Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Κοιμήσου Περσεφόνη κι εσύ Ρώμο Φιλύρα στην αγκαλιά της γης...





Ο Ρώμος Φιλύρας* κατέβηκε από το λεωφορείο που έκανε τη γραμμή Αθήνα-Χαϊδάρι ιδρωμένος και κατασκονισμένος. Τ' ανοιχτά παράθυρα του γεμάτου από κόσμο ξεχαρβαλωμένου αυτού οχήματος έφερναν μέσα όλη την σκόνη της άλλοτε Αρχαίας Ιεράς Οδού! Μπορεί το τοπίο πλέον να τον αποζημίωνε αλλά η ταλαιπωρία από τον άσχημο χωματόδρομο με τα συνεχή ταρακουνήματα είχε αφήσει τα σημάδια πάνω του αλλά και στους υπόλοιπους επιβάτες! Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος σταματούσε λίγο έξω από την Αθήνα κι όσο απομακρύνονταν γινόταν όλο και πιο κακοτράχαλος! Το λεφούσι των εκδρομέων της Κυριακής ξεχυνόταν από την κοιλιά του σιδερένιου κήτους με ανυπομονησία. Πολλοί ντόπιοι χασομέρηδες Χαϊδαριώτες, ασυνήθιστοι στο θέαμα αυτού του οχήματος, περίμεναν όπως πάντα κάθε Κυριακή να φτάσει στο απομακρυσμένο από την Αθήνα χωριό τους! Κάθε είδους τάξη κατέβαινε από αυτό! Γυναίκες με φαρδιά φορέματα, καπέλα και ομπρέλες για τον ήλιο, συνοδευόμενες από κομψούς κυρίους με καλοσιδερωμένα παντελόνια και πουκάμισα με το μικρό τους περιποιημένο μουστακάκι στην τρίχα, γυναίκες και άντρες που έσερναν τρία και τέσσερα κουτσούβελα μαζί με παγούρια και διάφορα τσουμπλέκια για το μεσημεριανό κολατσιό τους. Τα μικρά τους χαμίνια ήταν ήδη κατάμαυρα από το παιχνίδι του καλοκαιριού στη γειτονιά τους και τρέλαιναν τους πάντες με τις φωνές τους. Ακόμα και ντόπιοι χωριάτες κατέβαιναν με κότες κλεισμένες σε κούτες που είχαν αγοράσει την προηγούμενη μέρα στο παζάρι. Ένα κομφούζιο! Εκτός από τους ντόπιους λοιπόν, όλο το υπόλοιπο ανθρωπομάνι έπαιρνε το δρόμο προς την πεντακάθαρη θάλασσα και τη δαντελένια ακρογιαλιά του Σκαραμαγκά! Έπρεπε να βιαστούν για να μην τους πιάσει η αφόρητη αυγουστιάτικη ζέστη. Ο μόνος ατάραχος που ταξίδευε βυθισμένος στον κόσμο του ο Ρώμος Φιλύρας! Το μυαλό του πάντα έτρεχε στις ιδέες και τις μανίες του! Στη σύνθεση των αγνών ποιημάτων του και στη μεγάλη του αγάπη για τη φύση! Α, και στον εαυτό του! Εκείνο το πρωϊνό λοιπόν κατέβηκε στο Χαϊδάρι και τράβηξε , αφού άφησε το ασκέρι των ανθρώπων να προηγηθεί, προς τον Σκαραμαγκά! Μόνος, να απολαύσει τη φύση και να ονειροπολήσει!

Το κόκκινο αυτοκινητάκι της δεκαετίας του '80 είχε αφήσει τη συνοικία της Καισαριανής, διέσχισε το κέντρο της Αθήνας, βγήκε στη λεωφόρο Καβάλας και κάπου εκεί στο ύψος του Χαϊδαρίου κόλλησε για πολλοστή φορά σε έξοδό του από την πόλη σε κίνηση... Ήταν μια αυγουστιάτικη Κυριακή προς τα τέλη του καλοκαιριού. Οι διακοπές στο κυκλαδίτικο νησί είχαν μόλις τελειώσει κι έμεναν ελάχιστες μέρες πριν αρχίσει το σχολείο για τα παιδιά και τελειώσει η άδεια των γονιών τους για να επισκεφτούν παραδοσιακά, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, τους παππούδες και τις γιαγιάδες! Οι επιβάτες των χιλιάδων αυτοκινήτων είχαν όλοι την περίφημη ιδέα να ξεκινήσουν νωρίς νωρίς για ένα από τα τελευταία μπάνια κι αυτού του καλοκαιριού. Τα αυτοκίνητα κινούνταν σημειωτόν. Τα νεύρα όλων τεντωμένα. Οι τρόποι και η ευγένεια των οδηγών εκείνη τη μακρινή εποχή, όπως και σήμερα άλλωστε, δεν ήταν το φόρτε της ράτσας μας! Μετά από πολύ κόπο το κόκκινο αυτοκινητάκι έφτασε στο Δαφνί. Οι «τρελοί» ήταν όπως πάντα κρεμασμένοι σαν τσαμπιά στα κάγκελα και παρατηρούσαν τους «κανονικούς» ανθρώπους να είναι στριμωγμένοι σε μια λαμαρίνα με σαράντα βαθμούς, να κορνάρουν σα δαιμονισμένοι και να βρίζονται με τους γύρω τους με τις αναφορές στα θεία να είναι σε περίοπτη θέση ανάμεσα στο λεξιλόγιό τους! Ο δρόμος μετά το ψυχιατρείο πάντα άνοιγε λίγο μέχρι να φτάσουν στη δεξιά στροφή του Σκαραμαγκά. Κάπου εκεί στ' αριστερά, κάποιοι που δεν ήταν οι «τρελοί» του ψυχιατρείου, κολυμπούσαν σε κάτι που έμοιαζε με θάλασσα και καθόντουσαν σ' ένα μέρος που θύμιζε ακρογιαλιά...

Βάδιζε λοιπόν ο Ρώμος Φιλύρας πάνω εκεί, στην Αρχαία Ιερά Οδό, εκεί που κάποτε βάδιζαν χιλιάδες άνθρωποι για να παρευρεθούν στα Ελευσίνια Μυστήρια, χορταίνοντας τη φύση. Μυρίζοντας καθώς πλησίαζε τη θάλασσα το ιώδιο που του γέμιζε τα πνευμόνια και τον εγκέφαλο οδηγώντας το νου του σε νέες συνθέσεις ποιημάτων. Στην τσέπη του πουκαμίσου του τα εφόδια για να γράψει σε λίγο θα αποτύπωναν την ομορφιά του τοπίου. Τράτες και βάρκες έβαζαν πλώρη για τ' ανοιχτά. Η Ελευσίνα φαινόταν απέναντι. Η Μάντρα παραπέρα. Κι ο Κιθαιρώνας πέρα στο βάθος κατέβαζε τη δροσιά του! Η Σαλαμίνα λαμποκοπούσε κι ο Φιλύρας με τη «μεγαλομανία», που στα τελευταία χρόνια της ζωής του τον έκανε να νομίζει ότι, είναι ο Ρωμανός Β' κι αρραβωνιαστικός της πριγκίπισσας Ισλάνδης, φανταζόταν τον εαυτό του να είναι στο θρόνο του Ξέρξη και να παρακολουθεί τη ναυμαχία! Φτάνοντας στην ακρογιαλιά κάθισε στο δροσερό καφενείο, έβγαλε το σημειωματάριο του κι έγραφε κι έσβηνε, κι έσβηνε κι έγραφε... Για την ομορφιά και τη γαλήνη που έβλεπε γύρω του σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο... για το θρίαμβο των τοπίων...

Σαν κέντημα γύρω οι βράχοι κ' οι λόφοι του Κορυδαλλού
στο λιμανάκι, ονειρεμένο, του γραφικού Σκαραμαγκά
κ' οι βάρκες στην ακρογιαλιά, που βάζουν πλώρη αργά γι' αλλού,
τα παραγάδια και τ' αγκίστρια, οι πετονιές αραδαριά.

Όλος γαλήνιο αραξοβόλι ο κόλπος του Σκαραμαγκά
κι αντίκρα η θρυλική Ελευσίνα, Κούντουρα, Μάντρα και τα Βίλλια
κόττερα μάγα, καραβάνια τράτες, που 'σερνονται αργά
κι άλλα πλεούμενα, που φεύγουν γοργά και παίρνουν φόρα μίλια!

Κι απ' το Δαφνί, τη Σαλαμίνα, Το Ναύσταθμο κι ακόμα πέρα,
ο θρίαμβος των τοπίων παίρνει και βασιλεύει γραφικά,
σμίγουν το χώμα, το χαλίκι κ' οι γλάροι στο γλαύκο του αιθέρα
και νανουρίζεται η ψύχη μας στο κύμα αιθέρα και γλύκα.

Βάδιζε λοιπόν το κόκκινο αυτοκινητάκι εξαιτίας της κίνησης πιο αργά, ακόμα κι απ' τον Ρώμο Φιλύρα με τα πόδια αρκετές δεκαετίες πριν, στον ίδιο δρόμο... Έφτασε στη δεξιά στροφή που οδηγούσε στον Σκαραμαγκά. Στο αριστερό τους χέρι τα παιδιά είδαν τους θαρραλέους κολυμβητές κι απόρησαν πως κολυμπούσαν μέσα σ' αυτά τα μαύρα νερά δίπλα σε πλωτές μεταλλικές προβλήτες που οδηγούσαν στο πουθενά! Παραδίπλα είχε σκουριασμένα βαπόρια, διυλιστήρια, ναυπηγεία. Προχωρώντας στα δεξιά τους η γνωστή βαλτωμένη λιμνοθάλασσα. Θλιβερό τοπίο. Και όπως πάντα η γνώριμη αυτή μυρωδιά στο συγκεκριμένο σημείο κάθε φορά που περνούσαν. Πάντα αναρωτιούνταν πως υπάρχει όλη αυτή η ασχήμια στην είσοδο της μεγάλης πόλης. Τα αυτοκίνητα πλέον άρχισαν να κινούνται κανονικά. Παρακάτω κι άλλα διυλιστήρια, τσιμεντοβιομηχανίες και υψικάμινοι που έστελναν στον ουρανό σήματα καπνού μη τυχόν και δεν είναι αντιληπτή η παντοδυναμία τους... Από το ραδιοκασετόφωνο, όπως πάντα σ' εκείνο το σημείο,  σαν ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας ακουγόταν μια προτροπή στην Περσεφόνη... Να μην ξαναβγεί ποτέ στου κόσμου το μπαλκόνι... Να μην αντικρύσει μαζί με τον Ρώμο Φιλύρα αυτόν τον άλλοτε χαμένο παράδεισο...
 
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης 
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούριο παν να δουν διυλιστήριο

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης 
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης 
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς




*Ο Ρώμος Φιλήρας (1888-1942) ήταν λυρικός ποιητής από τους πιο δυνατούς εκείνης της εποχής. Δημοσίευε στα πιο γνωστά τότε λογοτεχνικά περιοδικά Νουμά και Παναθήναια. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Δρομοκαΐτειο όπου και συνέχιζε να γράφει. 


Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Μπαλδομέρο Λίγιο: Ο λάκκος του διαβόλου



Ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν εκεί κάτω, με την αξίνα στο χέρι, χτυπώντας με μανία το κοίτασμα και, τι παράξενο, του φαινόταν ότι εκείνο το σκοτεινό πράγμα ήταν εύθραυστο σαν κρύσταλλο και δεν είχε τη σκληρότητα που ήξερε. Σήκωσε ψηλά τη λάμπα για να διακρίνει πιο καθαρά και τότε είδε. Δεν ήταν άνθρακας ούτε κανένα άλλο ορυκτό αυτό που χτυπούσε με το εργαλείο του, αλλά μια κολλώδη μάζα, μαλακή και κολλώδης. Τότε συνειδητοποίησε μέσα σε μια ξαφνικά έκλαμψη ότι ήταν ο ιδρώτας. το αίμα κι όλα τα δάκρυα που είχαν χύσει όλες οι παμπάλαιες γενιές των ανθρακωρύχων, των ξεχασμένων προγόνων του στους στενούς διαδρόμους του ορυχείου, και αυτά που ακόμα χύνουν αυτοί που δουλεύουν σκυφτοί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις κολασμένες στοές του. Και είδε, χωρίς έκπληξη πια, ότι ο ιδρώτας που έπεφτε απ' το δικό του κορμί ήταν κι αυτός κόκκινος και ότι σιγά σιγά έπαιρνε την απόχρωση και τη μορφή του κοιτάσματος.

Έπειτα το τοπίο άλλαξε και βρέθηκε μέσα σε κάτι που έμοιαζε με μια γιγάντια χοάνη. Εκεί ήταν συσσωρευμένο όλο εκείνο το παράξενο ορυκτό και, από ένα μικρό άνοιγμα στο κάτω μέρος της χοάνης, ανάβλυζε κάτι που έμοιαζε μ' έναν ολόχρυσο χείμαρρο και, τρέχοντας ορμητικά σαν καταρράκτης, σκορπιζόταν σαν χρυσαφένιο ρυάκι στους κάμπους.

Το χρυσάφι έπεφτε πάνω στη γη που έτρεμε και τότε, σαν από άγγιγμα ενός μαγικού ραβδιού, ξεπήδησαν μέσα από τα σπλάχνα της πύργοι και παλάτια εκτυφλωτικής ομορφιάς. Στους κήπους και στα περιβόλια τους αναρίθμητα ζευγάρια λικνίζονταν κάτω από τους ήχους ηδονικών χορών.

Απότομα οι χοροί και η μουσική σταμάτησαν και ένα αλλόκοτο φως πλημμύρησε το τοπίο. Τα διαμαντικά και τα περιδέραια. που έλαμπαν στους λαιμούς των δεσποινίδων, ξεκόλλησαν όλα μαζί ξαφνικά και κύλησαν σαν δάκρυ επάνω στους απαλούς ώμους και στα στήθη των ωραίων γυναικών. Τα ρουμπίνια άφηναν, πέφτοντας, αιμάτινες κηλίδες πάνω στους μεγαλοπρεπείς τάπητες και οι τοίχοι, οι σκάλες, οι μπρούτζινες προτομές και τα μάρμαρα πήραν ένα φρικτό κόκκινο χρώμα κι έμοιαζαν με πηχτό αίμα.

Καθώς ο Πέδρο Μαρία παρατηρούσε τη φοβερή μεταμόρφωση, τα παλάτια γκρεμίζονταν μπροστά στα κατάπληκτα μάτια του. Τίποτα δεν έμεινε από εκείνες τις παραδεισένιες κατοικίες, ούτε ένα ελάχιστο ίχνος. Και μόλις όλα μετατράπηκαν σε σωρούς θλιβερών ερειπίων, ανάμεσα απ' τις πέτρες ξεπρόβαλλε ένα εξαθλιωμένο πλήθος παιδιών, γυναικών και γερόντων, βρόμικο και ρακένδυτο.

Όλος αυτός ο πλούτος, όλες αυτές οι ανέσεις στις αρχές του 20ου αιώνα, και στους αιώνες των αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας, έχουν ένα και μόνο όνομα. Εκμετάλλευση της εργασίας. Το όνειρο του πεσμένου στο δρόμο ανθρακωρύχου, του απλήρωτου και χρεωμένου μ' ένα σωρό πρόστιμα από την εταιρία, είναι η Αλήθεια... Με τους συντρόφους του, τους νέους που έμοιαζαν γέροι, τα οχτάχρονα παιδιά, τα άλογα, κι αυτά αιώνια καταδικασμένα να σπρώχνουν καρότσια στα έγκατα της γης και να ξαναβλέπουν το φως του ήλιου όταν ξεζουμισμένα ερχόταν η ώρα να πεθάνουν, παρατημένα στον χωρίς κανένα ίσκιο κάμπο έρμαια των όρνιων, είναι αυτοί που δούλευαν από ήλιο σε ήλιο χωρίς καν να τον βλέπουν... Αυτοί που γύριζαν στις παράγκες κι αντίκρυζαν τα πεινασμένα παιδία τους και τις απελπισμένες γυναίκες τους. Χτυπούσαν με την αξίνα ολημερίς τους βράχους για να βγάλουν τον άνθρακα. Καταπλακώνονταν από τους βράχους. Καίγονταν ζωντανοί από τις εκρήξεις. Αρρώσταιναν και γερνούσαν πριν την ώρα τους. Άφηναν ορφανά τα παιδιά τους. Βασανίζονταν και έχαναν οποιαδήποτε αξιοπρέπεια από άθλιους επιστάτες και μηχανικούς. Μέχρι και το φαγητό τους το αγόραζαν από το μοναδικό κατάστημα που κι αυτό άνηκε στην εταιρία. Αυτή που μεταχειριζόταν ένα σωρό κόλπα για να μην τους πληρώσει την πενιχρή έτσι κι αλλιώς συμφωνία που είχαν κάνει. Ζούσαν με το φόβο του συναγερμού που πάντα έφερνε άσχημα μαντάτα. Και τότε, ένα ανθρώπινο κοπάδι από γυναίκες και παιδιά ντυμένο με κουρέλια έτρεχε αλαφιασμένο στο ορυχείο. Συναγερμός ίσον θάνατος. Κάποια στοά θα κατέρρευσε, κάποια έκρηξη θα έγινε. Η μόνη διαφορά ήταν ο αριθμός των νεκρών. Κάποιες φορές τα νέα ήταν καλά. Οι νεκροί ήταν μόνο τρεις...

Πόσες φορές κατά τη διάρκεια εκείνων των στιγμών της περισυλλογής δεν είχε αναρωτηθεί, χωρίς να βρίσκει απάντηση, γιατί να υπάρχει τούτη η πελώρια αδικία πάνω στη γη, γιατί εκατομμύρια φτωχοί να είναι στους αιώνες των αιώνων καταδικασμένοι να φτύνουν αίμα μόνο και μόνο για να συσσωρεύουν πλούτη πάνω στα πλούτη ελάχιστου και να ζουν στα ολόχρυσα παλάτια τους. Αχ, σκεφτόταν μ' έναν βαθύ αναστεναγμό, ας γινόταν να μπορούσε να ζήσει κάποιος δίχως αυτή την παντοτινή αγωνία και το φόβο για την τύχη των αγαπημένων πλασμάτων, που τόσες φορές έπρεπε να πληρώσουν με την ίδια τους τη ζωή· πανάκριβα να πληρώσουν για να κερδίσουν αυτό που θα έπρεπε να είναι το δικαίωμα όλων, ένα πιάτο φαΐ και το καθημερινό ψωμί στο τραπέζι! 

Αλλά όλα αυτά έρχονταν κι έφευγαν από το μυαλό της γυναίκας, και καθώς δεν μπορούσε να βρει καμιά λύση στο πρόβλημα, πάσχιζε να διώξει όλες αυτές τις σκέψεις κι έπιανε ξανά τις καθημερινές ασχολίες της βυθισμένη στη συνήθη της μελαγχολία.

Κι η μοιρολατρία βασίλευε στην πολιτεία των εργατών και των οικογενειών τους. Κάπου κάπου, όταν δολοφονούνταν στα κάτεργα, όταν στο τέλος της εβδομάδας στέκονταν στη βροχή να πληρωθούν και βρίσκονταν χρεωμένοι με πρόστιμα για δήθεν λάθη τους, η οργή τους ξεσπούσε με κατάρες και βρισιές. Αλλά πάντα υπήρχε και θα υπάρχει αυτός που με συνείδηση θα λέει τα πράγματα όπως είναι.

Φτωχέ μας γέρο, σε πετάνε στα σκουπίδια επειδή τους είσαι πια άχρηστος. Το ίδιο συμβαίνει σε όλους μας. Εκεί κάτω δεν κάνει καμιά διαφορά αν είσαι άνθρωπος ή ζώο. Μόλις δεν έχουμε πια δυνάμεις για τη δουλειά, το ορυχείο μας πετάει όπως ξεφορτώνεται η αράχνη μακριά από τον ιστό της το απομεινάρι της μύγας που καταβρόχθισε. Σύντροφοι, το ζώο αυτό είναι η εικόνα και της δικής μας ζωής. Όπως αυτό, έτσι κι εμείς σωπαίνουμε υπομένοντας καρτερικά τη μοίρα μας. Κι όμως η δύναμη είναι τόσο μεγάλη που τίποτα πάνω σ' αυτή τη γη δεν θα μπορούσε να της αντισταθεί. Αν όλοι οι καταπιεσμένοι, όλοι οι δεσμώτες, βάδιζαν ενάντια στους καταπιεστές τους, τότε γρήγορα θα τους βάζαμε στη θέση τους όλους αυτούς που σήμερα  μας πίνουν το αίμα και ρουφάνε ως το μεδούλι από τα κόκαλα μας. Θα τους σκορπίζαμε με την πρώτη έφοδο όπως ο τυφώνας ένα δεμάτι άχυρα. Είναι λίγοι, είναι ελάχιστοι κι αυτοί και το άθλιο σινάφι τους, και ανίσχυροι μπροστά στον αναρίθμητο στρατό των αδελφών μας που πλημμυρίζει τη γη!

