Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Οι, δυστυχώς, πάντα επίκαιροι «Μοιραίοι» του μπάρμπα Κώστα Βάρναλη είναι ακόμα εδώ...




Κάποτε ο ποιητής της εργατιάς είχε λάβει μια επιστολή από ένα νέο της εποχής, τριάντα οκτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του ποιήματος «ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ». Μέσα στο νεανικό ενθουσιασμό του, ο άγνωστος αυτός επιστολογράφος, ανάμεσα σε άλλα του έγραφε με θάρρος τη γνώμη του για τους Μοιραίους.

Θα θελα ακόμα να λεγα κάτι και για τους «Μοιραίους» σου, που είναι μοιραίο - να μην είναι πια μοιραίοι. Χρειάζονται μιαν αναθεώρηση. Ξεπεραστήκανε πια. 

Δεν πίνουνε πια κάθε βράδυ στην ταβέρνα, γιατί δεν έχουν . Κ' η λατέρνα δε στριγγλίζει πια, γιατί την έδιωξε το αφηνιασμένο ραδιόφωνο. Ο γιος  του Μάζη μπορεί να ναι ακόμα στο Παλαμήσι, αλλά μπορεί να ναι και στον Άη Στράτη, ενώ η κόρη του Γιάβη δεν αποκλείεται να παραθερίζει ... στο Τρίκερι. Κ' ύστερα οι Μοιραίοι δε θα λέγανε σήμερα ότι «φταίει ο Θεός, το κεφάλι το κακό τους ή πρώτα απ' όλα το κρασί» Τώρα ξέρουνε πολύ καλά ποιος φταίει. Μόνο που δεν το λένε φωναχτά. Και λιγ' είναι εκείνοι, που «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουν, ίσως κάποιο θάμα». Πολλοί απ' αυτούς τα παίξαν ούλα, χάσανε και τώρα αναπαύονται για πάντα!...

Να χω άραγε δίκιο;

Από τότε πέρασαν κι άλλα τόσα κι ακόμα πιο πολλά χρόνια. Αλλά το εμβληματικό αυτό νεοελληνικό ποίημα εξακολουθεί να είναι δυστυχώς πάντα επίκαιρο. Όσες δεκάδες χρόνια κι αν έχουν κυλήσει από τότε που γράφτηκε... Επίκαιρο, όσο η μοιρολατρία, όσο οι κοιμισμένες συνειδήσεις, όσο το φταίει το ζαβό το ριζικό μας, θα κυριαρχούν στη συνείδηση του ανθρώπου. Όχι όμως οποιουδήποτε ανθρώπου. Αυτού όμως που πέφτει παντού και πάντα θύμα εκμετάλλευσης, αυτού που σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει μας πατεί...  

Ο ποιητής, ανταποκρίθηκε σε αυτή την όμορφη συνήθεια που είχαν οι άνθρωποι τότε και του απάντησε με πολύ σεβασμό. 

Οι μοιραίοι γραφτήκανε πριν 30 χρόνια!* Αλλά για τα έργα Τέχνης ο όρος «ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που είτανε στον καιρό του ζωντανό, που είχε αλήθεια και που ξυπνούσε συνειδήσεις.

Ξυπνημένες συνειδήσεις υπήρχανε και τω καιρώ εκείνω, όπως υπήρχανε και κοιμισμένες. Το ίδιο γίνεται και σήμερα. Το ποίημα χτυπάει κείνην τη μερίδα του λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι αυτοεγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα «θάμα». 

Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι είταν περισσότεροι και τώρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι πως υπάρχουν, υπήρχανε και θα υπάρχουνε Μοιραίοι, όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα κι όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την ομαδική «εκ των άνω» τύφλωση του Έθνους.

Και δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς γι' αυτό. Αρκεί να κοιτάξει τι γίνεται σήμερα: ότι γινότανε πριν από τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια κι ότι θα γίνεται μέχρι συντέλειας του κράτους δικαίου! Ολ' η πολιτική ιστορία του τόπου στηρίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή της μοιρολατρείας του λαού. Αν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της Ελλάδας δε ντρέπονται να παρουσιάζονται σα «σωτήρες» αυτό οφείλεται στο ότι πολύς λαός περιμένει «σωτήρες» (το θάμα!)

Δυστυχώς ολ' αυτοί, που περιμένουνε το θάμα, δεν είναι μοιραίοι· είναι και πολλοί συμφεροντολόγοι. Άλλο θέμα. Πάντως το «χτύπημα των Μοιραίων» είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα, έως ότου «ξυπνήσουμε νεκροί».

*38 για την ακρίβεια

Επίκαιρη δυστυχώς κι η απάντηση του Βάρναλη στο νεαρό της εποχής. Γι' αυτή τη μοιρολατρία γράφτηκαν σελίδες και σελίδες. Η πένα βουτήχτηκε στο μελάνι για να τη χτυπήσει. Τα μολύβια ξύστηκαν και ξαναξύστηκαν για να τη σβήσουν από τα βάθη της συνείδησης του άβουλου ανθρώπου. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής χτυπήθηκαν με μανία για να την πολεμήσουν. Ποιήματα, μυθιστορήματα, μελέτες, θεωρίες πάσχισαν να την αποτινάξουν από πάνω μας. Η «μοίρα» μας όμως δεν αλλάζει αν δεν την αλλάξουμε εμείς. Κι αυτή η σκυτάλη πρέπει να περάσει στη γενιά μας  για να χτυπήσει τα πλήκτρα του υπολογιστή της, να γεμίσει με τα σύμβολα της ελευθερίας άσπρες τυπωμένες σελίδες, μέχρι οι μέρες να πάψουν να σβήνουν μακριά μας, μέχρι να μην μπορεί σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει (να) μας πατεί, μέχρι να πάψουμε να είμαστε δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, και να προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
ολ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές. σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυρρανιέται, 
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρωτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


[Το γράμμα του νεαρού κι η απάντηση του Κώστα Βάρναλη είναι από το βιβλίο «ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΟΛΩΜΙΚΑ» των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ. Μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό σύστημα διατηρώντας παράλληλα την ορθογραφία του πρωτότυπου.]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου