Σε σένα άγνωστη μεγάλη γυναίκα...
Ηλεκτρικός σταθμός Πετραλώνων. Κάπου απορροφημένος στο διάβασμα. Προνόμιο. Έφτασε στ' αυτιά μου μια γλυκιά σπαρακτική φωνή. Σήκωσα το κεφάλι. Γλυκό ρυτιδιασμένο πρόσωπο, σπαρακτικό βλέμμα. Λίγα μαύρα, λίγα λευκά μαλλιά. Μποτάκια που χάνονταν μέσα σε μια φόρμα-κολλάν με τρεις χρυσές ρίγες απομίμηση γνωστής μάρκας. Κοίταξα τα γνωστής μάρκας παπούτσια μου. Προνόμιο. Μπουφάν απλό μακρύ για να την προστατεύει από το κρύο. Κοίταξα το δικό μου. Προνόμιο. Μας κοίταξα όλους γύρω. Ένα χαρτόνι στα χέρια της έγραφε ότι είναι από τη Σερβία κι έχει τρία παιδιά. Μια φωτογραφία μ' ένα παλικάρι την κοσμούσε. Δεν την κοίταξα αλλο. Ένα σπαρακτικό τραγούδι έβγαινε από το στόμα της. Τόσο γλυκό, τόσο πονεμένο. Με μάγεψε. Με συγκίνησε τόσο βαθιά κι ας μην καταλάβαινα τα λόγια του. Στα σερβικά το τραγουδούσε, στα τσιγγάνικα; Δεν ξέρω. Η γλώσσα του πόνου όμως και η έκφραση του πόνου παγκόσμια είναι. Ποιος ξέρει τι να τραγουδούσε. Τι να έλεγε αυτό το τραγούδι. Μόνο η ίδια κι ο άνθρωπος που το έχει γράψει σε κάποιον άλλο αιώνα. Έσκυψα το κεφάλι. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Άνοιξα με τρεμάμενα χέρια την τσάντα βιαστικά μήπως και δεν προλάβω. Έβαλα χωρίς να την κοιτάζω ένα κέρμα στο άδειο χάρτινο ποτήρι της. Το ίδιο και δύο καλές ηλικιωμένες γυναίκες δίπλα μου. Ήταν απέναντι μου, πολύ κοντά, και για ένα γαμημένο κέρμα δεν έφυγε και συνέχισε να μου τραγουδάει απ' ότι κατάλαβα κοιτώντας με στα μάτια. Δεν άντεξα να την κοιτάξω. Έσκυψα το κεφάλι κι έκλεισα το βιβλίο μου χαζεύοντας το εξώφυλλο. Άνοιξαν οι πόρτες στον επόμενο σταθμό κι αυτή συνέχισε στο υπόλοιπο βαγόνι. Η ίδια γλυκιά και σπαρακτική φωνή. Το ίδιο σπαρακτικό τραγούδι. Ένας άντρας μ' ένα ακορντεόν πήρε τη σκυτάλη. Αυτή από λίγο πιο μακριά γύρισε και τον κοίταξε μ' ένα παρακλητικό βλέμμα "λέγοντας" του άσε με να τελειώσω. Άλλη μια μαχαιριά. Την άφησε για λίγο και μετά άρχισε να παίζει ένα σκυλοτράγουδο ενός γνωστού τραγουδιστή που πέθανε πριν από λίγο καιρό και, η ενασχόληση όλων των μέσων μαζί του, έδειξε το πολιτιστικό επίπεδο που έχουμε περιέλθει σαν κοινωνία. Η φωνή της χάθηκε. Βγήκε και προχώρησε στο επόμενο βαγόνι. Σκέφτηκα να την ακολουθήσω για να την ακούσω. Ντράπηκα. Τον πόνο της ν' ακούσω; Δεν ήταν διασκεδάστρια. Έσκυψα το κεφάλι στο εξώφυλλο του βιβλίου. Η φωτογραφία του επαναστάτη, η μοναδική που έχει τραβηχτεί με μουστάκι, με κοιτούσε ίσια στα μάτια. Τον κοιτούσα κι εγώ. Ένιωσα να μου λέει "Πάλεψα και μάτωσα για ν' αλλάξει ο κόσμος. Δεν κέρδισα. Δεν κερδίσαμε. Συνεχίστε εσείς." Δεν κερδίσαμε αλλά θα συνεχίσουμε να πολεμάμε πάντα, σκέφτηκα. Μέχρι αυτή η γυναίκα να πάψει να τραγουδάει για ένα κέρμα στα βαγόνια των τρένων. Μέχρι να τραγουδά χαρούμενα τραγούδια σε λαϊκές γιορτές και πανηγύρια, σε πλατείες και αυλές σπιτιών σε αυτοσχέδια γλέντια, σε καφενεία και ταβέρνες. Και καμιά φορά να τραγουδά και κανένα θλιμμένο τραγούδι για όλες αυτές κι αυτούς που δεν πρόλαβαν να δουν τον κόσμο αυτον ν' αλλάζει...
Διαβάστε ακόμα: