Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Επειδή σ' αγαπώ...




Σε 'σένα... 

Ευτυχώς! Η βεράντα είχε αρκετό χώρο! Λικνίζονταν πιασμένοι από τη μέση! Έτσι, όπως βλέπουμε τα βαλσάκια στις ταινίες εποχής. Ευτυχώς! Ο ουρανός ήταν απέραντος, χωρίς ψηλά κτίρια και κάθε είδους εμπόδια! Στροβιλίζονταν τα δύο χελιδονάκια ενώνοντας τα ράμφη τους σαν να φιλιούνται και, έπλεκαν τα φτερά τους σαν να αγκαλιάζονται! Ευτυχώς! Τα δύο κυπαρίσσια που σας είχα μιλήσει πιο παλιά, σφιχταγκαλιασμένα, μιας κι έτσι είχαν φυτευτεί, μπλεγμένα συντροφιά στον ανήφορο της ζωής χόρευαν κι αυτά! Έπαιρναν ρυθμό από τους δύο ανθρώπους και τα δύο χελιδονάκια... Παρακάτω, η θάλασσα ρυτίδιαζε ελαφρά από συγκίνηση κι ο φλοίσβος συνόδευε διακριτικά όλο αυτό που έκανε τους δυο ανθρώπους να λικνίζονται, τα δύο χελιδονάκια να στροβιλίζονται, τα δύο κυπαρίσσια να χορεύουν... Δεν μπορούσε κι αυτή να μείνει άπραγη σε αυτή τη χαρά της ζωής... Τα λόγια κι η μουσική έδιναν το ρυθμό! Μα πάνω απ' όλα η αγάπη κι η συντροφιά...

Επειδή σ'  αγαπώ
ως κι οι πέτρες ανθίζουν στη γλαστρα
Επειδή σ' αγαπώ 
το φεγγάρι φιλιέται με τ' αστρα

Επειδή σ' αγαπώ
σ' αγαπώ γράφω σ' όλους τους τοιχους
Επειδή σ' αγαπώ 
ξαγρυπνώ στης καρδιάς σου τους ήχους

Επειδή σ' αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
Επειδή σ' αγαπώ 
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους 
και φωνάζω στους δρόμους σ' αγαπώ 

Επειδή σ' αγαπώ 
τα λαμπιόνια του ο ήλιος ανάβει 
Επειδή σ'  αγαπώ 
το κρεβάτι μας είναι καραβι
Επειδή σ' αγαπώ 
το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει 
Επειδή σ' αγαπώ 
τούτη η λέξη ποτέ δεν παλιώνει

Επειδή σ' αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
Επειδή σ' αγαπώ 
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους 
και φωνάζω στους δρόμους σ' αγαπώ 

Τα όμορφα αυτά λόγια, οι στίχοι, ανήκουν στο μεγάλο στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο. Η μουσική στον Γιάννη Σπανό. Ερμήνευσε ο Μανώλης Μητσιάς. 





Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Χιλή, 11 Σεπτεμβρίου 1973...




Στον βασανισμένο λαό της Χιλής, σε όσες κι όσους πάλεψαν το θηρίο...


Σαντιάγο της Χιλής, Προεδρικό Μέγαρο, Σεπτέμβριος του 1973. 

Δεν γνωρίζουμε το όνομα του φωτογράφου. Είναι η τελευταία εικόνα του Σαλβαδόρ Αλιέντε: φοράει κράνος, βαδίζει με το όπλο στο χέρι, κοιτάζει τον ουρανό, τα αεροπλάνα ρίχνουν βόμβες.

Ο πρόεδρος της Χιλής, εκλεγμένος με ελεύθερες εκλογές, είχε πει:

«Δεν θα βγω ζωντανός από εδώ μέσα.»

Στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής, είναι μια φράση ρουτίνας: την έχουν προφέρει πολλοί πρόεδροι που, την ώρα της αλήθειας, προτιμούν να επιβιώσουν, για να εξακολουθούν να τη λένε.

Ο Αλιέντε δεν βγήκε ζωντανός από εκεί.

Εντουάρντο Γκαλεάνο: Καθρέφτες, μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία


Κι ενώ όλη η κυρίαρχη προπαγάνδα, μέρα που είναι, θα ασχολείται με τη «μέρα που άλλαξε τον κόσμο», τα «φύλλα» θυμίζουν ότι η 11η Σεπτεμβρίου του 1973 είναι η μέρα που άλλαξε τη μοίρα του περήφανου λαϊκού  κόσμου της Χιλής. Απαγωγές, βασανιστήρια, φρικτές δολοφονίες, εξαφανίσεις, γεμάτα γήπεδα με χιλιάδες κρατούμενους, εξορίες, φυλακές, θαμμένα πτώματα στην έρημο Ατακάμα που ακόμα και σήμερα οι μανάδες ψάχνουν και κοσκινίζουν το χώμα για να βρουν απομεινάρια από τα κόκαλα των παιδιών τους. Κι όλα αυτά με την ευγενική χορηγία αυτών που σήμερα μονοπωλούν την Ιστορία... Μέσα σε όλα αυτά όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά της Αντίστασης αυτού του θαυμαστού κόσμου... Όπως η ιστορία της μελαχρινής και της ξανθιάς... Όλων αυτών των υπέροχων γυναικών και αντρών που φώτισε ο μεγάλος συγγραφέας της Χιλής Λουίς Σεπούλβεδα με την εξαιρετική του πένα και τη μεγάλη του ανθρωπιά...


Τις βλέπω να περνούν στους δρόμους της Βενετίας, και κάνω δύο βήματα μπρος ή πίσω για να τις δω καλύτερα, για να τις χορτάσω, γιατί είναι όμορφες και γεμίζουν το φθινοπωρινό βράδυ με αυτή την ξεχωριστή ομορφιά που χαρίζουν τα σαράντα πέντε χρόνια τους - μια ομορφιά που ωρίμασε μέσα σε χαρές και βάσανα. μέσα σε έρωτες που ρουφήχτηκαν μέχρι την τελευταία γουλιά, και μέσα σε ταραχές που ποτέ δε σβήνουν.

Δε γνωρίστηκαν ούτε σε κάποιο πάρκο ούτε σε κάποιο χορό, αλλά στα μπουντρούμια ενός ζοφερού στρατοπέδου που λέγεται Βίλα Γκριμάλντι και κατέχει δικαιωματικά περίοπτη θέση στο διεθνή κατάλογο της φρίκης και της ατιμίας. 

Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν τη μελαχρινή έξω από το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες, και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.

Σήμερα, η μελαχρινή κοιτάζει τον ήλιο που καθρεφτίζεται στα κανάλια, και χαμογελά

Ήταν νύχτα στο Σαντιάγο της Χιλής όταν έσυραν την ξανθιά έξω απ' το σπίτι της, τη χτύπησαν για να την αποσπάσουν απ' το γιο της και τη φωτογραφία του δολοφονημένου άντρα της, την έσπρωξαν να μπει σ' ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες και μ' ένα τσιρότο εξαφάνισαν τον κόσμο από τα μάτια της.

Σήμερα, η ξανθιά κοιτάζει τα περιστέρια στην Πλατεία Αγίου Μάρκου και χαμογελά.

Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η μελαχρινή, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη μελανιές απ' τα χτυπήματα, καψίματα απ' τα ηλεκτρόδια. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».

Δεν ήταν ούτε νύχτα ούτε μέρα όταν η ξανθιά, γυμνή και τρέμοντας μετά τις πρώτες ανακρίσεις, σήκωσε ελαφρά το πανί που ήταν δεμένο στα μάτια της. Χρόνος νεκρός. Χρόνος αμέτρητος. Είναι γεμάτη σημάδια από τις μπότες, απ' το ηλεκτρικό βούνευρο. Τότε, δαγκώνει τα χείλια και μ' όλη την αγάπη του κόσμου μουρμουρίζει: « Δε θα μιλήσω, δε θα τους πω τίποτα, δε με νίκησαν».

Βέβαια, έκλαψαν κι οι δύο - για λίγο, γιατί οι ένδοξες γυναίκες της γενιάς μου και της Ιστορίας μου δεν αφήνουν τον πόνο να επιβληθεί σ' αυτά που έπρεπε να κάνουν: να οργανώσουν τη σιωπή, να μπερδέψουν την ένστολη αλητεία, ν' αντισταθούν.

Όταν ιδώθηκαν για πρώτη φορά κάτω απ' τον ισχυρότατο ήλιο των είκοσι πέντε βατ που φώτιζε περιοδικά το κελί, αγκαλιάστηκαν για να ζεσταθούν, κι αφού η μία περιποιήθηκε τις πληγές της άλλης, πέρασαν στην ανταλλαγή πληροφοριών για ό,τι είχαν προλάβει να δουν. «Πρέπει να 'μαστε σ' αυτό το μέρος», «Είδα να βγάζουν έξω δύο συντρόφισσες που δε σάλευαν», «Μην πιεις νερό μετά το ηλεκτρικό βούνευρο».

Απ' το «ματάκι» της πόρτας, οι δήμιοι τις έβλεπαν και τις νόμιζαν πεσμένες, και τις νόμιζαν χαμένες. Φουκαράδες! Πού να φανταστούν ότι αυτά τα δύο σώματα ήταν ένα πυρήνας Αντίστασης!

Σήμερα, θυμούνται πως κουβέντιαζαν και γι' άλλα πράγματα: «Σου 'τρεξε το ρίμελ» είπε η μελαχρινή, χαϊδεύοντας τα μαυρισμένα μάτια της ξανθιάς, «Χάλια είναι το κοκκινάδι σου» είπε η ξανθιά, χαϊδεύοντας τα χείλια της μελαχρινής. 

Ταξίδευαν απ' το κελί τους, κι ανάμεσα σε δύο βασανιστήρια, επισκέφτηκαν τη Ρώμη, το Λονδίνο, το Τολέδο, το Σάο Πάολο. Τραγούδησαν τραγούδια του Σερά και της Βιολέτα Πάρα. Απάγγειλαν ποιήματα του Νερούδα και του Αντόνιο Ματσιάδο. Μαγείρεψαν με συστατικά ευτυχισμένων αναμνήσεων. Η μελαχρινή ήταν ποιήτρια κι ήθελε να γίνει σπουδαία ποιήτρια. Η ξανθιά ήταν δημοσιογράφος κι ήθελε να γίνει σπουδαία δημοσιογράφος. 

Σήμερα, η Κάρμεν Γιάνιες, η μελαχρινή, βλέπει τα ποιήματά της να δημοσιεύονται στην Ισπανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ιταλία, και η Μάρσια Σκαμτελμπέρι, η ξανθιά, βλέπει τα άρθρα της να δημοσιεύονται σε πολλές γλώσσες.

Τις βλέπω να βαδίζουν (τι όμορφες που είναι!), κάνω ένα βήμα μπρος ή πίσω, και κάθε φορά μου φαίνονται όλο και πιο όμορφες, καθώς τα περιστέρια πιάνουν να πετούν στο πέρασμά τους και να γράφουν στον ουρανό «Γεια σας συντρόφισσες!» [...]. Εκείνες χαμογελούν και θυμούνται πως ένας ένστολος σατράπης της Βίλα Γκριμάλντι τις έλεγε «πουτάνες της άκρας αριστεράς» όταν του εξαντλούνταν το ρεπερτόριο με στρατιωτικές βρισιές.

Η μελαχρινή και η ξανθιά. Η Κάρμεν και η Μάρσια. Να τες: βαδίζουν με τη σίγουρη περπατησιά τους και την περηφάνια αυτού που τα 'παιξε όλα. Αυτά τα σώματα μιλούν γι' αγάπη, φυλάνε την αγάπη μην πέσει. Αυτά τα χείλια που σε προκαλούν να τα φιλήσεις, γόγγυξαν, αλλά δεν είπαν ούτε ένα όνομα ανθρώπου, δέντρου, ποταμού, βουνού, δάσους , δρόμου, λουλουδιού. Δεν είπαν τίποτα που θα μπορούσε να οδηγήσει κάπου τους δήμιους. Κι αυτά τα μάτια που λούζονται στο φως και φωτίζουν, έκλαψαν με αξιοπρέπεια τους νεκρούς μας. 

Ολάνθιστες μινιφορούσες της δεκαετίας του '70 που αναστάτωναν τις αίθουσες διδασκαλίας και τα ήθη, ανατροπείς του έρωτα και των ιδεολογιών, συντρόφισσες της ψυχής και της ελπίδας, με τι καμάρι σας κοιτάζω να περνάτε!

[Το διήγημα «Η ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΚΑΙ Η ΞΑΝΘΙΑ» βρίσκεται στο εξαιρετικο, ίσως το καλύτερο βιβλίο συλλογής διηγημάτων του Λουίς Σεπούλβεδα, «Χρονικά του περιθωρίου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «opera», σε μετάφραση πάντα του Αχιλλέα Κυριακίδη.






Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Αυγουστιάτικος απολογισμός...




Ανάμεσα σε λιόδεντρα, άπειρα λιόδεντρα, κυπαρίσσια, ροδιές παραφορτωμένες, πεύκα, αγριοφυστικιές κι αμυγδαλιές, συκιές με το ζαχαρένιο καρπό τους, κι άλλα πολλά πολλά δέντρα και περιβόλια με κάθε είδους ποτιστικά, περικυκλωμένος από ορεινά χωριά, άλλα σκαρφαλωμένα σε μεγάλα ύψη να σε κυκλώνουν, άλλα χωμένα στις πιο απίθανες χαράδρες, όλα όμως χτισμένα εκεί για το φόβο των πειρατών, ξυπνώντας «αγανακτισμένος» από τον κόκορα, κι αργότερα από το ρυθμικό, τρελό, απροσάρμοστο σε νόρμες τραγούδι των μικρών πουλιών που τρύπωναν και ξετρύπωναν στα κεραμίδια σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο, συναντώντας στις διαδρομές προς τα ορεινά χωριά πέρδικες, μικρές αλεπουδίτσες, λαγούς, γνωρίζοντας ωραίους ανθρώπους, κι άλλοτε με τη μοναδική παρέα μιας υπέροχης σκυλίτσας και μικρών και μεγάλων γατιών, μέσα σε όλη αυτή την ομορφιά λοιπόν, σε αυτή τη χαρά της ζωής αλλά και με το μυαλό να τριγυρνάει στα άσχημα μαντάτα του ζόφου που ζούμε σε αυτό τον τόπο, στην πόλη μου, στη γειτονιά και στην πλατεία μου στο κέντρο της Αθήνας που λεηλατείται από τους μονάρχες που μας εξουσιάζουν, κατάφερα να ανατρέξω σε σελίδες και φύλλα βιβλίων, όχι τόσο ως προσωπική διασκέδαση, μα από ένα πείσμα να ατσαλώσω τις πεποιθήσεις μου ακόμα πιο πολύ, να συσσωρεύσω καινούρια ιστορική και πολιτική πείρα. Όχι, δεν διάβασα για διασκέδαση... Γιατί όπως έγραψε κι ο γνωστός φιλόσοφος: Μισώ τους τεμπέληδες που διαβάζουν... Κι ας έχω υπάρξει και εξακολουθώ να υπάρχω κι εγώ τεμπέλης που και που...! 

Έτσι λοπόν περιπλανήθηκα, μέσω του συγκλονιστικού βιβλίου του Kemal Yaltsin, Μια προίκα αμανάτι, στις φτωχές και προσφυγικές περιοχές της Αθήνας, σε προσφυγοχώρια της κεντρικής Μακεδονίας και στα αντίστοιχα προσφυγοχώρια της Μικράς Ασίας. Κι ακόμα φτάνει στ' αυτιά μου η απελπισμένη ερώτηση Ρωμιών και χριστιανών από τη μια μεριά και  μουσουλμάνων και Τούρκων από την άλλη, των ανταλλάξιμων της αθλιότητας του ιμπεριαλισμού των κρατών, να αναρωτιούνται: Γιατί, γιατί; Ζούσαμε σαν αδέρφια...Τριγύρισα στους σκονισμένους δρόμους της Αθήνας στις αρχές του εικοστού αιώνα με το βιβλίο,  Δρόμος 100 μέτρων, του ακούραστου εργάτη των ελληνικών γραμμάτων Πέτρου Χάρη. Ταξίδεψα μέχρι τη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση για να γνωρίσω τον πρώτο δάσκαλο του ενός παγωμένου και απομονωμένου χωριού σε ένα άγνωστο μέρος κάπου στο Κιργιστάν. Την «επιβολή» από την σοβιετική εξουσία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης των μικρών παιδιών για να προσπαθήσει αυτός ο λαός να ξεφύγει από την αμορφωσιά και τη μοιρολατρία που τους επέβαλε το τσαρικό καθεστώς, για να ξημερώσουν καλύτερες μερες! Γύρισα στην πατρική και μητρική γη και περιηγήθηκα στις ροοκρήνες της Αρκαδίας. «Γεύτηκα» το νερό τους, θαύμασα την αρχιτεκτονική τους, έμαθα για τους τεχνίτες που τις κατασκεύασαν, έμαθα την ιστορία τους, στάθηκα να ξαποστάσω στη δροσιά των πλατανιών τους! Ξανά, επέστρεψα στη μεγάλη πατρίδα του Τσίνγκίζ Αϊτμάτοφ, για να διαβάσω αυτή τη φορά, τη βοήθεια που πρόσφεραν οι μικροί κάτοικοι ενός «ίδιου» χωριού με το προηγούμενο, οργώνοντας και σπέρνοντας με τα άλογα τους στάρι για να τρέφονται οι πατεράδες τους, οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, που πολεμούσαν το ναζιστικό φίδι! Γαλήνεψα διαβάζοντας τους Πεζούς Ρυθμούς του Ζαχαρία Παπαντωνίου! Μετά από μια επίσκεψη σ' ένα λαογραφικό μουσείο ενός απομονωμένου χωριού στο βορειότερο σημείο του νησιού του βόρειου Αιγαίου που παραθέρισα, συνάντησα τον Κυριάκο Κεφαλονίκα που, με το μισό του ποδάρι, μας διηγήθηκε όλη τη δύσκολη πορεία της ζωής του σε αυτή την απόμερη γωνιά του χάρτη. Η τύχη και ένας καλός άνθρωπος που αγαπά τον τόπο του με έφερε να τον γνωρίσω κι από κοντά στα ενενήντα πέντε του χρόνια! Ξανά, πέρασα στις απέναντι ακτές με τη Διδώ Σωτηρίου και τους νεκρούς της που περιμένουν, εκεί που ο Τούρκος Μπέης κι ο Έλληνας κοτσαμπάσης έχτισαν την εκμετάλλευση του μουσουλμάνου και του Ρωμιού φτωχού σε συνεργασία και πλούτιζαν. Εκεί που οι εθνικισμοί διέλυσαν τα πάντα κι έκαναν εκατομμύρια ανθρώπους κι απ' τις δύο πλευρές να υποφέρουν. Πήρα στα χέρια μου Το διαβατήριο, αυτού του γλυκού στα μάτια μου παππούλη, του Αντώνη Σαμαράκη, που με τόση λεπτότητα στηλίτευσε την εποχή του! Και τέλος μπήκα Στα χρόνια της θύελλας, στα χρόνια του '30 και του '40, που ο φτωχός λαός που είχε αξιοπρέπεια αντιστάθηκε και το πληρωσε και τ' αποβράσματα της κοινωνίας που συνεργάστηκαν με τον ναζί κατακτητή επιβραβεύτηκαν. Αυτοί ήταν οι κόσμοι που περιπλανήθηκα και νιώθω γι' αυτό πολύ τυχερός...

-Kemal Yaltsin: Μια προίκα αμανάτι
-Πέτρος Χάρης: Δρόμος 100 μέτρων
-Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ: Ο πρώτος δάσκαλος
-Αργύρης Πετρονώτης: Οι ροοκρήνες της Αρκαδίας
-Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ: Οι πρώτοι γερανοί
-Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Πεζοί ρυθμοί
-Μέλη Βυζανιάρη Τσακού: Με μισό ποδάρι.
-Διδώ Σωτηρίου: Οι νεκροί περιμένουν
-Αντώνης Σαμαράκης: Το διαβατήριο
-Δημήτρης Ρήττας: Στα χρόνια της θύελλας