Κι όσο στο πρόσωπο των ανθρώπων αυτών βλέπουν έναν «επικίνδυνο» για τη δουλειά τους άνθρωπο (άραγε ήταν δουλειά ή δουλεία) που ονειρεύεται εξεγέρσεις ενάντια στους αδιασάλευτους νόμους της μοίρας, τόσο η φυσική ροή των πραγμάτων θα παραμένει φυσική... Θα ξυπνούν αξημέρωτα, θα στήνονται στην ουρά, θα μπαίνουν στις στοές, θα χτυπούν το βράχο. Κι αυτοί και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κι «ο λάκκος του διαβόλου» θα τους σκοτώνει κάθε μέρα και θα πλουτίζει την αποικιοκρατική εγγλέζικη εταιρία...

[Το εξαιρετικό βιβλίο με διηγήματα του Μπαλδομέρο Λίγιο «Ο λάκκος του διαβόλου» σε μετάφραση του Σταμάτη Πολενάκη  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ενύπνιο»]

[Τα αποσπάσματα με τα πλάγια γράμματα είναι από το βιβλίο]


Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Το τελευταίο παιχνίδι...


Ήταν όλοι κρυμμένοι, κάποιοι πίσω από τους χοντρούς κορμούς των τριών τεράστιων ευκάλυπτων, κι οι υπόλοιποι πίσω από ένα απομεινάρι μιας μάντρας. Μισοέβγαζαν τα κεφάλια τους προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους, παρακολουθώντας τον ατσούμπαλο μηχανικό που προσπαθούσε ασθμαίνοντας και σιχτιρίζοντας να δέσει την τσίγκινη ταμπέλα στο συρματόπλεγμα. Το σχέδιο είχε ετοιμαστεί στο άψε σβήσε! Αν και στο πόδι σχεδιασμένο, πίστευαν ότι θα πετύχει! Δεν είχαν ιδέα τι θα μπορούσε να γράφει η ταμπέλα αλλά το υποψιάζονταν! Σίγουρα κάποια απαγόρευση... Ειδικά το να παίζουν μπάλα! Τώρα τι κακό είχε αυτό δεν χωρούσε στο παιδικό τους κεφάλι! Ήταν ήδη από καιρό σε πόλεμο με τον συγκεκριμένο τύπο και κάνα δυο άλλους παρατρεχάμενούς του που όλη την ώρα τους έβριζε. Τους έβαζε να σκάβουν τρύπες-εμπόδια μέσα στη μέση του «αγωνιστικού χώρου» για να εμποδίζουν τους μελλοντικούς αστέρες των γηπέδων, στο φαντασιακό τους, να προπονούνται κι η μπάλα τους να πέφτει μέσα στις βαθιές τρύπες και να διακόπτεται το παιχνίδι. Με πείσμα όμως η μαρίδα τις βούλωνε και συνέχιζε το παιχνίδι! Πριόνιζε ο ίδιος με μανία τα αυτοσχέδια δοκάρια, πετούσε τις μεγάλες πέτρες που χρησιμοποιούνταν για τέρματα, έκανε ότι μπορούσε. Αυτή η μανία του ήταν ανεξήγητη...

Το σχέδιο λοιπόν είχε δύο σκέλη! Το ένα την αποτροπή της τοποθέτησης της ταμπέλας και το άλλο, το τρύπημα σε διάφορα σημεία του συρματοπλέγματος! Τη λύση το πως να το αποτρέψουν την έδωσαν οι φορτωμένες νεραντζιές! Αλίμονο! Τόσα νεράντζια είχαν ανταλλάξει οι δύο πολυκατοικίες στο μεταξύ τους ανελέητο πόλεμο όταν από ποδοσφαιρικοί αντίπαλοι μετά το ματς μετατρέπονταν σε ορκισμένους εχθρούς! Τώρα όμως ο εχθρός ήταν κοινός! Η ποδοσφαιρική αρένα τους που θα γινόταν εργοτάξιο ήταν η τελευταία της γειτονιάς... Κι αυτό ήταν αρκετό για τεθεί σε εφαρμογή η ισχύς εν τη ενώσει!

Τα νεράντζια ήταν ήδη φορτωμένα στις τσέπες τους και στις πλαστικές σακούλες που κουβαλούσαν δύο μπάλες, η δεύτερη πάντα ήταν εφεδρική σε περίπτωση που έσκαγε η πρώτη, επιγονατίδες, ποδοσφαιρικά παπούτσια με καρφιά για τους τυχερούς, γάντια τερματοφύλακα. Ο μεγαλύτερος θα έδινε το πρόσταγμα και τότε μια συστοιχία νεραντζιών κατιούσα, όπως έβλεπαν στο ασπρόμαυρο ντοκυμαντέρ «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», θα συννέφιαζε τον ουρανό και θα έψαχνε στόχο στον μηχανικό! Αν και πολύ νευριασμένοι με τον τύπο, δεν μπορούσαν να κρατήσουν την κοιλιά τους από τα γέλια, τόσο πολύ, που πρέπει να τους άκουσε με αποτέλεσμα να γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος τους! Το σχέδιο προδόθηκε! Ναυάγησε! Ο μηχανικός βλέποντας τα νεράντζια στα χέρια τους εξαγριώθηκε!

-Τσογλάνια, γαμώ τον πατέρα σας, ξεφώνισε, κι άρχισε ένα τρελό σλάλομ ανάμεσα σε χόρτα και στα διάφορα εμπόδια της διπλανής αλάνας για να τους πιάσει!

Πανωλεθρία! Την ώρα που όλοι ετοιμάζονταν να σκορπίσουν στους πέντε ανέμους η απελπισμένη αλλά πιο ψύχραιμη φωνή του μεγαλύτερου πρόσταξε να του πετάξουν τα νεράντζια. Σκασμένοι στα γέλια από το τραγικό θέαμα του μηχανικού που έτρεχε ατσούμπαλα βρίζοντας κι απειλώντας τους τα εκτόξευσαν κι άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις! Ο μηχανικός τα 'χάσε μη ξέροντας ποιον να πρώτοακολουθήσει! Πάνω στον πανικό του έφαγε και μια μεγαλοπρεπή τούμπα που έκανε την «τσογλαναρία» να μην μπορεί να τρέξει από τα γέλια! Μπορεί λοιπόν το σχέδιο αποτροπής του να κρεμαστεί η ταμπέλα ν' απέτυχε, αλλά το γέλιο που έριξαν ήταν ανεπανάληπτο! Δυστυχώς όμως είχαν και μια απώλεια. Άφησαν μία από τις δύο μπάλες πίσω τους πράγμα που σημαίνει ότι σίγουρα θα την έσκαγε. Πάγια τακτική εκείνα τα χρόνια όλων των σκατόψυχων νοικοκυραίων...

Την επόμενη θα έμπαινε σε εφαρμογή το δεύτερο σκέλος του σχεδίου! Επιχείρηση «Τελευταίο Παιχνίδι»! Γνώριζαν ότι τελείωναν τα ψωμιά της αλάνας κι ότι σύντομα στη θέση της θα χτιζόταν μια ακόμα πολυκατοικία. Ο μηχανικός δεν ερχόταν κάθε μέρα οπότε ήλπιζαν ότι την επόμενη θα μπορούσαν να τρυπήσουν το συρματόπλεγμα σε μια απόμερη μεριά που δεν θα τους έβλεπε κανείς και θα μπούκαραν μέσα για τον τελικό των τελικών ανάμεσα στις δύο πολυκατοικίες! Μετά από πέντε χρόνια συνεχόμενων Σαββατιάτικων πρωϊνών αγώνων ήρθε η ώρα του τελευταίου... Το γόητρο της νίκης ήταν από μόνο του αρκετό για τη νίκη πάση θυσία!

Η όρεξη όμως δεν ήταν η ίδια, το «ποδοσφαιρικό μίσος» έδωσε χώρο στη θλίψη για την ακόμα μία χαμένη αλάνα, οι ετοιμασίες για τον αγώνα, οι πασούλες στο ζέσταμα, οι οδηγίες και οι συνεννοήσεις για το ποιος θα μαρκάρει ποιον, το πάθος για τη νίκη, ακόμα και οι όρκοι ήταν ξεθωριασμένοι...

Το τελευταίο παιχνίδι ξεκίνησε. Τα μαρκαρίσματα ήταν πιο χαλαρά, κλωτσιές και τρικλοποδιές δεν έπεφταν, κανείς δεν είπε κάποιον αντίπαλο μαλάκα, οι αμυντικοί δεν είπαν χασογκόλη τον σέντερ φορ όταν έχανε κάποιο γκολ σε κενή εστία. Ούτε οι επιθετικοί έβρισαν τον τερματοφύλακα όταν έτρωγε κανένα κοροϊδίστικο γκολ... 

Σιγά σιγά το ενδιαφέρον ατόνησε. Το ισόπαλο αποτέλεσμα βόλευε και τις δύο ομάδες... Το ισοζύγιο των αγώνων των τελευταίων πέντε χρόνων ήταν ακριβώς ισόπαλο. 

-Να το λήξουμε, αναρωτηθήκαν οι δύο αρχηγοί;
-Να το λήξουμε είπαν όλα τα παιδιά με μια σιγανή φωνή...

Πέντε χρόνια, κάθε Σάββατο, στις δέκα ήταν εκεί. Έφευγαν τσακωμένοι, χαρούμενοι, λυπημένοι, νικητές, ηττημένοι, πλακωμένοι στο ξύλο καμιά φορά, με ματωμένα γόνατα κι αγκώνες, λασπωμένοι το χειμώνα, σκονισμένοι και ιδρωμένοι το καλοκαίρι.

Σήμερα όμως αφήνουν τον αγωνιστικό χώρο χορτασμένοι. Χορτασμένοι από το παιχνίδι, από το ποδόσφαιρο, αγκαλιασμένοι με τον αντίπαλο ξέροντας ότι οι δύο απέναντι αυτές πολυκατοικίες έκλεισαν μια για πάντα τους λογαριασμούς τους... Κι όταν αργότερα, μετά από χρόνια θα περνούν τυχαία από αυτό το δρόμο της αλλαγμένης πια μητροπολιτικής γειτονιάς τους, αυτό το τελευταίο παιχνίδι θα είναι η σύνδεσή τους με τη μόνη τους πατρίδα... Αυτή των παιδικών τους χρόνων...

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Το αυτονόητο του τώρα στη λογοτεχνία όταν δεν ήταν αυτονόητο...



Για όσους και όσες από εμάς, η ανάγνωση και η αγάπη μας για τα βιβλία είναι δεύτερη φύση, θεωρούμε κάποια πράγματα αυτονόητα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσιολογικό από το να επισκεφτούμε ένα βιβλιοπωλείο, να χαζέψουμε τα ράφια με τις νέες κυκλοφορίες ή να κατευθυνθούμε προς το μέρος εκείνο που φιλοξενεί βιβλία του ενδιαφέροντός μας. Τα κατεβάζουμε απ' τα ράφια, τα ξεφυλλίζουμε, διαβάζουμε την υπόθεση στο οπισθόφυλλο, αντλούμε πληροφορίες για τον/τη συγγραφέα απ' τ' αυτιά του βιβλίου. Αποφασίζουμε αν θα το πάρουμε, κι αν ναι, γυρίζουμε χαρούμενοι στο σπίτι μας έτοιμοι να βυθιστούμε στον κόσμο τους... Άλλον έναν κόσμο, άλλη μια ζωή! Τελειώνοντάς το, με την ίδια ευκολία θα συζητήσουμε γι' αυτό, θα το προτείνουμε σε φίλους αν μας άρεσε ή θα το απορρίψουμε. Τόσο απλά! Κι η αναγνωστική μας περιπέτεια θα συνεχιστεί με το επόμενο και το επόμενο και το επόμενο. Ξανά και ξανά!

Σκεφτήκαμε όμως άραγε από πότε όλη αυτή η διαδικασία θεωρείται σαν ένας φυσιολογικός κύκλος ροής; Δηλαδή στη γενιά μας, σε όσους και όσες ενδιαφέρονται όπως προ είπαμε, κυλάει κάπως έτσι αυτό το ταξίδι σε παράλληλες με τη ζωή μας ζωές. Τις ζωές των ηρώων των βιβλίων μας. Το ίδιο και στην πριν από εμάς γενιά και στην ακόμα πιο πίσω που πραγματικά ήταν ολιγάριθμη, αλλά για την εποχή της τόσο φωτισμένη... Μέχρι εκεί; Άντε και σε μια ακόμα πιο μειοψηφική, σχεδόν ανύπαρκτη τέταρτη γενιά πριν από εμάς...

Αυτοί λοιπόν οι ελάχιστοι κι ασήμαντοι σε αριθμό πως μπήκαν σ' αυτή τη διαδικασία; Τι διάβασαν; Ή μάλλον ποιοι έγραψαν για να διαβάσουν αυτοί; Και σε ποια ακριβώς γλώσσα; Την καθομιλουμένη; Την «επίσημη» που δεν καταλάβαινε κανείς; Μεγάλο μπλέξιμο! Ας γυρίσουμε λοιπόν αρκετά το χρόνο πίσω, ας ταξιδέψουμε στο σημερινό ελλαδικό χώρο (ας αφήσουμε τον ευρωπαϊκό στην ησυχία της Αναγέννησης του γιατί από 'δω δεν πέρασε καν αυτή...) κι ας δούμε πως αυτό το τόσο αυτονόητο για εμάς «χτίστηκε» και με τι υλικά από το μηδέν...

Μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους το 1830 η μόνη σύνδεση του τότε ελλαδικού γεωγραφικού χώρου με την αρχαιότητα ήταν η γλώσσα. Καμιά άλλη συνοχή δεν υπήρχε καθώς απ' τον 3ο ακόμα αιώνα με τις συνεχείς επιδρομές άλλων νέων λαών καταστράφηκε η παλιά ζωή, ξέπεσε η θρησκεία του δωδεκάθεου και έγινε τεράστια αλλοίωση του φυλετικού χαρακτήρα του πληθυσμού με την εγκατάσταση σλαβικών φύλων. Δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση κάποια συνέχεια της αρχαίας πολιτιστικής παράδοσης και ούτε καν κάποια ανάμνηση απ'  την παλιά ζωή και τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Όλος αυτός ο παλιός κόσμος ουσιαστικά αγνοείται κι έρχεται απ' έξω η Ευρώπη που θαύμαζε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό να τον θυμίσει στο μόλις απελευθερωμένο από την οθωμανική αυτοκρατορία κόσμο του ελλαδικού χώρου.

Η μόνη σύνδεση, και η πιο σημαντική ίσως, ήταν η γλώσσα. Που διατηρήθηκε ζωντανή και ήταν η πιο μεγάλη κληρονομιά από τον αρχαίο κόσμο. Μια κατακερματισμένη όμως γλώσσα, χωρίς κανόνες, χωρίς από κάπου να μπορείς να πιαστείς. Που αλλιώς μιλιόταν απ' το λαό, αλλιώς απ' τις κυρίαρχες τάξεις που την κρατούσαν στο σκοτάδι για να μπορούν να φοβίζουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού με τη δήθεν επισημότητά της. Και πέρασε ένας αιώνας για να λυθεί το περίφημο γλωσσικό ζήτημα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα. Με τον νεοελληνικό κόσμο θα γεννιόταν κι η νεοελληνική λογοτεχνία, κάτι τελείως άγνωστο τότε (η λογοτεχνία) μέσα σ' εκείνον τον εντελώς αμόρφωτο κόσμο εκείνης της εποχής. Αυτή ήταν άλλη μια κληρονομιά του νέου ελληνικού κόσμου. Η πλήρης αμορφωσιά του πληθυσμού.

Είχαν λοιπόν οι βασανισμένοι άνθρωποι εκείνης της εποχής τα ερεθίσματα για να γράψουν. Αλλά το να γράψεις ήταν κάτι άγνωστο τότε στον ελλαδικό χώρο. Έτσι οι πρώτες δεκαετίες της «απελευθέρωσης» ήταν άνυδρες κι έναν περίπου αιώνα πίσω από την ευρωπαϊκή πεζογραφία. Μέχρι που άρχισαν δειλά δειλά να εμφανίζονται οι πρώτοι γραφιάδες. Ρομαντικοί στην αρχή αλλά σύντομα πλέον βγήκε στο προσκήνιο ο ρεαλισμός με θέμα του τώρα πια τη σύγχρονη ελληνική ζωή εκείνης της εποχής. «Επικεφαλής» τους ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

Και ξαφνικά γίνεται σεισμός! Κάποιοι αναιδείς υποστηρίζουν με πάθος το δημοτικισμό κόντρα στην καθαρεύουσα! Μάχες επί μαχών! Όλα τα προοδευτικά στοιχεία τάχθηκαν υπέρ της! Η καθομιλουμένη γλώσσα του λαού έπρεπε να περάσει στην φτωχή έως τότε πεζογραφία μας. Δεν είναι ο χώρος εδώ αρκετός για να αναπτυχθεί το ζήτημα. Εκδίδεται το Ταξίδι του Ψυχάρη και μετά απ' αυτό γίνεται μια έκρηξη! Όλο και πιο πολλοί γράφουν! Συστρατεύονται στον μεγάλο αυτό αγώνα. Κι έρχονται κι άλλα ερεθίσματα για να γράψουν ολοένα και πιο πολλοί. Η Μικρασιατική Καταστροφή. Νέο ερέθισμα. Ο πόνος, η προσφυγιά, η φτώχεια. Και μπαίνουν κι οι γυναίκες στη γραφή. Σπάνε τα στερεότυπα και γίνονται αυτές οι λίγες πρωτοπόρες! Γράφουν πια στη δημοτική! Ο λαός, οι λίγοι στην αρχή που γνωρίζουν γράμματα διαβάζουν. Τα λογοτεχνικά περιοδικά ανθίζουν! Στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε πολλές ακόμα πόλεις της επαρχίας ιδρύονται περιοδικά. Άνθρωποι μαζεύονται σε καφενεία, σε πατάρια, σε σαλόνια και συζητούν με πάθος για βιβλία, για ποιήματα. Γράφουν! Οι εφημερίδες δημοσιεύουν καθημερινά σε συνέχειες τις ιστορίες τους! Και ξάφνου νέα προβλήματα! Η δημοτική έχει ευτυχώς υπερισχύσει! Αλλά οι κανόνες; Η γραμματική; Η έκφραση; Δεν είναι ενιαία, δεν είναι κοινή... Πρέπει κάποιοι να την φτιάξουν. Να μπει μια τάξη. Να συνεννοούμαστε και μέσω του γραπτού λόγου κοινά. Νέοι αγώνες, νέες αγωνίες. Ορίζονται κι αυτά κι έρχεται και ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος...  Νέα ερεθίσματα απ' όλη αυτή τη δυστυχία.. Και όλο πιο πολλοί και πολλές βουτάνε την πένα τους βαθιά μέσα τους και γράφουν, γράφουν, γράφουν... Κι αυτοί που γράφουν την Αλήθεια λογοκρίνονται από αμόρφωτους και αστοιχείωτους πορωμένους υπηρέτες του καθεστώτος... Βιβλία απαγορεύεται να κυκλοφορούν, συγγραφείς και ποιητές δικάζονται για τα γραπτά τους και στέλνονται στις εξορίες. Κι η ιστορία συνεχίζεται... Νέοι εκδοτικοί οίκοι γεννιούνται, ο κόσμος των Ιδεών αναπτύσσεται, η λίμνη του ονείρου όλο και μεγαλώνει... Αλλά και πάλι τα πράγματα δεν είναι τόσο ιδανικά. Γραφιάδες και εργαζόμενοι στο χώρο αυτό γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτούς που εκμεταλλεύονται τη δίψα του ανθρώπου για μόρφωση, για ψυχαγωγία, για το όνειρο και την καταφυγή του σε αυτό μέσα από ένα χαρτί γεμάτο μελάνι  από είκοσι τέσσερα σύμβολα...

Αυτή και άλλη τόση είναι η ιστορία που κρύβεται κάθε φορά, που με τον πιο φυσικό τρόπο κατεβάζουμε ένα βιβλίο από ένα ράφι ενός βιβλιοπωλείου... Αυτές οι λίγες γραμμές λοιπόν είναι αφιερωμένες σε αυτούς και αυτές... Το φωτεινό και δύσβατο μονοπάτι που άνοιξαν ας φροντίσουμε με τις ιδέες μας και την αγάπη μας για τα γράμματα να το ξανοίξουμε, να το φαρδύνουμε και να το κάνουμε φωτεινή λεωφόρο για να γίνει ο άνθρωπος καλύτερος κι η ζωή πιο υποφερτή για όλους. Τους το χρωστάμε...