Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Ήλιος...




Ξυπνάς το πρωί σε αυτή τη ζούγκλα που λέγεται Αθήνα. Ξυπνάς το πρωί και διαβάζεις ότι για άλλη μια νύχτα, λίγο πιο μακριά σου, κάποια μάνα έχασε τα παιδιά της, κάποιος πατέρας τη σύντροφό του, κάποια παιδιά τούς γονείς τους σ' αυτό το κομμάτι της γης που λέγεται Παλαιστίνη. Ξυπνάς το πρωί και ανούσιες υποχρεώσεις σε πιάνουν από το λαιμό μόνο και μόνο στην ιδέα ότι πρέπει να τις αντιμετωπίσεις. Ξυπνάς το πρωί και ξέρεις ότι θα ζήσεις γι' άλλη μία μέρα τον πολιτικό και κοινωνικό ζόφο. Ξυπνάς μ' έναν ήλιο που σαν ένα γέλιο παιγνιδιστό ξαπλώθηκε πάνω στη γεμάτη πολιτεία... Κι εσύ να μην μπορείς να τον χαρείς πραγματικά...  Και πριν μπεις για τα καλά στη μέρα και σε καταπνίξουν τα πάντα γύρω σου, χαρίζεις λίγο χρόνο στον εαυτό σου για να βρεις καταφύγιο στα γράμματα και πέφτεις πάνω σε αυτό το διήγημα. Και ξάφνου παίρνεις τη δύναμη να συνεχίσεις με αυτές τις γλυκές εικόνες να τριβελίζουν όλη μέρα το μυαλό σου ενώ δουλεύεις, οδηγείς, σκέφτεσαι, παλεύεις... Διαβάζεις για τον ήλιο, έτσι όπως έβγαινε από την πέννα του ΙΩ. Μ. Παναγιωτόπουλου το 1925. Σε μια σπάνια έκδοση που σου δώρισαν τα πιο γενναιόδωρα χέρια που γνώρισες ποτέ... Κι έτσι έχει διπλή αξία αυτό το διήγημα... 

Ο ΗΛΙΟΣ

Σαν ένα γέλιο παιγνιδιστό ξαπλώθηκε πάνω στη γεμάτη ομίχλη πολιτεία ο ήλιος. Σαν επιδέξιος ακροβάτης σκαρφάλωσε ως τις στέγες με τις ψηλές καπνοδόχες κ' έδωσε στα παλιά, γερασμένα κεραμίδια ένα χρώμα φρεσκάδας και νεανικής δροσιάς. Στις ταράτσες απλώθηκε σαν αδιόρθωτος τεμπέλης και στα ψηλά, οξυκόρυφα καμπαναριά κεντήσει γιρλάντες χρυσού φωτός.

Έπειτα κατέβηκε ως τους υγρούς, μισοσκότεινους δρόμους, που κινιόταν ηχηρά το απροσδιόριστο πλήθος κι άπλωσε τον χρυσοκέντητο του χιτώνα πάνω στα πεζοδρόμια και τα κατώφλια των μαγαζιών και των μισόκλειστων σπιτιών, στη λάσπη και στην άσφαλτο τη γλυστερή, στα δέντρα που ακινητούσαν μελαγχολικά σα διπλωμένα από μιαν άπειρη λύπη. Άφησε κατόπι τα χρυσά, φεγγοβόλα του σαντάλια σε μιαν άκρη και πήδησ' από τ' ανοιχτά παράθυρα κι από τις καγγελωτές αυλόπορτες μέσα στα σπίτια και σάλπισε με το μελωδικό βούκινό του την υγεία και τη ζωή. Χτύπησε με το λιγνό δάχτυλο του τους κοιμισμένους φεγγίτες, κατέβηκε ως τα βάθη των σκοτεινών υπογείων, ζήτησε να πλανηθεί μέσ' στους μακριούς, απροσπέλαστους διαδρόμους των αρχοντικών σπιτιών.

Κ' έπειτα ξαναβγήκε στο δρόμο. 

Έγινε σα φιδάκι χρυσό, γλυστερό και λιγνό, και κουλουριάστηκε πάνω στα σύρματα των τραμ, των τηλεφώνων, κ' έσκυψε να καθρεφτιστεί στα στενά ρείθρα των πεζοδρομίων τα γεμάτα νερά, και τυλίχτηκε σαν φλογισμένη κορδέλα στις ρόδες των κάρων και των αμαξιών, κι αναδιπλώθηκε ανάμεσα στα τζάμια των αυτοκινήτων, και τινάχθηκε ελαφρά γύρω στους στύλους, που στέκονταν σαν τραχιοί λογχοφόροι στο μάκρος των μεγάλων δρόμων.

Και στάθηκε.

Φόρεσε μία λαμπρή κατάχρυση ιπποτική πανοπλία κ' ήρθε και χτύπησε την πόρτα του κήπου. Σαν παλιός ευπατρίδης περπάτησε ανάμεσα στις πυκνές, γεμάτες φύλλα δεντροστοιχίες, και πήγε και χαιρέτησε τους ορθούς, μαρμαρένιους τοξότες, κ' έβγαλε τη βαριά περικεφαλαία και την έρριξε μέσα στ' ακίνητα νερά της στέρνας, και στο τέλος τίναξε τη χρυσόσκονη των μαλλιών του στα συντριβάνια, κ' έφυγε μέσ' από τις περικοκλάδες που αγκαλιάζανε τα κάγκελα, ελαφρά σαν δειλό, κυνηγημένο πουλί.

Όσοι τον είδανε, είχανε ένα εύθυμο γέλιο στα χείλη και μια γλυκιά καλοσύνη στην καρδιά. Κάτω από την ευεργετική προστασία του, νόμιζε κανείς πως δε μπορούσε ούτε μια πονηρή κι άδικη σκέψη να τανύσει τα μαύρα της, κατασκότεινα φτερά. 


Το διήγημα του ΙΩ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΛΟΥ, "Ο ΗΛΙΟΣ" βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων "ΧΑΝΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΕΖΑ" του εκδοτικού οίκου Ζηκάκη, Αθήνα 1925.

Το κείμενο μεταφέρθηκε στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου