Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Νικηφόρος Βρεττάκος: Εάν ήταν όλοι οι άνθρωποι έτσι...




Είναι κάποιες στιγμές που όταν η ματιά σου κυλάει στις πρώτες λέξεις ενός βιβλίου, νιώθεις ένα χέρι να σε βουτάει από το λαιμό, ένα πλάκωμα στο στήθος ή μια ευφορία να γεμίζει κάθε κύτταρο του κορμιού σου. Ειδικά όταν οι άνθρωποι που γράφουν, έχουν χάσει την ιδιότητα του συγγραφέα και ανήκουν πια στο «Πάνθεον  των Αληθινών Ανθρώπων». Προσπαθώ να φανταστώ κάποιους, ας μιλήσουμε γι' αυτούς του δικού μας τόπου, γιατί σε κάθε γωνιά του πλανήτη υπάρχουν τέτοιοι, να μπαίνουν στο στίβο της γραφής πιασμένοι χέρι χέρι και να αρχίσουν να τρέχουν, να προσπαθούν να προσπεράσει ο ένας τον άλλον σε ανθρωπιά, σε αγάπη προς τον άνθρωπο, σε ευαισθησία και σε πόθο για μια δίκαιη ζωή για τους πάντες.

Και να σου ξαφνικά στα χέρια σου «Το αγρίμι» του Νικηφόρου Βρεττάκου. Και εκτός από τις παραπάνω στιγμές είναι και οι φορές που μένεις άφωνος και σκέφτεσαι πως ό,τι και να γράψεις ή να πεις είναι πολύ λίγο μπροστά σε κάποια γραπτά...

Γιατί «Το αγρίμι» είναι ο ίδιος ο άνθρωπος της κατοχικής περιόδου. Και το 1941 είναι «μια χρονολογία, που μέσα της, θ' ακούγονται να θρηνούν για πολλούς αιώνες έπειτα, οι ευγενικότεροι λαοί της Ευρώπης.».

Και ο συγγραφέας ακριβώς επειδή δεν είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα λέει, «ντρέπουμαι, γιατί, γράφοντας, σήμερα, εξακολουθώ να προβάλλω τον εαυτό μου» και συνειδητοποιεί ότι «τα χειρόγραφα τούτα δεν έχουν καμιά βαθύτερη σημασία απ' αυτή που θα σας εξηγήσω αμέσως. Η πράξη μου τούτη - όλα μου δηλαδή τα γραφόμενα - είναι παρόμοια με την πράξη ενός παιδιού, που μουσκεύει το μαξιλάρι του κλαίοντας. Μου φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουνε αυτό το δικαίωμα και πολύ περισσότερο τα παιδιά και οι ποιητές που πιστέψανε μ' όλη τους την ψυχή στη δικαιοσύνη του κόσμου».

Και κάπου εκεί σκέφτεσαι πως μπροστά σε αυτή την εξομολόγηση για την ταπεινότητα του γραπτού του και τη συνέχεια που ακολουθεί και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, βυθίζοντάς σε με τέτοιο τρόπο στο σχεδόν τετράχρονο κατοχικό σκοτάδι, τα λόγια για όλο αυτό είναι φτωχά. Και πιο φτωχά ακόμα μπροστά στο πως περιγράφει το σκοτάδι που τύλιξε ολόκληρη την ανθρωπότητα.       

