Η Πρωτοχρονιά του 1942 ξημέρωσε στην Αθήνα φρικτή, με την παγωνιά να τρυπάει τα κόκκαλα στα σπίτια με την ανύπαρκτη θέρμανση. Την προηγούμενη νύχτα είχε χιονίσει. Η πείνα εκείνου του χειμώνα ήταν κάτι που οι Αθηναίοι δεν είχαν ξαναζήσει. Εκατοντάδες άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά. Τα καροτσάκια, το μέσο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων, χρησιμοποιούνταν για να κουβαλήσουν κάποια από τα σκελετωμένα και ξυλιασμένα κουφάρια χωρίς καν ένα σεντόνι για να τα σκεπάσουν. Τα υπόλοιπα τα μάζευαν τα φορτηγά του δήμου και τα πέταγαν στην ανοιχτή καρότσα για να τα μεταφέρουν κι αυτά στο νεκροτομείο της οδού Μασσαλίας. Ο ζόφος είχε απλώσει τα δίχτυα του στην πόλη. Με αυτές τις ανατριχιαστικές εικόνες ξυπνούσαν κάθε πρωί οι Αθηναίοι. Όσοι είχαν καταφέρει να κοιμηθούν από τις ανατριχιαστικές κραυγές ανθρώπων «πεινάω» στο δρόμο. Κι όσοι θαρραλέοι βγήκαν σε αναζήτηση τροφής ή πηγαίνοντας με όσα υπάρχοντα μπορούσαν να κουβαλήσουν στις βαλίτσες τους να πάρουν το τρένο για να επισκεφτούν επαρχιακές πόλεις και χωριά για να τα πουλήσουν για λίγο τυρί, λάδι και αλεύρι, έπρεπε να κινηθούν με τα πόδια στη χιονισμένη και παγωμένη Αθήνα. Το τραμ δε λειτουργούσε γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα.
Πόσες μα πόσες σελίδες γράφτηκαν για εκείνο το χειμώνα. Γι' αυτό το ένα ακόμα έγκλημα των βάρβαρων που σε συνεργασία με τους ντόπιους συνεργάτες τους άφησαν ένα ολόκληρο λαό να λιμοκτονήσει. Παρουσιάζουμε για άλλη μια φορά στα «φύλλα», το συγκλονιστικό ποίημα του τεράστιου καλλιτέχνη Μίμη Φωτόπουλου κι ένα εκτενές ανατριχιαστικό απόσπασμα του μεγάλου συγγραφέα Γιάννη Μαγκλή από το βιβλίο του « Τ' αδέρφια μου οι άνθρωποι», που αξίζουν να διαβαστούν...
Οι σύγχρονοι αναθεωρητές της Ιστορίας, είτε είναι ιστορικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου, είτε συγγραφείς μυθιστορημάτων που ξεπλένουν το δοσιλογισμό, είτε σικ βιβλιοκαφεδοπώλες στις καλές περιοχές της Αθήνας, είτε bloggers, καλό θα ήταν να απομακρυνθούν από την οθόνη τους... Τα αποσπάσματα που ακολουθούν δεν θα κάνουν καλό στο παραγεμισμένο με σάπιες ιδέες και ίσων αποστάσεων απόψεις μυαλό τους, γι' αυτούς που πολέμησαν το κτήνος κι αυτούς που συνεργάστηκαν μαζί τους...
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ άγνωστε,
που κάποιο πρωινό
πικρό, μουντό, βροντερό
καρφώθηκαν τα μάτια μου
μ’αγωνία πάνω στ’ άσπρο πτώμα σου
στο πεταμένο πτώμα σου
στην οδόν Αθηνάς
Κι είδα γύρω σου
λυωμένα τα όνειρά σου
μαδημένες τις ελπίδες σου,
άνθρωπέ μου πονεμένε
άγνωστη παρέα μου
στην απέραντη γή μας
Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να σε κυττάζω με συμπόνοια,
να κλάψω για το χαμό σου
πάνω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.
Πεινούσα πολύ
κι είχα πάρει του δρόμους
με παγωμένα πόδια
με παγωμένη σκέψη
και γυρόφερνα την αγωνία μου
στα σκουπίδια.
Κάθε τόσο
χτυπούσαν την πόρτα μου
οι χαφιέδες του θανάτου
φορώντας τον μαύρο μανδύα
των πένθιμων νυχτιών του Γενάρη.
Αυτοί είχαν βάλει
τ’ άστρα στην τσέπη τους
και μέσ’ στη σκέπη τους
είχαν κλειδώσει τον ήλιο.
Κι εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι
με συντροφιά
τα καρφιά του γεροχειμώνα.
Σαν παντιέρα συνδικάτου
που αργοκινιέται
σε πένθιμη παρέλαση
έγερνε η καρδιά μας
στο ρημαγμένο ιστό
του κορμιού μας.
Η κόλαση που είχε υφάνει
η αράχνη των ψευτοχριστιανών
στα σκουριασμένα μυαλά
απίθανων καλόγερων
είχε ζωντανέψει
όπως οι ψείρες
στα λερά ρούχα
των φτωχών…
Από τότε
πέθαναν τόσα χρόνια!
Χορτάσαμε από παλαμάκια
από αγύρτες κι από ήρωες
από “ζήτω” κι από “ελευθερία”
Και πολλές φορές
στα πένθιμα φθινοπωρινά
απογεύματα,
στις πληχτικές καλοκαιριάτικες
νυχτιές
ζωντενεύει μπροστά μου
η κέρινη μορφή σου
αδελφέ μου άγνωστε.
Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατελείωτες
να σε κυττάζω με συμπόνια
να κλάψω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.
Πλάι στο φρουραχείο, ζερβά, άνοιξε ένα λάκο κι όταν το μεσημέρι αποτρώγανε, βγαίναν οι αξιωματικοί πάνω στην ταράτσα να καπνίσουν το πουράκι τους και να χωνέψουν. Γύρω από το φρουραχείο μαζεύονταν λογής παιδιά: αγόρια και κορίτσια. Άπλυτα, ψειριασμένα, κουρελιασμένα, αχτένιστα, τα πιότερα φοβερά αδυνατισμένα, πες γερασμένα· πρησμένα από την αβιταμίνωση, με ραβδιά στο χέρι για να στέκονται ορθά. Από την πίσω μεριά του φρουραχείου ερχόντουσαν δύο στρατιώτες Γερμανοί, μ' ένα καζάνι αποφάγια. Φτάναν πάνω από το λάκο, ακούμπαγαν το καζάνι στο χείλος του, κοίταζαν τα παιδιά: «Κομ, κομ...», τα καλούσαν. Έτρεχε η πεινασμένη παιδοθάλασσα ποιος να τα πρωτοφτάξει. Και τότε το καζάνι έγερνε και το αποφάγι έπεφτε μέσα στο λάκο. Ξοπίσω τα παιδιά, άλλα γέρναν από πάνω με σκυφτό το απανωκόρμι, άλλα δίνανε μια, πετιόντουσαν στο λάκο. Τα πιο μικρά, τα πιο άρρωστα, δεν μπορούσαν να φτάξουν. Τσίριζαν, ριχνόντουσαν απάνω στ' άλλα παιδιά και τα τραβούσαν, τα καταπονούσαν να προλάβουν να πάρουν κι αυτά κάτι: μια χούφτα φαΐ με χώμα.
Πάνω από την ταράτσα γελούσε ο Βεληγκέκας. Γελούσαν και οι αξιωματικοί. Μερικοί κατέβαιναν πιο κάτω και τραβούσαν φωτογραφίες: «Ενθύμιον - Souvenir».
Κάθε βραδάκι λοιπόν, κοντά στο σουρούπωμα, έφτανε στο λιμάνι ένα μεγάλο επίταχτο. Κουβάλαγε τρόφιμα για τον καταχτητή· να τρώει, νάναι γερός, δυνατός, νάχει κάτω από την μπότα του τους σκλάβους και να κυριέψει τον κόσμο. [...]
Καθούμασταν στα καφενεία και χαζεύαμε. Βλέπαμε τα τρόφιμα· κρέτα, ψωμιά, φρούτα και νιώθαμε ντροπή μεγάλη για όλ' αυτά τα καλοταϊσμένα θεριά. Ντροπή και μίσος απέραντο.
Στο πλαϊνό τραπέζι καθόταν ο πάπα-Νεχτάριος, ο πάπαρδος της Μητρόπολης, πούβγαζε τους πατριωτικούς λόγους στον καιρό του Μεταξά, και που σαν ήρθαν οι Γερμανοί κατέβηκε στην προκυμαία να τους υποδεχτεί... [...]
Ένας αξιωματικός με καινούριο, καλοραμένο κουστούμι, σηκωτό πηλίκιο ,γερτό αλαφριά πάνω στο δεξί αφτί, μπήκε στην προβλήτα. Κράταγε ένα βιτσάκι και το χτύπαγε στην μπότα. [...]
Κάτι είπε γελαστά, πήρε από το κοφίνι μια φραντζόλα, έκοψε ένα κομμάτι και κρατώντας το βγήκε πάνω στο πεζοδρόμιο της προκυμαίας.
Εκεί στέκανε πάμπολα παιδιά, αμίλητα, αποβλακωμένα από τη δυστυχία και την εξάντληση. Κοίταζαν το ψωμί με το ξεθωριασμένο, άφωτο μάτι, σήκωναν το βρώμικο σκελετωμένο χέρι να ξυστούν, να διώξουν μια ψείρα, να καταλαγιάσουν τη φαγούρα της σάρκας.
Ο αξιωματικός στράφηκε στα παιδιά, τους έδειξε το ψωμί, φώναξε γελαστά: «κομ, κομ». Τον κοίταζαν, παίζανε τα βαριά ματοτσίνορά τους, φουσκώνε από την ανασεμιά, λίγο πιότερο, το αδυνατισμένο στηθάκι τους. [...]
Εν' αγόρι μεγαλούτσικο ξέκοψε απ' τ' άλλα, σίμωσε και δειλά σήκωσε το χέρι. Το ψωμί ψήλωσε λιγάκι, ανέβηκε πιο απάνω, μα το χέρι του παιδιού κόντεψε να το φτάσει. Τότε το βιτσάκι με σβέλτη κίνηση χτύπησε τα δάχτυλα του παιδιού. Αυτό μούγγρισε, έφερε γρήγορα το πονεμένο χέρι στο στόμα και το δάγκωσε. Έσκασε στα γέλια ο καλοταϊσμένος Γερμανός. Και τ' άλλα τα θηρία γέλασαν κι αυτά. Αλήθεια, τι έξυπνο και ωραίο παιγνίδι!
Το ψωμί πάλι σηκώθηκε ψηλά: «Κομ», φώναξε ενθουσιασμένα ο αξιωματικός. Τα παιδιά κ' εμείς όλοι, είχαμε καταλάβει: Θάπεφταν μερικές βιτσιές, μα μπορεί και να κατάφερνες ν' αρπάξεις το ψωμί· και τότε ο Γερμανός θα γέλαγε καλοκάγαθα και θάλεγε : εντάξει. [...]
Μεγάλωσε ο κύκλος και ζωήρεψε το παιχνίδι. Κάμποσες φορές έπεσε σφυριχτά το βιτσάκι πάνω στα κοκαλιάρικα δαχτυλάκια. Φώναξαν, τσίριξαν από πόνο και ξαφνικά το πρώτο εκείνο μεγαλούτσικο παιδί, άρπαξε το ψωμί με τέτοια σβελτάδα και δύναμη που το ξεκόλλησε από τα χέρια του χιτλερικού θηρίο.
«Α!» κάναν τα στήθια μας ξαλαφρωμένα. Το παιδί έτρεξε λίγο πιο κει και στάθηκε σφίγγοντας στην αγκαλιά του το περίφημο λάφυρο.
-Κομ! φώναξε λυσσασμένα ο Γερμανός. Κομ, κομ!
Το παιδί έκανε μεταβολή και βάλθηκε όσο πιο γοργά του επέτρεπαν τα εξαντλημένα ποδάρια του να τρέχει. Ο χιτλερικός θύμωσε και ρίχτηκε πίσω του με ζυγισμένες δρασκελιές. Κοντά είκοσι μέτρα πιο ΄κει, το άρπαξε.[...] Ο Γερμανός βάλθηκε να το χτυπά με το βιτσάκι, να το κλωτσά τυφλά, και να ουρλιάζει. Ήθελε να πάρει το ψωμί, μα το παιδί το κρατούσε σφιχτά με τα δυο χέρια του και τόσφιγγε πάνω στο στήθος του. Είχε κουβαριαστεί και κάτω από την ασπίδα του κορμιού του έκρυβε ο δυσκολοκερδισμένο θησαυρό του.
Ο χιτλερικός έχωσε το παπούτσι του κάτω από το κορμί του παιδιού και μ' ένα τίναγμα το αναποδογύρισε. Του τράβηξε μερικές βιτσιές στα μούτρα, στα χέρια και σκύβοντας άρπαξε το ψωμί. Μα το παιδί είχε χώσει μέσα σε τούτο το ψωμάκι ολόκληρη την ψυχούλα του, όλο το αίμα του· και δεν το παρατούσε, μόνο τόσφιγγε άγρια, σύγκορμα. Έγινε μια μικρή πάλη που κράτησε λίγες στιγμές και το φτωχό ψωμάκι βρέθηκε στα χέρια του Γερμανού. Όμως ο Γερμανός με τα γαλάζια μάτια δεν ικανοποιήθηκε· ο θυμός του είχε γίνει ένα με το μίσος. Ξανάσκυψε, χούφτιασε με τις δύο χερούκλες το αδύναμο χέρι του παιδιού εδώ από τον καρπό· εκεί από την κλείδωση του αγκώνα, το ακούμπησε πάνω στο λυγισμένο γόνατό του και με γοργή, βίαιη κίνηση και μ' ένα «κραχ» ξερό, ανατριχιαστικό, πουσπαρτάρησε την καρδιά μας, έσπασε το κόκαλο του χεριού. Ακούστηκε βραχνή κρωξιά και το παιδί έπεσε ξερό στο χώμα.
Στράφηκα στον παπά που τ' άσπρα μακριά γένια του πέφτανε απάνω στο βαθουλωμένο από τη στέρηση στήθος του (που εκείνη η μεγαλοπρεπή κοιλιά του καλού καιρού!) και κοιτώντας τον του είπα με κακία:
-Χαιρετάτε ακόμα τους αντιπροσώπους της νέας τάξης;
[Το ποίημα και το απόσπασμα μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου]
Διαβάστε ακόμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου