Κι εκεί που νομίζεις ότι «ξεμπέρδεψες», δυστυχώς οριστικά, με τον Στέφαν Τσβάιχ, πέφτει στα χέρια σου κλεισμένο σ' ένα φάκελο αυτό το βιβλιαράκι! Ένα δώρο! Και βυθίζεσαι ανέλπιστα και πάλι στο σύμπαν του!
Νά 'μαστε πάλι αντιμέτωποι, Παρίσι! Να δυο χρόνια που δεν ιδωθήκαμε, παληέ μου φίλε. Να 'μαι στη διάθεσή σου όσο ποτέ, χασομέρης, αχόρταγος, να σε κυττάξω, να σ' ακούσω, ώσπου τα μάτια μου να θολώσουν κι η καρδιά μου να παραλύσει [...] Τις μέρες αυτές αισθάνομαι τον εαυτό μου διπλό, πολλαπλάσιο, τα όρια της ύπαρξής μου δεν επαρκούν στις ανάγκες μου, κάτι μέσα μου με παρακινεί, με εξαναγκάζει να ξεφύγω έξω από το δέρμα μου σαν χρυσσαλίδα έξω από το κουκούλι της. [...] Ό,τι αντικρύζουν τα μάτια μου παίρνει μια μυστηριώδη όψη [...] Μόνο τις στιγμές αυτές αισθάνομαι πως ζω πραγματικά νοιώθοντας τη φανταστική διαφορά της ζωής.
Αναζητά τη σύνδεση μ' έναν κόσμο έξω από το δικό του, ή που εμπεριέχεται σ' αυτόν, που θα ερεθίσει τις αισθήσεις του, θα διεγείρει την περιέργεια και τη φαντασία του και θα τον ωθήσει, έστω για λίγο, να γίνει μέρος αυτού για να μπορέσει να νιώσει τ' άγνωστα σημεία του εαυτού του. Όπως ένα παιδί, όλο περιέργεια, που θα σκαλίσει το χώμα, θα το μυρίσει, θα αισθανθεί την υγρασία του και θα ανακαλύψει τη ζωή που κρύβεται μέσα του, παρατηρώντας τις τρύπες που με δεξιοτεχνία έχουν ανοίξει τα μυρμήγκια, οι μέλισσες και τα σκουλήκια. Και χωρίς να το καταλάβει θα τρυπώσει κι αυτό πιο βαθιά στον εαυτό του για να ανακαλύψει ανεξερεύνητα μέρη της ψυχής του.
Οι δρόμοι του Παρισιού θα χαρίσουν στον άνθρωπο αυτό ό,τι ακριβώς ζητάει, μία μυστηριώδη ύπαρξη. Έναν pickpocket, έναν επαγγελματία κλέφτη.
Φυσικά αποφάσισα να μην χάσω την ευκαιρία και να μην αφήσω να μου ξεφύγει καμία λεπτομέρεια από την προετοιμασία και τις ίδιες τις πράξεις [...] Την ώρα αυτή μπορώ να την περιγράψω ώρες ολόκληρες [...] το επικίνδυνο εκείνο παιχνίδι ήταν σαγηνευτικό.
Παρατηρεί τις λεπτομέρειες των κινήσεών του, τις δεξιότητές του, την ψυχική του κατάσταση. Παρατηρούσε την πραγματική στιγμή της ζωής του, σ' ένα σύντομο δευτερόλεπτο, τόσο δύσκολα ασύλληπτο, όπως το δευτερόλεπτο της γέννησης. Ταυτίζεται μαζί του, γίνεται πνευματικός συνένοχος, θαυμάζει τη δεξιοτεχνία του, μπαίνει μέσα στην ψυχή του. Εύχεται για την επιτυχία του και του υποδεικνύει σιωπηλά το κατάλληλο θύμα. Φοβάται γι' αυτόν, ανησυχεί τη στιγμή που τον πλησιάζει ένας τρομερός αστυνομικός.
Από το φόβο έτρεμαν τα πόδια μου, σα νάμουν εγώ αυτός που μπορούσαν να συλλάβουν. Ένοιωθα κιόλας το βαρύ χέρι του πόλισμαν ν' ακουμπάει πάνω στον ώμο του, στον ώμο μου.
Είναι συνεπαρμένος και ανυπόμονος, και γι' αυτό οι δισταγμοί και οι αναβολές του κλέφτη τον θυμώνουν.
Θάρρος, τράβα λοιπόν στα ίσα, φοβιτσιάρη! Πιο πολύ ψυχραιμία! Δοκίμασε λοιπόν σ' εκείνον εκεί! Εμπρός, αποφάσισε!
Αναγνωρίζει την ανυπομονησία και την απειρία του σε σχέση με τον κλέφτη.
Και να, φανερή η αιώνια διαφορά μεταξύ του πραγματικού καλλιτέχνη και του αρχάριου, του ερασιτέχνη: Ο καλλιτέχνης γνωρίζει από πείρα το αναπόφευκτο της αποτυχίας που προηγείται μοιραία πριν από μια επιτυχία που της αξίζει το όνομα αυτό [...] Όπως ένας ποιητής παραμερίζει αδιάφορα χίλιες ιδέες [...] πριν σταματήσει στην οριστική εικόνα.
Στο πρόσωπο του κλέφτη καθρεφτίζεται η δύναμη, η γνώση, η ισορροπία, η αυθεντικότητα. Του αποδίδει υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά. Ακτινοβολεί η παντοδυναμία του και το θάρρος του. Απαιτεί απ' αυτόν να ανταποκριθεί στην εικόνα και το ρόλο του, όπως το απαιτεί υποσυνείδητα το παιδί από τον πατέρα-αυθεντία. Θα συγκρουστεί μαζί του βουβά όταν ο κλέφτης επιλέξει για θύμα του μία φτωχή μητέρα.
Ξαφνικά κάτι επαναστάτησε μέσα μου.
Θα συνεχίσει όμως να τον παρακολουθεί. Μέχρι την στιγμή που οι δύο άντρες θα έρθουν τόσο κοντά που θα γίνει η απομυθοποίηση του ισχυρού.
Δεν ήταν η επαφή του χεριού, μα κάτι σα γρήγορο γλύστριμα φιδιού, σαν πέρασμα πνοής, τόσο ελαφρύ και τόσο σύντομο που ποτέ δεν θα το αισθανόμουν αν όλη η προσοχή μου δεν είχε συγκεντρωθεί στο σημείο εκείνο, στη θέση αυτή που κινδύνευε.
Το «παιδί» βρίσκει τη δύναμη να αντισταθεί στην αυθεντία. Υπερασπίζεται τον εαυτό του. Βρίσκει το θάρρος και αντιστέκεται στην παντοδυναμία του Άλλου, που τόσο θαύμασε, και η οποία στρέφεται πια στο ίδιο για να το υποτάξει και να το νικήσει.
Ξαφνικά συνέβη κάτι που δεν είχα προβλέψει. Το χέρι μου ξαφνικά σηκώθηκε και άρπαξε κάτω από το παλτό μου το χέρι του κλέφτη. Η ιδέα αυτή της κτηνώδους υπεράσπισης δεν είχε περάσει από το μυαλό μου. Ήταν μια απρόοπτη αντανάκλαση. [...] Ήταν τρομερό! Όχι, αυτό δεν το ήθελα!
Νιώθει ενοχές. Τώρα συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό. Με το χέρι του έχει απογυμνώσει το χέρι του κλέφτη. Του έχει πάρει τη δύναμή του. Δε νιώθει υπεροχή, αλλά περισσότερο φόβο. Τρομάζει με τη δύναμη του εαυτού του. Μια δύναμη που δε θα γίνει εκδίκηση, αλλά ευγνωμοσύνη.
Μα ενώ η θερμότητα που μούχε μεταδώσει μ' εγκατέλειπε, κάποια τύψη πλήγωσε τη συνείδηση μου: Δεν είχα το δικαίωμα να τον αφήσω να φύγει έτσι. Είχα καθήκον ν' αποζημιώσω τον άγνωστον εκείνον για τον τρόμο που του είχα προξενήσει. Του χρωστούσα κάποια αμοιβή επειδή μου έμαθε, χωρίς να το ξέρει ένα επάγγελμα που δεν τόξερα. Ήμουν οφειλέτης του.
[Τα αποσπάσματα του βιβλίου με πλάγια γράμματα μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου]
[Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ « Ένα δύσκολο επάγγελμα» βρίσκεται στο διαδίκτυο σε μορφή pdf]
Διαβάστε ακόμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου