Ο ορεινός δρόμος στριφογύριζε ανάμεσα σε πεύκα, ελιές και όποτε συχνά πυκνά συναντούσε γεφυράκια, τα πλατάνια σκέπαζαν το δρόμο και η δροσιά τους σου γέμιζε τα πνευμόνια. Χωριά χωριά ξεφύτρωναν στο δρόμο. Σε προϋπαντούσαν σε όλα δυο σειρές από δεντροφυτεμένες κουκουναριές ή ευκάλυπτους. Η καλύτερη υποδοχή για τον ξένο! Και πάντα μια βρύση! Σαν να σε καλούν και να μην έχεις άλλη επιλογή από το να αποδεχθείς την πρόσκληση!
Η ζωή των περισσότερων ανθρώπων κάνει κύκλους ομόκεντρους, ίδιους, «χάνεται» στο σύμπαν του μικρόκοσμού τους. Και ξάφνου, οι περιπατητές βρίσκονται σε αυτή τη γωνιά του κόσμου. Στον ομόκεντρο κύκλο κάποιων άλλων ανθρώπων που ούτε που φαντάζονταν ότι υπάρχουν. Γι' αυτούς, η ζωή τους είναι αυτό το μικρό και απομονωμένο χωριό, σε ένα νησί του βόρειου Αιγαίου. Σε αυτούς έτυχε αυτό το μικρό κομμάτι γης, στα βουνά αυτού του νησιού. Μακριά, πολύ μακριά, ακόμα και από τα υπόλοιπα χωριά, ακόμα και από την μεγάλη πολιτεία του λιμανιού. Σε αυτό το στενάκι, σε αυτό το τραπέζι κάθε πρωί, κάθε απόγευμα, δύο ή τρεις άνθρωποι κάθονται. Ποιος ξέρει τι σκέφτονται, τι λένε, τι νιώθουν. Κι εμείς, οι περιπατητές, οι διαβάτες, να προσπαθούμε να τους νιώσουμε. Να φανταστούμε τη ζωή τους σε αυτή την απόμερη γωνιά του κόσμου. Για εμάς, που οι δικοί μας ομόκεντροι κύκλοι, το σύμπαν του μικρόκοσμού μας στην πόλη, νομίζουμε ότι είναι το παν... Μας χαιρέτησαν ευγενικά και τους χαιρετήσαμε, μας κοίταξαν περίεργα και τους κοιτάξαμε περίεργα. «Ποιοι είναι αυτοί;», θα αναρωτήθηκαν. «Ζουν μόνιμα εδώ;», αναρωτηθήκαμε εμείς. «Ζυγιστήκαμε» με τα μάτια. Ο δικός μας μικρόκοσμος στα μάτια μας φάνταζε πιο λαμπερός... Είναι;