1941

Αθήνα, οδός Κομνηνών, 27 του Δεκέμβρη

Ο πιο μαύρος χειμώνας στην ιστορία της Αθήνας. Οι «νικητές» γύρισαν ηττημένοι, πεινασμένοι, ξυπόλητοι. Και αναρωτιέται: «Γεννήθηκα σ' έναν κόσμο που εξακολουθούν να γίνονται πόλεμοι. Πως θα τα βγάλω πέρα; Ίσως δεν παραλογίζομαι όταν σκέφτομαι πως ο άνεμος του κακού, αιώνες τώρα, παρασύρει με το πρώτο φύσημά του τα Ευαγγέλια και τα βιβλία και τους δασκάλους και τα κηρύγματα...» Και συνεχίζει: «Αλήθεια, γιατί πολεμάνε; [...]Στην πραγματικότητα ποιοι πολεμάνε; [...] Το παιχνίδι που παίζουν δεν είναι δικό τους» Και με αυτές τις σκέψεις πλαγιάζει με τη λασπωμένη κουβέρτα που έφερε από το μέτωπο. «Την πήρα μαζί μου, να την ρίχνω κάποτε πάνω μου και να θυμάμαι πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη.»

Και το μαύρο σκοτάδι συνεχίζεται. «Αυτή την εποχή παρασφίξανε τα δεσμά του Προμηθέα» Αλλά να! Κάτι ακούγεται! Κάτι φωτίζει στο πολύ μακρύ βάθος... «Μια βουή παράξενη, ατελείωτη, σκοτεινή τράνταζε κάθε τόσο με διαδοχικές ριπές τα παράθυρα και τις πόρτες. Κ ένιωθα πολύ καλά πως δεν ήταν ο άνεμος που έβγαινε από τα σύννεφα. Είχα την εντύπωση πως αυτό ήταν ψυχή.[...] Είναι ακριβώς η ψυχή του Λαού που βράζει κάτω από τα θεμέλια της πολιτείας.» Είναι ο Προμηθέας που σαλεύει!

«-Πάμε μαζί τους! Πάμε μαζί τους! Προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Μια μαύρη σημαία δεμένη σ΄ ένα μεγάλο κοντάρι, προχωρεί μες στον άνεμο. Είναι οι σκλάβοι που κάνουν ελεύθερες πράξεις. Είναι οι πεινασμένοι που κατέβηκαν από τις λαϊκές συνοικίες, έγιναν μάζες και τώρα μαυρίζει το κέντρο της πολιτείας.»

Με αυτές τις σκέψεις τριγυρνά μέσα στο σπίτι. Η συσκότιση είναι διαταγή. Και τότε «Πριν πέσω στο κρεβάτι μου, περνώ στην κάμαρα των παιδιών. Είναι καλά σκεπασμένα, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το γκέτο της Βαρσοβίας»...

Και ξαπλώνει. Και αναρωτιέται «Τι γίνεται στον κόσμο αυτή τη στιγμή; Πόσα σπίτια καίγονται;» Και ξυπνάει με το πρωινό εμβατήριο των Γερμανών «αυτό το εμβατήριο που λικνίζει το θρίαμβό του πάνω απ' την πόλη.» Και από τους προδότες «ακούγεται η συναλλαγή των τριάκοντα αργυρίων.»

Και βγαίνει στο δρόμο με χιλιάδες άλλους μαζί!  Μαζί τους ήταν και «ο μαύρος της Αμερικής και ο άστεγος του Σηκουάνα.» Και φώναζαν όλοι μαζι .«Κάτω οι Τύραννοι!»

Και συνεχίζει να αναρωτιέται: «Ποιος κρέμασε και με ποιο δικαίωμα όλα αυτά τα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ σε κάθε είσοδο της ζωής, σε κάθε έξοδο από το μεγάλο αυτό αδιέξοδο που μας έκλεισαν μέσα;»

Έτσι πέρασε και το 1942. Και μπαίνουμε πια στο 1943. «Ο καπνός από τα κρεματόρια» σκεπάζει την Ευρώπη. Και όποιοι και όποιες έχουν γράψει σε κάποιο μέρος της γης τη λέξη «Ελευθερία», όταν θα χτυπήσει η πόρτα του σπιτιού τους θα πρέπει να ξεκρεμάσουν το μαύρο καπέλο τους και να ετοιμαστούν...

