μια γλυκιά γαλήνια ζέστη χύνεται άξαφνα από τα φύλλα του, όχι πια φύλλα βιβλίου μα φύλλα δέντρου...
Η λίστα ιστολογίων μου
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020
Θάνος Μικρούτσικος: 28 Δεκεμβρίου 2019... Η μουσική στους στίχους, η ψυχή στην ήδη μεγάλη ψυχή τους...
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020
Παραμονή Χριστουγέννων 1914... Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου...
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020
Καλάβρυτα 13 Δεκεμβρίου 1943
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020
Στέφαν Τσβάιχ: Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας
Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020
3 Δεκεμβρίου 1944: Η ματωμένη Κυριακή της Αθήνας
"Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!
Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.
Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.
Η μέρα αποβραδίς ήτανε βροχερή. Ήτανε μια νύχτα βαριά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει το δικό μου!» Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή του.
Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι παράφωνη.
Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.
– Αύριο λοιπόν.
Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος». Ο Λαός είναι λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως αλλοί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νάναι ή τρελός ή κακούργος. Κι αλλοίμονο! ο δικός μας ήταν κι απ’ τα δυο.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’ αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.
Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού.
Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή.
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.
Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο». Ολονυχτίς. Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν και η αδικία).
Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.
Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν τ’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. Περπάτησε με τα βήματα των προγονικών του θεών και ηρώων.
Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’ όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο δουλοπάροικος.. με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη. Όλος ο άνθρωπος που έπασχε σ’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας.
Λευτεριά ή θάνατος!
Οι φονιάδες είχαν αποφασίσει αποβραδίς: «Θάνατος!»
Είκοσι μερόνυχτα, οι Εγγλέζοι και οι δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη». Και σε μια λέξη «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη «Λαοκρατία» του.
Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα, απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη και προς όφελος των Εγγλέζων.
Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360 μοιρών που είχε υποσχεθεί.
Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού. Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του»..
Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματά του..
Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δε θα ξαναδούν άλλη.
Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.
Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα 28 φέρετρα. Ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’ ανάμεσά μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το θάνατο «Δικαιοσύνη!».. Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα.
Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τα μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Είχε μια θεϊκή λύπη. Χωρίς κοπετούς, χωρίς μαλιοτραβήγματα. Μοναχά οι αιώνιοι μύθοι μας μιλούν για τέτοια μητρικά πένθη. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ήταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη.
Χρόνια τώρα είχε αποκάμει να μετράει τάφους. Όταν δεν μετανοιώνουν οι φονιάδες για τα κακουργήματά τους μετανοιώνουν οι δίκαιοι για την υπομονή τους.
Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα πανιά και ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν αποφασισμένα όλα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!
Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:
«ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ»
Ήταν σαν μια φωνή καφτερή και αμετάκλητη.
Ύστερα η πομπή τράβηξε για το κοιμητήρι. Η Αθήνα λυσίκομη ακολούθησε. Κι εκεί, πάνω απ’ το νωπό αίμα, πάνω απ’ το νωπό χώμα ο Λαός ορκίστηκε όρκο φοβερό: «Θάβω τους τελευταίους 28 μου νεκρούς. Ο 29ος θάναι ο φονιάς. Ή εγώ!".
[Μενέλαος Λουντέμης: «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»]
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020
Ο Μαραντόνα στη σκιά και στο φως...
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020
Ιούλιος Βερν
Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020
Γιάννης Μαγκλής: Οι κολασμένοι της θάλασσας.
Ιστορίες και διηγήματα για τη σκληρή ζωή στην Κάλυμνο. Τους σφουγγαράδες που έφευγαν κάθε Απρίλιο για έξι μήνες. Για τις γυναίκες τους, που έμεναν πίσω με την αγωνία για το αν θα επιστρέψουν οι άντρες τους. Για τις απάνθρωπες συμπεριφορές των καπεταναίων στα πληρώματά τους. Για το σκάφανδρο και το οξυγόνο που τελείωνε στις βούτες, για τους σακατεμένους που άφηνε η «μηχανή», για το λιμάνι που γέμιζε από κόσμο με την προσμονή του καϊκιού το φθινόπωρο, για τα λίγα λόγια του γράμματος από τη μακρινή Μπαρμπαριά, για το ψάρι που «έφαγε» πολλούς... Ένα ταξίδι στον σκληρό κόσμο αυτών των ανθρώπων... Αλλά και ένα ταξίδι στο πάθος για τη θάλασσα, στις ακρογιαλιές, στα μακρινά μέρη. Σε έρωτες, που τους χώριζε για έξι μήνες, η άλλη ερωμένη, η θάλασσα...
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020
Ιάκωβος Καμπανέλλης: Το μεγάλο μας τσίρκο...
πίσω από τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού
πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
κάτω από τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
πάμε να δεις την αυλή που μεγάλωσαν
Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του καημού
Ορέστη απ' τον Βόλο
Μαρία απ' την Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ' την Σπάρτη
Ορέστη απ' τον Βόλο
την κόρη μου θέλω
Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του καημού