Στον Σωτήρη, τον παλιό φίλο...
Κατέβαινε την οδό Σούτσου πλησιάζοντας την πλατεία Μαβίλη. Η ώρα ήταν πέντε παρά. Ο ουρανός άρχισε να παίρνει ένα ροδοκόκκινο χρώμα. Ήταν Δεκέμβρης και σε καμιά ώρα το πολύ θα νύχτωνε. Με το που έφτασε στην πλατεία ο χειμωνιάτικος ήλιος τον χτύπησε στο πρόσωπο. Κάθισε σ' ένα παγκάκι να τον απολαύσει. Στο μυαλό του στριφογύριζε η κουβεντα που του είχε πει κάποτε ένας φίλος του σε μια βόλτα τους στο αλσάκι της Ευελπίδων... Είδες, έχουμε κι εμείς τις ομορφιές μας στο κέντρο της πόλης! Όντως, έτσι ήταν! Αλλά η μεγαλύτερη ομορφιά της ήταν η ζωή της! Η βαβούρα της! Η κοινωνική ζωή της! Έτσι τουλάχιστον τα έβλεπε τα πράγματα τότε! Ήταν μόλις είκοσι δύο ετών! Η βόλτα δεν είχε κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Βγήκε από το σπίτι του, κάπου κοντά στην Αχαρνών, κι είχε πάρει το τρόλεϊ από την Αλεξάνδρας. Στη θέα δύο ελεγκτών, που είχε αρπαχτεί πιο παλιά μαζί τους, σκέφτηκε ότι δεν είχε όρεξη για εκ νέου μανούρες με αυτά τα καθίκια που πλούτιζαν σε βάρος ηλικιωμένων και "ξένων"... Άλλη φορά ξανά! Κατέβηκε εν μέσω μια σιωπηρής συμφωνίας κι από τις δύο πλευρές όσο κι αν σιχτίριζαν κι αυτός κι άλλοι από μέσα τους. Συμβιβασμός και προσωρινή ανακωχή.
Το ποτάμι των αυτοκινήτων της Βασιλίσσης Σοφίας ήταν ορμητικό και μόνο το φανάρι στη γωνία με Σούτσου λειτουργούσε σαν φράγμα... Είχε διαβάσει ότι σε λίγες μέρες η πλατεία θα κλεινόταν με λαμαρίνες για να ξεκινήσουν τα έργα του μετρό. Έως τότε θα μπορούσαν να απολαμβάνουν το πιο φτηνό ποτό της πόλης σε κάτι ψευτομεταλλικές καρέκλες πάνω στο πεζοδρόμιο που έβγαζε το παλιό "Flower". Πιτσιρικάδες, μαζί με το φίλο του τον Σωτήρη, μπορούσαν να πιουν όσα τζιν με λεμόνι αντιστοιχούσαν σε τρία χιλιάρικα! Ευτυχώς ήταν αρκετά! Θα γυρνούσαν ψιλομεθυσμένοι και την άλλη μέρα το πρωί οι δύο συγκάτοικοι και φίλοι θα ξυπνούσαν πανικόβλητοι για να προλάβουν με πόδια, τρόλεϊ, ηλεκτρικό να είναι στην ώρα τους στη δουλειά.
Με αυτές τις σκέψεις νύχτωσε. Έριξε μια ματιά μέσα από τη τζαμαρία του βραδινού τους στεκιού. Μια γιαγιά είχε βγάλει ένα πλαστικό πιάτο από μαγειρείο κι έτρωγε ατάραχη, δύο "γιάπηδες" της εποχής έπιναν απογευματινά ποτά δίπλα της, στη τζαμένια τετράγωνη μικρή προθήκη κρατιούνταν ζεστές κάτι παρηκμασμένες τυρόπιτες και πίτσες που σε λίγη ώρα η θέση τους θα ήταν στα σκουπίδια πάρα σε κάποιο στομάχι. Έξω η ζωή συνεχιζόταν... Μέσα εκεί ήταν ένα απομονωμένο ενυδρείο στη μέση της μητρόπολης... Είχε νυχτώσει και γύρω του τ' αυτοκίνητα και τα λεωφορεία έμοιαζαν πια όχι με ορμητικο ποτάμι αλλά μ' έναν επικίνδυνο σκοτεινό ωκεανό με κάθε είδους ψάρια...
Σηκώθηκε από το παγκάκι, διέσχισε το δρόμο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο πάγκος στη τζαμαρία που κοιτούσε έξω στο δρόμο και την πλατεία ήταν κενός... Πήρε θέση. Θα γινόταν τώρα παρατηρητής μιας άλλης ομορφιάς της πόλης... Αυτής που λέγεται νύχτα...
Τι μου θύμισες... Πόσο άλλαξαν όλα...κυρίως οι άνθρωποι...
ΑπάντησηΔιαγραφή