Αυτό το τετράγωνο του διαβόλου της φασαρίας, ένα από τα άπειρα του κέντρου της πόλης, Ακαδημίας, Ασκληπιού, Σόλωνος, Ιπποκράτους, είναι αυτό που επισκέπτεται συχνά για να πιάσει στασίδι στα βιβλιοπωλεία και στα περίπτερα που εσχάτως έχουν μετατραπεί σε υπαίθρια πωλητήρια σπάνιων παλιών βιβλίων. Ένα μελίσσι ανθρώπων γυρίζει ήσυχα γύρω από τους πάγκους τους, απορροφημένο στην προσπάθεια του να τρυγήσει τους καρπούς τους... Έτσι κι αυτός, εκείνο το πολύβουο χειμωνιάτικο μεσημέρι, έψαχνε κάποιο καινούριο διαμαντάκι για να πλουτίσει τη συλλογή «του μέσα του κόσμου». Και, ω, τι σύμπτωση! Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία ξεφυλλίζοντας το φιλολογικό περιοδικό που τόσα τεύχη έχει στο σπίτι του, αλλά αυτό του είχε ξεφύγει, η ματιά του έπεσε σ' ένα διήγημα για τις «φωνές της πόλης», κάποιου άγνωστου σε αυτόν, Κώστα Φραγκισκάτου. Η βουή της πόλης που τον τύλιγε ενοχλητικά άρχισε να χάνεται σιγά σιγά όσο βυθιζόταν στην ανάγνωση των πρώτων γραμμών. Όχι! Κάτι επαναστάτησε μέσα του! Δεν του ταιριάζει να διαβαστεί εδώ! Πίσω στο σπίτι θα βυθιζόταν μακριά από τις «φωνές της πόλης» στο διάβασμα αυτού του περιοδικού θησαυρού που ακούει στο όνομα «Φιλολογική Πρωτομαγιά, 1959». Και κυρίως να απολαύσει το διήγημα για την παλιά και την καινούρια τώρα πια πόλη που άφησε στη μέση...
Καμμιά φορά, τα βράδια, όταν βρεθώ στη μοναξιά του κάμπου, τριγυρισμένος απ' τον παράξενο κόσμο της σιωπής, νοσταλγώ μιαν άλλη μακρινή εποχή των παιδικών μου χρόνων, που αθόρυβη κι αμέριμνη ξεκουράζονταν μεσ' στη γαλήνη η πολυτάραχη σήμερα πολιτεία.
Κ' η σκέψη μου, ξαφνιασμένη από τους κρότους, που μέρα-νύχτα αδιάκοπα τ' αυτιά σφυροκοπάνε μέσα στην πολύβουη μας τούτη πόλη, με ξαναφέρνει, χρόνια πολλά πίσω, στο πατρικό μας σπίτι της Λεωφόρου Μουναχίας κοντά στη Βαγγελίστρα. μι' από τις ακραίες την εποχή εκείνη συνοικίες του Πειραιά, απ' όπου με κλειστά παράθυρα, ακούγονταν οι σειρήνες των καραβιών, από την άλλη άκρια, κάτω στο λιμάνι, και τα βράδια φτάνανε, σχίζοντας τις αποστάσεις, μέχρι την περίτρομη παιδική ακοή μας, τα βρυχητά των λιονταριών απ΄ το Ζωολογικό Κήπο του Παλιού Φαλήρου.
Οι μηδαμινοί θόρυβοι της πόλης δε μπόδιζαν νάρτουν ως εδώ τους μακρινούς αυτούς αχούς, που αιωρούνταν πάνω από τις στέγες των σπιτιών μας τόσο ξεκάθαροι, που να ξεχωρίζουμε αμέσως τη βροντώδικη σειρήνα του «Άη-Γιάννη» από το βραχνιασμένο σκούξιμο του «Θεμιστοκλή» και ν' ακούμε το τρίφωνο μουσικό σφύριγμα της «Πύλαρος» καθώς σαλπαίρνουνε τα πλοία απ' το λιμάνι. [...]
Κάπου-κάπου, ένας γυρολόγος ξεμύτιζε στο σταυροδρόμι, διαλαλώντας τη πραμμάτια του, ή κάποιος ταλαίπωρος μανάβης πούσπρωχνε μπροστά του φορτωμένο το τρίτροχο καροτσάκι του, παινεύοντας φωναχτά τις «κόκκινες καλές ντομάτες» και διατιμώντας τα οπωρικά του [...]. Το πάψιμο της φωνής του διαδέχονταν ένα σύντομο κουβεντολόι και παζάρεμα της νοικοκυράς [...]
Δύο φορές τη βδομάδα, όταν κατέβαινε το νερό απ΄ τη δεξαμενή του Προφήτη Ηλία, ο σάλαγος γινόταν κάπως διαρκέστερος γινόταν κάπως διαρκέστερος. Στη γωνιά του δρόμου, στο αντικρινό μας πεζοδρόμι, μουρμούριζε απ' το πρωί η δημοτική βρυσούλα, καθώς άφηνε το λιγοστό νεράκι της να τρέχει στις στάμνες και τους ντενεκέδες, που με τις ώρες οι γυναίκες κ' οι κοπέλες της γειτονιάς περίμεναν υπομονετικά, σε μι' ατελείωτη ουρά, με τη σειρά τους να γεμίσουν.
Καλημερίσματα, ψιλοκουβέντες και χαχανητά όλο εκείνο το πρωϊνό, ως το μεσημέρι που σταμάταγε η διανομή, σκεπάζανε το μουρμουρητό της βρύσης, που θορυβούσε μοναχά -λες θυμωμένα- όταν αδειανός πάλι κουβάς έμπαινε από κάτω να γεμίσει.
Αυτές ήταν όλες οι φωνές της πόλης την ημέρα, φωνές ήρεμες και σιγανές, που η ημεράδα τους φαινότανε πιο μεγάλη ακόμα, όταν τα πρωϊνά και τα βράδια, σε ορισμένες ώρες, οι σφυρίχτρες από τις γύρω φάμπρικες δονούσαν την ατμόσφαιρα, για να καλέσουν στη δουλειά την εργατιά ή να σχολάσουν από το μόχθο. Κ' οι νοικοκυρές, συνηθισμένες στο κάλεσμα τούτο, το ίδιο όπως και στους δώδεκα μεσημεριάτικους χτύπους της γειτονικής καμπάνας, έτσι και τώρα τρέχανε να βεβαιωθούνε αν το ρολόι του τοίχου πήγαινε καλά.
Τα καλοκαιριάτικα βράδια, χαρούμενες παιδικές φωνές στο πεζοδρόμι κι ο πασατεμπάς, πούφερνε γυροβολιά κατηφορίζοντας για το Πασά-Λιμάνι [...] έδιναν μιαν ήσυχη νότα χαρούμενης ζωής.
Κ' ύστερα βαθιά γαλήνη, που τίποτα τη νύχτα δεν ξυπνούσε, 'ξον από το περπάτημα στο πεζοδρόμι κάποιου νυχτωμένου διαβάτη, ή το νανούρισμα μιας απαλής καντάδας με κιθάρες, ενώ, το χειμώνα, η βροχή κι ο αγέρας ήταν οι μόνοι νυχτερινοί στους δρόμους περιπατητές. [...]
*****************
Οι αθόρυβες πολιτείες των χρόνων εκείνων δεν υπάρχουνε πια. Ήρεμες και γαλήνιες ήταν οι φωνές τους, όπως γαλήνια και πιο απλή ήταν η ζωή μας.
Τώρα, ένας κινούμενος ανθρώπινος συρφετός στους δρόμους, που σπρώχνεται, διαγκωνίζεται και τσαλαπατιέται. Μιλάει και φωνάζει. Τρέχει, τρέχει και δεν προφταίνει. Τ' αυτοκίνητα ουρές. Λεωφορεία, κούρσες και μεγαθήρια φορτηγά, με τα μοτέρ τους π' ουρλιάζουν και παραληρούν σ' ένα σωρό γλώσσες ταχυτήτων. Μοτοσυκλέτες και σκούτερς, αληθινοί επιδρομείς από την κόλαση και ήχοι του διαβόλου. [...] Ραδιόφωνα και μεγάφωνα παντού, σ' όλους τους δρόμους, σ' όλα τα κέντρα, στα καταστήματα, τα σπίτια, σ' όλες τις μεριές, που -σώνει και καλά- θέλουν να σου επιβάλλουν, τις πιο απίθανες ώρες, την εκνευριστική τους παρουσία. Εργοστάσια, τουρμπίνες, τρένα που συναγωνίζονται σ' ακουστικές παραφωνίες, Κι απάνω απ' όλα τ' αεροπλάνα [...] Πάταγοι, βουητά, σφυρίγματα, ξέφρενα στριγκλίσματα, μια κόλαση αληθινή και θόρυβοι ανόμοιοι, σ' όλους τους τόνους ανακατεμένοι, που ζυμώνονται, σμίγουν όλοι μαζί σ' ένα χαρμάνι βίαιης κι ανέκφραστης ακουστικής βαναυσότητας, για να σε ξεκουφαίνουν, να σε τρελαίνουν, να σπάζουν τα νεύρα σου, που ξεκούραση ποτές δεν μπορεί να πάρουν.
Ο πολιτισμός την ησυχία μας τώρα έχει διώξει. Ας ήταν μπορετό με την πρόοδο και την εξέλιξή του, να μας την ξαναφέρει.
[Το μέρος του κείμενο που λόγου του όγκου του επιλέχθηκε ένα μέρος του επιλέχθηκε να παρουσιαστεί εδώ, έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου]