Στον Γ. Σεραφίνο...
Υπάρχουν εποχές και εποχές, συγγραφείς και συγγραφείς. Άλλοι γνωστοί και διαχρονικοί, άλλοι που λησμονιούνται με το πέρασμα των χρόνων. Ένας από τους «λησμονημένους» είναι και ο Γιάννης Μαγκλής. Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος κατά τις δεκαετίες του '50, '60 και ΄70. Ακούραστος μεταφραστής. Τον «γνώρισα» τυχαία σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό του 1963. Τη «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», έναν πραγματικό θησαυρό εκείνης της εποχής! Και ξάφνου, ανοίχτηκε μπροστά μου ένας καινούριος κόσμος! Ο κόσμος της θάλασσας και των εργατών της. Ο κόσμος των σφουγγαράδων, που και ο ίδιος δούλεψε, και τόσο τον αγάπησε και τον έβαλε στα βιβλία του. Η πένα αυτού του μεγάλου ουμανιστή συγγραφέα, βουτηγμένη στη θάλασσα εξύμνησε τη δύσκολη ζωή των σφουγγαράδων και των ναυτικών, βουτηγμένη στα δάκρυα περιέγραψε τα βάσανα του απλού κόσμου εκείνης της εποχής, βουτηγμένη στα πάθη αφουγκράστηκε τον πόνο...Αγάπησε τον βασανισμένο άνθρωπο. Άλλωστε, οι τίτλοι των βιβλίων και των διηγημάτων του, όπως «Το παιδί με το κόκκινο τριαντάφυλλο», «Οι σημαδεμένοι», «Τ' αδέρφια μου οι άνθρωποι», «Οι κολασμένοι της θάλασσας», αυτό καταμαρτυρούν. Η λαϊκή γραφή του εκείνης της εποχής είναι ένας ύμνος και μια αποκάλυψη για τον πλούτο της γλώσσας μας...
Νύχτα διάφανη όπως μέλι. Ήσυχη. Ούδε θάμνος, μη ε χαμόδεντρο σάλευε. Μια γεναριάτικη φεγγάρα εξαΰλωνε τα πάντα, τάκανε να κρέμονται ανάερα σαν παραμυθόδραμα φτιαγμένο από μεγάλο μάστορη. Πεθύμαγες ν' απλώσεις τα χέρια και να πετάξεις· και πάλι κόμπιαζες να σαλέψεις, μη σπάσεις, μην κομματιάσεις τον κρυστάλλενο τούτο κατρέφτη, την αιθέρια σκηνοθεσία.
Και τα σκληρά βουνά και τ' αγριοπούρναρα και τα λογής βουνίσια χαμόδεντρα με τα ζουζούνια τους, όλα στέκαν ασάλευτα, εκστατικά, χαμένα μέσα σε τούτη τη μαγεία, γιομάτα απορία και ρωτήματα.
Και ο αγέρας είχε μαργώσει. Στάθηκε όπου βρισκόταν μετέωρος, εκστατικός, διακριτικός, μη και ταράξει την αρμονία τούτη τη φτιαγμένη από χέρι θείο. [...]
[απόσπασμα από το διήγημα «Καπεταναίοι», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1963]
Τελείωσα το σχολαρχείο έφαγα τα συκοστάφυλα, ο ήλιος και η άρμη της θάλασσας μ' έκαναν σωστό αραπάκι κι' απέ σήμερα-αύριο περίμενα να ρτει ο πατέρας από το βούτος, ν' αποφασίσει το δρόμο που θάπαιρνα.
Ο πατέρας έξη μήνες το χρόνο δούλευε στο σφουγγάρι. Τον αποδέλοιπο καιρό μοιραζόταν ανάμεσα ταβέρνα και καφενείο. Στο σπίτι ερχόταν να φάει και να κοιμηθεί.
Μια βολά, εκεί που τρώγαμε, τον αρώτησα.
