Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

3 Δεκεμβρίου 1944: Η ματωμένη Κυριακή της Αθήνας






Η ματωμένη Κυριακή της Αθήνας, πότισε τους δρόμους, τις πλατείες και τα πεζοδρόμια με αίμα και δάκρυα. Αλλά και τα φύλλα και οι σελίδες αργότερα, με την πένα βουτηγμένη στο αίμα γράφτηκαν. Και φρόντισαν αυτοί και αυτές που τις έγραψαν, τα νιάτα του τόπου, να φωτίσουν τον αγώνα τους. Να μάθουμε ότι, εκεί που έχουμε περπατήσει τόσες φορές, αυτοί μαρτύρησαν... 


"Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!

Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.

Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.

Η μέρα αποβραδίς ήτανε βροχερή. Ήτανε μια νύχτα βαριά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει το δικό μου!» Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή του.

Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι παράφωνη.

Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.

– Αύριο λοιπόν.

Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος». Ο Λαός είναι λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως αλλοί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νάναι ή τρελός ή κακούργος. Κι αλλοίμονο! ο δικός μας ήταν κι απ’ τα δυο.

Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’ αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.

Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού.

Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή.

Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.

Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο». Ολονυχτίς. Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν και η αδικία).

Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.

Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν τ’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. Περπάτησε με τα βήματα των προγονικών του θεών και ηρώων.

Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’ όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο δουλοπάροικος.. με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη. Όλος ο άνθρωπος που έπασχε σ’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας.

Λευτεριά ή θάνατος!

Οι φονιάδες είχαν αποφασίσει αποβραδίς: «Θάνατος!»

Είκοσι μερόνυχτα, οι Εγγλέζοι και οι δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη». Και σε μια λέξη «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη «Λαοκρατία» του.

Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα, απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη και προς όφελος των Εγγλέζων.

Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360 μοιρών που είχε υποσχεθεί.

Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού. Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του»..

Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματά του..

Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δε θα ξαναδούν άλλη.

Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.

Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα 28 φέρετρα. Ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’ ανάμεσά μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το θάνατο «Δικαιοσύνη!».. Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα.

Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τα μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Είχε μια θεϊκή λύπη. Χωρίς κοπετούς, χωρίς μαλιοτραβήγματα. Μοναχά οι αιώνιοι μύθοι μας μιλούν για τέτοια μητρικά πένθη. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ήταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη.

Χρόνια τώρα είχε αποκάμει να μετράει τάφους. Όταν δεν μετανοιώνουν οι φονιάδες για τα κακουργήματά τους μετανοιώνουν οι δίκαιοι για την υπομονή τους.

Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα πανιά και ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν αποφασισμένα όλα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!

Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:

«ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ»

Ήταν σαν μια φωνή καφτερή και αμετάκλητη.

Ύστερα η πομπή τράβηξε για το κοιμητήρι. Η Αθήνα λυσίκομη ακολούθησε. Κι εκεί, πάνω απ’ το νωπό αίμα, πάνω απ’ το νωπό χώμα ο Λαός ορκίστηκε όρκο φοβερό: «Θάβω τους τελευταίους 28 μου νεκρούς. Ο 29ος θάναι ο φονιάς. Ή εγώ!".

[Μενέλαος Λουντέμης: «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»]


Τί θόρυβο που κάνουν, Τζόν, τα κανόνια σας 
δε μ' ακούς, που να μ' ακούσεις; Τα κανόνια σας 
σκότωσαν πάλι το Γιωργάκη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοι
σκότωσαν πάλι το Βαγγέλη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί
σκότωσαν πάλι το Φούτσικ στην Ελλάδα του Δεκέμβρη
σκότωσαν πάλι το Βύρωνα πούχε πεθάνει για την Ελλάδα
σκότωσαν πάλι τον Περί
σκότωσαν πάλι τον Πέτρο
σκότωσαν πάλι τη Ζόγια
σκότωσαν πάλι τον Αλέκο
σκότωσαν πάλι την Ηλέκτρα
σκότωσαν, Τζόν, τους διακόσους μας,
σκότωσαν, Τζόν, όλους εκείνους πούχαν σκοτωθεί για το καλό του
Κόσμου.
[Γιάννης Ρίτσος: «Οι γειτονιές του κόσμου»]

Θυμάμαι πολύ καλά τη μέρα, που ο Λιάκος πυροβολούσε στον αέρα, στο σταθμό Λαυρίου, εκατό μέτρα από την Ομόνοια. Ήταν 3 Δεκεμβρίου του 1944, ήμουν 6 χρονών, και είχαμε βγει, όλη η γειτονιά, στους δρόμους, για το συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος. Τότε, δεν είχαν εμφανιστεί οι εθνικιστές. Και οι γερμανοτσολιάδες είχαν φύγει για τα χωριά τους, γιατί φοβούνταν ότι «θα πέσει λεπίδι από τους ελασίτες»
Ήμουν δίπλα στο Λιάκο. Και τον καμάρωνα! Πυροβολούσαν κι άλλοι. Ορισμένοι κουνούσαν ελληνικές σημαίες. Άλλοι, κόκκινες. Με σφυροδρέπανο. Και μια πανέμορφη κοπέλα, η Ελισσώ, που αργότερα την κουρέψανε και τη βρίζανε πουτάνα, μ' ένα χωνί στο στόμα φώναζε «Λαοκρατία», κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Κάποια στιγμή, έχασα το Λιάκο από δίπλα μου. Ακολούθησα το πλήθος και χώθηκα στην Πανεπιστημίου. Στην Εμμανουήλ Μπενάκη, σταμάτησα. Δεν υπήρχε τρόπος να περπατήσει κανείς παραπάνω, γιατί χιλιάδες λαού είχαν κατακλύσει τη λεωφόρο. Δεν πέρασε πολλή ώρα, κι άκουσα ριπές πολυβόλων! «Μας σκοτώνουν» φώναζαν μερικές γυναίκες. Ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί τρέχοντας -πολλοί έπεσαν κάτω και τσαλαπατήθηκαν- και να χάνεται στους γύρω από την Ομόνοια δρόμους. [...]
Όταν φτάσαμε, με τα πόδια, στο νοσοκομείο, ήταν απόγευμα. Τα αυτοκίνητα φέρανε συνεχώς τραυματισμένους ελασίτες. Ένας γιατρός με πήρε παράμερα, έβαλε το πόδι μου σε μια τάβλα και το έδεσε σφιχτά, με γάζες. «Δυστυχώς, δεν έχουμε τρόπο να τοποθετήσουμε το πόδι σε νάρθηκα» είπε στον πατέρα μου. «Δεν έχουμε και ρεύμα. Με μια γεννήτρια κάνουμε τη δουλειά μας. Αύριο - μεθαύριο θα δούμε τι μπορεί να γίνει».
Με άφησαν σ' ένα μεγάλο θάλαμο. [...] Και τα εγγλέζικα αεροπλάνα πετούσαν από πάνω και πυροβολούσαν. Ασταμάτητα!
[Λευτέρης Παπαδόπουλος «Οι παλιοί συμμαθητές», εκδόσεις Καστανιώτη]

...Την Ακρόπολη μας που τη σεβάστηκαν ο χρόνος, οι κεραυνοί και οι Ούννοι την καταπάτησαν οι μικροί και ανάξιοι σας συμπατριώτες. Κι' εδώ θα το βροντοφωνάξουμε το μεγάλο έγκλημα! Τον Παρθενώνα μας, τον παγκόσμιο Βωμό, τον έκαναν τηλεβολοστάσιο. Κι' από κει, εκμεταλλευόμενοι το σεβασμό μας αντίκρυ στο Μνημείο μας, βομβάρδιζαν με θηριωδία τα σπίτια μας. Σωστά! Δεν υπήρχε πια απυρόβλητο μετερίζι. Πως να ανταποδώσουμε τα πυρά; (Τέτοιαν ανανδρία δε θα την έκανε ούτε ο Τσαρλατάνος!) Είναι η πράξη του βδελυρώτερου φονιά που σε σκοτώνει βάζοντας προκάλυμμα την πιο προσφιλή σου ύπαρξη.
[Μενέλαος Λουντέμης: «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»]

Τα κείμενα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.

1 σχόλιο:

  1. Υπέροχα! Όλα!.( μα Δυστυχώς αληθινά...) Την σκότωσαν την λευτεριά εκείνες τις μέρες...Και δεν ορθοπόδησε ποτές της...κληρονομήσαμε μιαν ανάπηρη "δημοκρατία... στα μέτρα των φονιάδων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή