Η λίστα ιστολογίων μου

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Ζεϊνέμπ...«Κι απ' το θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι προσφυγιά...»

Τέτοιες μέρες, Σεπτέμβρη μήνα, πριν από σχεδόν εκατό χρόνια, μια ατελείωτη σειρά πολέμων τελείωνε. Πόλεμοι βαλκανικοί, παγκόσμιοι, ελληνοτουρκικοί... Άγριοι... Εδάφη χάνονταν, εδάφη κερδίζονταν και ξαναχάνονταν. Οι γραμμές πάνω στο χάρτη σβήνονταν και ξαναγράφονταν. Οι μεγάλοι πάντα κερδισμένοι ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Οι μόνοι χαμένοι τα νιάτα... Τελειώνοντας λοιπόν αυτή η σειρά των πολέμων και, μέχρι σε μερικά χρόνια να ξεκινήσουν οι επόμενοι, ξετυλιγόταν ένα καινούριο γαϊτανάκι πόνου. Το άγριο κυνήγι των αμάχων. Οι ανταλλαγές των πληθυσμών, το ξερίζωμα από μέρη που ζούσαν αιώνες ανάκατα μαζί...

Ο παππούς και η γιαγιά της Αιολικής γης του Ηλία Βενέζη που μέσα στη βάρκα κουβαλούσαν σε ένα μικρο κομμάτι ύφασμα λίγο χώμα, έτσι, «για να φυτέψουν ένα βασιλικό στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.» Το τουρκάκι, ο μικρός Σουκρής, του Μενέλαου Λουντέμη, «που θα ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία», από τη Μακεδονία προς τον ξένο τόπο, την Τουρκία. Η Ζεϊνέμπ, της Γαλάτειας Καζαντζάκη που θα χάσει και αυτή τη μικρή εφτάχρονη φίλη της... Γείτονες και γειτόνισσες, απλοί άνθρωποι έφευγαν με ένα πικρό ερώτημα στα χείλη. Γιατί; Όπως, γιατί, αναρωτιόμαστε και εμείς σήμερα... Εκατό σχεδόν χρόνια μετά... Γιατί...;





Απ' όλες τις θύμησες της παιδικής μου ηλικίας μια ξεχωρίζει μ' ένα γλυκό φως αβασίλευτο. Η φιλενάδα μου η Ζεϊνέμπ και οι ώρες που περνούσα στο σπίτι της λίγο πιο πάνω από το δικό μας. Θάμαστε δε θάμαστε εφτά χρονών και οι δύο. Υπολογίζω έτσι γιατί πολλά δόντια μας τα βγάζαμε μαζί, παίρνοντας κουράγιο η μια από την άλλη, όπως μαζί μάς τρύπησαν κάποτε και τ' αυτιά χωρίς να κάμουμε γκιχ!

Τη Ζεϊνέμπ. Σα να τη βλέπω. Με τα τσοκαράκια της που τάκουγα να χτυπούνε στο καλντιρίμι πριν ν' ακουστεί το κρικέλι της πόρτας.
Τακ, τακ, τακ, ακουότανε στον ήσυχο δρόμο, και γω φώναζα χαρούμενα.

 -Η Ζεϊνέμπ!

Έμπαινε γελαστή, με το μακρύ παρδαλόχρωμο, ζωσμένο σφιχτά στη μέση φουστανάκι της, το «ζουπούνι της» όπως τόλεγε κι από κάτω, τέσσερα δάχτυλα το κάτασπρο νταντελάτο πανταλόνι της! Πιο πολύ όμως από τα τσοκαράκια της κι' από το ζιπούνι της, κι' από το πανταλόνι της, πιο πολύ κι' από τα πλεξουδάκια της που της σκέπαζαν ως στη μέση την πλάτη, όλο δαχτυλίδια και τις αφέλειες που στόλιζαν το μέτωπο της μ' άρεσε η ελίτσα από λάδανο ανάμεσα στα λεπτά ίσια φρυδάκια της, για να ξορκίζει το κακό μάτι! Και τι μπελάς, όταν, καθώς παίζαμε έβλεπα ξάφνου πως έλειπε από τη θέση της!

 -Η ελιά σου!Της φώναζα και βανόμαστε να γυρεύουμε. Κι' όταν δεν την βρίσκαμε, που να βρεθεί ένα τόσο δα πραματάκι! αμέσως τρέχαμε στη μητέρα της να της βάλει μια άλλη.