-Δε φοβάσαι, αφέντη, που βουτάς μέσα στον ωκεανό;
-Ποιόν ωκεανό; έκανε απορήμενα.
-Να, βουτάς μεσοπέλαγα· θάλασσα μονάχα και ουρανός.
-Αν είναι να φοβάσαι, θα πεθάνεις πριν της ώρας σου, είπε απλά.
Είταν άνθρωπος σοβαρός, λιγομίλητος, δεν είχα πολλά θάρρητα μαζί του. Δε φώναζε, δε βλαστήμαγε, δε σήκωσε χέρι να μας δείρει, εμένα και τις δύο αδερφάδες μου, μικρότερες μου στα χρόνια, μα ως έμπαινε στο σπίτι ένιωθα τη σκιά του και συμμαζευόμουνα.
Το αγάπαγα το σκολειό, είμουνα μαθητής καλός και μου άρεσε να γίνω δάσκαλος. Μα, βλέπεις, τίποτις δεν μπορούσα ν' αποφασίσω· ούτε η μάνα - μόνο ο πατέρας σα θαρχόταν.
Περίμενα λοιπόν τώρα να ρτει, ν' αποφασίσει. Εκειά κοντά στο έβγα του Οχτώβρη, θαρχόταν.
Ως τόσο περιμένοντας τον πήγα και γράφτηκα στο γυμνάσιο. Βιβλία δεν αγόρασα, γιατί δε γνώριζα αν θάμενα. Η μάνα μου είπε:
-Άκου, Παύλο· ως να ρτει ο κύρης σου από το βουτός ν' αποφασίσε, πήγαινε στο σκολειό να μη ρεμπελεύεις. Όλο καλό κάνουν, παιδί μου, τα γράμματα. Είναι σαν το μαχαίρι που το περνάς στο ακόνι, ακονίζουν το μυαλό.
Οι άνθρωποι του νησιού μου έχουν μεγάλη με τα γράμματα. Πάει ο πατέρας στο βούτος, πάει και ο πρωτογιός, για ξεπατρίζουνται, μα ένα παιδί τουλάχιστο από τη φαμίλια θα σπουδάσει· αν δεν μπορεί γιατρός, ας είναι καθηγητής για δάσκαλος.
Μιαν άλλη μέρα πάλι αρώτησα.
-Πόσες οργιές βουτάς, αφέντη;
Τί θέλεις κι' ολοένα ρωτάς, μιλά νευριασμένα. Εσύ μια βολά σφουγγαράς δεν θα γένεις.
..Αγαπούσα τη θάλασσα, την είχα μέσα στο αίμα μου. Το καλοκαίρι ολημερίς είμουνα μέσα στην αγκαλιά της. Παίζαμε τα παιδιά μαζί της. Όλα τα παιχνίδια μας κοντά στη θάλασσα για μέσα της γενόντουσαν.
-Εγώ βουτώ, του κάνω περήφανα, μέχρις οχτώ οργιές. Στις οχτώ οργιές πατώνω, πιάνω άμμο για φύκι.
Χαμογέλασε.
-Καλά είναι για τα χρόνια σου... Ακούμπησε το χέρι του απάνω στο κουρεμένο κεφάλι μου και το χάιδεψε.
- Εσύ βουτάς παραπάνω; Ξεθαρρεύτηκα από το χαμόγελο και τη χειρονομιά.
-Ε, όσο και να πεις...
-Ίσαμε που φτάνεις;
-Πες του γιατί δε θα σ' αφήσει ήσυχο, έκανε η μάνα και γέλασε κακαριστά. Ολοένα μ' αρωτά.
- Τί να σου πω, βρε Παύλο; άμα σου πω, θα τρομάξεις.
-Πες...
-Και τριάντα οργιές και τριανταπέντε. Βολές - βολές και σαράντα.
-Φσου!...σφύριξα και σήκωσα ψηλά τα μάτια να δω τον ουρανό. Σαράντα οργιές... μονάχα με την ανασαιμιά!...Καλύτερα, πατέρα με τις μηχανές, το σκάφαντρο, νάχεις ξένο αγέρα.
Σκλήρανε το πρόσωπό του, μονομιάς θύμωσε. Έτσι αρπαζόταν εύκολα σαν κάτι δεν του άρεσε.
-Δεν ξέρεις τι λες. η μηχανή δεν έχει μπέσα. Όπως και να σου ρτούνε τα πράγματα στη ζωή, πρόσεξε, κακομοίρη μου, την κατάρα μου νάχεις, με τη μηχανή δε θα πας.
-Γιατί; ρώτησα δειλά - ακόμα δεν είχα καταλάβει.
-Για το γιατί! έκανε φουρκισμένα. Γιατί το σκάφαντρο, σούπα, είναι μπαμπέσικο· μπρος πίσω θα στη φέρει και για παράλυτο θα σε αφήσει, για θα σου πάρει την ψυχή. Κατάλαβες; Δε γλυτώνεις.
Κάμποση ώρα δε μίλησα. Έμεινα να σκέφτουμαι, κ΄ ένιωσα ότι μέσα στο αίμα μου μπήκε ένας παράξενος φόβος, ένας αόρατος μπαμπούλας που απ΄εκεί και μπρος ερχόταν στον ύπνο μου συχνά και με ζούπιζε, με τρομοκράταγε, μ΄έκανε να χάνω την παιδακίσια αφροντισιά μου.
-Εσύ, αφέντη, δεν έχεις φόβο από τη δουλειά σου; ματαρώτησα.
-Τί θέλεις, βρε, κι΄ολοένα ρωτάς; Εσύ μια βολά, σου τόπα, σφουγγαράς δε θα γένεις.
-Το ξέρω, μα ρωτώ για σένα.
Χαμογέλασαν τα μελιά μάτια του και τα μουστάκια. Καλοσύνεψε.
-Όσο και να πεις γίνεται να μην έχεις φόβο;
-Να σκάσεις;
-Μπα! Άμα τα βρεις δύσκολα βγαίνεις απάνω.
-Από τόσο βάθος προφτάνεις να βγεις;
-Παρατάς το σκαντάλι, κλωτσάς τον πάτο, σε τραβάνε με τη γάσα - το σκοινάκι πούναι δεμένο στο χέρι σου - και στο μινούτο είσαι απάνω.
-Ε μα τότες από τι κιντυνεύεις;
-Ε να, από το ψάρι. Είναι κι΄άλλα, το σκουλούκι και άλλα, μ΄απ΄το ψάρι, άμα σου λάχει, δε γλυτώνεις. [...]
Μου ιστόρησε για ένα συντρόφι του, το Βαλάρη που ως έπεσε στη θάλασσα όξω από το Μαχαιρίδι της Κρήτης, έγινε κάτω στα βαθιά, θαλασσούρα μεγάλη. Τραβήξανε το σκοινί από τη βάρκα και βγάλαν απάνω το χέρι, το πόδι και το μισό κορμί του. Το άλλο - με το κεφάλι μαζί - το είχε καταπιεί το ψάρι. Ύστερις είδανε το θεριό με μια στοματάρα καζάνι που βολτάριζε απάνω στο νερό και ρούφαγε το αίμα του ανθρώπου. [...]
Τη νύχτα είδα όνειρο κακό: είμουνα λέει σφουγγαράς και σαν έπεσα στα σκοτεινά νερά μου ρίχτηκε το ψάρι. Βαστούσα όμως μια κάμα και το πάλευα. Τούσχιζα την κοιλιά. Μα το ψάρι δεν ψόφησε, ριχνόταν απάνω μου να με χάψει κ' εγώ γλίστραγα, του ρχόμουνα φάτσα και δεν μπορούσε να με αρπάξει. Με την κάμα ολοένα τόσκιζα. Τούχα σκίσει όλη την κοιλιά. Και τότες είταν που με άρπαξε, μ' έχωσε ολάκερο μέσα στο στόμα του, μα πρόλαβα πριχού κλείσει τις μασέλες και με κόψει, να βγω από την κοιλιά του. Μονάχα στο ζερβό χέρι μούκανε ζημιά και με πόναγε.
Σαν ξύπνησα λουσμένος στην αγωνία και το δρωτάρι, είδα πως το αριστερό χέρι τόχα πλακώσει με το κορμί μου και είχε μουδιάσει...
Τέτοιος στάθηκε ο τρόμος μου, που ορκίστηκα να μη γίνω ποτές σφουγγαράς.
[απόσπασμα από το διήγημα «Η Μαγδαλήνη μας» που βρίσκεται στη συλλογή «Τα παιδιά του ήλιου και της θάλασσας», στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το συγκλονιστικό «Το παιδί με το κόκκινο τριαντάφυλλο»]
Τα διηγήματα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου.
Νύχτα διάφανη όπως μέλι. Ήσυχη. Ούδε θάμνος, μη ε χαμόδεντρο σάλευε. Μια γεναριάτικη φεγγάρα εξαΰλωνε τα πάντα, τάκανε να κρέμονται ανάερα σαν παραμυθόδραμα φτιαγμένο από μεγάλο μάστορη. Πεθύμαγες ν' απλώσεις τα χέρια και να πετάξεις· και πάλι κόμπιαζες να σαλέψεις, μη σπάσεις, μην κομματιάσεις τον κρυστάλλενο τούτο κατρέφτη, την αιθέρια σκηνοθεσία.
Και τα σκληρά βουνά και τ' αγριοπούρναρα και τα λογής βουνίσια χαμόδεντρα με τα ζουζούνια τους, όλα στέκαν ασάλευτα, εκστατικά, χαμένα μέσα σε τούτη τη μαγεία, γιομάτα απορία και ρωτήματα.
Και ο αγέρας είχε μαργώσει. Στάθηκε όπου βρισκόταν μετέωρος, εκστατικός, διακριτικός, μη και ταράξει την αρμονία τούτη τη φτιαγμένη από χέρι θείο. [...]
[απόσπασμα από το διήγημα «Καπεταναίοι», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1963]
Τελείωσα το σχολαρχείο έφαγα τα συκοστάφυλα, ο ήλιος και η άρμη της θάλασσας μ' έκαναν σωστό αραπάκι κι' απέ σήμερα-αύριο περίμενα να ρτει ο πατέρας από το βούτος, ν' αποφασίσει το δρόμο που θάπαιρνα.
Ο πατέρας έξη μήνες το χρόνο δούλευε στο σφουγγάρι. Τον αποδέλοιπο καιρό μοιραζόταν ανάμεσα ταβέρνα και καφενείο. Στο σπίτι ερχόταν να φάει και να κοιμηθεί.
Μια βολά, εκεί που τρώγαμε, τον αρώτησα.
-Δε φοβάσαι, αφέντη, που βουτάς μέσα στον ωκεανό;
-Ποιόν ωκεανό; έκανε απορήμενα.
-Να, βουτάς μεσοπέλαγα· θάλασσα μονάχα και ουρανός.
-Αν είναι να φοβάσαι, θα πεθάνεις πριν της ώρας σου, είπε απλά.
Είταν άνθρωπος σοβαρός, λιγομίλητος, δεν είχα πολλά θάρρητα μαζί του. Δε φώναζε, δε βλαστήμαγε, δε σήκωσε χέρι να μας δείρει, εμένα και τις δύο αδερφάδες μου, μικρότερες μου στα χρόνια, μα ως έμπαινε στο σπίτι ένιωθα τη σκιά του και συμμαζευόμουνα.
Το αγάπαγα το σκολειό, είμουνα μαθητής καλός και μου άρεσε να γίνω δάσκαλος. Μα, βλέπεις, τίποτις δεν μπορούσα ν' αποφασίσω· ούτε η μάνα - μόνο ο πατέρας σα θαρχόταν.
Περίμενα λοιπόν τώρα να ρτει, ν' αποφασίσει. Εκειά κοντά στο έβγα του Οχτώβρη, θαρχόταν.
Ως τόσο περιμένοντας τον πήγα και γράφτηκα στο γυμνάσιο. Βιβλία δεν αγόρασα, γιατί δε γνώριζα αν θάμενα. Η μάνα μου είπε:
-Άκου, Παύλο· ως να ρτει ο κύρης σου από το βουτός ν' αποφασίσε, πήγαινε στο σκολειό να μη ρεμπελεύεις. Όλο καλό κάνουν, παιδί μου, τα γράμματα. Είναι σαν το μαχαίρι που το περνάς στο ακόνι, ακονίζουν το μυαλό.
Οι άνθρωποι του νησιού μου έχουν μεγάλη με τα γράμματα. Πάει ο πατέρας στο βούτος, πάει και ο πρωτογιός, για ξεπατρίζουνται, μα ένα παιδί τουλάχιστο από τη φαμίλια θα σπουδάσει· αν δεν μπορεί γιατρός, ας είναι καθηγητής για δάσκαλος.
Μιαν άλλη μέρα πάλι αρώτησα.
-Πόσες οργιές βουτάς, αφέντη;
Τί θέλεις κι' ολοένα ρωτάς, μιλά νευριασμένα. Εσύ μια βολά σφουγγαράς δεν θα γένεις.
..Αγαπούσα τη θάλασσα, την είχα μέσα στο αίμα μου. Το καλοκαίρι ολημερίς είμουνα μέσα στην αγκαλιά της. Παίζαμε τα παιδιά μαζί της. Όλα τα παιχνίδια μας κοντά στη θάλασσα για μέσα της γενόντουσαν.
-Εγώ βουτώ, του κάνω περήφανα, μέχρις οχτώ οργιές. Στις οχτώ οργιές πατώνω, πιάνω άμμο για φύκι.
Χαμογέλασε.
-Καλά είναι για τα χρόνια σου... Ακούμπησε το χέρι του απάνω στο κουρεμένο κεφάλι μου και το χάιδεψε.
- Εσύ βουτάς παραπάνω; Ξεθαρρεύτηκα από το χαμόγελο και τη χειρονομιά.
-Ε, όσο και να πεις...
-Ίσαμε που φτάνεις;
-Πες του γιατί δε θα σ' αφήσει ήσυχο, έκανε η μάνα και γέλασε κακαριστά. Ολοένα μ' αρωτά.
- Τί να σου πω, βρε Παύλο; άμα σου πω, θα τρομάξεις.
-Πες...
-Και τριάντα οργιές και τριανταπέντε. Βολές - βολές και σαράντα.
-Φσου!...σφύριξα και σήκωσα ψηλά τα μάτια να δω τον ουρανό. Σαράντα οργιές... μονάχα με την ανασαιμιά!...Καλύτερα, πατέρα με τις μηχανές, το σκάφαντρο, νάχεις ξένο αγέρα.
Σκλήρανε το πρόσωπό του, μονομιάς θύμωσε. Έτσι αρπαζόταν εύκολα σαν κάτι δεν του άρεσε.
-Δεν ξέρεις τι λες. η μηχανή δεν έχει μπέσα. Όπως και να σου ρτούνε τα πράγματα στη ζωή, πρόσεξε, κακομοίρη μου, την κατάρα μου νάχεις, με τη μηχανή δε θα πας.
-Γιατί; ρώτησα δειλά - ακόμα δεν είχα καταλάβει.
-Για το γιατί! έκανε φουρκισμένα. Γιατί το σκάφαντρο, σούπα, είναι μπαμπέσικο· μπρος πίσω θα στη φέρει και για παράλυτο θα σε αφήσει, για θα σου πάρει την ψυχή. Κατάλαβες; Δε γλυτώνεις.
Κάμποση ώρα δε μίλησα. Έμεινα να σκέφτουμαι, κ΄ ένιωσα ότι μέσα στο αίμα μου μπήκε ένας παράξενος φόβος, ένας αόρατος μπαμπούλας που απ΄εκεί και μπρος ερχόταν στον ύπνο μου συχνά και με ζούπιζε, με τρομοκράταγε, μ΄έκανε να χάνω την παιδακίσια αφροντισιά μου.
-Εσύ, αφέντη, δεν έχεις φόβο από τη δουλειά σου; ματαρώτησα.
-Τί θέλεις, βρε, κι΄ολοένα ρωτάς; Εσύ μια βολά, σου τόπα, σφουγγαράς δε θα γένεις.
-Το ξέρω, μα ρωτώ για σένα.
Χαμογέλασαν τα μελιά μάτια του και τα μουστάκια. Καλοσύνεψε.
-Όσο και να πεις γίνεται να μην έχεις φόβο;
-Να σκάσεις;
-Μπα! Άμα τα βρεις δύσκολα βγαίνεις απάνω.
-Από τόσο βάθος προφτάνεις να βγεις;
-Παρατάς το σκαντάλι, κλωτσάς τον πάτο, σε τραβάνε με τη γάσα - το σκοινάκι πούναι δεμένο στο χέρι σου - και στο μινούτο είσαι απάνω.
-Ε μα τότες από τι κιντυνεύεις;
-Ε να, από το ψάρι. Είναι κι΄άλλα, το σκουλούκι και άλλα, μ΄απ΄το ψάρι, άμα σου λάχει, δε γλυτώνεις. [...]
Μου ιστόρησε για ένα συντρόφι του, το Βαλάρη που ως έπεσε στη θάλασσα όξω από το Μαχαιρίδι της Κρήτης, έγινε κάτω στα βαθιά, θαλασσούρα μεγάλη. Τραβήξανε το σκοινί από τη βάρκα και βγάλαν απάνω το χέρι, το πόδι και το μισό κορμί του. Το άλλο - με το κεφάλι μαζί - το είχε καταπιεί το ψάρι. Ύστερις είδανε το θεριό με μια στοματάρα καζάνι που βολτάριζε απάνω στο νερό και ρούφαγε το αίμα του ανθρώπου. [...]
Τη νύχτα είδα όνειρο κακό: είμουνα λέει σφουγγαράς και σαν έπεσα στα σκοτεινά νερά μου ρίχτηκε το ψάρι. Βαστούσα όμως μια κάμα και το πάλευα. Τούσχιζα την κοιλιά. Μα το ψάρι δεν ψόφησε, ριχνόταν απάνω μου να με χάψει κ' εγώ γλίστραγα, του ρχόμουνα φάτσα και δεν μπορούσε να με αρπάξει. Με την κάμα ολοένα τόσκιζα. Τούχα σκίσει όλη την κοιλιά. Και τότες είταν που με άρπαξε, μ' έχωσε ολάκερο μέσα στο στόμα του, μα πρόλαβα πριχού κλείσει τις μασέλες και με κόψει, να βγω από την κοιλιά του. Μονάχα στο ζερβό χέρι μούκανε ζημιά και με πόναγε.
Σαν ξύπνησα λουσμένος στην αγωνία και το δρωτάρι, είδα πως το αριστερό χέρι τόχα πλακώσει με το κορμί μου και είχε μουδιάσει...
Τέτοιος στάθηκε ο τρόμος μου, που ορκίστηκα να μη γίνω ποτές σφουγγαράς.
[απόσπασμα από το διήγημα «Η Μαγδαλήνη μας» που βρίσκεται στη συλλογή «Τα παιδιά του ήλιου και της θάλασσας», στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το συγκλονιστικό «Το παιδί με το κόκκινο τριαντάφυλλο»]
Τα διηγήματα έχουν μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα, κρατώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου