονται κυρίως στην ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του Εικοσιένα, πρόφερ' ανεχτίμητες υπηρεσίες στο έθνος ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα του νεοελληνικού λόγου, κείμενο αξεπέραστο στο ύφος στο ήθος και στην αλήθεια: τ' απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη [...].

Εννοείται, πως δεν είναι μονάχα τουτ' η προσφορά του Βλαχογιάννη.

Μας έδωσε κι άλλα ιστορικά κείμενα γραμμένα από αγωνιστές του μεγάλου Σηκωμού του λαού ενάντια στους τυράννους του.

Ο Βλαχογιάννης είχε πάθος για την Επανάσταση του Εικοσιένα. Και για τα ιστορικά έγγραφα, που τα μάζευε από τα μαγαζιά της Αγοράς, όπου το Κράτος μη ξέροντας τι να τα κάνει και που να τα βάλει τα πούλησε με την οκά για χαρτί περιτυλίγματος. Κι ο Βλαχογιάννης έπεσε πάνου, τα 'βρισκε, τ' αγόραζε κ' είχε μ' αυτόν τον τρόπο καταρτίσει μια πλουσιότατη συλλογή, που την εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε. 

Τέτοια εγκληματική αδιαφορία του επίσημου κράτους για τα πολυτιμ' αυτά χαρτιά του έθνους, που τα πούλησε με την οκά, μας κάνει εντύπωση τα τότε. Αλλ' ας μη γελιόμαστε. Η εχθρική στάση, που πήρε το επίσημο κράτος και ανώτατοι πνευματικοί οργανισμοί αντίκρια στον πρόσφατο αγώνα του ελληνικού λαού (εννοεί την Εθνική Αντίσταση 1941-1944) ενάντια στους ξένους καταχτητές, μας δείχνει κατά έναν τρόπο πως και τότε τα ίδια γινόντανε. Και τότες είχε πολεμήσει ο λαός, αλλά τον καβάλησαν οι παλιοί αφέντες(Φαναριώτες καί κοτσαμπάσηδες) και πως ύστερα από τόσην αιματοχυσία δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα στην Ελλάδα παρά μονάχα ο εχθρός. Επομένως η τότε γραφειοκρατία περιφρονούσε τον Αγώνα και τους αγωνιστές -και πολύ φυσικά τύλιγε με τα έγγραφ' ας πούμε, του Ανδρούτσου, σαρδέλες και τουλουμοτύρι. Όπως ακριβώς και σήμερα το Αρχείο του Αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, που έπεσε στα χέρια του κράτους, κινδυνεύει να πάρει αργά ή γρήγορα το δρόμο της σαρδέλας ή της φωτιάς. Αυτό συνηθίζεται πάντα, όταν άλλοι πολεμούν κι άλλοι νικούν. Όταν πολεμάει ο λαός και νικούν οι αφέντες του!

Ο Βλαχογιάννης θα μείνει στη νεοελληνική λογοτεχνία και στην ιστορική μνήμη πρώτα σα μάστορας της δημοτικής [...] και σαν εκδότης ιστορικών κειμένων, που η σημασία τους η ιστορική είναι μεγάλη κ' η αξία τους η λογοτεχνική (όπως συμβαίνει με τ' "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη) μοναδική στο είδος της. [...]

Ένας άλλος Βλαχογιάννης θα χρειαστεί και μεθαύριο για τον Αγώνα του λαού σε βουνά και πολιτείες στη φριχτή περίοδο του 40-41.

Ο Βλαχογιάννης στάθηκε στον καιρό του όχι μονάχα θαυμαστής της Επανάστασης του παρά κι ο ίδιος ένας επαναστάτης. Επαναστάτης -αστός, που πολεμησε μαζί με τόσους άλλους πνευματικούς "ήρωες" (τον Ψυχάρη, τον Πάλλη, τον Παλαμά κλπ.) για τη μόρφωση του λαού. [...]

Όμως η επαναστατικότητα κι αυτουνού και των συμπολεμιστάδων του σταματούσε στο Εικοσιένα. Κανένας τους δεν μπορούσε να παραδεχτεί, πως ύστερα απ' το Εικοσιένα μπορούσε να γίνει άλλη επανάσταση του λαού. Και κάθε φορά που του δόθηκε η ευκαιρία, ο Βλαχογιάννης ξεσπάθωσε με τη γνωστή ρουμελιώτικη ορμητικότητα "υπέρ της τάξεως". Αλλ' εμείς θα πάρουμε από το έργο του μαθήματα, που βοηθάνε το λαό να προχωρήσει μπροστά και να ξαναβρεί τη χαμένη του λευτεριά. Κι όλα τ' άλλα τα ζαβά του θανάτου τα συχωρέσουμε -του αξίζει. 

Του αξίζει προ πάντος η τιμή κ' η ευγνωμοσύνη του Λαού.


Κώστας Βάρναλης: ΑΠΑΝΤΑ, δεύτερος τόμος, Αισθητικά-Κριτικά-Σολωμικά