Ο θάνατος λοιπόν παραμονεύει σε κάθε γωνιά της πόλης. Κάθε χτύπημα στην πόρτα παραλύει όλο τον ήσυχο δρόμο. Θα είμαι εγώ ο επόμενος; 

Θα φύγει λοιπόν κι ο συγγραφέας μας. Θα πάει στο βουνό του χωριού του. Τον περιμένει ένας πατέρας και μια αδερφή. Κι ένα χωριό ολόκληρο που ζει κι αυτό με τον τρόμο. Όχι τον τρόμο του χτυπήματος στην πόρτα. Αλλά τον τρόμο του καψίματος των σπαρτών, των ελιών, του δάσους, του χωριού όλου... «Οι Γερμανοί και οι μισθοφόροι τους δεν έχουν ορισμένες ώρες. Μπαίνουν στα χωριά κ' οι καμπάνες είναι οι κραυγές των ανθρώπων που ειδοποιούν: Σηκώστε τα βρέφη, τους γέρους, τους αρρώστους, σηκώστε ότι πολύτιμο έχετε...» [...] «Αυτές οι διασταυρώσεις, σκέφτομαι, γίνονται αυτή τη στιγμή σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Άνθρωποι κι άνθρωποι προσπαθούν να διασώσουν τις αποσκευές τους και τα όνειρά τους.» Και δεν κοιμάται κανείς. Σκοπιές στα παράθυρα. Και ξαφνικά έρχονται. «-Ετοιμαστείτε. [...] Η μικρή αποθηκούλα με το λάδι και τα τρόφιμα κλειδώθηκε καλά, το σπίτι κλειδώθηκε, τα παράθυρα έκλεισαν να μοιάζει σαν έρημο. Δέσαμε με σκοινιά το άλογο και τις αγελάδες, πήραμε τις κατσίκες, δεν αφήσαμε πίσω μας κανέναν ζωντανό μάρτυρα. Κατεβαίνουμε την πλαγιά προς το δάσος.» 

Έτσι κυλούσαν οι μέρες, οι μήνες. Αγρίμι κυνηγημένο ο άνθρωπος. Αγρίμι πεινασμένο. Και η ανθρώπινη ζωή «είναι σαν μια βάρκα πάνω στον ωκεανό, μια βάρκα μικροσκοπική κι ασήμαντη.»

Αλλά αυτές οι «ασήμαντες», «οι μικροσκοπικές» σηκώνουν ανάστημα και φωνάζουν όλες μαζί. Λάθος, δεν φωνάζουν. Κραυγάζουν μια και μόνη λέξη! ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ!

Κι όταν όλα αυτά τελειώσουν, «Κι όταν κάποτε θα φύγουν οι Γερμανοί, δε θα 'χουν φύγει οι Γερμανοί. Ο πόλεμος δεν είναι αυτός που φαίνεται μόνο.»...


[Νικηφόρος Βρεττάκος, «Το αγρίμι», εκδόσεις «Τρία φύλλα»]

[Τα πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο]

[Το βιβλίο κυκλοφορεί πλέον από τις «εκδόσεις ποταμός»]






                          




6 σχόλια:

  1. «Κι όταν κάποτε θα φύγουν οι Γερμανοί, δε θα 'χουν φύγει οι Γερμανοί. Ο πόλεμος δεν είναι αυτός που φαίνεται μόνο.»...
    Προφητεία,Γιώργο! Προφητεία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τεράστιος συγγραφέας ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Μα πάνω απ' όλα Άνθρωπος Με Α κεφαλαίο...

      Διαγραφή
  2. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω...συγκλονιστικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να είσαι καλά! Ευχαριστώ από καρδιάς για τα καλά σου λόγια. Τέτοια κείμενα θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία μας. Έτσι να καλλιεργούνται τα παιδιά μας.

      Διαγραφή
  3. Δε " συμφερει" ,Γιώργο μου!... πάντως για να λέμε και του στραβού το δίκιο έχουν γίνει βήματα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή