Η λίστα ιστολογίων μου

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Θάνος Μικρούτσικος: 28 Δεκεμβρίου 2019... Η μουσική στους στίχους, η ψυχή στην ήδη μεγάλη ψυχή τους...



Τα φύλλα, οι σελίδες και τα στιχάκια είναι τυχερά! Δεν φτάνουν στα μάτια μας με έναν και μόνο τρόπο. Τα είκοσι τέσσερα αυτά μαγικά σύμβολα μπαίνουν στη σειρά. Φτιάχνουν ένα σύνολο. Πηγαίνουν σ' ένα τυπογραφείο. Παίρνουν μια μορφή. Αυτή του βιβλίου. Μεταφέρονται και παίρνουν υπομονετικά τη θέση τους δίπλα σε άλλα. Χέρια τα πιάνουν και τα ξεφυλλίζουν. Μετακινούνται και κρύβονται σε τσάντες. Ταξιδεύουν αργά ή πολύ γρήγορα σε μέρη μακρινά και περιμένουν πια υπομονετικά να διαβαστούν. Για κάποια όμως από αυτά, πιο τυχερά, κάποιο ανθρώπινο μυαλό σκαρώνει μουσικές και τα κάνει ακόμα πιο γνωστά, πασίγνωστα κάποια, στα πέρατα της οικουμένης. Δε διαβάστηκαν μόνο. Δεν ταξίδεψαν για λίγο στον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη και μετά πήραν τη θέση τους πάλι στο ράφι... Μια βελόνα τα έκανε να ξεχυθούν στο δωμάτιο,  τα ραδιοκύματα να φτάσουν παντού στη γη έως και την τελευταία εσχατιά. Μια κασέτα τα ταξίδεψε στις εθνικές οδούς. Ένα πουλί πάνω σ' ένα δέντρο σφύριξε στο ρυθμό τους ένα ζεστό αυγουστιάτικο μεσημέρι. Απάντησε με τον τρόπο του στα στιχάκια. Ποιος ξέρει, μπορεί το τραγούδι να μιλούσε και γι' αυτό... Πέταξαν, λοιπόν, αυτά τα μικρά μαγικά σύμβολα του ανθρώπου, που τα έβαλε κάποια στιγμή στη σειρά, σ' ένα δωμάτιο μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα ή ένα ζεστό απομεσήμερο. Πέταξαν και ταξίδεψαν χάρη στην έμπνευση, χάρη στη μουσική ενός άλλου ανθρώπου που συναντήθηκε με το δημιουργό τους. Συναντήθηκαν έστω κι αν δεν είχαν γνωριστεί ποτέ, έστω κι αν έζησαν άλλες εποχές, έστω κι αν τα χιλιόμετρα που τους χώριζαν ήταν χιλιάδες. Συναντήθηκαν και χάρισαν σε αυτά τα φύλλα, σε αυτές τις σελίδες, σε αυτά τα σύμβολα μια καινούρια έκφραση. Και σε μας τους υπόλοιπους ανθρώπους τη χαρά να ακούσουμε τις λέξεις να ενώνονται με μελωδίες, από χορδές και πλήκτρα, συντροφεύοντας τις χαρές και τις λύπες μας, τους αγώνες και τις στιγμές μας...

Ένας από αυτούς τους χαρισματικούς ανθρώπους, που έκανε τους στίχους με τη μουσική του να ταξιδέψουν παντού, ήταν και ο Θάνος Μικρούτσικος. Συναντήθηκε και έκανε γνωστό σε αυτό τον μικρό τόπο τον ναυτικό Νίκο Καββαδία, έφερε τραγουδιστά στα χείλη των αδικημένων και πεισμωμένων ανθρώπων τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μπέρτολ Μπρεχτ, τον Ναζίμ Χικμέτ! Τραγούδησε τον Μάνο Ελευθερίου, τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και τον Άλκη Αλκαίο! Τους στίχους τους τούς πήρε και έδωσε άλλη μια ψυχή στην ήδη μεγάλη ψυχή τους! Τους χάρισε στη δική του πρώτα και στη δική μας έπειτα. Πόσα στόματα τους τραγούδησαν! Κι αν αυτό το ιστολόγιο ασχολείται κυρίως με τα φύλλα που γέμισαν οι άνθρωποι για να διηγηθούν τις χαρές, τις πίκρες και τους αγώνες τους, δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί και σε αυτούς που φέρθηκαν σε αυτά τόσο γλυκά και τρυφερά. Και πάντα θα τους μνημονεύει με αγάπη...!


Γιάννης Ρίτσος: Οι γερόντοι

https://www.youtube.com/watch?v=uLgJWpaP9f8




Νίκος Καββαδίας: Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia

https://www.youtube.com/watch?v=TRrvXxe3Iuo




 Μπέρτολ Μπρεχτ: Άννα μην κλαις

https://www.youtube.com/watch?v=jd_tIuqaZzs





Ναζίμ Χικμέτ: Μικρόκοσμος

https://www.youtube.com/watch?v=0u7PT7heg6o








Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Παραμονή Χριστουγέννων 1914... Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου...

 


«Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο», έλεγαν κάποιες μέρες τα τηλεγραφήματα. Δεν έφτανε το θανατικό των προηγούμενων ημερών. Τα εκατό λασπωμένα μέτρα που κερδήθηκαν. Οι κρατήρες που ανοίχτηκαν από τα κανόνια. Τα χαρακώματα που άλλαξαν μεριά. Οι χειροβομβίδες που αντάλλασσαν τα νιάτα μεταξύ τους. Οι ξιφολόγχες που δεν έμπαιναν ποτέ στη θήκη. Ουδέν νεώτερον, όταν έμεναν στάσιμα τα πράγματα, όταν οι χιλιάδες σκοτωμένοι και ακρωτηριασμένοι νέοι άντρες δεν κατάφερναν να κατακτήσουν εκατό μέτρα λασπωμένης γης. Οι άχρηστοι! 

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πιο ανθρωποκτόνος πόλεμος, ο πιο απάνθρωπος πόλεμος που είχαν κάνει μέχρι τότε οι άνθρωποι μεταξύ τους. Άνθρωποι ορμούσαν σε άλλους ανθρώπους σαν μανιασμένα θηρία. Ολόκληροι λαοί σε άλλους λαούς. Θλίψη. Για πέντε περίπου μήνες, έως τον Δεκέμβριο του 1914, ο άνθρωπος μέσα στις λάσπες σκότωνε τον συνομήλικό του απέναντι. Βροχές, χιόνια, άνεμοι. Και αυτοί εκεί. Το ταβάνι τους ήταν ο ουρανός. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν. Και μαζί με αυτά ίσως η ωραιότερη ιστορία του κόσμου...


Καθώς πλησίαζε η μέρα των Χριστουγέννων, η διάθεση των στρατιωτών για ένα διάλειμμα μεγάλωνε, καθώς μάλιστα άνοιγαν δέματα με δώρα, ευχετήριες κάρτες και διάφορες λιχουδιές που κατέφταναν από τα σπίτια τους.

Σ' ένα βρετανικό χαράκωμα, αργά το απόγευμα ο άνεμος έπεσε. Νωρίτερα είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν οι αψιμαχίες και να αραιώνουν οι πυροβολισμοί ώσπου σταμάτησαν. Ερχόταν μια ήσυχη νύχτα. Ήταν η νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων που καταγράφηκε ως μια από τις πρώτες εκεχειρίες.

Η αφορμή δόθηκε από μια γερμανική μπότα η οποία έπεσε ξαφνικά μέσα στο χαράκωμα των Άγγλων. Είχαν μόλις στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους: ένα γυμνό κλαδί , που ωστόσο έμοιαζε ανθισμένο από τα αναμμένα κεράκια και τα κινέζικα φαναράκια. Κι' αφού το 'στησαν μες στο αμπρί, κάθισαν γύρω του κι άρχισαν να τραγουδάνε διάφορα λαϊκά τραγούδια και χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Τα δύο χαρακώματα σ' αυτό το σημείο ήταν πολύ κοντά - σχεδόν πενήντα μέτρα. Τελειώνοντας η χορωδία, ένας στρατιώτης σηκώθηκε κι άρχισε να τραγουδάει μόνος και να χορεύει. Τα λόγια των τραγουδιών ήταν αστεία. Ο στρατιώτης ήταν βαρύτονος με φωνή τόσο δυνατή, ώστε σίγουρα θα ξεπέρασε τα πενήντα μέτρα, γιατί, τελειώνοντας το τραγούδι του, ένα ομαδικό χειροκρότημα ακούστηκε στα γερμανικά χαρακώματα και φωνές κραύγασαν «Μπράβο Τόμμυ! Μπράβο Τόμμυ!». Την ίδια στιγμή κατέφτασε από ψηλά η γερμανική μπότα.

Στην περίπτωση της χειροβομβίδας οι στρατιώτες τινάζονται και τρέχουν όσο πιο μακριά προλαβαίνουν, ενώ οι πιο γενναίοι αρπάζουν ένα σακί, που το 'χουν πρόχειρο, να την κουκουλώσουν πριν εκραγεί. Η μπότα ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερη από τη χειροβομβίδα. Και δεν έβγαλε από μέσα εκρηκτικά - το αντίθετο: καραμέλες  έβγαλε στην αρχή και κατόπι λουκάνικα. Ένα σημείωμα έγραφε στα αγγλικά: «Συμφωνείτε να τραγουδήσουμε την Άγια Νύχτα μαζί;» Χωρίς να χάνει καιρό, ο βαρύτονος βγήκε στο παραπέτο κι έβγαλε μια φωνή σε σπασμένα γερμανικά: «Γιααα... Θα δώσω το σύνθημα με μια ντουφεκιά...»

Για πρώτη φορά από τότε που άρχισε ο πόλεμος ο πυροβολισμός που ακούστηκε δεν ήταν για σκοτωμό. [...]

Οι περισσότερες εκεχειρίες έγιναν τη γιορτινή περίοδο σε μια έκταση τριάντα μιλίων, όπου τα χαρακώματα ήταν κοντά το ένα με τ' άλλο. Τη δημιουργούσαν απρογραμμάτιστα και αυθόρμητα οι απλοί στρατιώτες και οι κατώτεροι βαθμοφόροι. Σε καμιά περίπτωση δεν έλαβαν μέρος οι ανώτεροι αξιωματικοί. [...]

Η εγγύτητα των χαρακωμάτων έκανε τους στρατιώτες να είναι περίεργοι για κείνους που είχαν απέναντι τους και καμιά φορά να τους συμπονάνε. [...] Ένας αμοιβαίος σεβασμός αναπτυσσόταν σιγά σιγά. Πολλοί άντρες σκοτώθηκαν θέλοντας να προσφέρουν βοήθεια στους τραυματίες των αντιπάλων.  

[Παντελής Καλλιότσος: Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου, εκδόσεις Πατάκη.]

Το κείμενο με τα πλάγια γράμματα είναι απόσπασμα από το βιβλίο.







Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Καλάβρυτα 13 Δεκεμβρίου 1943

 


Τι κράζεις μωρέ κόρακα; Τι κράζεις και φωνάζεις;
Να μη διψάς για αίματα, γι' ανθρώπινα κουφάρια;
Πέρασε στα Καλάβρυτα, στην ξακουσμένη χώρα
Κι από το Κάστρο αγνάντεψε, στους Αγίους Πάντες κοίτα, 
Θα δεις χιλιάδες τα κορμιά, χιλιάδες τα κεφάλια.
Θα δεις το αίμα θάλασσα, σαν ποταμός να τρέχει
Θα δεις τις Καλαβρατινές, γυναίκες κι αδερφάδες
Πως κουβαλάνε τους νεκρούς η κάθε μια στον ώμο.
Συν δυό, συν τρεις τους θάφτουνε, συν πέντε στην αράδα [...]


Δέντρα, ραχούλες και βουνά, βρυσούλες και λαγκάδια
Γιατί μαυρίστε σήμερα, γιατί βογγολογάτε;
Ήλιε μ', γιατί κοκκίνησες; Μήπως κι αλλάζεις χρώμα;
Και συ, Χελμέ περήφανε, Στύγα και Μαυρονέρι!

Για βγάτε απάνω στις κορφές, ψηλά στα κορφοβούνια,
Νακούστε και να μάθετε, νακούστε και να ιδείτε,
Το τι κακό που γίνηκε στη θρυλική τη χώρα.
Σκοτώσανε τους Καλαβρυτινούς κι όλα τα παληκάρια, 
Τους σκότωσαν οι Γερμανοί οι άτιμοι οι Ούννοι
Πουρνό οι καμπάνες χτύπησαν, λόγο για να τους βγάλουν
Με μπαμπεσιά τους πήρανε. τους πήγανε μ' απάτη, 
Στο έρμο σιτοχώραφο που γίνη κοιμητήρι. [...]

[Μοραΐτικο δημοτικό τραγούδι
Περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», 1963]

Το τραγούδι μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου. 


Γιώργος Ιωάννου 13-12-43

Φτάνω στο σημείο να πω, πως ίσως να ήταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε εκείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα, ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκκαλα. ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ΄ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα είχε αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους  τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω από το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο, το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να είχε μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. [...]

[Απόσπασμα από το πεζογράφημα «13-12-43», Γιώργος Ιωάννου, «για ένα φιλότιμο», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ]

Το απόσπασμα μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου.






Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Στέφαν Τσβάιχ: Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας



Απ' όλα τα μυστήρια του κόσμου, η δημιουργία ήταν πάντα το πλέον μυστηριώδες. Ποια είναι η στιγμή που γεννάει την έμπνευση; Πώς η ιδέα σφηνώθηκε στο μυαλό και δεν το αφήνει να ησυχάσει αν δεν βγει στην επιφάνεια; Στο χαρτί, στην κιθάρα, στον καμβά, οπουδήποτε. Μήπως τριγύριζε μέρες και μήνες; Μεγάλη η απορία των ανθρώπων. Αν το σκεφθεί κανείς, πρόκειται για κάτι το συναρπαστικό: ιδού ένας άνθρωπος φτιαγμένος όπως όλοι οι άνθρωποι, που κοιμάται σ' ένα τραπέζι, που ντύνεται όπως εσείς κι εγώ, που είναι με δυο λόγια όπως όλοι μας. Τον συναντούμε στο δρόμο, ίσως και να ήμαστε συμμαθητές στο σχολείο, στο ίδιο θρανίο, εξωτερικά δεν διαφέρει σε τίποτε από εμάς. Κι έπειτα, ξαφνικά, ο άνθρωπος αυτός πετυχαίνει κάτι που κανείς από εμάς δεν είναι σε θέση να καταφέρει. Υπερβαίνει το νόμο που μας κρατά όλους δέσμιους, εμάς τους ανθρώπους, νικά το χρόνο, γιατί ενώ εμείς οι υπόλοιποι πεθαίνουμε και φεύγουμε από τούτο τον κόσμο δίχως ν' αφήσουμε ίχνη, κάτι από αυτόν συνεχίζεται για πάντα. Γιατί; Απλώς γιατί επιτέλεσε τη θεία αυτή πράξη της δημιουργίας, με την οποία κάτι γεννιέται από το τίποτα, κάτι το διαρκές γεννιέται από τα εφήμερα. Γιατί η εμφάνισή του αποτελεί ταυτόχρονα και εκδήλωση του πιο επτασφράγιστου μυστικού του κόσμου μας: του μυστικού της δημιουργίας.

Για να δούμε λοιπόν τι έκανε αυτός ο άνθρωπος. Ας ρίξουμε μια ματιά σε ό,τι αθάνατο δημιούργησε. Αν είναι μουσικός, επέλεξε κάποιες από τις νότες της κλίμακας και τις ταίριαξε κατά τρόπο τόσο ιδιαίτερο, που η μελωδία η οποία γεννήθηκε δεν παύει να συγκινεί την ψυχή εκατοντάδων χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων, ακόμη και στα πιο απόμακρα μέρη της γης. Αν είναι ζωγράφος, χρησιμοποίησε τα επτά χρώματα της ίριδας και τους δύο τόνους, του φωτός και της σκιάς, για να δημιουργήσει έναν πίνακα ο οποίος, ευθύς μόλις τον αντικρύσουμε, καθρεφτίζεται στην ψυχή μας. Αν είναι ποιητής, διάλεξε, ανάμεσα στις πενήντα με εκατό χιλιάδες λέξεις που απαρτίζουν τη γλώσσα μας, μια εκατοστή λέξεων, μα σ' ένα συνδυασμό τόσο ιδιαίτερο, ώστε να σχηματίζουν ένα αθάνατο ποίημα. Ή αν είναι δραματουργός ή αφηγητής, δημιούργησε χαρακτήρες τόσο οικείους, τόσο ζωντανούς, που είναι για μας αδέλφια και φίλοι, υπάρξεις που έχουν μέσα τους -όπως και ο ίδιος- τη θεία δύναμη να επιβιώνουν στο χρόνο.

Κι αφού είδαμε τι έκανε, αναρωτηθήκαμε: πως μπόρεσε και δημιούργησε αυτό που κρατάμε στα χέρια μας, διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε. Αυτό το μικρό θαύμα που γεννήθηκε μέσα στο μυαλό του και  πως μπόρεσε μονάχος του να δημιουργήσει αυτό που ξεπερνά τον άνθρωπο. Η σύλληψη αυτού του έργου είναι μια διαδικασία που έρχεται από τα βάθη της ψυχής του. Μπορεί να ήταν θαμμένο μέσα του χρόνια και να ξεπήδησε ξάφνου, σε μια στιγμή που συμπύκνωσε όλες τις στιγμές. Από αυτό το βαθύ σκοτάδι στο φως των αιώνων. 

Που βρίσκεται όμως ο άνθρωπος τη στιγμή, τις ώρες που δημιουργεί; Δεν βρίσκεται πίσω από τους τοίχους ενός σπιτιού, ενώ η ζωή έξω από αυτούς συνεχίζεται; Όχι, κάθε άλλο έχει την ανάγκη να κλειδαμπαρωθεί  κατά κάποιο τρόπο εκεί για να προστατευθεί από κάθε άλλη επιρροή από τον έξω κόσμο. Είναι πια βυθισμένος στον εσωτερικό του κόσμο. Στο προσωπικό του σύμπαν. Και οι ιδέες του είναι οι πλανήτες, οι γαλαξίες και τ' αστέρια που φωτίζουν αυτόν τον κόσμο. Κι εμείς οι υπόλοιποι, ετερόφωτοι αστερισμοί, φωτιζόμαστε από τη δημιουργία του. Τις λέξεις, τις μελωδίες, τα χρώματα...

[Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΡΟΕΣ σε μετάφραση Αλέξανδρου Καρατζά]

[Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο]

Διαβάστε ακόμα:





 















Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

3 Δεκεμβρίου 1944: Η ματωμένη Κυριακή της Αθήνας






Η ματωμένη Κυριακή της Αθήνας, πότισε τους δρόμους, τις πλατείες και τα πεζοδρόμια με αίμα και δάκρυα. Αλλά και τα φύλλα και οι σελίδες αργότερα, με την πένα βουτηγμένη στο αίμα γράφτηκαν. Και φρόντισαν αυτοί και αυτές που τις έγραψαν, τα νιάτα του τόπου, να φωτίσουν τον αγώνα τους. Να μάθουμε ότι, εκεί που έχουμε περπατήσει τόσες φορές, αυτοί μαρτύρησαν... 


"Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!

Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.

Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.

Η μέρα αποβραδίς ήτανε βροχερή. Ήτανε μια νύχτα βαριά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει το δικό μου!» Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή του.

Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι παράφωνη.

Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.

– Αύριο λοιπόν.

Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος». Ο Λαός είναι λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως αλλοί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νάναι ή τρελός ή κακούργος. Κι αλλοίμονο! ο δικός μας ήταν κι απ’ τα δυο.

Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’ αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.

Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού.

Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή.

Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.

Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο». Ολονυχτίς. Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν και η αδικία).

Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.

Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν τ’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. Περπάτησε με τα βήματα των προγονικών του θεών και ηρώων.

Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’ όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο δουλοπάροικος.. με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη. Όλος ο άνθρωπος που έπασχε σ’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας.

Λευτεριά ή θάνατος!

Οι φονιάδες είχαν αποφασίσει αποβραδίς: «Θάνατος!»

Είκοσι μερόνυχτα, οι Εγγλέζοι και οι δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη». Και σε μια λέξη «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη «Λαοκρατία» του.

Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα, απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη και προς όφελος των Εγγλέζων.

Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360 μοιρών που είχε υποσχεθεί.

Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού. Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του»..

Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματά του..

Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δε θα ξαναδούν άλλη.

Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.

Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα 28 φέρετρα. Ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’ ανάμεσά μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το θάνατο «Δικαιοσύνη!».. Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα.

Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τα μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Είχε μια θεϊκή λύπη. Χωρίς κοπετούς, χωρίς μαλιοτραβήγματα. Μοναχά οι αιώνιοι μύθοι μας μιλούν για τέτοια μητρικά πένθη. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ήταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη.

Χρόνια τώρα είχε αποκάμει να μετράει τάφους. Όταν δεν μετανοιώνουν οι φονιάδες για τα κακουργήματά τους μετανοιώνουν οι δίκαιοι για την υπομονή τους.

Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα πανιά και ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν αποφασισμένα όλα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!

Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:

«ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ»

Ήταν σαν μια φωνή καφτερή και αμετάκλητη.

Ύστερα η πομπή τράβηξε για το κοιμητήρι. Η Αθήνα λυσίκομη ακολούθησε. Κι εκεί, πάνω απ’ το νωπό αίμα, πάνω απ’ το νωπό χώμα ο Λαός ορκίστηκε όρκο φοβερό: «Θάβω τους τελευταίους 28 μου νεκρούς. Ο 29ος θάναι ο φονιάς. Ή εγώ!".

[Μενέλαος Λουντέμης: «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»]


Τί θόρυβο που κάνουν, Τζόν, τα κανόνια σας 
δε μ' ακούς, που να μ' ακούσεις; Τα κανόνια σας 
σκότωσαν πάλι το Γιωργάκη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοι
σκότωσαν πάλι το Βαγγέλη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί
σκότωσαν πάλι το Φούτσικ στην Ελλάδα του Δεκέμβρη
σκότωσαν πάλι το Βύρωνα πούχε πεθάνει για την Ελλάδα
σκότωσαν πάλι τον Περί
σκότωσαν πάλι τον Πέτρο
σκότωσαν πάλι τη Ζόγια
σκότωσαν πάλι τον Αλέκο
σκότωσαν πάλι την Ηλέκτρα
σκότωσαν, Τζόν, τους διακόσους μας,
σκότωσαν, Τζόν, όλους εκείνους πούχαν σκοτωθεί για το καλό του
Κόσμου.
[Γιάννης Ρίτσος: «Οι γειτονιές του κόσμου»]

Θυμάμαι πολύ καλά τη μέρα, που ο Λιάκος πυροβολούσε στον αέρα, στο σταθμό Λαυρίου, εκατό μέτρα από την Ομόνοια. Ήταν 3 Δεκεμβρίου του 1944, ήμουν 6 χρονών, και είχαμε βγει, όλη η γειτονιά, στους δρόμους, για το συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος. Τότε, δεν είχαν εμφανιστεί οι εθνικιστές. Και οι γερμανοτσολιάδες είχαν φύγει για τα χωριά τους, γιατί φοβούνταν ότι «θα πέσει λεπίδι από τους ελασίτες»
Ήμουν δίπλα στο Λιάκο. Και τον καμάρωνα! Πυροβολούσαν κι άλλοι. Ορισμένοι κουνούσαν ελληνικές σημαίες. Άλλοι, κόκκινες. Με σφυροδρέπανο. Και μια πανέμορφη κοπέλα, η Ελισσώ, που αργότερα την κουρέψανε και τη βρίζανε πουτάνα, μ' ένα χωνί στο στόμα φώναζε «Λαοκρατία», κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Κάποια στιγμή, έχασα το Λιάκο από δίπλα μου. Ακολούθησα το πλήθος και χώθηκα στην Πανεπιστημίου. Στην Εμμανουήλ Μπενάκη, σταμάτησα. Δεν υπήρχε τρόπος να περπατήσει κανείς παραπάνω, γιατί χιλιάδες λαού είχαν κατακλύσει τη λεωφόρο. Δεν πέρασε πολλή ώρα, κι άκουσα ριπές πολυβόλων! «Μας σκοτώνουν» φώναζαν μερικές γυναίκες. Ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί τρέχοντας -πολλοί έπεσαν κάτω και τσαλαπατήθηκαν- και να χάνεται στους γύρω από την Ομόνοια δρόμους. [...]
Όταν φτάσαμε, με τα πόδια, στο νοσοκομείο, ήταν απόγευμα. Τα αυτοκίνητα φέρανε συνεχώς τραυματισμένους ελασίτες. Ένας γιατρός με πήρε παράμερα, έβαλε το πόδι μου σε μια τάβλα και το έδεσε σφιχτά, με γάζες. «Δυστυχώς, δεν έχουμε τρόπο να τοποθετήσουμε το πόδι σε νάρθηκα» είπε στον πατέρα μου. «Δεν έχουμε και ρεύμα. Με μια γεννήτρια κάνουμε τη δουλειά μας. Αύριο - μεθαύριο θα δούμε τι μπορεί να γίνει».
Με άφησαν σ' ένα μεγάλο θάλαμο. [...] Και τα εγγλέζικα αεροπλάνα πετούσαν από πάνω και πυροβολούσαν. Ασταμάτητα!
[Λευτέρης Παπαδόπουλος «Οι παλιοί συμμαθητές», εκδόσεις Καστανιώτη]

...Την Ακρόπολη μας που τη σεβάστηκαν ο χρόνος, οι κεραυνοί και οι Ούννοι την καταπάτησαν οι μικροί και ανάξιοι σας συμπατριώτες. Κι' εδώ θα το βροντοφωνάξουμε το μεγάλο έγκλημα! Τον Παρθενώνα μας, τον παγκόσμιο Βωμό, τον έκαναν τηλεβολοστάσιο. Κι' από κει, εκμεταλλευόμενοι το σεβασμό μας αντίκρυ στο Μνημείο μας, βομβάρδιζαν με θηριωδία τα σπίτια μας. Σωστά! Δεν υπήρχε πια απυρόβλητο μετερίζι. Πως να ανταποδώσουμε τα πυρά; (Τέτοιαν ανανδρία δε θα την έκανε ούτε ο Τσαρλατάνος!) Είναι η πράξη του βδελυρώτερου φονιά που σε σκοτώνει βάζοντας προκάλυμμα την πιο προσφιλή σου ύπαρξη.
[Μενέλαος Λουντέμης: «Ο μεγάλος Δεκέμβρης»]

Τα κείμενα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.