Το μπαλκόνι κύκλωνε, για την ακρίβεια έκανε μια ορθή γωνία και αγκάλιαζε τον τρίτο όροφο του σπιτιού. Του άρεσε να ακουμπάει τους αγκώνες του στο μεταλλικό κάγκελο και να χαζεύει με τις ώρες τα φύλλα των μεγάλων δέντρων που έφταναν και ξεπερνούσαν ακόμα και τον τρίτο όροφο. Μια καρυδιά, αυτή που λένε ότι μόνο ένας καλός άνθρωπος μπορεί να φυτέψει, μιας και μεγαλώνει αργά και δεν θα προλάβει να τη χαρεί ο ίδιος και κάτι λεύκες φυτεμένες δίπλα δίπλα η μία στην άλλη. Και τι χαρά κάθε άνοιξη όταν άρχιζαν να μπουμπουκιάζουν τα δέντρα. Έβγαινε κάθε μέρα στο μπαλκόνι και τα κοιτούσε να μεγαλώνουν. Τα μικρά ματάκια που έβγαζαν στην αρχή και το μεγάλωμά τους μέρα με τη μέρα. Παρακαλούσε να βρέξει για να ποτιστούν και να μεγαλώσουν γρήγορα. Κι όταν μεγάλωναν πια κι οι βροχές σταματούσαν παρακαλούσε να φυσάει για να τα βλέπει να χορεύουν και κυρίως να τα ακούει. Να ακούει τη μουσική τους! Αχ, αυτή η μουσική τους... Κι όταν σιγούσε γιατί έπαυε ο αέρας έρχονταν τα αγαπημένα του μικρά σπουργιτάκια και τα χελιδόνια να στήσουν τη δική τους συναυλία... Κι ενώ την άνοιξη όλοι ερωτευόντουσαν τα πολύχρωμα λουλούδια στις γλάστρες και τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες και τα χαμομηλάκια στα χωράφια, αυτός, ναι, αυτός, ερωτευόταν τα φύλλα κι αυτό τους το ξαναγέννημα... Περνούσε όμως κάποτε η άνοιξη. Περνούσε και το καλοκαίρι κι ερχόταν το φθινόπωρο. Η μέρα άρχιζε σιγά σιγά να μικραίνει. Ο αέρας ψύχραινε και σταματούσε να είναι πια ευλογία όπως ήταν τις ζεστές μέρες. Τα μπάνια τελείωναν, τα παγωτά λιγόστευαν στα ψυγεία των περιπτέρων, τα σχολεία ξεκινούσαν και το χασομέρι στο μπαλκόνι έπρεπε να σταματήσει... Από μικρός έπρεπε να μπει δυνατά στο στίβο της ζωής... Και μόλις είχε αρχίσει να ανακαλύπτει το όνειρο έπρεπε να το διακόψει βίαια για να γεμίσει το κεφάλι του με τους ορθολογισμούς που έγραφαν τα χαρτιά... Κι όπως έπρεπε να γυρίσει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, λες κι η απόλαυση της ζωής και το όνειρο είναι κατεργαριά, έτσι και τα φύλλα ξεκινούσαν κι αυτά το ταξίδι τους από τα κλαδιά για το χώμα. Να θαφτούν για να γίνουν λίπασμα για τα επόμενα, όπως θάβετε κι η ζωή από τους καταναγκασμούς αυτού του κόσμου που ζούμε... Παρόλα αυτά θα ξέκλεβε λίγο χρόνο ακόμα και τον χειμώνα για να κοιτάζει από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που μεγάλωνε τα ξερά κλαδιά. Περιμένοντας την επόμενη άνοιξη για να τα δει πάλι να μεγαλώνουν... Τα χρόνια περνούσαν κι η συνήθεια αυτή δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Νόμιζε μάλιστα ότι, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, που έδινε τόση μεγάλη σημασία στα φύλλα και τον κύκλο της ζωής τους. Νόμιζε λάθος μέχρι που έπεσε πάνω σε αυτόν το γλυκό Πειραιώτη ποιητή του προπερασμένου αιώνα. Που λάμπρυνε και χρωμάτισε πορφυρά τα γράμματα μας. Τα τόσο πολύτιμα γράμματα μας. Γιατί από αυτά κατάλαβε ότι, στο ταξίδι των συναισθημάτων και στο ταξίδι στο όνειρο, δεν είναι μόνος στη γη...
ΦΥΛΛΑ
Φύλλα απ' τ' αγέρι του βουνού ξελλογιασμένα πάλι,
Κανένα δεν αγάπησα στον κόσμο εγώ λουλούδι
Ωσάν εσάς, που σμίγετε και τραγουδάτε αγάλι
Τ' αξέννοιαστό σας, το τρελλό μέσα στο φως τραγούδι.
Ολ' η ζωή σας είν' αυτό! Το λέτε νύχτα-μέρα
Το λέτε απάνω στα βουνά και στη θλιμμένη χώρα
Το λέτε δίπλα στο γιαλό, στον κάμπο πέρα ως πέρα,
Και τέλος, σαν ξανάρχεται του φθινοπώρου η μπόρα,
Σαν έρχεται και σας μαδά και σας κυλά στο χώμα
Εσείς εκεί που πέφτετε και φεύγετε και πάτε,
-Ω! πως να μη σας αγαπώ; -που εσείς και τότε ακόμα
Ενώ σκορπάτε, αξέννοιαστα σαν πριν το τραγουδάτε!
Λάμπρος Πορφύρας
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1894-1932)
ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