Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Γιώργης Καζάκος: Άη Στράτης. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων. Χειμώνας 1941-1942




Στους χιλιάδες εξόριστους αγωνιστές...

Στη μνήμη του Αναγνώστη Δεληγιάννη...

Όταν ο πορφυρογέννητος Λουδοβίκος μιλάει για τόπο διχασμού (το άλλο με το τοπόσημο δείχνει την πλήρη αμορφωσιά του), ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Δεν λέει κάτι τυχαίο, ακολουθεί πιστά τους διάφορους αναθεωρητές καθηγητές Πανεπιστημίου και κάποιους ακόμα θλιβερούς «συγγραφείς», που προσπαθούν να ξαναγράψουν την Ιστορία... Να την ξαναγράψουν με μόνο σκοπό να αθωώσουν τους συνεργάτες των κατακτητών. Τόσο βρόμικοι είναι. Δεν αντέχουν στην ιδέα του πως, ένα τεράστιο μέρος του λαού οργανώθηκε για να τους πολεμήσει και να σώσει το λαό από την πείνα, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις. Από τις γραφειάρες τους, τις αίθουσες, τα ρυπαρά λιβελογραφήματά τους σε βιβλία και έντυπα ξερνούν όλο το άθλιο δηλητήριό τους. Γι' αυτό και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, δεν έχουν άλλο τρόπο, παρά να μαθαίνουν σε κάθε στιγμή την πραγματική Ιστορία του τόπου, για να βάζουν στη θέση του αυτόν τον θλιβερό εσμό που προσπαθεί να εξισώσει τους αντιστεκόμενους με τους συνεργάτες των Ούνων. Τα «φύλλα» προτείνουν λοιπόν το συγκλονιστικό βιβλίο του Γιώργη Καζάκου «΄Αη Στράτης. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων. Χειμώνας 1941-1942» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».


Λίγοι σύντροφοι πια είχαν μείνει ικανοί να περπατάνε και να εξυπηρετούν τους πεσμένους. Οι πεθαμένοι πάντα βρίσκονταν δυο και τρεις πάνω στα νεκροκρέβατα τους. Άνθρωποι να τους ανοίξουν τους τάφους δεν υπήρχαν, μα ούτε και να τους μεταφέρουν για να τους θάψουν. Με πολλή δυσκολία πηγαίναμε ορισμένοι που κάπως ακόμη κουνούσαμε τα πόδια μας. Και τους λάκκους τους ανοίγαμε ρηχούς, γιατί δεν είχαμε τη δύναμη που χρειαζόταν. Μαρτύριο ήταν η μεταφορά των νεκρών στο νεκροταφείο, γιατί ήταν μακριά και αρκετός ανήφορος και, το χειρότερο, το μονοπάτι που ανεβαίναμε ήταν στενό, βαθύ και όλο βράχους. [...]

Για ν' ανέβεις εκεί, έπρεπε ν' ακολουθήσεις το μοναδικό μονοπάτι που ανέβαινε καγκελωτά.

Ήταν ένα βαθύ και στενό νεροφάγωμα, όλο βράχια. Για να περάσει μια τετράδα ανθρώπων κουβαλώντας ένα νεκρό επάνω σε φορείο ήταν τρομερά δύσκολο. Για μας, δέκα φορές πιο δύσκολο. Το έδαφος σκληρό, όλο βράχια. Για ν' ανοίξουμε λάκκο, πολύ δύσκολο. Αναγκαστήκαμε  γι' αυτό να κάνουμε τους λάκκους ρηχούς και κοντούς. Όμως το πιο δύσκολο για μας ήταν το κουβάλημα. Για να πάμε το νεκρό τέσσερις ήταν αδύνατο, δεν είχαμε τις απαιτούμενες δυνάμεις, έπρεπε να τον σηκώσουμε έξι. Παίρναμε το νεκρό από τον κεντρικό θάλαμο έξι άτομα, τον πηγαίναμε ως το μονοπάτι, τότε έπιανε ένας από μπροστά το φορείο και ένας από πίσω και προχωρούσε. Πολλές φορές πέφταμε μαζί με το νεκρό. Μας έσπαγε η σκάλα που χρησιμοποιούσαμε για φορείο και σπάζαμε κι εμείς τα μούτρα μας. Πολλές φορές το φορείο μας γινόταν κομμάτια και τότε πιάναμε το νεκρό με τα χέρια από το κεφάλι και τα πόδια και παιδευόμαστε σαν κολασμένοι να τον ανεβάσουμε επάνω. [...]

Αρχίσαμε να κάνουμε τους λάκκους πιο φαρδιούς και θάβαμε δυο-δυο. [...] Σε έναν τάφο που θάψαμε δυο μαζί συντρόφους, δεν μπορέσαμε να τους σκεπάσουμε καλά, δε ρίξαμε αρκετό χώμα, γιατί δεν υπήρχε και δεν μπορούσαμε να σκάψουμε άλλο. Τους πήραν μυρωδιά τα σκυλιά του χωριού, καθώς και μεγάλα όρνια, τους ξέχωσαν και τους πετσόκοβαν τα κουφάρια.

Ο κακούργος ο Βουδικλάρης έκανε προπαγάνδα στο χωριό ότι, μόλις πιάσουν οι ζέστες, θα πιάσει τους χωρικούς αρρώστια αγιάτρευτη και θα πεθάνουν τα παιδιά τους. Και ζητούσε από τους χωρικούς να μας ξεκάνουν.

Οι κάτοικοι, όχι μόνο δεν παρασύρθηκαν και δε φοβήθηκαν τις απειλές του Βουδικλάρη, αλλά ορισμένοι, [...], μαζεύτηκαν και πήγαν τη νύχτα, άνοιξαν βαθείς λάκκους, μάζεψαν τα κομμάτια των νεκρών, τους έθαψαν βαθιά, τους σκέπασαν με άφθονο χώμα και πέτρες.


1 σχόλιο: