Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Τα διαμάντια είναι παντοτινά...




«Τα διαμάντια είναι παντοτινά», ήταν ο τίτλος της ραδιοφωνικής εκπομπής που άκουγε κι αυτή την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πριν από μια εβδομάδα ακριβώς είχε ακούσει και τη Χριστουγεννιάτικη εκπομπή. Όμορφα ροκ τραγούδια μιας άλλης εποχής με τα νεότερα να φτάνουν μέχρι την εποχή της «σκηνής του Μάντσεστερ». Η ευγενική φωνή του παραγωγού της ήταν μια όμορφη και συγκινητική παρέα κι αυτή τη μοναχική παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όπως και της προηγούμενης και αυτής πριν από την προηγούμενη.  Προσπαθούσε να θυμηθεί τι ακριβώς έκανε εκείνες τις τελευταίες χρονιές που άκουγε την εκπομπή. Δεν είχε να θυμηθεί κάτι, παρά άλλοτε μια θολή ανάμνηση ενός τόσο δυνατού αέρα που κόντευε να πάρει το σπίτι, άλλοτε μια δυνατής βροχής κι άλλοτε ενός εντελώς αδιάφορου καιρού λες και δεν ήταν ούτε χειμώνας, ούτε άνοιξη, φθινόπωρο ή καλοκαίρι. Πως να μην ήταν όμως κάτι απ' όλα αυτά; Ήταν, βέβαια, ήταν. Αδιαφορούσε όμως για τον καιρό όπως και για όλο αυτό που γινόταν εκεί έξω. Γι' αυτό και βολευόταν με τους ήχους από τις κιθάρες που πλημμύριζαν έστω και σε χαμηλή ένταση το σαλόνι του σπιτιού του. Τα παντοτινά αυτά διαμάντια ήταν λες και έκαναν κατάληψη στο σπίτι του κάθε χρόνο τέτοια μέρα και τον οδηγούσαν να σκέφτεται το χρόνο που πέρασε για άλλη μια φορά. Σαν να μην άλλαζε τίποτα στη ζωή του από εκπομπή σε εκπομπή κάθε χρόνο. Κι αυτό το συνειδητοποίησε μόλις άκουσε το «New years day» των U2, ακριβώς με το που άλλαξε ο χρόνος. Ναι, αυτό ήταν! Η εκπομπή τελείωνε, ο παραγωγός ευχόταν καλή χρονιά και μια άλλη ψυχρή γυναικεία φωνή ανακοίνωσε ότι η εκπομπή ήταν από το πολύτιμο αρχείο του σταθμού. Πάγωσε. Κατάλαβε ότι όλα αυτά τα χρόνια άκουγε μια κονσέρβα. Μια κονσέρβα που την είχε ακούσει κάποτε ζωντανά αλλά στη συνέχεια πάντα σε επανάληψη. Και δάκρυσε, γιατί κατάλαβε ότι αυτό που τον πείραζε πιο πολύ ήταν ότι είχε βάλει τη ζωή του σε επανάληψη... Και μάλιστα σχεδόν στη σίγαση. Έκλεισε το ραδιόφωνο, έβγαλε τη συχνότητα από τη μνήμη, βγήκε στο μπαλκόνι να δει τα βεγγαλικά και, η νύχτα, ο καιρός, η αυριανή μέρα και η κάθε μία που θα την ακολουθούσε, αποφάσισε να μην του φανεί ποτέ πια αδιάφορη. Χωρίς όμως, ποτέ μα ποτέ, να ξεχάσει αυτούς και αυτές που δεν θα καταφέρουν να βγάλουν από τη μνήμη του ραδιοφώνου τους, αυτή την καταραμένη συχνότητα...  Να ξεριζώσουν από την καρδιά τους τη μοναξιά... Ποτέ...

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Ένα τέταρτο του αιώνα...




Άνοιξε την πόρτα της βεράντας κι έσυρε έξω μια καρέκλα. Ήταν ανήμερα των Χριστουγέννων κι ο καιρός ανοιξιάτικος. Σχεδόν καλοκαιρινό θα τον έλεγε! Ίσως στην υπερβολή του χαρακτηρισμού καλοκαιρινός να βοηθούσαν και τα νιάτα του. Ακριβώς είκοσι πέντε χρόνια πριν. Ένα τέταρτο του αιώνα. Παραμονές του 1997. Ο ήλιος έπεφτε απαλά πάνω στη βορειοδυτική βεράντα εκείνο το μεσημεροαπόγευμα. Η αγαπημένη του ώρα. Κάθισε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε. Στα πόδια του αφημένο ένα βιβλίο του Τζωρτζ Όργουελ, όχι κάποιο από τα πολύ γνωστά του. Αυτά τα είχε καταβροχθίσει πριν από λίγο καιρό προσπαθώντας να κατανοήσει τον παλιό κόσμο. Μαζί με το βιβλίο κι ένα μεγάλο σε μέγεθος αντιεξουσιαστικό περιοδικό που διαβάζοντας το προσπαθούσε να κατανοήσει τον καινούριο κόσμο. Αυτόν που ζούσε κι ανάπνεε στο τώρα κι αυτόν που ανοιγόταν μπροστά του. Η δίψα του άσβεστη. Για μάθηση, για δράση, για ζωή. Σηκώθηκε και κοίταξε την πόλη που απλωνόταν πέρα μακριά από τη βεράντα. Τα δυτικά προάστια, το κέντρο της Αθήνας, τη θάλασσα... Ένας ολόκληρος κόσμος ν' ανακαλύψει μπροστά του... Γύρισε το βλέμμα του παντού. Τίποτα δεν τον κράταγε και τίποτα δεν τον κρατούσε. Μόλις ελάχιστα χρόνια πριν είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί τη ζωή. Κι ήθελε να τη ζήσει στο τέρμα. Ήθελε να αλλάξει την τροχιά της. Και προσπάθησε. Κι ακόμα προσπαθεί. Γύρισε στους δρόμους της, εξερεύνησε τους λαβύρινθούς της, όργωσε τις πλατείες της, αλώνισε όλα τα μήκη και τα πλάτη της, γνώρισε και μίλησε με τους ανθρώπους της, Και κάθε χρόνο τέτοια μέρα βρίσκεται πάντα σε αυτό το σπίτι όπως και πριν από ένα τέταρτο του αιώνα... Χαζεύει τα αντικείμενα τέχνης του, τις πολλές και μεγάλες βιβλιοθήκες του, βγαίνει πάντα μα πάντα στην βεράντα που είχε κάτσει και τότε, χαζεύει τις ίδιες περιοχές. Ένα σπίτι που τότε τον «έδιωχνε» αλλά τώρα πια όποτε επιστρέφει, ένα τέταρτο του αιώνα πιο μεγάλος, νοσταλγεί εκείνη τη μέρα και είναι σίγουρος ότι εκείνο το παιδί διάλεξε τότε τη σωστή πλευρά του δρόμου για να πορευτεί στη ζωή του... 

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Μι Δέλτα: Το μινόρε του θανάτου...

«Κάποιος πρέπει να μείνει πίσω. Να γράψει στα τραγούδια του για εμάς. Για την εποχή μας και τους ανθρώπους της. Για τα δεινά και τους δαίμονες που κατοικούσαν μέσα μας, για τις διαψευσμένες προσδοκίες μας και τις ματωμένες επιθυμίες μας. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το κάνει καλύτερα από εσένα.»

Πριν μερικούς μήνες έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλιαράκι με τον τίτλο «ΒΑΡΚΑΡΗΔΕΣ». Τον άνθρωπο που το έγραψε τον ήξερα ελάχιστα. Κάποιες λίγες καλησπέρες είχαμε ανταλλάξει σε μικρά καφέ και μπαρ του κέντρου της Αθήνας συζητώντας λίγο περί ανέμων και υδάτων. Στα ίδια μπαρ είδα και το μικρό αυτό βιβλιαράκι του. Χωρίς να ξέρω ποιου ήταν ρώτησα. Η κοινότητα μας είναι μικρή κι ήθελα να μάθω. Από την περιγραφή το μυαλό μου πήγε σε αυτόν. Χωρίς δισταγμό το πήρα. Πάντα με γοήτευε και με γοητεύει όταν μαθαίνω ότι κάποιος άνθρωπος που έχω γνωρίσει διαβάζει, πόσο μάλλον όταν γράφει! Αμέσως θέλω να πιάσω επαφή, να συζητήσω, να μάθω γι' αυτό το δαίμονα που τον κατατρώει όπως κατατρώει και μένα. Είναι όμορφο να γνωρίζεις τι και κυρίως γιατί διαβάζει ένας άνθρωπος.  Είναι όμορφο διαβάζοντας να γνωρίζεις, έστω και λίγο, τον άνθρωπο που έβγαλε την ψυχή του πάνω στο χαρτί.  Έπιασα λοιπόν αυτό το μικρό βιβλιαράκι και δεν έχασα! Πέρα από το περιεχόμενο, τα νουάρ δεν είναι και πολύ το φόρτε μου τώρα πια, η γλώσσα του ήταν αυτή που μου άρεσε! Ο τρόπος που έγραφε! Ούτε αξιολογικές κρίσεις θέλω να κάνω, ούτε τα φόντα έχω, ούτε θα με ενδιέφερε να τα είχα και δεν έχω και σε μεγάλη εκτίμηση όλη αυτή τη διαδικασία των πεφωτισμένων (προτιμώ τους ανθρώπους που μέσα από τις σελίδες τους γράφουν λίγα λόγια από την καρδιά για ότι διάβασαν για να το μοιραστούν). Μου αρκεί ότι μου άρεσε η δουλειά του! Αλλά πιο πολύ μου άρεσε και μου αρέσει και στο επόμενο βιβλιαράκι του, «Το μινόρε του θανάτου», η μη ματαιοδοξία του. Αυτή τη μη ματαιοδοξία την έχω συναντήσει και σε άλλους ανθρώπους της μικρής αυτής κοινότητας ανθρώπων... Πουθενά το όνομα του! Δύο αρχικά και  μια σελίδα στο Facebook κι αυτή με τα ίδια. Μάλλον αυτός ο δαίμονας, ο δαίμονας της γραφής που τον έχει κατακτήσει, είναι πιο δυνατός από οτιδήποτε άλλο... Κι αυτό είναι που με γοητεύει ακόμα πιο πολύ από  περιεχόμενα και γραφές. Η διαδικασία της γραφής και της έρευνας που έκανε για να γράψει «το μινόρε του θανάτου» ίσως να είναι όπως και η υπόγεια ζωή των ηρώων του. Η καταφυγή στο όνειρο... Ο κατάδικός του υπόγειος κόσμος... Αυτοί παίδευαν το μυαλό τους για να βγουν στα τάστα του μπουζουκιού τους οι μελωδίες τους κι αυτός παίδεψε το μυαλό του για να βγάλει στο χαρτί την ιδέα του. Αυτοί έγραφαν σ' ένα χαρτί τα λόγια του καημού τους κι αυτός πάλεψε να βάλει σε μια σειρά τα δικά του. Το μπουζούκι του Μάρκου μας έπαιξε μελωδίες και το στόμα του μας  διηγήθηκε ιστορίες που βγήκαν από τη ζωή του. Η πένα του Μι Δέλτα μας διηγήθηκε τη δική του ιστορία που έβγαλε ο εσωτερικός του κόσμος. Αυτός που πάντα γοητεύει όποιον άνθρωπο ζει ξανά και ξανά μια ζωή όποτε διαβάζει κι από ένα βιβλίο... Και γι' αυτό τον ευχαριστώ γι' αυτή τη μία πρωινή ώρα που σ' ένα ήσυχο  καφέ ο κόσμος μου ενώθηκε με το δικό του και ξέφυγε για λίγο από ό,τι άσχημο μας περιτριγυρίζει...

[Σελίδα στο facebook για περισσότερες πληροφορίες για τη διανομή και άλλα: «Το μινόρε του θανάτου»]


 

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Φύλλα...




Το μπαλκόνι κύκλωνε, για την ακρίβεια έκανε μια ορθή γωνία και αγκάλιαζε τον τρίτο όροφο του σπιτιού. Του άρεσε να ακουμπάει τους αγκώνες του στο μεταλλικό κάγκελο και να χαζεύει με τις ώρες τα φύλλα των μεγάλων δέντρων που έφταναν και ξεπερνούσαν ακόμα και τον τρίτο όροφο. Μια καρυδιά, αυτή που λένε ότι μόνο ένας καλός άνθρωπος μπορεί να φυτέψει, μιας και μεγαλώνει αργά και δεν θα προλάβει να τη χαρεί ο ίδιος και κάτι λεύκες φυτεμένες δίπλα δίπλα η μία στην άλλη. Και τι χαρά κάθε άνοιξη όταν άρχιζαν να μπουμπουκιάζουν τα δέντρα. Έβγαινε κάθε μέρα στο μπαλκόνι και τα κοιτούσε να μεγαλώνουν. Τα μικρά ματάκια που έβγαζαν στην αρχή και το μεγάλωμά τους μέρα με τη μέρα. Παρακαλούσε να βρέξει για να ποτιστούν και να μεγαλώσουν γρήγορα. Κι όταν μεγάλωναν πια κι οι βροχές σταματούσαν παρακαλούσε να φυσάει για να τα βλέπει να χορεύουν και κυρίως να τα ακούει. Να ακούει τη μουσική τους! Αχ, αυτή η μουσική τους... Κι όταν σιγούσε γιατί έπαυε ο αέρας έρχονταν τα αγαπημένα του μικρά σπουργιτάκια και τα χελιδόνια να στήσουν τη δική τους συναυλία... Κι ενώ την άνοιξη όλοι ερωτευόντουσαν τα πολύχρωμα λουλούδια στις γλάστρες και  τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες και τα χαμομηλάκια στα χωράφια, αυτός, ναι, αυτός, ερωτευόταν τα φύλλα κι αυτό τους το ξαναγέννημα... Περνούσε όμως κάποτε η άνοιξη. Περνούσε και το καλοκαίρι κι ερχόταν το φθινόπωρο. Η μέρα άρχιζε σιγά σιγά να μικραίνει. Ο αέρας ψύχραινε και σταματούσε να είναι πια ευλογία όπως ήταν τις ζεστές μέρες. Τα μπάνια τελείωναν, τα παγωτά λιγόστευαν στα ψυγεία των περιπτέρων, τα σχολεία ξεκινούσαν και το χασομέρι στο μπαλκόνι έπρεπε να σταματήσει... Από μικρός έπρεπε να μπει δυνατά στο στίβο της ζωής... Και μόλις είχε αρχίσει να ανακαλύπτει το όνειρο έπρεπε να το διακόψει βίαια για να γεμίσει το κεφάλι του με τους ορθολογισμούς που έγραφαν τα χαρτιά... Κι όπως έπρεπε  να γυρίσει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, λες κι η απόλαυση της ζωής και το όνειρο είναι κατεργαριά, έτσι και τα φύλλα ξεκινούσαν κι αυτά το ταξίδι τους από τα κλαδιά για το χώμα. Να θαφτούν για να γίνουν λίπασμα για τα επόμενα, όπως θάβετε κι η ζωή από τους καταναγκασμούς αυτού του κόσμου που ζούμε... Παρόλα αυτά θα ξέκλεβε λίγο χρόνο ακόμα και τον χειμώνα για να κοιτάζει από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που μεγάλωνε τα ξερά κλαδιά. Περιμένοντας την επόμενη άνοιξη  για να τα δει πάλι να μεγαλώνουν...  Τα χρόνια περνούσαν κι η συνήθεια αυτή δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Νόμιζε μάλιστα ότι, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, που έδινε τόση μεγάλη σημασία στα φύλλα και τον κύκλο της ζωής τους. Νόμιζε λάθος μέχρι που έπεσε πάνω σε αυτόν το γλυκό Πειραιώτη ποιητή του προπερασμένου αιώνα. Που λάμπρυνε και χρωμάτισε πορφυρά τα γράμματα μας. Τα τόσο πολύτιμα γράμματα μας. Γιατί από αυτά κατάλαβε ότι, στο ταξίδι των συναισθημάτων και στο ταξίδι στο όνειρο, δεν είναι μόνος στη γη... 


ΦΥΛΛΑ

Φύλλα απ' τ' αγέρι του βουνού ξελλογιασμένα πάλι,
Κανένα δεν αγάπησα στον κόσμο εγώ λουλούδι
Ωσάν εσάς, που σμίγετε και τραγουδάτε αγάλι 
Τ' αξέννοιαστό σας, το τρελλό μέσα στο φως τραγούδι.

Ολ' η ζωή σας είν' αυτό! Το λέτε νύχτα-μέρα
Το λέτε απάνω στα βουνά και στη θλιμμένη χώρα 
Το λέτε δίπλα στο γιαλό, στον κάμπο πέρα ως πέρα,
Και τέλος, σαν ξανάρχεται του φθινοπώρου η μπόρα, 

Σαν έρχεται και σας μαδά και σας κυλά στο χώμα
Εσείς εκεί που πέφτετε και φεύγετε και πάτε,
-Ω! πως να μη σας αγαπώ; -που εσείς και τότε ακόμα
Ενώ σκορπάτε, αξέννοιαστα σαν πριν το τραγουδάτε!

Λάμπρος Πορφύρας

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1894-1932) 
ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος: 11 Νοεμβρίου 1990




Έπαιρνε συχνά το πλοίο της πρώην άγονης γραμμής, όταν ακόμα το γκαράζ του γέμιζε με κανονικά και «ταπεινά» αυτοκίνητα και, πριν οι δρόμοι του να αρχίζουν να γεμίζουν από θηριώδη τζιπ με τους ξιπασμένους νεόπλουτους οδηγούς τους. Ωραίο μέρος για λίγες μέρες ήσυχων διακοπών. Κάθε φορά που ξεκινούσε από το Λαύριο φρόντιζε να καθίσει στην αριστερή πλευρά του καταστρώματος. Για να είναι πιο κοντά. Να έχει όσο πιο άμεση οπτική επαφή με το στενόμακρο κομμάτι γης που επρόκειτο να συναντήσει... Το Μακρονήσι... Και κάθε φορά το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι. Η ίδια συγκίνηση... Μόλις αντίκρυζε τα πρώτα βράχια σηκωνόταν. Ακουμπούσε το χέρι του στην κουπαστή. Είχε την ανάγκη να κρατηθεί από κάπου... Κι ας είχε πλησιάσει κι άλλες, πολλές φορές σε αυτό. Το παράπονο του ήταν ότι ποτέ δεν πάτησε τα Άγια χώματα του... Όχι, δεν ήταν το νησί κάποιου Άγιου. Ήταν ένα από τους μικρούς ξερότοπους που «έζησαν» χιλιάδες Άγιοι... Πραγματικοί κι όχι οι μεταφυσικοί απατεώνες των θρησκειών... Ακουμπούσε λοιπόν το χέρι του... Στα μάτια του το απαραίτητο αξεσουάρ του καλοκαιριού. Ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ηλίου. Κάθε άλλο όμως τα φορούσε για να προστατέψει τα μάτια του από τον ήλιο. Τα φορούσε για να κρύψει από τα αδιάκριτα βλέμματα των γύρω του τα δάκρυα του... Έσφιγγε την αριστερή γροθιά του, την ακουμπούσε στην καρδιά του διακριτικά και σιγοψυθίριζε τη Διεθνή. Κάθε φορά, κάθε χρόνο, σε κάθε ταξίδι, στο πήγαινε και στο έλα. Αυτός ήταν ο τίτλος τιμής, το μεγάλο ευχαριστώ σε όσους εξορίστηκαν εκεί για έναν καλύτερο κοσμο. Και τελειώνοντας το τραγούδι των καταπιεσμένων σαν να έβλεπε τους γερόντους να κάθονται εδώ στη Μακρόνησο στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα, σαν πέτρινα λιοντάρια στην μπασιά της νύχτας... Τους γερόντους αυτούς, που άρπαξε από τα σπίτια τους στις πόλεις και την ύπαιθρο το μοναρχοφασιστικό καθεστώς, οι συνεργάτες των Ούννων, επειδή τα παιδιά τους βγήκαν για άλλη μια φορά στο βουνό...


Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές 
γερόντοι απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη,
και πιο πάνω απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία,
λιγνοί γερόντοι χοντροκόκαλοι μ' άσπρα μουστάκια και φλοκάτες-
μυρίζουν σβουνιά  και χωράφι,
μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου,
στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων,
μιλάνε λίγο, δε μιλάνε καθόλου,
ωστόσο πότε-πότε το βλέπεις που 'χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια,
μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ' το χώμα και τηράνε πίσω απ' τους ώμους μας.

Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι,
όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουτοαποθήκες του Μεσολλογγιού.

Και τότες πια δεν ξέρεις έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι, 
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν' ανάψουν το φυτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ' άδικο. 
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο,
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας, 
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους, 
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή, 
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν τ' αστροπελέκι.





Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Λυπάμαι... (28 Οκτωβρίου 1940...)




Στη μνήμη των δύο παππούδων και των δύο γιαγιάδων μου...

Κάθε φορά που ξημερώνει 28η Οκτωβρίου θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει, τέτοια μέρα κάθε χρόνο σκέφτομαι τον παππού σου... Κι εγώ κάθε χρόνο τέτοια μέρα θυμάμαι και τους δυο μου παππούδες. Ποιος ξέρει πως μπορεί να υποδέχτηκαν την είδηση του πολέμου. Με ενθουσιασμό; Με φόβο; Να φαντάζονταν άραγε τι θα αντιμετωπίσουν; Τους σκοτωμούς. Το κρύο που θα τους πάγωνε μέχρι και την ψυχή. Όχι, ο πόλεμος δεν είναι μόνο «ηρωισμός». Ούτε μόνο οι μάχες. Είναι κι οι ατελείωτες ταλαιπωρίες της καθημερινής ζωής. 

Κάθε χρόνο σκέφτομαι λοιπόν, πως από την ορεινή Πελοπόννησο να έφτασαν στην Ήπειρο; Κι αργότερα, την άνοιξη του 1941, με τι ηθικό να γύρισαν; Τον τρόπο τον ήξερα. Και τον είχα διαβάσει και τον είχαν ακούσει τα παιδικά μου αυτιά από τις διηγήσεις. Με τα πόδια από την Αλβανία στην Τρίπολη... Όπως όλοι οι φαντάροι. Με τις ατελείωτες στερήσεις, την ατέλειωτη πείνα, το ατελείωτο περπάτημα... Την ώρα που η ελίτ της χώρας την κοπανούσε και η αστική τάξη κοιτούσε να τα βρει με τα νέα της αφεντικά. Φαντάζομαι την ώρα που χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού τους και τις γιαγιάδες μου να τους αντικρύζουν στο πλατύσκαλο του φτωχικού σπιτιού. Αδύνατους, βρόμικους, ταλαιπωρημένους, συγκινημένους. Πόσο καιρό   θα τις έπνιγε η αγωνία για το αν ήταν ζωντανοί ή θαμμένοι κάτω από τα χιόνια σ' ένα βουνό της Αλβανίας. Πόσους μήνες θα είχαν να λάβουν νέα τους... Προσπαθώ να φανταστώ εκείνες τις αγκαλιές της ξαναντάμωσης που θα κράτησαν μια αιωνιότητα... Γι' αυτό ίσως κι αυτός ο θρήνος όταν μετά από χρόνια τους έχασαν. Κι αυτή η επιμονή στα μαύρα που εγώ δεν καταλάβαινα... Άλλοι καιροί. Σκληροί. 

Ναι. Ο πόλεμος δεν είναι μόνο η «δόξα»...

Είναι κι η στιγμή που ο ένας μου παππούς ανέβαινε σ' ένα ύψωμα και γύρω του έσκαγαν παντού όλμοι και οβίδες...

Είναι κι η στιγμή που ο άλλος μου παππούς, ένα ολόκληρο βράδυ καθώς κοιμόταν σ' ένα παγωμένο βουνό, δίπλα δίπλα κι όσο πιο κολλητά μπορούσε σ' έναν συμπολεμιστή του, ξύπνησε το πρωί και τον σκούντηξε για να σηκωθεί κι αυτός. Μία, δύο τρεις... Κι ο παγωμένος του σύντροφος, αυτός, που όλο το βράδυ του κολλούσε για να ζεσταθούν, ήταν νεκρός...

Τον έναν παππού μου τον έχασα όταν ήμουν επτά χρονών. Ακόμα τον θυμάμαι ν' ανασηκώνεται για να αποχαιρετήσει τα εγγόνια του σ' ένα δωμάτιο ενός μίζερου επαρχιακού νοσοκομείου. Λίγες μέρες μετά, από τα μαύρα ρούχα των γονιών μου, θα καταλάβαινα και θα ρωτούσα με μια βεβαιότητα που θα προτιμούσα να μην είναι πραγματική. Πέθανε ο παππούς;

Τον άλλο μου τον παππού τον έχασα στα είκοσι μου χρόνια. Σαν παιδί με απασχολούσαν τα παιχνίδια μου. Σαν έφηβο, οι εφηβικές μου ανησυχίες. Ρώτησα κάποια πράγματα για εκείνη την εποχή. Λίγα. Μπορεί κιόλας να αποθαρρυνόμουν από τους λιγομίλητους ανθρώπους για εκείνα τα γεγονότα.

Και τώρα που μεγάλωσα λυπάμαι που δε ρώτησα περισσότερα κι αφήνομαι στα βιβλία να μάθω για εκείνη τη μεγάλη μέρα, για τη ζωή τους εκείνη τη χρονιά... Τη ζωή των αντρών στο Μέτωπο και των ακόμα πιο γενναίων και δυνατών γυναικών στα σπίτια... Λυπάμαι πολύ...

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Η αυλή...



Και πάλι στον Γ. Σεραφίνο...


Κάθονταν στην αυλή. Για την ακρίβεια στο ταβερνάκι που φιλοξενούσε η παλιά αυτή η αυλή του κέντρου της Αθήνας στου Ψυρρή. Απολάμβαναν τη σκουρόχρωμη βαρελίσια ρετσίνα και χάζευαν τα δωμάτια, όμοια με αυτά, που τόσες φορές είχαν δει μικροί στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν τόσο στενή, που ο σερβιτόρος, πραγματικός σωσίας του ηθοποιού Στιβ Μακ Κουίν, ίσα που χωρούσε να κάνει το νευρικό του πέρασμα για να σερβίρει τους μεζέδες. Οι συναντήσεις τους σε καφενεία, όπως άλλωστε και οι περιπλανήσεις τους - ντεριβέ τις ονόμαζαν έτσι για να θυμηθούν τα αφελή καταστασιακά διαβάσματά τους πιτσιρικάδες - πάντα εκτός από πολιτική, η συζήτηση εκτεινόταν ακόμα πιο πολύ στη λογοτεχνία. Ήταν η κοινή τους αγάπη! Αμετανόητοι αναγνώστες! Πλάταιναν συνεχώς τους ορίζοντες τους παρακινώντας ο ένας τον άλλο! Πόσες φορές ήταν που, χαμογελώντας συνωμοτικά, άνοιγαν με τρόπο την τσάντα τους και έβγαζαν ένα μικρό εξαντλημένο θησαυρό, ένα διαμαντάκι που είχε παραπέσει σ' ένα σκονισμένο πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου και μοιράζονταν τη χαρά τους! Το ίδιο και με αυτά που έγραφαν. Με την ίδια αγωνία περίμεναν την απόκριση του φίλου τους! 

Χαζεύοντας λοιπόν την αυλή που κάθονταν, ο Γ. Σεραφίνος, που πρώτη φορά την επισκεπτόταν, μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά από τα τραγούδια που άκουγε κι από τη γλυκιά ρετσίνα, θυμήθηκε την αυλή που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα είκοσι πέντε του χρόνια ο μεγάλος στιχουργός της φτωχολογιάς. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος! Τους ήρθαν στο νου λοιπόν, τα δύο από τα πιο χαρακτηριστικά βιβλία για τη δεκαετία του '40 και τη ζωή του βασανισμένου λαού στο κέντρο της Αθήνας. «Τους παλιούς συμμαθητές και τον γλεντζέ που πίνει γάλα»... Κι όλα αυτά, με αφορμή την αυλή που έτρωγαν κι έπιναν, ενώ το βλέμμα και η φαντασία τους περιπλανιόταν στα καμιά δεκαπεντάρια δωματιάκια που μέσα τους πόνεσε και μάτωσε η φτωχολογιά... Μεταφέρθηκαν στην οδό Φωκαίας 18 στην πλατεία Κυριακού, που δουλικά ονομάστηκε πλατεία Βικτωρίας για να τιμήσει μια κάποια βασίλισσα της Αγγλίας, στην αυλή και στη γειτονιά που τόσο τραγουδήθηκε από τους στίχους του και διαβάστηκε μέσα από αυτά τα δύο ονειρικά του βιβλία... 

Αργότερα, γυρίζοντας σπίτι, θα άνοιγαν κι οι δύο την εισαγωγή του Αντώνη Σαμαράκη στο ένα από τα δύο βιβλία. Η αυλόπορτα της οδού Φωκαίας 18 άνοιγε δειλά δειλά...


Τον είχε βάλει στη σκάφη η μάνα του, να πάει καθαρός αύριο πρωί στην εκκλησία.

«Σιγά ρε μάνα, σιγά. Με το μαλακό. Εντάξει, είπαμε μα μπω πρωί πρωί στη σκάφη να μου ρίχνεις με την κατσαρόλα ζεστό νερό να πλυθώ αλλά όχι κι έτσι. Εσύ το ρίχνεις καυτό, με ζεμάτισες, γαμώτο!»

Του δίνει δυο γερές στον κώλο, του χώνει και μια τσιμπιά, μα τι τσιμπιά! Αρχίζει, λοιπόν. και αυτός, τσίτσιδος, να σουτάρει στη σκάφη ένα, δύο, τρία, τέσσερα σουτ, συρτά, γωνιακά. Πάει το νερό, «πλάτσα πλούτσα» χύνεται όλο έξω, μούσκεμα το σαρακοφαγωμένο ξύλινο πάτωμα. όλα αυτά στο ένα και μόνο δωματιάκι στη μικρή αυλή. άλλα εφτά δωμάτια γύρω γύρω, άλλες εφτά οικογένειες - η δική τους: ο Παναγιώτης, ο πατέρας, η Λίζα, η μάνα, ο Γιάννης. ο τέσσερα χρόνια μικρότερος αδερφός του και ο ίδιος.

Βέβαια, το δωμάτιο τους με την πόρτα ανοιχτή και τα άλλα δωμάτια σχεδόν πάντα το ίδιο. Το θεατράκι της αυλής είναι γεμάτο μέρα νύχτα, θεατές και ακροατές. Τα πάντα παίζονται δημόσια· ε, είναι και κάτι ώρες, εννοείται, ιδιαίτερες, που λένε· αλλάζει τότε το σκηνικό. Ειδάλλως, πόρτες και καρδιές ανοιχτές. [...]

Φωκαίας 18, εκεί που γεννήθηκε κι έζησε ως τα είκοσι πέντε του χρόνια. Σ' αυτόν το μικρό, στενό δρόμο που πιάνει από την Αριστοτέλους και τερματίζει στην Αλκιβιάδου. Δυο βήματα από την αρχή της Φωκαίας είναι η πλατεία Κυριακού, όπως λεγόταν τότε αυτή η όμορφη πλατεία της Αθήνας - αργότερα, μετονομάστηκε σε πλατεία Βικτωρίας για να τιμηθεί η εν λόγω βασίλισσα της Αγγλίας, παρόλο που δεν είχε καμιά σχέση με την Ελλάδα. Φωκαίας 18. Μια ψυχρή, απρόσωπη πολυκατοικία υψώνεται τώρα, πάει πια εκείνην η τόσο ζεστή ανθρώπινη, πού ανθρώπινη αυλή. Μονάχα στον ακάλυπτο χώρο πίσω από το υπόγειο μια μικρή αυλή, τρία επί τρία. Και πάνω από την αυλή, ο κοφτός αμείλικτος τοίχος της αντικρινής πολυκατοικίας. Μα, καλά, πως τα ήξερε όλα αυτά, αφού τόσα χρόνια έμενε αλλού, στην άλλη άκρη της Αθήνας; Ας είναι καλά ο Νησιώτης, ο παλιός συμμαθητής του στο Γυμνάσιο, το Β' Αρρένων Αθηνών, Χέυδεν και Αχαρνών. Πάτος στα μαθήματα ο Νησιώτης, πρώτος, όμως, στο μάθημα της μπάλας. Έξω αριστερά έπαιζε. [...]

Η αποστολή του ήταν να περνάει από την πολυκατοικία τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα, μη δει και νοικιάζεται ή πωλείται κανένα διαμέρισμα. Γιατί είχε το σχέδιο του: να ξαναμπεί επιτέλους στον ίδιο χώρο που γεννήθηκε κι έζησε τόσα χρόνια, χώρο αλλιώτικο πια, αλλά εκεί θα ξαναγινόταν παιδί, θα ξανάβρισκε το παιδί που είχε πάντα μείνει.

Η Ραία, η Υακίνθη, ο Νότης, ο γιος του από τον πρώτο του γάμο με τη Μάιρα, δεν είχαν ιδέα για το σχέδιο του. Μονάχα ο ίδιος θα πήγαινε στο κρησφύγετο του [...]

Οπότε, του τηλεφωνεί ένα απόγευμα ο Νησιώτης. « Επείγον, πρέπει να σε δω τώρα, σε περιμένω στο γνωστό καφενείο». Λοιπόν, θρίαμβος, νοικιάζεται για ένα χρόνο το υπόγειο, ένα δωμάτιο, χολ, μπάνιο, κουζινίτσα και μικρή αυλή δική του στον ακάλυπτο, δική του αποκλειστικά. Α, η είσοδος επί της Φωκαίας, ώστε κατευθείαν μέσα.

Πρεμιέρα απόψε. Η καρδιά του φτεροκοπάει από τη συγκίνηση. Δεν το πιστεύει ακόμα,

Το δωμάτιο δεν είναι τώρα άδειο, γεμίζει σιγά σιγάμε τις μνήμες από τα ωραία εκείνα χρόνια που ήταν παιδί. Την πόρτα που βγάζει στην αυλή την έχει βαφτίσει: «Εξώθυρα προς τη Φωκαίας». Στο τοίχο αριστερά, ψηλά, γράφει με μπικ:« Εδώ είναι η κληματαριά». Στο δεξί τοίχο, χαμηλά, γράφει<ς « Εδώ είναι η βρύση». Ολόγυρα του, τον περικυκλώνουν, αυτοί που έφυγαν από τούτη την άπονη ζωή.

Μια συγκίνηση κατέκλυσε τους δύο αναγνώστες. Έφταιγε η ρετσίνα; Έφταιγαν οι θύμισες που τους κατέκλυσαν για άλλη μια φορά διαβάζοντας την εισαγωγή αυτού του βιβλίου; Το όμορφο ήταν ότι σε αυτή την συνάντηση τους θυμήθηκαν αυτά τα δύο διαμαντάκια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Την ιστορία νεοελληνικής ζωής...

[Το απόσπασμα με τα πλάγια γράμματα είναι από την εισαγωγή του βιβλίου του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Είναι γλεντζές, πίνει γάλα», μια συνέχεια του βιβλίου του ίδιου « Οι παλιοί συμμαθητές», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη και αξίζουν να διαβαστούν!]

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Οι, δυστυχώς, πάντα επίκαιροι «Μοιραίοι» του μπάρμπα Κώστα Βάρναλη είναι ακόμα εδώ...




Κάποτε ο ποιητής της εργατιάς είχε λάβει μια επιστολή από ένα νέο της εποχής, τριάντα οκτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του ποιήματος «ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ». Μέσα στο νεανικό ενθουσιασμό του, ο άγνωστος αυτός επιστολογράφος, ανάμεσα σε άλλα του έγραφε με θάρρος τη γνώμη του για τους Μοιραίους.

Θα θελα ακόμα να λεγα κάτι και για τους «Μοιραίους» σου, που είναι μοιραίο - να μην είναι πια μοιραίοι. Χρειάζονται μιαν αναθεώρηση. Ξεπεραστήκανε πια. 

Δεν πίνουνε πια κάθε βράδυ στην ταβέρνα, γιατί δεν έχουν . Κ' η λατέρνα δε στριγγλίζει πια, γιατί την έδιωξε το αφηνιασμένο ραδιόφωνο. Ο γιος  του Μάζη μπορεί να ναι ακόμα στο Παλαμήσι, αλλά μπορεί να ναι και στον Άη Στράτη, ενώ η κόρη του Γιάβη δεν αποκλείεται να παραθερίζει ... στο Τρίκερι. Κ' ύστερα οι Μοιραίοι δε θα λέγανε σήμερα ότι «φταίει ο Θεός, το κεφάλι το κακό τους ή πρώτα απ' όλα το κρασί» Τώρα ξέρουνε πολύ καλά ποιος φταίει. Μόνο που δεν το λένε φωναχτά. Και λιγ' είναι εκείνοι, που «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουν, ίσως κάποιο θάμα». Πολλοί απ' αυτούς τα παίξαν ούλα, χάσανε και τώρα αναπαύονται για πάντα!...

Να χω άραγε δίκιο;

Από τότε πέρασαν κι άλλα τόσα κι ακόμα πιο πολλά χρόνια. Αλλά το εμβληματικό αυτό νεοελληνικό ποίημα εξακολουθεί να είναι δυστυχώς πάντα επίκαιρο. Όσες δεκάδες χρόνια κι αν έχουν κυλήσει από τότε που γράφτηκε... Επίκαιρο, όσο η μοιρολατρία, όσο οι κοιμισμένες συνειδήσεις, όσο το φταίει το ζαβό το ριζικό μας, θα κυριαρχούν στη συνείδηση του ανθρώπου. Όχι όμως οποιουδήποτε ανθρώπου. Αυτού όμως που πέφτει παντού και πάντα θύμα εκμετάλλευσης, αυτού που σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει μας πατεί...  

Ο ποιητής, ανταποκρίθηκε σε αυτή την όμορφη συνήθεια που είχαν οι άνθρωποι τότε και του απάντησε με πολύ σεβασμό. 

Οι μοιραίοι γραφτήκανε πριν 30 χρόνια!* Αλλά για τα έργα Τέχνης ο όρος «ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που είτανε στον καιρό του ζωντανό, που είχε αλήθεια και που ξυπνούσε συνειδήσεις.

Ξυπνημένες συνειδήσεις υπήρχανε και τω καιρώ εκείνω, όπως υπήρχανε και κοιμισμένες. Το ίδιο γίνεται και σήμερα. Το ποίημα χτυπάει κείνην τη μερίδα του λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι αυτοεγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα «θάμα». 

Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι είταν περισσότεροι και τώρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι πως υπάρχουν, υπήρχανε και θα υπάρχουνε Μοιραίοι, όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα κι όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την ομαδική «εκ των άνω» τύφλωση του Έθνους.

Και δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς γι' αυτό. Αρκεί να κοιτάξει τι γίνεται σήμερα: ότι γινότανε πριν από τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια κι ότι θα γίνεται μέχρι συντέλειας του κράτους δικαίου! Ολ' η πολιτική ιστορία του τόπου στηρίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή της μοιρολατρείας του λαού. Αν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της Ελλάδας δε ντρέπονται να παρουσιάζονται σα «σωτήρες» αυτό οφείλεται στο ότι πολύς λαός περιμένει «σωτήρες» (το θάμα!)

Δυστυχώς ολ' αυτοί, που περιμένουνε το θάμα, δεν είναι μοιραίοι· είναι και πολλοί συμφεροντολόγοι. Άλλο θέμα. Πάντως το «χτύπημα των Μοιραίων» είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα, έως ότου «ξυπνήσουμε νεκροί».

*38 για την ακρίβεια

Επίκαιρη δυστυχώς κι η απάντηση του Βάρναλη στο νεαρό της εποχής. Γι' αυτή τη μοιρολατρία γράφτηκαν σελίδες και σελίδες. Η πένα βουτήχτηκε στο μελάνι για να τη χτυπήσει. Τα μολύβια ξύστηκαν και ξαναξύστηκαν για να τη σβήσουν από τα βάθη της συνείδησης του άβουλου ανθρώπου. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής χτυπήθηκαν με μανία για να την πολεμήσουν. Ποιήματα, μυθιστορήματα, μελέτες, θεωρίες πάσχισαν να την αποτινάξουν από πάνω μας. Η «μοίρα» μας όμως δεν αλλάζει αν δεν την αλλάξουμε εμείς. Κι αυτή η σκυτάλη πρέπει να περάσει στη γενιά μας  για να χτυπήσει τα πλήκτρα του υπολογιστή της, να γεμίσει με τα σύμβολα της ελευθερίας άσπρες τυπωμένες σελίδες, μέχρι οι μέρες να πάψουν να σβήνουν μακριά μας, μέχρι να μην μπορεί σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει (να) μας πατεί, μέχρι να πάψουμε να είμαστε δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, και να προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
ολ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές. σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυρρανιέται, 
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρωτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


[Το γράμμα του νεαρού κι η απάντηση του Κώστα Βάρναλη είναι από το βιβλίο «ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΟΛΩΜΙΚΑ» των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ. Μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.]



Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Τα θέλουμε όλα!





Στο προλεταριάτο των διανομέων...

Στον Γιώργο Κ.

Και δεν πρόκειται να ξαναπέσουμε σ' αυτή την παγίδα γιατί το ζήτημα είναι ακριβώς ότι αυτοί κι εμείς δεν είμαστε το ίδιο σώμα. Δεν έχουμε τίποτα κοινό, είμαστε δύο διαφορετικοί κόσμοι, αυτοί κι εμείς είμαστε εχθροί, και τέρμα. Και η μεγαλύτερη δύναμη μας βρίσκεται στο γεγονός ότι έχουμε πια ξεκαθαρίσει ότι με τη δουλειά των αφεντικών και με το κράτος των αφεντικών δεν έχουμε κανένα απολύτως κοινό συμφέρον. Όλοι μας οι υλικοί στόχοι είναι ενάντια σ' αυτή την οικονομία, είναι ενάντια σ' αυτή την ανάπτυξη, είναι ενάντια σ' αυτό το γενικό συμφέρον του κράτους και των αφεντικών. [...]

Γιατί το πρώτο πράγμα που φέρνει την ευτυχία είναι η λιγότερη δουλειά. Γι' αυτό κι εμείς λέμε τώρα όχι στα τρομοκρατημένα αφεντικά που μας ζητάνε να τους βοηθήσουμε στην παραγωγή τους, που μας εξηγούν ότι πρέπει κι εμείς να συμμετέχουμε, ότι μας συμφέρει κι εμάς αυτό. [...]

Αλλά οι δικοί μας στόχοι είναι ενάντια στην ανάπτυξη, ενάντια στο γενικό συμφέρον, είναι οι δικοί μας και τέρμα. Οι δικοί μας στόχοι, τα υλικά συμφέροντα της εργατικής τάξης είναι ο θανάσιμος εχθρός του καπιταλισμού και των συμφερόντων του.
 
Αρχίσαμε αυτό το μεγάλο αγώνα με αίτημα περισσότερα λεφτά και λιγότερη δουλειά. Τώρα ξέρουμε ότι αυτό είναι ένα σύνθημα που αναποδογυρίζει, που τινάζει στον αέρα όλα τα σχέδια των αφεντικών, όλο το πρόγραμμα του κεφαλαίου. Και τώρα πρέπει να περάσουμε από τον αγώνα για το μεροκάματο στον αγώνα για την εξουσία. Σύντροφοι, ας αρνηθούμε τη δουλειά. Θέλουμε όλη την εξουσία, θέλουμε όλον τον πλούτο. Θάναι ένας αγώνας μακρόχρονος, με επιτυχίες και αποτυχίες, με ήττες και καταχτήσεις. Αυτός είναι ο αγώνας που πρέπει ν' αρχίσουμε τώρα, ένας αγώνας βίαιος, μέχρι τέλους. Πρέπει ν' αγωνιστούμε για να πάψει να υπάρχει πια η δουλειά. Πρέπει ν' αγωνιστούμε για τη βίαιη καταστροφή του κεφαλαίου. Πρέπει ν' αγωνιστούμε σ' ένα κράτος θεμελιωμένο στη δουλειά. Λέμε: Ναι, στην εργατική βία.

Γιατί εμείς είμαστε που χτίσαμε την ανάπτυξη του κεφαλαίου και του κράτους του, εμείς οι προλετάριοι του Νότου, εμείς οι εργάτες μάζα, αυτή η τεράστια μάζα των εργατών, εμείς οι εκατό πενήντα χιλιάδες εργάτες της Φίατ. Εμείς είμαστε που δημιουργήσαμε όλο αυτό τον πλούτο που υπάρχει κι από τον οποίο δε μας δίνουν παρά μερικά ψίχουλα. Δημιουργήσαμε όλον αυτό τον πλούτο πεθαίνοντας στη δουλειά στη Φίατ ή πεθαίνοντας από την πείνα στο Νότο. Κι εμείς είμαστε η μεγάλη πλειοψηφία του προλεταριάτου, που σήμερα πια δε θέλουμε να δουλεύουμε και να ψοφάμε για να αναπτυχθεί το κεφάλαιο και το κράτος του. Βαρεθήκαμε πια να χοντραίνουμε όλα αυτά τα γουρούνια. [...]

Γι' αυτό, ας πάρουμε αυτό τον πλούτο, ας τα πάρουμε όλα. 

[Νάνι Μπαλεστρίνι, «Τα θέλουμε όλα», εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, μετάφραση Χριστίνα Σταματοπούλου]


Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Γ. Φ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ




Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος σε μια γειτονιά του κέντρου της Αθήνας. Είχε οδηγίες να κληρονομήσει τα βιβλία... Το σπίτι το ήξερε. Τη μεγάλη βιβλιοθήκη που άπλωνε από τοίχο σε τοίχο την είχε εξερευνήσει αρκετές φορές. Τώρα όμως θα έμπαινε σε λεπτομέρειες. Κοιτούσε, άγγιζε, τραβούσε τα βιβλία και χάζευε τα οπισθόφυλλα, ξεφύλλιζε ό,τι του φαινόταν ενδιαφέρον. Πέρασε ώρες μπροστά της μέχρι που η ματιά του έπεσε σε μια ταπεινή γωνιά. Κάτι περίεργο συνέβαινε εκεί. Ενώ όλα τα βιβλία της λογοτεχνίας ήταν τοποθετημένα στα ράφια με χρονολογική σειρά, διαμορφώνοντας έτσι ένα ιδιότυπο ημερολόγιο δεκαετιών, θυμίζοντας στον ιδιοκτήτη της πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις, τόπους, καφενεία, μέσα μαζικής μεταφοράς όπου τα διάβασε, αυτά ήταν όλα μαζί αν και διαβάστηκαν σε ανάκατες ημερομηνίες. Και κάτι ακόμα. Ο συγγραφέας πρέπει να ήταν μάλλον το ίδιο πρόσωπο. Georgy F. Calogerovsky, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΣ-ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ, Γ.Φ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΓΛΟΥ, Γ.Φ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ, έγραφαν οι ράχες και τα εξώφυλλα. Και ξάφνου, εκεί που πήγε ν' ανοίξει το πρώτο στη σειρά αυτής της περίεργης συστοιχίας μικρών βιβλίων, ένας φάκελος έπεσε στο πάτωμα. Έσκυψε και τον μάζεψε. Τον άνοιξε, κάθισε στην πολυθρόνα, άναψε το φωτιστικό δίπλα του και άρχισε να διαβάζει. Ξεκινούσε με μια μακρινή ημερομηνία. 

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Αγαπημένε κληρονόμε της βιβλιοθήκης μου,

Κάνοντας τόσες συζητήσεις όλα αυτά τα χρόνια, επίτηδες, ποτέ δεν σου είπα γι' αυτή τη γωνιά της βιβλιοθήκης. Μπορεί από πολλές μεριές των ραφιών όταν νύχτωνε να έβγαινε ένα γλυκό φως, ανάλογο του περιεχομένου των βιβλίων που «φώτιζαν» μέσα στη νύχτα, αλλά από αυτή την ταπεινή γωνιά έβγαινε ένα διαφορετικό φως. Ένα φως ενός δικού μου ανθρώπου. Αυτού και της αλήθειας του. Μπερδεύεσαι σίγουρα τώρα! Βλέπεις διαφορετικά ονόματα σε μικρές αυτοεκδόσεις, πλην μίας, κάποιων πιο «επίσημων» εκδόσεων. Μα καλά, μπορεί να αναφωνήσεις, καμιά ματαιοδοξία; Δεν προσπάθησε το όνομά του να φιγουράρει σε κάποιο έντυπο του βιβλιοχώρου, να μην έχει πέντε χιλιάδες φίλους στο facebook, να μη σκάσει λίγα φράγκα να του εκδώσουν αναγνωρισμένοι εκδοτικοί οίκοι τα διηγηματάκια του και διάσημες νεοφιλελεύθερες βιβλιοφιλικές φυλλάδες του χώρου, που συνήθως οι συντάκτες τους λιβανίζουν τις εξουσίες, να τον φιλοξενούν; Όχι! Και σίγουρα δεν είναι ο μόνος! Ψάξε λίγο καλύτερα στα ράφια και θα το διαπιστώσεις. Είχε κατακλυστεί κι αυτός απ' αυτόν το «δαίμονα» που σου είχα πει κάποτε... Όπως είχε κατακλυστεί κι απ' το δαίμονα του αγώνα. Έγραφε κι αλλού ανυπόγραφα, αλλά και με άλλο ψευδώνυμο. Ένα μάλιστα του το είχα κολλήσει και διαδώσει εγώ!

Οι λέξεις που έβγαιναν από μέσα του ήταν η αλήθεια της ζωής του, της βιοπάλης του, των παππούδων και των γιαγιάδων του αγωνιστών του ΔΣΕ, των συγγενών του της πολιτικής προσφυγιάς, των ωραίων γονιών του που μεγάλωσαν δύο εξαιρετικά παιδιά. Φτάνει όμως με τα καλά λόγια που θα τον έκαναν ντραπεί. Έτσι όπως αρμόζει σε ταπεινούς ανθρώπους. Σύντομα θα καταλάβεις όταν τα διαβάσεις γιατί τόσο ταπεινή είναι η γωνιά που φιλοξενεί τη ζωή και τις ιστορίες του. Ταπεινή, αλλά τόσο φωτεινή... 

Το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου και τα άλλα που αναπαύονται δίπλα τους είναι ειλικρινή. Ειλικρινή γιατί γράφτηκαν με την καρδιά του. Γιατί δεν χρειάστηκαν σεμινάρια δημιουργικής γραφής κι άλλους τέτοιους νεωτερισμούς. Δεν τα χρειάζεσαι όταν γράφεις από την καρδιά σου. Βιβλία και συγγραφείς περνούν από τις σελίδες του. Δρόμοι της μητρόπολης, αγώνες, διαδηλώσεις, ταξική συνείδηση, γνώση, μόρφωση, παιδικά χρόνια, ζωάκια, πρόσφυγες, φιγούρες της πόλης, εργάτες, θαμώνες λαϊκών καφενείων, «τρελοί», ξώμαχοι της ζωής, μικρά παιδιά και τα παιχνίδια τους, αναμνήσεις και ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Θα μπορούσα να σου γράψω πολλά πολλά ακόμα αλλά σε αφήνω για να μην σε κουράσω. Πιάσε τα στα χέρια σου ένα ένα, καταβρόχθισέ τα και νιώσε όσο τυχερός ένιωθα κι εγώ γι' αυτή τη γνωριμία μαζί του...

Ξημέρωνε σιγά σιγά. Οι νυχτερινές σειρήνες της διασκέδασης δεν τον έπεισαν ν' αφήσει από τα χέρια του τους μικρούς αυτούς τόμους. Τελειώνοντάς τους γύρισε πίσω σε μια ξεθωριασμένη πια υπογράμμιση με μολύβι...

Πήγαινα για τις καλοκαιρινές διακοπές κάθε χρόνο εκεί γι' αυτό έχω εμπειρίες και μνήμες απ' το χωριό. Ήμουν μπροστά σε πολλά περιστατικά με τον Τρελομήτρο, και πάντα σιωπούσα χωμένος μέσα στην ομήγυρη. Έτρεχα όταν έτρεχαν όλοι και έβριζα από μακριά. Να πω την αλήθεια δεν μ' άρεσαν ποτέ οι συναντήσεις με αυτόν τον γέροντα. Δεν μ' άρεσε η βία.  Προτιμούσα να μη διασταυρωνόμαστε μαζί του. Νευρίαζα όταν αφήναμε το παιχνίδι για να ασχοληθούμε μαζί του. Θα πω σε αυτό το σημείο ότι η οικογένειά μου με είχε αναθρέψει με φιλειρηνικές και δημοκρατικές αξίες. Από τα πρώτα που θυμάμαι από την οικογενειακή «κατήχηση» ήταν να μην κοροϊδεύω ποτέ και να μην πειράζω τους αδύναμους. Αυτό το τελευταίο, νομίζω, με οδήγησε πολλές φορές σε μια εσωτερική εξορία. όταν αρνιόμουν να γίνω όχλος εις βάρος αδύναμων ανθρώπων. Σκίζεται η καρδιά μου όταν σκέφτομαι τι πέρασαν μικροί και μεγάλοι άνθρωποι ανάμεσα σε κύκλους κανίβαλων και βάρβαρων. Πόσες ψυχές πληγώθηκαν από τον εκφοβισμό της πλειοψηφίας, της μάζας, του όχλου. Οι πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό είναι τα αλβανάκια στα σχολεία μας, την ίδια περίπου εποχή. Αθώες κι ανυπεράσπιστες ψυχούλες που δέχονταν μια αδιανόητη βία από θρασίμια. Μεγαλώνοντας δεν μπορούσα να μη δακρύσω όταν κοιτούσα τα βλεμματα των αιχμαλώτων του ΔΣΕ στις φωτογραφίες. «Τρελομήτρο; Σκατιάρη Τρελομήτρο, βρομιάρη Τρελομήτρο» [...]

Συνέρχομαι σιγά σιγά [...]. Όντως εγώ ήμουν στην αυλή με βαρύ το κεφάλι. Οι άλλοι έπαιζαν ακόμα μπάλα, τους άκουγα. Συνέρχομαι σιγά σιγά, δίπλα ο πατέρας μου, μου φέρνει ένα ποτήρι δροσερό νερό και φεύγει.. Συνέρχομαι. Ήταν πεντακάθαρο, με είχε χαστουκίσει. Από τα συμφραζόμενα της μάνας μου [...], κατάλαβα ότι με έφερε στην αυλή ο πατέρας μου και με χαστούκισε. Επειδή με είδε να κοροϊδεύω τον Τρελομήτρο. Τον ευχαριστώ γι' αυτό. Ήταν το πιο γλυκό χαστούκι που έχω φάει και, όσο μεγάλωνα, το αγαπούσα ακόμα πιο πολύ αυτό το χαστούκι. Μην κοιτάς που κλαίω. Τώρα όλα έχουν αλλάξει έχουμε μείνει λίγοι που επιμένουμε. Ο πατέρας μου δε με χτύπησε ποτέ ξανά από ότι θυμάμαι. Ο Τρελομήτρος πέθανε λίγα χρόνια μετά.

Τι σημασία έχει που έζησε ο Τρελομήτρος. Άμα ψάξεις, θα βρεις κι άλλους Τρελομήτρους που πέρασαν τον δικό τους Γολγοθά. Του 'χαν σκοτώσει τον αδερφό του που ήταν δάσκαλος το 1945, έξω από το χωριό, επειδή ήταν κομμουνιστής. Νομίζω πως ο πατέρας πρέπει να βρέθηκε στην κηδεία του Τρελομήτρου, τα έξοδα ήταν της κοινότητας ή κάτι τέτοιο.

Μην κοιτάς που κλαίω. όταν ανοίγω αυτά τα βιβλία που στοιβάζονται στο σπίτι, διαλύομαι. Συγνώμη για το ύφος της αφήγησης. Το βλέπεις αυτό το βιβλίο εκεί πέρα; «Ήρωες και μάρτυρες» λέγεται, τυπωμένο το '82, όταν γεννήθηκα. Γράφει: «Δάσκαλος. Έφεδρος ανθυπολοχαγός και καθοδηγητής στην πολιτική οργάνωση ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Πιάστηκε έξω από το χωριό από συνεργάτες των Γερμανών, στις 5.6.1945. Επιτόπου τον βασάνισαν απάνθρωπα. Ο μάρτυρας δεν άντεξε και υπέκυψε στα βασανιστήρια που του έκαναν» έχει σημειώσει δίπλα με τον δύσκολο γραφικό του χαρακτήρα τα εξής: «Τον σκότωσαν στο ξύλο συγχωριανοί του, αυτοί είμαστε; Ντροπή.» Τώρα που μεγάλωσα μετανιώνω που δεν διάβαζα τα βιβλία που μου πρότεινε για τον τόπο. Μετανιώνω γενικά...

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

Αυτοβιογραφίες, βιογραφίες, συνομιλίες...





Αυτοβιογραφίες, βιογραφίες, συνομιλίες... Είναι οι μαγικοί τρόποι να γνωρίσουμε αυτούς που μας έκλεψαν την καρδιά γράφοντας... Το διαπίστωσα και φέτος το καλοκαίρι που καταπιάστηκα με τέτοια πονήματα! Ο μεγάλος γραφιάς Γιώργος Κοτζιούλας με ταξίδεψε σ' έναν πιο παλιό κόσμο των ανθρώπων των Νεοελληνικών Γραμμάτων... Ένα απόγευμα με τον λυρικό ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, μια επίσκεψη στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, μια συνέντευξη με το Μένο Φιλήντα, μερικές Κυριακάτικες κουβέντες με το Δημοσθένη Βουτυρά, ένα μεσημέρι με την Αιμιλία Δάφνη, ένα πορτρέτο του Μάρκου Αυγέρη! Κι άλλους ακόμα! Το ίδιο συνέβη και με τη βιογραφία του Στρατή Δούκα από τον Τάσο Κόρφη. Που περιπλανήθηκα μαζί του στη Μικρά Ασία, την ηπειρωτική Ελλάδα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Να κυνηγάω κι εγώ, ασθμαίνοντας, τα όνειρα του! 

Κόσμοι παλιοί εμφανίστηκαν μπροστά μου. Κι αν φαίνονται παρωχημένοι κάθε άλλο παρά αυτό είναι. Μέσω αυτών των ακάματων εργατών των γραμμάτων, μέσω των ζωών τους, προσπαθώ κάθε φορά να κατανοήσω και τις δικές μας μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Γιατί τα γραπτά τους είναι ο άνθρωπος εκείνης της εποχής. Κι απ' αυτόν τον άνθρωπο προέρχονται κι οι επόμενοι κι οι επόμενοι και τελικά κι εμείς. Να δω τον άνθρωπο  που στους ίδιους δρόμους έχουμε περπατήσει, στις ίδιες συνοικίες με το ιστορικό τους φορτίο έχουμε περιπλανηθεί, στις ίδιες πλατείες έχουμε αγωνιστεί για έναν καλύτερο κόσμο, στα ίδια καφενεία έχουμε πιει το κρασί μας...

Αλλά αυτό που με γοητεύει περισσότερο, σε όλες αυτές τις πληροφορίες για τη ζωή τους, είναι το πως μέστωσε μέσα τους η ανάγκη για τη γραφή... Γι' αυτό το «δαίμονα»... Ποια ήταν τα πρώτα τους διαβάσματα, ποιους συγγραφείς καταβρόχθισαν, πότε έπιασαν το μολύβι για πρώτη φορά, τι έγραψαν, πως βιοπορίζονταν, ποια όνειρα έκαναν πραγματικότητα μέσα από το χαρτί, ποιες ήταν οι χίμαιρες που κυνήγησαν μάταια, ποιες ήταν οι μεταξύ τους κόντρες και γιατί. Να καταλάβω πως ήταν ο χαρακτήρας τους και πως έζησαν την καθημερινή τους ζωή έξω από το όνειρο της γραφής... Και βυθισμένος στον κόσμο τους να φανταστώ την Αθήνα εκείνων των εποχών, τις επαρχίες κι όπου αλλού σε αυτόν τον πλανήτη περιπλανήθηκαν κι αποτύπωσαν την πραγματικότητα και την φαντασία, τις περιπέτειες και τη ζωή τους...


Διαβάστε ακόμα:


Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Τα δύο κυπαρίσσια...




Στην Κατερίνα... 

Είναι δύο. Σχεδόν σιαμαία. Έχουν στόχο τους τον ουρανό. Μεγαλώνουν δίπλα δίπλα. Ψηλώνουν. Είναι ευθυτενή. Οι κορμοί τους κρύβονται στο βαθύ πράσινό τους φύλλωμα. Είναι διακριτικοί στα βλέμματα των περαστικών. Απόψε είναι ακίνητα. Άλλες φορές είναι αεικίνητα. Ο αέρας τα κάνει να χορεύουν ένα όμορφο βαλσάκι αγκαλιασμένα. Το δοτικό χέρι που τα φύτεψε δεν υπάρχει πια. Με τη γενναιοδωρία του χάρισε στα μάτια μας ένα πολύτιμο δώρο. Στέριωσαν γερά. Τους έδωσε κι από δύο ονόματα. Ίσως των παιδιών του. Τα κράτησε μυστικά όμως σε εμάς τους ξένους. Τα δύο σχεδόν σιαμαία αδέρφια πάντα μαζί. Στον ήλιο και στη βροχή. Στον αέρα, στη ζέστη, στο κρύο. Μαζί αναστήθηκαν. Όπως μαζί ανασταίνονται κι οι δυο αυτοί άνθρωποι, που απόψε τα χαζεύουν και χορεύουν το βαλσάκι της ζωής τους, σαν τα δύο σιαμαία κυπαρίσσια, στη δύσκολη ανηφόρα της ζωής...




Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Ζωρζ Σιμενόν: ο Μαιγκρέ και η νεκρή κοπέλα.




Πάντα  αυτός ο Σιμενόν... Ο Ζωρζ Σιμενόν. Ο επιθεωρητής του, ο Μαιγκρέ! Ή, τα "σκληρά μυθιστορήματα" του...

Κι όταν τα μάτια σου κυλήσουν στις πρώτες γραμμές νιώθεις ένα χέρι να σου σφίγγει το λαιμό και να μην μπορείς να πάρεις ανάσα... 

Η ατμόσφαιρα, οι χαρακτήρες και  το ψυχογράφημά τους, τα μπαρ, οι κουζίνες των σπιτιών, η ζέστη που εκπέμπουν οι σόμπες και τα τζάκια με τα ξύλα. Η βροχή, η ατελείωτη βροχή. Γνήσια όμως πάντα... Αυθεντικά, από τον πρωτομάστορα του είδους... 

Και φυσικά μετά η υπόθεση. Είτε του  επιθεωρητή, είτε του απελπισμένου χαρακτήρα του "σκληρού μυθιστορήματος", έτσι όπως του άρεσε να τα ονομάζει. Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ο ίδιος ο συγγραφέας, γνώστης της κακόφημης ζωής, έγραψε γι' αυτήν.

Στο "Ο Μαιγκρέ και η νεκρή κοπέλα", ο επιθεωρητής, για μια ακόμα φορά, προσπαθεί να μάθει τα πάντα για το θύμα. Για τη ζωή της, τα παιδικά της χρόνια, για τη μητέρα και τον πατέρα της. Όλη η αφετηρία για την εξιχνίαση των υποθέσεων του είναι η ζωή των θυμάτων. Μέσα σε αυτό το ατελείωτο πήγαινε έλα της ζωής της, ψάχνει την άκρη του μίτου. Πλούσιοι, μικροαστοί, "παράνομοι", τζογαδόροι, ταπεινοί, επαρμένοι συνθέτουν το μωσαϊκό των ανθρώπων... 

Κακόφημα μπαρ, βρεγμένοι δρόμοι, λιθοστρωτά σκοτεινά σοκάκια, μίζερα μικροαστικά σπίτια, γραφεία θυρωρών πολύ κατοικιών συνθέτουν το μωσαϊκό των τόπων...

Και όπως πάντα το αλκοόλ... 

Κι η κυρία Μαιγκρέ πάντα να περιμένει χωρίς να απαρνείται και να διαμαρτύρεται για τον τρίτο ρόλο που της επιφυλάσσει η πένα του συγγραφέα...

Στα βιβλία του Σιμενόν, η υπόθεση πάντα σε παρασύρει  στο να οδηγείσαι απ' τη μια σελίδα στην άλλη με σπασμένα φρένα και η ατμόσφαιρα και οι χαρακτήρες, ιδιαίτερα των σκληρών μυθιστορημάτων, να σε κάνουν να θες να ουρλιάξεις για να τους προειδοποιήσεις ότι βαδίζουν με κλειστά τα μάτια προς το γκρεμό... 

Αν αυτοί οι δύο παράμετροι σε μαγέψουν, όπως τον μεγάλο Luis Sepulveda, που ονειρευόταν να αποκλειστεί έναν ολόκληρο χειμώνα στην Παταγονία μ' ένα βαρελάκι κονιάκ και τ' απαντά του Σιμενόν, τότε φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη, καλό ταξίδι στο Σιμενονικό σύμπαν... Ένα σύμπαν που αποτελείται από εκατοντάδες αστέρια κι έναν ολόκληρο γαλαξία "τρέλας"... 

Ζωρζ Σιμενόν,  Ο Μαιγκρέ και η νεκρή κοπέλα, εκδόσεις ΑΓΡΑ, μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ.




Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Η γη είναι στρογγυλή...




Η γη είναι στρογγυλή, φώναζε και ξαναφώναζε ενώ κατέβαινε την οδό Ζωοδόχου Πηγής στα Εξάρχεια! Δεν θα με τρελάνετε εσείς! Η γη είναι στρογγυλή! Η ζέστη ήταν αφόρητη και εύλογα θα νόμιζε κανείς ότι τον βάρεσε στο κεφάλι! Βέβαια, αυτά τα φαινόμενα κάθε Αύγουστο στο κέντρο της πόλης κάθε άλλο παρά άγνωστα είναι σε όσους δεν την εγκαταλείπουν ποτέ! Μέσα σε αυτό το κρίσιμο διάστημα διάφορες φιγούρες της επανεμφανίζονται μετά την καλά κρυμμένη τους λούφα μέσα στο χαώδες αυτό πήγαινε έλα του χειμώνα.

Αυτός όμως ήταν άγνωστος στους αυγουστοθαμώνες αυτού του καφενείου στο κέντρο της Αθήνας! Κάτασπροι όλοι, μιας και τις ώρες της μεγάλης ζέστης ήταν κλεισμένοι σπίτια τους, έβγαιναν σιγά σιγά κι έπιαναν στασίδι στα τραπέζια. Σε κάθε ένα από αυτά κι ένας!  Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον τύπο που μέσα στη μέση του έρημου δρόμου ημίγυμνος βρισκόταν σε παραλήρημα. 

-Ρε φίλε, τι έπαθες, είπε ένας ηλικιωμένος γκριζομάλλης

-Τι θες ρε; Άσε με! Μη μου πεις ότι κι εσύ πιστεύεις ότι η γη είναι επίπεδη;

-Γιατί να το πιστέψω ρε φίλε;, είπε διστακτικά, σημάδι ότι το πίστευε...

-Γιατί το λένε οι τοίχοι!

Ένα σούσουρο απλώθηκε στο καφενείο! Επιτέλους η αυγουστιάτικη μιζερίτσα στην πόλη ταρακουνιέται!

-Ρε φίλε, πετάχτηκε ένας άλλος, μιλάνε οι τοίχοι; Δεν πας να βρέξεις λίγο το κεφάλι σου; Έλα να σε κεράσω μια μπύρα!

Ο τύπος πήγε μέχρι τη γωνία, έσκισε με μανία κάτι πολύχρωμες αφίσες, πέρασε απέναντι στο πεζοδρόμιο του καφενείου και εξαγριωμένος κόλλησε τη μούρη του στη μούρη του άλλου δείχνοντας του τα απομεινάρια του χαρτιού.

-Δεν μιλάνε ρε; Δεν μιλάνε; Δεν γράφουν ότι η γη είναι επίπεδη;

Όντως, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο οι τοίχοι έγραφαν ότι η γη είναι επίπεδη. Τέτοια ήταν η σιγουριά που εξέπεμπαν, που ακόμα και λογικοί άνθρωποι έχαναν τα λογικά τους. Περπατούσαν και παραμιλούσαν. Γίνονταν γεωγράφοι και γεωλόγοι. Ειδικοί στα κοιτάσματα και τις θάλασσες  Εξηγούσαν φαινόμενα και φαινόμενα. Έσκυβαν και ακουμπούσαν το αυτί τους στη γη να την αφουγκραστούν. Τα έβαζαν με όποιον δεν τους πίστευε. Αλλά πάνω από όλα είχαν το δίκιο με το μέρος τους! Αμφισβητούσαν ακόμα κι αυτόν τον αναρχικό  γεωγράφο,  τον γερό Κροπότκιν, που λογικά θα τον είχαν ίσως κάπου λίγο ακουστά. Ίσως σε κάποιο ρολάρισμα, scroll down καλύτερα για να μην παρεξηγούμαστε κι είμαστε ντεμοντέ.

Οι θαμώνες του καφενείου, κλασικοί ξερόλες, συζητούσαν κι αυτοί το ενδεχόμενο να είναι η γη επίπεδη. Και μάλιστα εξαγριώνονταν σε οποιαδήποτε γνώμη συμβάδιζε με τη λογική. Όχι όλοι. Οι μεσήλικες, οι κατασταλαγμένοι αυτοί γίγαντες της ζωής, είχαν το προβάδισμα! Είχαν πάρει τα ηνία του "αντιστρογγυλού" αγώνα όπως τον ονόμαζαν!  

-Μιλάνε φίλε, μιλάνε! Έχεις δίκιο, του είπε για να τον ξεφορτωθεί! 

Ώρα ήταν τώρα να μπλέξει με κανέναν ορθολογιστή που πιστεύει ότι η γη είναι στρογγυλή! Φτου φτου! Μακριά απ' αυτόν! Αυτός ήταν ενας καθαρόαιμος "αντιστρογγυλός" αγωνιστής! Σαν αυτούς τους φωστήρες του αντιεμβολιαστικού αγώνα αρκετά χρόνια πριν....

Διαβάστε ακομα:


Πέμπτη 12 Αυγούστου 2021

Στρατής Δούκας: Οδοιπόρος



Γαλήνη... Αυτό ήταν το συναίσθημα που με κατέκλυσε από τις πρώτες κιόλας γραμμές του "Οδοιπόρου" του Στρατή Δούκα. Είχε προηγηθεί η  "γνωριμία" μου μαζί του, μέσω του εμβληματικού έργου της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, "Η ιστορία ενός αιχμαλώτου". Έργο αφιερωμένο στην πρώτη του έκδοση "στα κοινά μαρτύρια του ελληνικού και του τουρκικού λαού".

Το περιεχόμενο το ίδιο του "Οδοιπόρου" θα μπορούσε και ν' αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη και την αναγνώστρια. Γιατί η γλώσσα που στήνει πανηγύρι δεν αφήνει περιθώριο να σκεφτείς και πολλά! Ο συστηματικός αναγνώστης της λογοτεχνίας εκείνης της περιόδου γνωρίζει τις συνθήκες ζωής, τα βάσανα και τη φτώχεια του λαού μας. Τον καθημερινό του αγώνα για το ψωμί. Έβγαλα και του 'δωσα ένα τάληρο. "Φράγκο είναι;" Δεν ξέρουν από λεφτά. Ρογιάζονται (νοιάζονται) για το ταγίνι (τροφή) κι ένα ζευγάρι ποδώματα (παπούτσια). [απόσπασμα από το βιβλίο]

Η γλώσσα λοιπόν, η γλώσσα! Η ντοπιολαλιά από τα μέρη που πέρασε ο "Οδοιπόρος", η μαγική εικόνα που μας δίνει μέσω αυτής, το ξύπνημα των αναμνήσεων, όσων είχαμε γιαγιάδες και παππούδες σε επαρχιακά μέρη και θυμόμαστε το λεξιλόγιο και την προφορά τους, κάνουν θαυμαστό ταξίδι αυτό το βιβλίο. Όλα τ' αλλά μένουν πίσω... Είναι η καλύτερη γιορτή του λόγου... Είναι η γαλήνη... Κι αν τύχει φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη και το διαβάσεις σε κάποια εξόρμησή σου στην εξοχή, τότε, θα είσαι ακόμα πιο τυχερός... Αν το διαβάσεις στην πόλη, κλείσε οθόνες, κατέβασε ήχους και αφιέρωσέ του ένα χειμωνιάτικο βράδυ... Οδοιπόρησε μαζί του στις ομορφιές των βουνών που περιγράφει... Εσύ, αυτό και τα λόγια του... 

Στρατής Δούκας, Οδοιπόρος, εκδόσεις Κέδρος.