Κι' αλήθεια, πως να μείνουν χωρίς ξόρκι τα σκουργάλαζα μάτια της και το μελαχροινό της προσωπάκι με το δέρμα του το λείο και δροσερό σα τζάνερο; Πως να μείνουν βαμένα με κίνα τα χεράκια της;

Η Ζεϊνέμπ ήτανε ότι πιο πολύ αγαπούσα τα παλιά εκείνα χρόνια. Η Ζεϊνεμπ και κατόπι το σπίτι της. Το περίφημο σπίτι! Και τι περιβόλι! Όλα τα λουλούδια, και όλα τα φρούτα που υπάρχουν! Και η νεαρή μητέρα της, η Σεντικά Χανούμ να κεντά κάτω από το τσαρντάκι του γιασεμιού με χρυσές κλωστές δύο παγώνια να πίνουν νερό από ένα συντριβάνι.

 -Καλώς μου τη! έλεγε μόλις μ' έβλεπε και ευτύς φώναζε την κόρης πρόσχαρα:

 -Ζεϊμπενάκι, κόπιασε και ήρθε η φιλενάδα σου!

Χώρια από τη φιλία τη δική μου με τη Ζεϊνέμπ, ήτανε και η φιλία της μητέρας μου με τη δική της.

Φιλία το ίδιο θερμή κι εγκάρδια φανερωμένη από πλήθος περιποιήσεις που έκαναν η μια στην άλλη. Έστελνε εκείνη κάθε πρωί στη μητέρα μου τα πιο ωραία από τα λουλούδια του μπαξέ της. Της έστελνε φρούτα διαλεγμένα από τα καλύτερα, της έστελνε σε πήλινα βαζάκια χιώτικη μαστίχα.

Μόλις λάβαινε απ' έξω κανένα σπάνιο είδος λουλούδι ή φυτό έδινε και στη μητέρα μου να φυτέψει στο δικόμας περιβολάκι. Και θυμούμαι τον ενθουσιασμό της όταν κάποτε εμείς την στείλαμε ένα καναρίνι!... Το θεώρησε μεγάλο δώρο...

 -Την καλή μου τη γειτόνισσα! Έλεγε και η ευχαρίστηση έλαμπε στο πρόσωπο της.

Μια σχέση μοναδικής ποιότητας χωρίς ίχνος ψευτιάς και συμβατικότητας...Μονάχα ένα πράμα έριχνε κάποια σκιά στην όλο φως και ανθρωπιά αυτή σχέση.

Η θεία μου η Μαριόρα αδελφή του πατέρα μου. Γριά φυλάργυρη, υποκρίτρια και θρησκόλεπτη. Αυτή έβλεπε με αποστροφή τη φιλία της μητέρας μου με τη Σεντικά Χανούμ καθώς έβλεπε και τη δική μου με τη Ζεϊνέμπ.

 -Τι τις θέλεις, καϋμένη Κατίνα, τις φιλίες με τις τουρκάλες... μαγαρισμένες... βρωμάν μίλια μακρυά... δεν τη νιώθεις τη βρώμα τους; ίδια ψόφια σκυλιά...έλεγε.

 -Αυτή βρωμάει... διαμαρτυρόταν η μητέρα μου... αυτή που είναι ίδιο λουλούδι, από την κορυφή ως τα νύχια!

 -Είναι ο σατανάς, που δε σ' αφήνει να νοιώσεις τη βρώμα της... για να σε κολάζει...

Κ' επειδή η μητέρα δεν έδινε προσοχή στις γρίνιες ξεσπούσε μένα.

 -Μην πηγαίνεις εκεί... μην τρως τίποτα απ' ότι σου δίνουν... μη φιλάς τη Ζεϊνέμπ... Κι' όταν ερχόταν η Ζεϊνέμπ στο σπίτι μας δεν την άφηνε να πιάνει τίποτα δικό της.

 -Μη, μη, μη, ας το κάτω, γρήγορα! Και το μούτρο της γινόταν στριμένο και κατακίτρινο από κακία και μίσος ενάντιο της μικρής Ζεϊνέμπ.

Σαν τη θυμάμαι αυτή τη θεία μου. Καθόταν στο παράθυρο και εδιάβαζε όλο ιερά βιβλία, ή έραβε κάθε λογής εργόχειρα της εκκλησίας.

Σκεπάσματα της αγίας Τράπεζας, κουρτινάκια της αγίας Θύρας, πετραχείλια και άμφια παπάδων, και χρυσοκέντητα άλλα για το άγιο δισκοπότηρο!. Για να μνημονεύεται, λέει, το όνομά της. Όταν εγκαινίαζαν κάποια εκκλησία, αμέσως έστελνε όλα τούτα που έφτιανε συνοδεμένα με λεπτά και το μεριδοχάρτι με γραμμένο το όνομά της και των πεθαμένων της!

Ήταν σίγουρη πως μ' αυτό τον τρόπο εξαγόραζε την ουράνια βασιλεία! Μ' αυτόν και με τον ακόλουθο:

Έβαζε την Ζεϊνέμπ να κάνει σταυρούς και μετάνοιες!

 -Έλα, μου φώναζε τάχατες εμένα, να κάνουμε την προσευχή μας στα κονίσματα. Χτύπησε ο εσπερινός. Και πρόσθετε: Έλα και συ Ζεϊμπενάκι. Κι' ερχόταν να κάνει ό,τι έκανα κ' εγώ.

Το βέβαιο είναι πως υπακούαμε πολύ πρόθυμα. Βρίσκαμε πολύ γούστο να μετανίζουμε πλάϊ-πλάϊ ενώ οι καπνοί του λιβανιού μας τύλιγαν και το καντήλι άναβε κ' ήταν μισοσκόταδο... Και μια μέρα μόλις βγαίναμε από την κάμαρα λέω της Ζεϊνεμπ.

 -Στο σπίτι μας θα κάνουμε το σταυρό μας και στο σπίτι σας θα προσκυνούμε. Ναι Ζεϊμπενάκι;

 -Ναι!

Από τότε μόλις ακουόταν η φωνή του μουεζίνη και η Σεντίκα Χανούμ άπλωνε το σιτζαντέ κατά γης και στραμένη ανατολικά με κατανυχτική προσήλωση στην προσευχή της, εμείς όρθιες πίσω της με βγαλμένα τα παπούτσια μου εγώ και η Ζεϊνέμπ τα τσοκαράκια της κάναμε ό,τι έκανε με προσοχή και ευλάβεια!

Κατά δυστυχία όλα τούτα τελείωσαν κακείν κακώς. Μια μέρα η θεία μου η Μαριόρα μ' έπιασε τη στιγμή που προσκυνούσα! Ήρθε να με ζητήσει και μπαίνοντας με βρήκε πεσμένη μπρούμητα.

Σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής της. Πως δεν έπαθε αποπληξία είναι θαύμα!

 -Τι είναι τούτο που κάνεις Σεντίκα Χανούμ! φώναξε. Εμείς να αφήνουμε το κορίτσι μας με μπιστοσύνη, και του λόγου σου να θες να μας αλλαξοπιστήσεις!

 -Εγώ κυρία γειτόνισσα! Εγώ να το κάνω αυτό! Και ορκιζόταν στη Ζεϊνέμπ αν της πέρασε από το νου τέτοιο πράμα. Ούτε τις είδα να προσκυνούν! Κι' έλεγε αλήθεια. Όταν έκανε την προσευχή της, ό,τι και να γινόταν πίσω της δεν γυρνούσε να δει.

Η αθώα Σεντίκα. Που νάξερε πως αυτές τις κουταμάρες της έκανε ίσα-ίσα η κυρία γειτόνισσα. Το αποτέλεσμα ήτανε να με πάρει κλαίοντας. 

Έκλαιγα ακόμα όταν ήρθε ο πατέρας μου.

 -Γιατί κλαίει; Τι τρέχει;

Τον πληροφόρησα αγαναχτισμένη και τρέμοντας σύσσωμη τα καθέκαστα.

Αλλά ο πατέρας μου, που ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα, αντίς να σιγχιστεί κ' εκείνος, το ενάντιο βάλθηκε να γελά με την καρδιά του. Του φάνηκε χαριτωμένη παιδική αθωότητα να προσεύχομαι τούρκικα.

Από εκείνη τη στιγμή η θεία μου δεν ξαναανακατεύτηκε σ' αυτή την υπόθεση.

 -Έγνοια σας και ξέρω εγώ τι θα κάνω, είπε μόνο ύστερα από λίγες μέρες. Κι' εννοούσε πως θα μας αποκλήρωνε, όπως και τόκανε για χάρη της Αγίας Παρασκευής, που έχτισε κιόλας και την εκκλησία της από θεμελίου.

Κι' άξαφνα άρχισαν οι πόλεμοι...Χώρισα με τη Ζεϊνέμπ. Πέρασαν χρόνια... Κι' ένα απόγευμα, έπειτα από τη μικρασιατική καταστροφή την αποχαιρετούσα για πάντα. Έφευγε εξ αιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών. 

 -Μα γιατί... γιατί μας διώχνουνε; μούλεγε μέσα από τα δάκρυά της.

Ήξερα βέβαια το γιατί αλλά δεν αρκούσε. Πως θα αρκούσε;

 -Γιατί;... γιατί;...



[Γαλάτεια Καζαντζάκη: Ζεϊνέμπ, μια παιδική ανάμνηση, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1964»]



Ο τονισμός του διηγήματος έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, διατηρώντας όμως την ορθογραφία του πρωτότυπου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου