Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Μίμης Φωτόπουλος: 29 Οκτωβρίου 1986... Ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο ηθοποιός, ο άνθρωπος της τέχνης.











Υπάρχουν άνθρωποι που στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι αυτό. Και τίποτα άλλο. Ένας από αυτούς ήταν και ο ταλαντούχος κωμικός ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Η δύναμη της εικόνας «σκέπασε» τις υπόλοιπες ασχολίες και «εκφράσεις» του. Τέτοια μέρα, σαν σήμερα, 29 Οκτωβρίου 1986, έφυγε από τη ζωή. Και τέτοια μέρα, σαν εχθές, 28 του Οκτώβρη του 1940, κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Μπουλούκια», η οποία μέσα στα γεγονότα εκείνων των ημερών χάθηκε για να ξαναδεί το φως το 1960. Ο ίδιος άλλωστε, γυρνούσε στην επαρχία με τους περιβόητους θιάσους μπουλουκιών για ένα πενιχρό μεροκάματο. Ακούραστος εργάτης του θεάτρου. 

Μπουλούκια
Είμαστ' όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μας λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμμένοι αρλεκίνοι.

Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ' έν' άγνωστο δρόμο.
Μα με τον ακιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.

τώρα η θλίψη μας συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δεν θ' ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
-ένα ρόδο χλωμό- τη θέρισ' η φθίση.

Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ' αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.

Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σας διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θάχε πνίξει...

Υπήρξε, αφού συνελήφθη και παραδόθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, « Όμηρος των Εγγλέζων στην Ελ Ντάμπα». Τιμωρήθηκε για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, μαζί με άλλους δέκα περίπου χιλιάδες Έλληνες Εαμίτες και Ελασίτες.  Και έγραψε ένα βιβλίο για όλα αυτά. Για τους δύσκολους μήνες πίσω από τα σύρματα ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης στην έρημο της Αιγύπτου. Έλεγε ότι, «το ένιωθα χρέος μου να κάνω αυτή την καταγγελία σαν κραυγή διαμαρτυρίας για την εγκληματική και βάρβαρη συμπεριφορά των Άγγλων «συμμάχων» απέναντι σ' ένα λαό που τόσο αίμα και νεκρούς έδωσε στον αντιφασιστικό αγώνα και συνέβαλε στην τελική νίκη».














Επέστρεψε και μας χάρισε άλλες τρεις συλλογές ποιημάτων. Δείχνοντας μας την ποιότητα και την ευαισθησία του χαρακτήρα του. Γι' αυτό, με τις μικρές δυνάμεις αυτού του ιστολογίου, φωτίζουμε σήμερα λίγο και τις υπόλοιπες πτυχές της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Αυτής, που γέμισε τα «φύλλα» και μας συγκίνησε τόσο... Σαν αυτό το ποίημα, για τον πιο σκληρό χειμώνα της Αθήνας... Τον χειμώνα του 1941...

ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ άγνωστε,
που κάποιο πρωινό
πικρό, μουντό, βροντερό
καρφώθηκαν τα μάτια μου
μ’αγωνία πάνω στ’ άσπρο πτώμα σου
στο πεταμένο πτώμα σου
στην οδόν Αθηνάς
Κι είδα γύρω σου
λυωμένα τα όνειρά σου
μαδημένες τις ελπίδες σου,
άνθρωπέ μου πονεμένε
άγνωστη παρέα μου
στην απέραντη γή μας

Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να σε κυττάζω με συμπόνοια,
να κλάψω για το χαμό σου
πάνω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.
Πεινούσα πολύ
κι είχα πάρει του δρόμους
με παγωμένα πόδια
με παγωμένη σκέψη
και γυρόφερνα την αγωνία μου
στα σκουπίδια.

Κάθε τόσο
χτυπούσαν την πόρτα μου
οι χαφιέδες του θανάτου
φορώντας τον μαύρο μανδύα
των πένθιμων νυχτιών του Γενάρη.

Αυτοί είχαν βάλει
τ’ άστρα στην τσέπη τους
και μέσ’ στη σκέπη τους
είχαν κλειδώσει τον ήλιο.

Κι εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι
με συντροφιά
τα καρφιά του γεροχειμώνα.
Σαν παντιέρα συνδικάτου
που αργοκινιέται
σε πένθιμη παρέλαση
έγερνε η καρδιά μας
στο ρημαγμένο ιστό
του κορμιού μας.

Η κόλαση που είχε υφάνει
η αράχνη των ψευτοχριστιανών
στα σκουριασμένα μυαλά
απίθανων καλόγερων
είχε ζωντανέψει
όπως οι ψείρες
στα λερά ρούχα
των φτωχών…

Από τότε
πέθαναν τόσα χρόνια!
Χορτάσαμε από παλαμάκια
από αγύρτες κι από ήρωες
από “ζήτω” κι από “ελευθερία”
Και πολλές φορές
στα πένθιμα φθινοπωρινά
απογεύματα,
στις πληχτικές καλοκαιριάτικες
νυχτιές
ζωντενεύει μπροστά μου
η κέρινη μορφή σου
αδελφέ μου άγνωστε.

Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατελείωτες
να σε κυττάζω με συμπόνια
να κλάψω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ


Στα ποιήματα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου, ενώ ο τονισμός έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα.



3 σχόλια:

  1. Απαντήσεις
    1. Πραγματικός και πολύπλευρος καλλιτέχνης! Το ποίημα του για το χειμώνα στην Αθήνα του 1941 είναι ότι καλύτερο έχει γραφτεί νομίζω για την πιο σκοτεινή περίοδο αυτής της πόλης. Και σαν γνήσιος «μπουλουκτζής» έγραψε για ότι ένιωθαν οι ηθοποιοί των μπουλουκιών στις ατελείωτες περιπλανήσεις τους στις επαρχίες.

      Διαγραφή
  2. Εχεις απόλυτο δίκιο για το ποιημα! Μοναδικό,Γιώργο! Θυμάμαι τον πατέρα μου που μου μιλούσε για τον Φωτόπουλο αν και δεν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στον ελληνικο κινηματογράφο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή