Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Αδερφέ μου, Θωμά Κοροβίνη...


Στους βασανισμένους λαούς της Τουρκίας και της Συρίας... 

Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός
κι εγώ λαός κι εσύ λαός
εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ
όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ


Σε πρωτοσυνάντησα στη μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού που μεγάλωσα αδερφέ μου.  Χάρη στους ανθρώπους της. Τους ευγνωμονώ! Όχι μόνο γι' αυτό. Αλλά σίγουρα και γι' αυτό. Και συνάμα για όλο αυτό τον πλούτο των Νέων Ελληνικών Γραμμάτων που μου χάρισαν περιδιαβαίνοντας στους λαβύρινθους των ραφιών τους... 

Περπάτησα λοιπόν μαζί σου  στους δρόμους της πνιγηρής ατμόσφαιρας της Θεσσαλονίκης των χρόνων του "Δράκου του Σέιχ Σου". Εκεί που όλη η μαυρίλα της καθώς πρέπει κοινωνίας του, "Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια", έριξε το ανάθεμα στον φτωχοδιάβολο Αριστείδη Παγκρατίδη, διασύροντας τον και  εκτελώντας τον. Ακόμα ηχεί στ' αυτιά μου η παράκλησή του "Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε καλά για να μην τυρρανιέμαι." Αργότερα περπάτησα σε κάθε μικρό σοκάκι, σε κάθε μεγάλη λεωφόρο της Πόλης. Μπήκα σε φαγάδικα, σε σπίτια, ταξίδεψα στα Πριγκηπονήσια. Διάβασα για τον ξεριζωμό των τελευταίων Ρωμιών. Το δηλητήριο του εθνικισμού καλά κρατούσε ακόμα το 1955. Κι άλλες ιστορίες μετά! "Τι πάθος ατελείωτο", σαν τη ζωή σου το ονόμασες και με έκανες να σε αγαπήσω ακόμα πιο πολύ! Η Φαχισέ Τσίκα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και τέλος ο Μπέμπης σου! Τους έδωσες φωνή και μας οδηγήσες στον κόσμο τους. Οι λαογραφίες για τους δυο λαούς που στέκονται στις απέναντι ακτές του Αιγαίου. Που τόσο πολύ αγαπάς και τόσο καλά τους επανασυστήνεις. Και τέλος "Τα αγαπημένα" σου. Που εξαιτίας τους, μου φώτισες τις σκοτεινές και ξεχασμένες πια δυστυχώς, λεωφόρους των γραμμάτων μας. Της αναπνοής μας. Και διάσπαρτα όπου σε συναντώ, εκεί που τραγουδάς το λαϊκό τραγούδι που τόσο αγαπάς, σε περιοδικά, σε στήλες, στην προσωπική σου σελίδα ένα χαμόγελο απλώνεται μέσα κι έξω μου για το τι προκειται να ακούσω και να  διαβάσω... 

Έτσι ένιωσα και με αυτό το κείμενό σου για τα αδέρφια σου στη γειτονική Τουρκία που τόσα χρόνια έζησες δάσκαλε... Ξέρω πόσο πονάς... Επίτρεψέ μου να σου ζητήσω, μιας κι είσαι ψηλός, να σκύψεις για να φιλήσω το μέτωπό σου, αδερφέ μου Θωμά Κοροβίνη...


-ΑΝΤΙ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΚΤΗΝΗ, ΤΟΥΣ ΧΛΕΥΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΟΝΟΥ-

Το καλοκαίρι του 1975 επισκέφτηκα, σε ηλικία εικοσιδύο ετών, για πρώτη φορά την Τουρκία. Από τότε διαισθάνθηκα ότι το πεπρωμένο μου θα με έφερνε να ζήσω κάποτε εκεί, στην πατρίδα των προγόνων μου, και έτσι έγινε.

Βρέθηκα στην προκυμαία της Σμύρνης, στο Και. Η παρέα μου περπατούσε άλλου, εγώ στραβοπάτησα χαζεύοντας, και, έτοιμος να τσακισρω, δέχτηκα την περιποίηση ενός γέροντα. Χουσείν τον έλεγαν, ήταν τσαγκάρης, Σαλονικιός στην καταγωγή. Έκανα να πέσω και με πρόλαβε, βρέθηκα να κάθομαι σε μια καρέκλα. Έφερε λεμονάδα κι ένα κουλούρι. 

-Ικράμ, μου είπε, κέρασμα, από μένα.

-Από που είσαι; με ρώτησε.

-Ελληνας!

-Ο γιος μου σκοτώθηκε πέρσι στην Κύπρο, με τον Αττίλα, από ελληνικό βόλι!

Δαγκωθηκα! Δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Κατέβασα το κεφάλι ως το χώμα.

-Μη στεναχωριέσαι, όλα τα παιδιά του κόσμου δικά μας είναι, μπορεί να ήταν ο αδελφός σου στη θέση του.

Και μου χάιδεψε το κεφάλι.

-Πόλεμοι να μη γίνονται!

Θυμάμαι συχνά τον Χουσείν μπαμπά με συγκίνηση και πόνο.

Αυτά, για τους  άσπλαχνους ντεμέκ πιο Έλληνες και πιο πατριώτες από μας που κάνουν πανηγύρια πάνω στους τάφους και τη συμφορά των όποιων άλλων εχθρών, "εχθρών" αλλά και φίλων!











Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: 1 Φεβρουαρίου 1877 - 2 Φεβρουαρίου 1940...







Εσένα σκέφτομαι πάντα Ζαχαρία Παπαντωνίου, εσένα το συγγραφέα των "ψηλών βουνών και των "πεζών ρυθμών", εσένα και το διήγημά σου για τους φάρους, οπότε στέκομαι σε αυτό το απόμερο σημείο, αυτού του απόμερου χωριού του νησιού. Χιλιόμετρα μακριά από τον "πολιτισμό" της μεγάλης πολιτείας. Εκεί που μια καλή γυναίκα ντρεπόταν επειδή τρεις - τέσσερις απόμειναν οι κάτοικοι του χωριού. Και σ' αυτό το ξάγναντο, κοντά στο σπίτι της, στην άκρη του κάποτε ζωντανού αυτού τόπου, κοιτάζω το παλιό πειρατονήσι απέναντι και τον φάρο που στέκεται ακοίμητος φρουρός όλων των πλεούμενων κάθε που νυχτώνει... Εσένα, τα "γράμματα" και τη γλώσσα που κάθε μέρα χάνουμε...


Ο ΦΑΡΟΣ

Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρε - την έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη!

Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και τον καιρό - άναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων.

Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου. Πνεύματα που αμφιβάλλουν για το έργο τους, θα ήθελαν να στέλνουν μακρυά, καθώς εσύ, στους ανθρώπους την ευγερσία - φάρε που ξέρεις γιατί αγρυπνάς...

Ως κι' εδώ στο βουνό, που στέκω απόψε, η Χρυσή σου ματιά φτάνει από πέρα - σα να ζητά το χαμένο πλεούμενο των λογισμών μου. Ως εδώ πέρα φτάνουν οι ανήσυχοι παλμοί σου, φάρε, φλογερή και ρυθμική καρδιά της κοινωνίας!




[Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου]


Διαβάστε ακόμα: