Η λίστα ιστολογίων μου

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Βασίλης Νιτσιάκος: Και το σώμα θυμάται. Ψηφίδες βιωματικής λαογραφίας



Στον Ηπειρώτη φίλο, σύντροφό και αδερφό Αχιλλέα...


Μια γλυκιά γαλήνια ζέστη χύνεται άξαφνα από τα φύλλα του..., έγραφε ο Άγγελος Σικελιανός στον πρόλογο του βιβλίου του Ηλία Βενέζη "Αιολική Γη". Μια γλυκιά γαλήνια ζέστη χύνεται άξαφνα από τα φύλλα του..., γράφω κι εγώ στην προμετωπίδα του ιστολογίου μου... Προσδοκώντας οι λέξεις για τα βιβλία που γράφω να βγάζουν μια ζέστη. Για κάποια νομίζω ότι το κατάφερα. Για αλλά όχι. Γιατί είναι σκληρά βιβλία. Ιστορικά, πολιτικά, βιβλία που αντιμάχονταν την αδικία αυτού του σάπιου κόσμου. 


Από την ώρα που έπιασα στα χέρια μου αυτό το βιβλίο, αυτή η γλυκιά γαλήνια ζέστη χύθηκε μέσα μου από τα φύλλα του κι αυτή θα προσπαθήσω να βγάλω σε αυτό το μικρό σημείωμα...


Με την Ήπειρο δεν έχω καμία απολύτως σχέση. Οι ρίζες μου είναι βαθιά χωμένες στην άσφαλτο της Αθήνας. Η καταγωγή μου μόνο καταγωγή είναι, μιας και σχεδόν τίποτα δεν με έχει δέσει με 'κείνη τη γη. Τώρα πια, ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν ένα απάγκιο στον τόπο τους, όσο κι αν αγαπώ την Αθήνα. Τι να με συγκίνησε άραγε στην Ήπειρο; Η φτώχια της, τα μοιρολόγια της, οι βουνοκορφές της που έγιναν αντάρτικα λημέρια, το αρχηγείο του ΔΣΕ στον Γράμμο, ο ποιητής, συγγραφέας και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Γιώργος Κοτζιούλας, η τιτάνια προσπάθεια των ανθρώπων να επιβιώσουν σε τόσες μα τόσες αντίξοες συνθήκες... Και κάπως έτσι άρχισε ένα ταξίδι μέσα από τις σελίδες των βιβλίων. Με συγκλόνισε η "Μουργκάνα" του Δημήτρη Χατζή. Έμαθα για το ηπειρώτικο μοιρολόι από έναν "τρελό" αμερικανό που τα παράτησε όλα, όταν έπεσε στα χέρια του ενα σαρανταπεντάρι με μοιρολόγια,  για να ζήσει σε αυτό τον τόπο και να μας διηγηθεί όλη αυτή την ιστορία του τραγουδιού και της ζωής αυτού του τόπου. Αργότερα συναντήθηκα με την Gail Holst Warhaft: Επικίνδυνες φωνές. Γυναικεία μοιρολόγια και ελληνική λογοτεχνία. Διέσχισα ποτάμια πάνω σε πέτρινα γεφύρια, όχι με τα πόδια, δυστυχώς, αλλά μέσω φωτογραφιών και "έβρεξα" τα πόδια μου στα κρύα τους νερά. Μέχρι που "συνάντησα" τον Βασίλη Νιτσιάκο! Πρώτα στο λογαριασμό του στο fb και αμέσως μέσα από το βιβλίο του "ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΘΥΜΑΤΑΙ - ΨΗΦΙΔΕΣ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ.


Βούτηξα σ' έναν άγνωστο τελείως κόσμο για 'μένα. Αυτόν της σκληρής νομαδικής κτηνοτροφικής ζωής. Που δεν είναι και τόσο παλιός όσο φανταζόμουν κάποτε. Ένας τρόπος ζωής που έφτασε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90.


Το σώμα του Βασίλη Νιτσιάκου λοιπόν θυμάται. Και πως να ξεχάσει άλλωστε τα νεογέννητα αρνάκια, τις φοράδες και τα άλογα που τόσο αγαπούσε και τους έδινε ονόματα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, το κρύο που προσπαθούσε να το απαλύνει με το κρυφό από τους μεγάλους άρμεγμα για να ζεσταίνει τα παγωμένα του χέρια στα ζεστά μαστάρια των προβάτων και το ξύπνημα μέσα σε στάνες με τα χνώτα των ζώων και την ανάσα τους στο πρόσωπό του. Πρόβατα να πέφτουν στο γκρεμό και να προσπαθεί να τα σώσει από αγάπη προς αυτά και το βιος τους. Κορόμηλα, γκόρτσα, μήλα, και γίδινο γάλα για να τρανέψει. Πορείες από το Ντένισκο (σημερινή Αετομηλίτσα του Γράμμου στο Μουσαλάρι (σημερινή Ροδιά) στους πρόποδες του Ολύμπου, είκοσι χιλιόμετρα από τη Λάρισα για να ξεχειμωνιάσουν μαζί με τα κοπάδια. Και το ανάποδο δρομολόγιο για να ξεκαλοκαιριάσουν. Και σχολείο; Μισό στο Ντένισκο τα καλοκαίρια και μισό στο Μουσαλάρι! Το ισνάφι, δηλαδή τη δίκαιη νομή των κοινοτικών βοσκοτόπων στις οικογένειες, τις ιερές πουρναριές που συνέβαλαν στην επιβίωση των ανθρώπων αυτού του τόπου, τους Βλάχους, τους  Σαρακατσάνους και το ψωμί... Από τις σελίδες του περνούν τα δέντρα που ήταν η ζωή τους και οι όμορφες ιστορίες τους. Άνθρωποι και άνθρωποι και οι δικές τους ιστορίες. Και ένας πλούτος ελληνικών, βλάχικων, αλβανικών, τουρκικών σλαβικών λεξιλογικών καταβολών. Αυτά και άλλα τόσα που αδικώ που δεν τ' αναφέρω. Μα πάνω απ' όλα οι αφάνταστες δυσκολίες της ζωής που ατσάλωναν αυτούς τους ανθρώπους σε αυτή τη γωνιά του κόσμου.


Μέχρι που ένα μεσημέρι, στα δεκαοχτώ του χρόνια που βρισκόταν με ένα κοπάδι κάπου στο βουνό έμαθε από έναν θείο του, αφού τον μάλωσε πρώτα για κάποια απροσεξία του, ότι πέρασε στη Φιλοσοφική με υποτροφία και θα γινόταν φιλόλογος. Κι έτσι έπρεπε σε μια πόλη να ράψει κοστούμι γιατί θα γινόταν καθηγητής... Από εκεί και ύστερα το άστρο του έλαμψε. Σπουδές, μεταπτυχιακό, διδακτορικό,  ακαδημαϊκή έρευνα και έδρα στο Πανεπιστήμιο. Αλλά το άστρο του και το πρόσωπό του λάμπει πιο πολύ όποτε επισκέπτεται με κάθε ευκαιρία τους τόπους του! Το Ντένισκο και το Μουσαλάρι. Γιατί στον θαυμαστό κόσμο του καπιταλισμού για αυτόν κάνει κρυότι...


Το "ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΘΥΜΑΤΑΙ" είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Ή μάλλον καλύτερα μια σπουδαία ψηφίδα λαογραφίας. Βιωματικής και όχι ακαδημαϊκής! Μια σπουδαία ψηφίδα που μπαίνει στη σειρά της λαογραφικής ιστορίας του τόπου μας. Της ιστορίας του τόπου μας που όσο πιο πολύ τη γνωρίζουμε τόσο πιο πολύ τον αγαπάμε και τόσο πιο πολύ παλεύουμε με εφόδια για να τον αλλάξουμε και να τον κάνουμε κοινωνικά δίκαιο... Τις νύχτες που θα σβήνουν τα φώτα στο σπίτι, το βιβλίο αυτό θα φέγγει για πάντα στο ράφι. Για πάντα! Κι ίσως κάπου μέσα στο σαλόνι του διαμερίσματος θα ακούγονται ο αέρας στα διάσελα και ο ήχος από τις κουδούνες των ζώων... 


Φίλη αναγνώστρια κι φίλε αναγνώστη αυτού του μικρού ιστολογίου διάβασέ το! 



Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Επίδαυρος...




Όλα είναι θέμα σκαψίματος! Ειδικά με ότι έχει να κάνει με την αλλαγή αυτού του κόσμου προς το καλύτερο. Άλλοι έσκαψαν βαθιά μέσα στα βιβλία και μετά βαθιά μέσα τους για να εξηγήσουν τον κόσμο και να τον αλλάξουν. Άλλοι έσκαψαν βαθιά μέσα στη γη για να βρουν τον αρχαίο κόσμο και να μας τον προσφέρουν. Είτε μπροστά στα μάτια μας είτε μέσα από τις σελίδες των βιβλίων. Άλλοι "έσκαψαν" οι ίδιοι τους τάφους τους γιατί οι ιδέες τους έρχονταν σε αντίθεση με τις ιδέες των ισχυρών. Κάπου όλες και όλοι σκάβουμε όταν δεν θέλουμε να κάνουμε ένα απλό πέρασμα από τη γη...  

Ο αρχιτέκτονας Πολύκλειτος έσκαψε τα θεμέλια και στέριωσε το θέατρο της Επιδαύρου. Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας μας αφήνει κληρονομιά την περιγραφή του θεάτρου και την ιστορία του, ο αρχαιολόγος Π. Καββαδίας έσκαψε βαθιά μέσα στην έρευνα και οι σκαπάνες του συνεργείου του ανακάλυψαν το θέατρο, ο Στάθης Σπηλιωτόπουλος, θεατράνθρωπος, (1903-1994) έσκυψε πάνω στα βιβλία έγραψε και μας πρόσφερε το κείμενο που ακολουθεί και τα "φύλλα" που σκύβουν και σκάβουν μέσα στις σελίδες της κριτικής, της Ιστορίας, των αγώνων του ανθρώπου με χαρά και περηφάνια παρουσιάζουν έστω κι ένα μέρος (λόγου χώρου) αυτού του σπουδαίου κειμένου!

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ: Πελοποννησιακό ιερό του Ασκληπιού και του Διονύσου 

Παραπάνω από τρία τέταρτα του αιώνα έχουν περάσει από τον καιρό (1881) που οι σκαπάνες των συνεργείων του αείμνηστου αρχαιολόγου Π. Καββαδία χτύπησαν για πρώτη φορά τη γη της Επιδαύρου. Το χώμα που σιγά-σιγά είχαν σωριάσει οι αιώνες στον ιερό χώρο του Ασκληπιείου και ολόγυρά του, δεν το είχε έως τότε ανασκαλέψει παρά του αμπελουργού το τσαπί και του ζευγολάτη το υνί. Και μόνον των ξώμαχων ων οι φωνές και των ζωντανών τα σκουξίματα έκοβαν πότε-πότε τη σιωπή που απλωνόταν στην κοιλάδα και στα γύρω βουνά, το Κυνόρτιο και το Αραχναίο.

Άλλοτε, στα πολύ παλιά χρόνια, άλλοι ήχοι ήσαν γνώριμοι στο τοπίο: Η οχλοβοή των αρρώστων που, από κάθε ελληνική γωνιά, γύρευαν γιατρειά από το θείο θεραπευτή, τον Ασκληπιό. Οι ύμνοι των ιερέων και οι παιάνες εκείνων που βρήκαν την υγειά τους και κάποιοι άλλοι υμνοι-διθύραμβοι τούτοι- που έναν άλλο θεό είχαν υπερκόσμιο αποδέκτη- τον Διόνυσο. Γιατί, λίγο ψηλότερα από το Ασκληπιείο, στην πλαγιά του Κυνορτίου, υψωνόταν το αριστοτεχνικότερο θέατρο της Ελλάδας, χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Πολύκλειτο τον νεώτερο, τα τελευταία χρονιά του 5ου π.Χ. αιώνα, του μεγάλου ελληνικού αιώνα. Οι σκαπάνες των αρχαιολογικών συνεργείων το ξεσκέπασαν κι αυτό, σχεδόν απείραχτο, κοντά στα ερειπωμένα ιερά. Πέρασαν όμως αλλά εβδομήντα χρόνια, χωρίς ν' αντηχήσουν στο κοίλο του με τη θαυμαστή ακουστική οι γνώριμες αρχαίες φωνές. 

Ώσπου στα 1954 το θαύμα έγινε. Στην κυκλική ορχήστρα του θεάτρου ακούστηκαν λόγια που είχαν είκοσι αιώνες να ακουστούν. Οι αντίπαλοι των βουνών εξύπνησαν στους γνώριμους πανάρχαιους ήχους. Δεκάδες χιλιάδες πόδια ξαναπάτησαν τα αρχαία μονοπάτια. Και τα κρύα μάρμαρα του αμφιθεάτρου ένιωσαν πάλι τη φρικίαση της ανθρώπινης σάρκας που την κέντριζε το πάθος των τραγικών ηρώων. 

Δεκατέσσερις χιλιάδες θέσεις στους τριάντα δύο αναβαθμούς του θεάτρου γέμισαν και ξαναγεμίσαν από θεατές που τούτη τη φορά δεν ήρθαν μόνο "από πάσης Ελλάδος" [...]. Από θεατές που δεν ήταν μόνο Αχαιοί και Ίωνες και Δωριείς και Αιολείς, αλλά και Μαύροι και Κίτρινοι και Μογγόλοι κι απ' όσες φυλές οικούν την υδρόγειο. 

Θεραπευτήριο σωμάτων ήταν στην αρχή η Επίδαυρος. Στις στοές και στους περιβόλους του Ασκληπιείου, στους βωμούς και στους ναούς, στις κρήνες και στα λουτρά του και, πάνω απ' όλα, στον ιερό θάλαμο -το Άβατον- αποζητούσαν οι άρρωστοι τη γιατρειά τους. Και πολλοί τη βρίσκανε[...].

Οι επιγραφές που βρέθηκαν στην Επίδαυρο μαρτυρούν τέτοιες θαυμαστές θεραπείες. [...]

Όμως για να γιατρευτούν τα άρρωστα σώματα, χρειαζόταν και της ψυχής η θεραπεία. Ο Ασκληπιός εφρόντιζε για εκείνα. Αυτή (την ψυχική) την φύτεψαν οι πιστοί από το Διόνυσο. Κι έχτισαν το θέατρο, που ο Παυσανίας το χαρακτηρίζει "μάλιστα θέας άξιον", αφού οικοδομήθηκε από τον Πολύκλειτο. [...] 

Από το Ασκληπιείο δεν απομένει σήμερα τίποτ' άλλο, παρά ερείπια, σπασμένα κομμάτια μαρμάρου κάλλους, ιστορικά θεραπείας [...]. 

Το θέατρο όμως βρίσκεται, ακέριο σχεδόν απείραχτο, όπως το στέριωσε εδώ και είκοσι πέντε αιώνες ο Πολύκλειτος. Και ο αθάνατος τραγικός λόγος, προαιώνιος στην καταγωγή του, αιώνιος στην ουσία του, ξανακούγεται τώρα κάθε καλοκαίρι στην Πελοποννησιακή κοιλάδα. Από τον "Ιππόλυτο" του Ευρυπίδη, που τον πρωτόπαιξε το Εθνικό μας Θέατρο στην Επίδαυρο στα 1954 είναι οι στίχοι που ακολουθούν:

"Ετούτο το πλεχτό στεφάνι, στολισμένο
από λιβάδι απείραχτο, σε σένα φέρνω,
ω δέσποινα, που εκεί μήτε τσοπάνης
αποκοιτάει τα πράματά του να βοσκήσει
μήτε δρεπάνι σιδερένιο έχει περάσει,
παρά μονάχα μέλισσα διαβαίνει 
της άνοιξης, από τ' απείραχτο λιβάδι.
Και με νερά δροσερά ποταμίσια,
ευλαβικά το ποτίζουνε χέρια, 
για να κορφολογάνε τους ανθούς του εκείνοι
πουν' από φυσικού τους μυαλωμένοι,
δίχως μαθήματα νάχουνε πάρει.
Όμως κακοί δεν είναι θεμιτό να μπαίνουν.
Αλλά δέξου, από θεοσεβούμενο χέρι,
αγαπημένη μου δέσποινα, τούτο 
τ' ανάδεμα για τη Χρυσή σου κόμη.
Γιατί απ' όλους τους θνητούς εγώ μόνος
ετούτην έχω τη χάρη: νάμαι μαζί σου
και να μπορώ να μιλάω με σένα,
γροικώντας τη φωνή σου, χωρίς να σε βλέπω
Και προσεύχομαι το τέλος μου νάναι
παρόμοιο με την αρχή της ζωής μου"



Το απόσπασμα είναι από το κείμενο του Στάθη Σπηλιωτόπουλου με τίτλο: Επίδαυρος (Πελοποννησιακό ιερό του Ασκληπιού και του Διονύσου), περιοδικό Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1960. 




Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Κορδέλες




Πάντα όταν βλέπω αυτούς τους πέντε ανθρώπους να ενώνουν τα χέρια τους, στο νου μου έρχονται οι δικοί μας επαναστάτες της δεκαετίας του '40. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου και του Στάλινγκραντ. Πάντα όταν βλέπω τους πέντε αυτούς ανθρώπους το μυαλό μου πηγαίνει στην ηρωική έξοδό τους. Στο μαζί. Στην ενότητα. Στον ιερό σκοπό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Στα συντρίμμια της Γάζας. Στους δρόμους της Δυτικής Όχθης. Εκεί που χτυπά όλη η αξιοπρέπεια του καιρού μας...

Οι άνθρωποι γράφουν την Ιστορία. Κι οι άνθρωποι την καταγράφουν. Στις λευκές σελίδες, στα σημειωματάρια τους, σε μικρά χαρτάκια που μπορούν να ζητήσουν σ' ένα καφενείο, στις οθόνες του υπολογιστή τους. Κάπως έτσι φαντάζομαι τον άνθρωπο που έγραψε αυτό το ποίημα. Κάπου να έγινε αποτύπωση η σκέψη. Η σκέψη επεξεργασμένη από τον αγώνα, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. Να ξεχύνεται στο σημειωματάριο, τη σελίδα, την οθόνη, το μικρό χαρτάκι. Και κυρίως να ξεχύνεται από την καρδιά, την αγωνία και τη δύναμη που μας δίνει ο αγώνας των κορδελών. Γιατί στις κορδέλες όλοι οι υπόλοιποι χρωστάμε. Γιατί εμείς, όλοι επάνω στη γη, πεθάναμε. Πλην μιας μικρής Λωρίδας…

Και κάπως έτσι διάβασα τους παρακάτω στίχους...


Κορδέλες 

Εξαντλημένα απ’ τον πόνο

Κάθε κορμός και μια ψυχή

Φυτεύτηκε βαθιά στην ευλογημένη γη

Χρυσός τρούλος αγναντεύει τις αγνές ψυχές

Ταξίδεψαν σ’ ορίζοντες αλλοτινούς

Φωτίζοντας με το αγκάθινο φωτοστέφανο

Τον πόνο που χαράχτηκε

Στα σπλάχνα της μάνας γης

Παιδιά όλων των ηλικιών

Με πρόσωπα αγγελικά

Απαλλαγμένα απ’ τη σκιά του θανάτου

Που άλλοι κρέμασαν σπάθα πάνω στο κεφάλι τους

στον υλικό τον κόσμο

Έφηβοι που σκίρτησαν

Μπρος σε μια μάχη άνιση

Το γέλιο τους πνίγοντας

Όλα τα τέρατα

με ανθρώπινη μορφή

Κι αν κάποτε συλλογιστούμε

Το τι μέλλει γενέσθαι

Θα τρέξουμε στα νεκροταφεία

Δάκρυα να χυθούν πάνω στα γκρεμισμένα μνήματα

Που ράγισαν κάτω απ’ τα βήματα

Όλων εκείνων που έστρεψαν το βλέμμα

Μα τί για κείνους που κοντοστάθηκαν

Και έκλαψαν πικρά;

Για αυτούς ας φυτρώσει μια ακακία

Να θυμίζει πως όσο κανείς κοντοστέκεται

Δε χάνεται η ελπίδα

Σας ευχαριστούμε για όλα.

Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι μαύρες και οι κίτρινες κορδέλες

Ας μη σταματήσουν να ανεμίζουν ποτέ πάνω στα τιμημένα σας κεφάλια.

Έχετε γαλήνη.

Στη Γη που δεν πεθαίνει ποτέ.

Γιατί η άλλη πέθανε. Πλην μιας μικρής Λωρίδας…

Χ.

Πηγή: 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Είναι εξωπολιτική η τέχνη; Ή αλλιώς βάλε τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα...




Μία τέχνη και μία λογοτεχνία τόσο μακριάν από την μουσικήν ψυχήν των πραγμάτων, ώστε να είνε ατεχνία. Τόσον υπηρέτρια του γλωσσικού ζητήματος ώστε να καθίσταται θεματογραφία. Τόσο φλύαρη και φωναστική ώστε να γίνεται πολυλογία. Μία τέχνη χωρίς κατεύθυνσιν που δεν προέρχεται από καμμίαν συνείδηση, περισσότερον από ασυνειδησίαν. Η ποίησις: στιχομυθία από τα ερωτικά επιστολάρια• απέραντη ομφαλοσκοπία. Το διήγημα συνθηματική ηθογραφία που σχετίζεται περισσότερον με την επιστήμην της λαογραφίας παρά με την τέχνην. Κάθε φιλοσοφική πνοή μακριά μας. Κάθε αφιλοσόφητη μικροκακία είνε μέσα στ' άδυτά μας. 

Άριστος Καμπάνης, περιοδικό Ακρίτας, τεύχος 22-23, Ιουνιος-Ιουλιος 1905

Τον τελευταίο καιρό αρκετή συζήτηση γίνεται για το εάν οι διαφόρου τύπου καλλιτέχνες πρέπει να έχουν και πολιτική στάση. Αυτή η συζήτηση δεν είναι μόνο σημερινή αλλά έρχεται τουλάχιστον έναν αιώνα τώρα. Το τι είναι βέβαια τέχνη είναι μια μεγάλη συζήτηση... Ασφαλώς η "εξωπολιτική" τέχνη είναι ένα εξαιρετικά καλό επιχείρημα για να μην παίρνουν θέση διάφοροι και διάφορες έτσι ώστε να αποκομίζουν κέρδη από παντού. Ακόμα και από γενοκτόνους. Προφανώς και τα επιχειρήματά τους περί ουδετερότητας και ασχολίας μόνο με το τραγούδι ή τη συγγραφή είναι "κατά το δοκούν" τους. Και φυσικά το δικό τους "κατά το δοκούν" είναι πάντα αντιδραστικό... Παρακάτω, θα δούμε πως με τα επιστημονικά όπλα της κριτικής-αισθητικής ο μπάρμπα Κώστας Βάρναλης, αυτό το τεράστιο κεφάλαιο των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων, του λαού μας και των αγώνων του, ο άνθρωπος που στο δρόμο για την τελευταία του κατοικία στις 16 Δεκεμβρίου 1974, οι χιλιάδες κόσμου που τον συνόδεψαν και φώναζαν "ποιητή της εργατιάς είσαι οδηγητής για μας" μας οδηγεί και βάζει τα πράγματα στη θέση τους! 

Η ελευθερία του πνεύματος, που ζητάνε οι δεξιοί και οι κεντρώοι λογοτέχνες, δεν είναι τίποτες άλλο παρά η ηθική τους αποδέσμευση από το Χρέος απέναντι του λαού να τον φωτίσουμε, να τον συνειδητοποιήσουνε και να κινήσουνε εναντίον του εχθρού. Ελευθερία αντιδραστική, αντικοινωνική, εγωιστική. Ελευθερία φυγής από την πραγματικότητα, δηλαδή φυγής από το λαό, που είναι η μόνη δυναμογόνα πηγή για τα μεγάλα έργα. [...]

Αλλά την ελευθερία την εννοούνε πρωτ' απ' όλα εξωπολιτική. [...] Δε μπορεί να πολιτεύεται δηλαδή ν' αγωνίζεται συνειδητά και σκόπιμα για το μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Μα είναι δυνατόν να μην πολιτεύεται η Τέχνη; Όσο κι αν αποφεύγει τέτοια σκοποθεσία, δε μπορεί ν' αποφύγει την τέτιαν αποτελεσματικότητα. Δεν υπάρχει πράξη ή σκέψη του κοινωνικού ανθρώπου που να μην έχει είτε καθορισμό είτε αντίχτυπο πολιτικό. [...] Δεν υπάρχει λοιπόν Τέχνη εξωπολιτική. Το πρόβλημα είναι τι πολιτική θ' ακολουθήσει: προοδευτική ή αντιδραστική; Την αντιδραστική πολιτική, το "στάτους κβο" θεωρούν εξωπολιτική δεξιοί και κεντρώοι. 

Αν το χρέος του πνευματικού ηγέτη είναι να χτυπάει και να γκρεμίζει το κακό και να οικοδομεί το καλό σε κάθε καιρό, αυτό το χρέος γίνεται πιο μεγάλο και πιο άμεσο στα χρόνια του αποφασιστικού αναμετρήματος των δύο κόσμων. [...]

Αλλά όταν λένε "εξωπολιτική" Τέχνη, εννοούνε κάτι άλλο πιο συγκεκριμένο: αταξική!  Μα τέτοια τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει σε κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις. Κ' εφόσον οι δύο μεγαλύτερες και μαχητικότερες τάξεις είναι από τη μία μεριά η μειοψηφία των εκμεταλλευτών κι από την άλλη η πλειοψηφία των θυμάτων, ο κάθε άνθρωπος ανήκει σε μίαν από τις δύο.  

Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος έξω από την κοινωνία, έτσι δεν υπάρχει και εξωταξικός άνθρωπος και συνεπούμενα αταξική Τέχνη σε ταξική κοινωνία.

Έτσι [...] δεν μπορεί κανείς πνευματικός άνθρωπος να υποστηρίζει σοβαρά, πως μένει στον όχτο της Ιστορίας και τη βλέπει να κυλάει, ενώ αυτός μένει ακίνητος. Ο καθένας ανήκει θέλει δε θέλει, το ξέρει ή δεν το ξέρει, ή δεξιά ή αριστερά. Όλοι οι "ουδέτεροι" δεν είναι τίποτα άλλο παρά δεξιοί καμουφλαρισμένοι. Το ζήτημα είναι ν' ανήκουμε στην προοδευτική παράταξη. Και να ανήκουμε συνειδητά. Κι όταν μάλιστα είμαστε οργανωμένοι, τότε το αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερο. Οι αναρχούμενες μονάδες είναι εμπόδιο στο δρόμο της δημιουργικής εξέλιξης. 

Και επειδή οι λύκοι (βλέπε "διανοούμενοι" στο πλευρό της εξουσίας- πολλά παραδείγματα υπάρχουν και στις μέρες μας και παλιά) δεν μπορούν να φυλάνε τα πρόβατα παρά μόνο να τα φάνε (δηλαδή με σανό να ταΐζουν τον λαό - πόπολο γι' αυτούς) και επειδή έχουν τα ιδεολογικά όπλα και είναι μανούλες στη διαστρέβλωση (ακόμα και πνευματικών ανθρώπων που στάθηκαν στο πλευρό των καταπιεσμένων αυτού του τόπου -Αδαμάντιος Κοραής και Διονύσιος Σολωμος) ο μπάρμπα Κώστας Βάρναλης θα τους ξεσκεπάσει κι αυτούς και  μέσα από το μεγάλο έργο του "Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ" καθώς και σε άλλα κείμενα του, συνεχίζει: 

Ο Σολωμός που εξακολουθεί να είναι ο πιο συνειδητός, ο πιο φιλοσοφημένος ποιητής της νεότερης Ελλάδας κι ο πιο θερμός αγωνιστής της ελευθερίας του λαού[...] βάζει την πολιτική συνειδητά μέσα στα μεγάλα θέματα της Ποίησης. [...]

Η συνειδητή πολιτική είναι από τα περιεχόμενα του Χρέους! Και το 'λεγε ο Σολωμός, ένας λύκος της τότε Αριστεράς - ο ποιητής της θανάσιμης σάτιρας των αριστοκρατών της Δεξιάς: της "Γυναίκας της Ζάκυθος"! 

Αυτήν τη συνείδηση του Χρέους ζητάμε από τους πνευματικούς ανθρώπους της σημερινής Ελλάδας. Και τον οργανωμένο τους αγώνα ενάντια στον οργανωμένο (από το σκολειό ίσαμε με τον τύπο και τον άμβωνα)  αγώνα της αντίδρασης. 


Το απόσπασμα με τα πλάγια γράμματα είναι μέρος του εξαιρετικού κειμένου (που πολλές δεκαετίες μετά εξακολουθεί να είναι επίκαιρο όπως και όλο το έργο του) του Κώστα Βάρναλη με τίτλο "Λύκοι και πρόβατα" και εντάσσεται στο τρίτομο έργο με τίτλο "ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ" που εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. 






Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Φλάι Έμιρειτς...






Είχε πάρα πολύ καιρό να τον δει... Αλλά μάντευε ότι ήταν εκεί. Μάλλον όχι, δεν μάντευε. Ήξερε από τη σκιά του ότι ήταν εκεί... Μιάμιση δεκαετία μένει στο σπίτι που απέναντι του ο τέταρτος όροφος είναι στο ίδιο ύψος με το σπίτι του. Ένας άντρας στην ηλικία του, που δεν έχουν αλλάξει μια κουβέντα τόσα χρόνια κι έτσι κι αλλιώς σπάνια συναντά μέσα στο χρόνο. Μια σκιά κάθε βράδυ που κάθεται στον καναπέ απέναντι από μια σχετικά μικρή, για την εποχή μας, οθόνη που αναβοσβήνει. Αναβοσβήνει με κύρια εικόνα μια πράσινη "τσόχα" από γκαζόν και εικοσιδύο τύπους να τρέχουν. Εκεί πάντα, η ίδια παχιά φιγούρα που το βράδυ μετατρέπεται σε σκιά. Παντζούρια βλέπεις δεν υπάρχουν σε αυτά τα είκοσι κάτι φτωχά τετραγωνικά. Κρεβάτι, κομοδίνο, καναπές, τηλεόραση, υπολογιστής. Όλα αυτά μαζί με μια υποτυπώδη κουζίνα σ' ένα δωμάτιο. Το μπάνιο στη συνέχεια της κουζίνας φαντάζεσαι ότι υπάρχει από ένα τόσο δα παραθυράκι. 

Απόψε, άνοιξαν τη μπαλκονόπορτα, δροσιά να μπει του Μάη, κι αποφάσισαν να φάνε στη βεράντα. Η κουρτίνα και η πόρτα του απέναντι σπιτιού μετά από καιρό ήταν ανοιχτή και αντί αυτού έκανε την εμφάνιση της αυτή. Μια γυναίκα, που είχε κι αυτή ακόμα πιο πολύ καιρό να δει νομίζοντας ότι τον έχει εγκαταλείψει κι είχαν χωρίσει οι δρόμοι τους. Πράγμα που τον στεναχωρούσε. Σκεφτόταν ότι, ίσως η παρουσία της να του απάλυνε τη μοναξιά και η οθόνη ίσως έσβηνε για λίγο. Αλλά ακόμα και μαζί η οθόνη με τους δύο στον ίδιο καναπέ ήταν πάντα ανοιχτή. Απλά οι φιγούρες των σκιών ήταν δύο. Αυτό που του άρεσε ήταν ότι όταν αυτή έφευγε, ίσως για τη δουλειά, αυτός έβγαινε στη βεράντα και με τα χέρια στα κάγκελα καθόταν σαν καπετάνιος στην κουπαστή και την κοιτούσε μέχρι να εξαφανιστεί. Αυτό του ήρθε στο μυαλό όταν την είδε. 

Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και του είπε:

-Πρώτη φορά βλέπω τόσα χρόνια το σπίτι μέσα.

-Είναι πολύ μικρό. Ό,τι βλέπεις. 

- Ανθοδοχείο με λουλούδια είναι αυτό;

- Ποτρατίφ. 

Φάνηκε να απογοητεύεται από την απάντηση. Ίσως περίμενε κάτι πιο ρομαντικό. Κάτι πιο γλυκό... 

Αλλά ακόμα κι έτσι αυτός ένιωθε ανακουφισμένος με την παρουσία της.  

Κάθισαν να φάνε. Η βεράντα τους ντυμένη στ' ανοιξιάτικα ήταν στα καλύτερά της! Πρασινάδες, δεντράκια, μυρωδικά όλα περιποιημένα μετά την χειμερινή χωρίς περιποίηση ανάπαυλα. 

Απέναντι τους, ο γείτονας χωρίς όνομα, βγήκε με αργά βήματα στην έτσι κι αλλιώς μικρή και παντελώς άδεια βεράντα. Στάθηκε κάτω από κάτι σκισμένα τεντόπανα που κάποτε προστάτευαν το σπίτι από βροχές και ήλιο και σαν καπετάνιος ακούμπησε τα χέρια στα κάγκελα και κοίταξε κάτω. Λογικά, θα βγήκε να χαιρετήσει τη σύντροφό. Η μπλούζα του, γνωστής ομάδας της χώρας που είναι υπεύθυνη για τον τόσο πόνο που απλόχερα έχει μοιράσει ανά τους αιώνες στον πλανήτη, διαφήμιζε την Fly Emirates. Αυτός και το μικρό του σπίτι, τόσο πιο ψηλά από τις δίπλα μονοκατοικίες φαινόταν να ίπταται πιο ψηλά από όλους. Αφού εξαφανίστηκε από τα μάτια του η σύντροφος, γύρισε και με αργά βήματα μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και τις κουρτίνες, η φιγούρα του φάνηκε να κάθεται στον καναπέ και από εκεί που φαινόταν να ίπταται έναντι όλων βυθίστηκε για να παρακολουθήσει στα είκοσι κάτι τετραγωνικά του τους υπαλλήλους των πλούσιων Αράβων της ομάδας να τρέχουν πάνω κάτω. Κι αυτός εκεί, κολλημένος αντί να πετάει και να προσπαθεί να κερδίσει τη ζωή και τον όσο χρόνο του αναλογεί σε αυτό το πέρασμα του από τη γη...