Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Στέφαν Τσβάιχ: Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας



Απ' όλα τα μυστήρια του κόσμου, η δημιουργία ήταν πάντα το πλέον μυστηριώδες. Ποια είναι η στιγμή που γεννάει την έμπνευση; Πώς η ιδέα σφηνώθηκε στο μυαλό και δεν το αφήνει να ησυχάσει αν δεν βγει στην επιφάνεια; Στο χαρτί, στην κιθάρα, στον καμβά, οπουδήποτε. Μήπως τριγύριζε μέρες και μήνες; Μεγάλη η απορία των ανθρώπων. Αν το σκεφθεί κανείς, πρόκειται για κάτι το συναρπαστικό: ιδού ένας άνθρωπος φτιαγμένος όπως όλοι οι άνθρωποι, που κοιμάται σ' ένα τραπέζι, που ντύνεται όπως εσείς κι εγώ, που είναι με δυο λόγια όπως όλοι μας. Τον συναντούμε στο δρόμο, ίσως και να ήμαστε συμμαθητές στο σχολείο, στο ίδιο θρανίο, εξωτερικά δεν διαφέρει σε τίποτε από εμάς. Κι έπειτα, ξαφνικά, ο άνθρωπος αυτός πετυχαίνει κάτι που κανείς από εμάς δεν είναι σε θέση να καταφέρει. Υπερβαίνει το νόμο που μας κρατά όλους δέσμιους, εμάς τους ανθρώπους, νικά το χρόνο, γιατί ενώ εμείς οι υπόλοιποι πεθαίνουμε και φεύγουμε από τούτο τον κόσμο δίχως ν' αφήσουμε ίχνη, κάτι από αυτόν συνεχίζεται για πάντα. Γιατί; Απλώς γιατί επιτέλεσε τη θεία αυτή πράξη της δημιουργίας, με την οποία κάτι γεννιέται από το τίποτα, κάτι το διαρκές γεννιέται από τα εφήμερα. Γιατί η εμφάνισή του αποτελεί ταυτόχρονα και εκδήλωση του πιο επτασφράγιστου μυστικού του κόσμου μας: του μυστικού της δημιουργίας.

Για να δούμε λοιπόν τι έκανε αυτός ο άνθρωπος. Ας ρίξουμε μια ματιά σε ό,τι αθάνατο δημιούργησε. Αν είναι μουσικός, επέλεξε κάποιες από τις νότες της κλίμακας και τις ταίριαξε κατά τρόπο τόσο ιδιαίτερο, που η μελωδία η οποία γεννήθηκε δεν παύει να συγκινεί την ψυχή εκατοντάδων χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων, ακόμη και στα πιο απόμακρα μέρη της γης. Αν είναι ζωγράφος, χρησιμοποίησε τα επτά χρώματα της ίριδας και τους δύο τόνους, του φωτός και της σκιάς, για να δημιουργήσει έναν πίνακα ο οποίος, ευθύς μόλις τον αντικρύσουμε, καθρεφτίζεται στην ψυχή μας. Αν είναι ποιητής, διάλεξε, ανάμεσα στις πενήντα με εκατό χιλιάδες λέξεις που απαρτίζουν τη γλώσσα μας, μια εκατοστή λέξεων, μα σ' ένα συνδυασμό τόσο ιδιαίτερο, ώστε να σχηματίζουν ένα αθάνατο ποίημα. Ή αν είναι δραματουργός ή αφηγητής, δημιούργησε χαρακτήρες τόσο οικείους, τόσο ζωντανούς, που είναι για μας αδέλφια και φίλοι, υπάρξεις που έχουν μέσα τους -όπως και ο ίδιος- τη θεία δύναμη να επιβιώνουν στο χρόνο.

Κι αφού είδαμε τι έκανε, αναρωτηθήκαμε: πως μπόρεσε και δημιούργησε αυτό που κρατάμε στα χέρια μας, διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε. Αυτό το μικρό θαύμα που γεννήθηκε μέσα στο μυαλό του και  πως μπόρεσε μονάχος του να δημιουργήσει αυτό που ξεπερνά τον άνθρωπο. Η σύλληψη αυτού του έργου είναι μια διαδικασία που έρχεται από τα βάθη της ψυχής του. Μπορεί να ήταν θαμμένο μέσα του χρόνια και να ξεπήδησε ξάφνου, σε μια στιγμή που συμπύκνωσε όλες τις στιγμές. Από αυτό το βαθύ σκοτάδι στο φως των αιώνων. 

Που βρίσκεται όμως ο άνθρωπος τη στιγμή, τις ώρες που δημιουργεί; Δεν βρίσκεται πίσω από τους τοίχους ενός σπιτιού, ενώ η ζωή έξω από αυτούς συνεχίζεται; Όχι, κάθε άλλο έχει την ανάγκη να κλειδαμπαρωθεί  κατά κάποιο τρόπο εκεί για να προστατευθεί από κάθε άλλη επιρροή από τον έξω κόσμο. Είναι πια βυθισμένος στον εσωτερικό του κόσμο. Στο προσωπικό του σύμπαν. Και οι ιδέες του είναι οι πλανήτες, οι γαλαξίες και τ' αστέρια που φωτίζουν αυτόν τον κόσμο. Κι εμείς οι υπόλοιποι, ετερόφωτοι αστερισμοί, φωτιζόμαστε από τη δημιουργία του. Τις λέξεις, τις μελωδίες, τα χρώματα...

[Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΡΟΕΣ σε μετάφραση Αλέξανδρου Καρατζά]

[Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο]

Διαβάστε ακόμα:





 















1 σχόλιο:

  1. Πολλές φορές αναρωτιέμαι κι εγω: πώς;,από ποια δύναμη; γιατί τώρα μόνο κι όχι συνεχώς... αυτοί οι άνθρωποι μεγαλούργησαν; Κι αρκετές φορές πώς ενώ στην καθημερινή τους ζωή δεν είναι και τέρατα δημιουργίας ή καλοσύνης ή "ευγενών αισθηματων" μας δίνουν τέτοια έργα που μας μαγεύουν και ζουν στον αιώνα τον άπαντα; Θυμάμαι μια κουβέντα που μου είχε πει ο Στέφανος Ληναιος, ο ηθοποιός,στη Σαντορίνη: η απόσταση αναμεταξύ στην ιδιοφυΐα και στην παράνοια είναι όσο το πάχος μιας τρίχας από τα μαλλιά μας!Νομίζω πως είχε δίκιο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή