Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Τα επαναστατικά "Νέα Ελληνικά Γράμματα", κόντρα στην οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, την άγνοια και τη δεισιδαιμονία που συστηματικά αυτή καλλιεργεί (μέρος πρώτο)




Αυτές τις μέρες, η οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, πιστή στο μίσος για κάθε τι ανθρώπινο, για κάθε απόλαυση, κυρίως όμως γνωστή από τα μισογυνικά κηρύγματά της των εκπροσώπων της ανά τους αιώνες, ξέρασε από τον άμβωνά της ότι πιο αναχρονιστικό. Τη γνώμη της για το τι θα κάνει μια γυναίκα με το σώμα της... Λες και  οι γυναίκες της τη ζητήσανε. Λες και τις αφορά. Νομίζει ότι ο άνθρωπος θα παραμείνει για πάντα το ποιμνίο της. Πρόβατο που φοβάται να ξεστρατίσει και τον φοβίζει με κάθε είδους προκαταλήψεις, απειλές και φόβο. Κυρίως φόβο. Γιατί αν φοβάσαι το θεό (με μικρό θήτα πάντα), θα φοβάσαι πάντα και τον ισχυρό και το αφεντικό. Κι έτσι θα διαιωνίζει την εξουσία της και τα άρρηκτα συμφέροντά της με αυτούς. Τα Νέα Ελληνικά Γράμματα είχαν όμως την τιμή να πολεμήσουν όλες αυτές τις προκαταλήψεις και μάλιστα σε καιρούς πολύ πιο δύσκολους από τους σημερινούς. Τα δύο εκτενή κείμενα που θα παρουσιαστούν σε δύο μέρη, κατά τη γνώμη μου αξίζουν να διαβαστούν. Για το ένα μάλιστα, το πρώτο, γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από τον επαναστάτη, ελληνοδιδάσκαλο, δημοτικιστή και από τους πρώτους σοσιαλιστές που καλλιέργησε το κοινωνικό μυθιστόρημα, συγγραφέα του εμβληματικού βιβλίου «Ο κόκκινος τράγος», Κώστα Παρορίτη, υπήρξε τιμωρία επειδή εξέδωσε τόμον διηγημάτων, εν οις παρουσιάζει πρόσωπα εκ της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα, ως αδικούμενα. Το δεύτερο και πιο μικρό σε έκταση που θα παρουσιαστεί στο δεύτερο μέρος, μας αποκαλύπτει πως με τη γνώση κάθε είδους δεισιδαιμονίες, φόβοι και προκαταλήψεις θα τσακιστούν και οι κατεργάρηδες θα πάρουν σιγά σιγά τη θέση που τους αξίζει. Στο περιθώριο της μαύρης ιστορίας του πλανήτη για να θριαμβεύσει ο άνθρωπος και η δύναμη του πάνω σε κάθε μεταφυσική καταπίεση και ανοησία...


[Κώστας Παρορίτης: Χαμένη ελπίδα]*


Η γριά βγήκε από τη μικρή καμαρούλα πατώντας στα νύχια κι ήρθε και κάθισε σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά λαμποκοπούσε κι όξω ο αέρας σφύριζε [...]. Ο γέρο Κωνσταντής έσκυβε το κεφάλι στραβώνοντας τα χέρια στο στήθος. Ανάμεσά τους καθότανε ο Γιάννης, τ' όμορφο παληκάρι που τον είχανε πάρει από μικρό και θα τον κάνανε και γαμπρό στην κόρη τους, την Καλομοίρα.

- Τι κάνει; ρώτησε σιγαλά ο γέρο Κωνσταντής.
- Ησυχη είναι τώρα, αποκρίθηκε η γριά.

Η γριά ανσκάλεψε τη φωτιά• η αγωνία εϊτανε ζουγραφιστή στα πρόσωπα ολονών. [...] Άξαφνα ακούστηκε από τη μέσα κάμαρα ένα βογγητό. Η γριά σηκώθηκε σα να τηνε κούνησε μηχανή κι έτρεξε βιαστική μέσα. Τα βογγητά επαναληφθήκανε κι έπειτα πάψανε• η γριά ήρθε και ξανακάθισε στη θέση της αμίλητη. 

- Δεν πάει καλά, μουρμούρισε ο Γιάννης.
- Χωρίς γιατρό τόσες μέρες.

Ο γέρος τονε κοίταξε μια στιγμή και πάλε ξανάσκυψε το κεφαλι• ο Γιάννης σωπασε• έπειτα ξανάρχισε.

-Χωρίς γιατρό... κι η κάψα να μην πέφτη... που θα καταντήσει έτσι. 

Ακούστηκε ένα τσιτσιρότο• ο γέρος ανασηκωσε τα μάτια του, είδε το καντήλι που ζύγωνε να σβήση κι είπε στη γριά:

- Το καντήλι τσιτσιρίζει. Δε σηκώνεσαι να του ρίξης λίγο λάδι;[...]

- Χωρίς γιατρό... -μουρμούρισε πάλε ο Γιάννης- κρίμα στο κορίτσι.

Ο γέρος πάλε δεν αποκρίθηκε.

- Δε λες τίποτα, πατέρα, κι συ; Έτσι θα την αφήσουμε, χωρίς γιατρό; ξανάπε ο Γιάννης.

- Τι να πω; - μουρμούρισε ο γέρος- ό,τι είναι θέλημα Κυρίου να γίνη θα γίνη.

-Θέλημα Κυρίου, στέναξε ο Γιάννης και, αφού σηκώθηκε από χάμω, άρχισε να περπατάη μέσα στην κάμαρα.

Έπειτα στάθηκε στο παραθύρι και μέσα από το ραγισμένο τζάμι κοίταζε τον κατάμαυρο ουρανό. Έπειτα ζυγωσε στη διπλανή κάμαρα και αφού αφουγκράστηκε προσεχτικά κάμποση ώρα.

- Δε μου 'πες αλήθεια, το θέλει ο παπα-Ηλίας που πάει κι έρχεται; ρώτησε ο Γιάννης.

-Από τη μέρα που 'πεσε χαμωη Καλομοίρα μας δεν πέρασε μέρα που να μη μας επισκεφτή.

Ο γέρο-Κωνσταντής τον κοίταξε στα μάτια.

- Ο παπα-Ηλίας είναι άγιος άνθρωπος, παιδί μου. Κι αν έρχεται στο σπίτι μας, για καλό μας έρχεται.

- Δε λεω όχι, πατέρα. Μα θα ' θελα να ξέρω τι λέτε. Συχνά σας βλέπω να κρυφωκουβεντιάζετε. Τρέχει τίποτα;

- Τι άλλο θες να τρέχη; Η Καλομοίρα μας είναι άρρωστη.

- Γι' αυτήν, το λοιπό, λέτε;

- Για ποιόνε θέλεις να λέμε, παιδί μου; Ο παπα-Ηλίας είναι αληθινά άγιος. Αν είναι να γιάνη η Καλομοίρα μας, μόνο ο παπα-Ηλίας μπορεί να τηνε γιάνη. Από γιατρούς δεν είναι προκοπή.Ο Θεός άμα θέλει... Και τη μακαρίτισσα την αδερφή μου οι γιατροί την φάγανε... Μα ανάθεμα τη φτώχεια, παιδί μου!

Ο Γιάννης σκέφτηκε λίγο.

- Αν είναι για την Καλομοίρα, πατέρα, να σκίσω τη γις να βρω τα λεφτά που χρειάζουνται. Μα πες μου, τι τρέχει; Έχει τίποτις γιατρικά ο παπα-Ηλίας που κουστίζουνε; [...]

- Έχει, παιδί μου. Γιατρικά που είναι ένα κι ένα. Έχει άγια λείψανα, τίμιο ξύλο από τον Άγιο Τάφο και σταυρολούλουδα από τον τάφο του Χριστού. Μα χρειάζουνται παράδες για όλα αυτά και που να βρεθούνε. Ο γέρος αναστέναξε.

-Για διακόσιες δραχμές χάνω το παιδί μου, μουρμούρισε και τα μάτια του βουρκώσανε.

Ο Γιάννης σιωπούσε.

- Δεν είναι καλίτερα, πατέρα, να τις δώσουμε στους γιατρούς αυτές τις διακοπές δραχμές, αν έδινε ο Θεός και τις οικονομούσαμε;

Ο γέρος τονε κοίταξε με έκπληξη.

- Κουνήσου από τη θέση σου, παιδί μου! Κάνε το σταυρό σου! Αυτό που λες είναι βλαστήμια! Τι έχουμε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λειψανα;

Και λέγοντας αυτά, ο γέρο-Κωνσταντής σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια.

Η γριά έριξε λίγα κλήματα στη φωτιά. Έκανε κρύο μέσα στην κάμαρα. Ένα τζαμί ήτανε σπασμένο κι ο αέρας έμπαινε σφυρίχτρα. Η γριά σηκώθηκε, πήρε ένα ρούχο και στουοωσε με αυτό την τρύπα για να μην μπαίνη κρύο. Ο Γιάννης σηκώθηκε από χάμω [...] έλειψε κάμποση ώρα κι έπειτα ξαναγύρισε κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια του. Τα 'ρειξε στην ποδιά του γερο-Κωνταντή λέγοντας:

- Πάρε τα αυτά, πατέρα. Είναι διακόσιες δραχμές. Τις είχα για τα έξοδα του γάμου μας. Δόσε τις του παπα-Ηλία . Φτάνη να μας κάνει καλά την Καλομοίρα
μας.

Ο γέρος τονε κοίταξε με μάτια γεμάτα 'γνωμοσύνη. Η γριά σκούπισε ένα δάκριο από τα μάτια της. [...]

Ο Γιάννης δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Η στεναχώρια του τον έπνιγε. Κάτι φριχτές αμφιβολίες του πιπιλίζανε αλύπητα το μυαλό. [...]

Η γριά μπήκε ακροπατητά στην κάμαρα της άρρωστης. [...]

Η άρρωστη άνοιξε τα μάτια βγάζοντας απάγει αναστεναγμό.

Η γριά έσκυψε από πάνω της. 

- Πώς είσαι παιδί μου;

Η άρρωστη σουφρωσε τ' αχείλια της με πίκρα.

- Δεν είμαι καλά, μάννα. Θα πεθάνω!

Η μάνα ανατρίχιασε.

- Χριστός και Παναγία, παιδάκι μου! Τι ιδέες είναι αυτές! [...]

- Θα πάμε στο μοναστήρι, ο παπα-Ηλίας έχει τα άγια λείψανα και με τη χάρη του Χριστού και της Παναγίας θα της την υγεία σου.

- Αληθεια το λες μάννα; ψιθύρισε με μαραμένα χείλια της.

- Αληθεια, παιδί μου. Τώρα μάλιστα πρέπει να ξεκινήσουμε πρι να φωτίση. [...]

Ο Γιάννης στην αυλή είχε σελώσει το μουλάρι, ο γερο-Κωνσταντής γέμισε κάμποσα φανάρια με πράγματα και τα κρέμασε από πίσω. [...]

Η νύχτα είτανε σκοτεινή. [...] Η ψύχρα φαρμακερή, το κρύο τρυπητό. [...] Χοντρές ατάκες νερό ραντϊζανε το σώμα κάθε στιγμή. [...] Ο δρόμος φαινότανε ατελείωτος. [...] Η μπόρα ξέσπασε. Το σκοτάδι σκίζεται από τις αστραπές. Νερό ατελείωτο. [...]

- Θα μας πάθη το κορίτσι, ψυθιρίζει η γριά και ο φόβος της παγώνει τη μιλιά.

- Θα μας λυπηθεί ο Θεός, αποκρίνεται ο γέρος και ταχαινει ακόμα το βήμα του.

Αρχίζει να χαράζη. Φτάνουνε στο μοναστήρι. [...] Ο παπα-Ηλίας έρχεται [...]

Η χάρη του Θεού μαζί σας, τους λέει.

Κείνοι του φιλούνε το χέρι. Είναι όλοι μουσκεμα• νιώθουνε το νερό ως τα κόκκαλα τους. Κατεβάζουνε την Καλομοίρα από το μουλάρι κι ένα καλογερο-παίδι τους οδηγάει στο κελί που θα κατοικήσουνε.

Η Καλομοίρα έφτυσε αίμα. Ποτάμι ολόκληρο κύλισε από μέσα της. Η βροχή και το κρύο κείνης της νύχτας την αποκάμανε. [...] Ο παπα-Ηλίας ακουμπάει απάνω της τ' άγια λείψανα, ανοίγει ένα αρχαίο βιβλίο γεμάτο σταλαγματιές κερί και μένει ώρες ολάκερες ορθός διαβάζοντας μουρμουριστά.  [...] Ο Γιάννης καρφώνει τα μάτια του στο πρόσωπο του παπά σαν του λέει "έλεος, λυπήσου με παπά!" Σαν τονε πνίγει η στεναχώρια, ξεσπάει σε μια φριχτή ερώτηση: 

Πες μου, παπά, θα γίνη καλά η Καλομοίρα; [...]

- Πίστη, πίστη, παιδί μου, να 'χης, κι ο θεός είναι πολυέσπλαχνος.

Αχ αυτή η πίστη! Ο Γιάννης ανοίγει το στόμα του κι αναπνέει βαθειά σα α θέλη να γεμίση τα πλεμόνια του από πίστη. Αυτή η μυρουδιά του λιβανιού όλο πίστη χύνει στην ψυχή του. Μα γιατί δε γίνεται καλά η άρρωστη; Γιατί δε φαίνεται τουλάχιστο να καλιτερέψη; [...]

Ο Γιάννης μένει σκεφτικός ώρες. [...] Κουβεντιάζει με την ψυχή του. "Χωρίς γιατρό, χωρίς γιατρό" ψιθυρίζει κάποτες. Ο γέρος που τον ακούει:

- Μη βλασφημάς, ψιθυρίζει.

- Δε βλαστημάω, πατέρα, μα δε βλέπω καμιά καλιτέρεψη, λέει ο Γιάννης σκεφτικός πάντα.

- Μη βλαστημάς, σου ξαναλέω. Εμένα ο παπάς μου είπε πως πρέπει να 'χουμε πίστη. Χωρίς πίστη δε γίνεται τίποτα. [...]

Ο παπάς έρχεται να ξαναρχίση το διαβασμα• ακουμπάει α άπάνω στην άρρωστη τ' άγια λείψανα, φοράει το πετραχήλι και αρχινάει το διάβασμα. Μέρες τώρα επαναλαμβάνεται αυτή η δουλειά. Ο Γιάννης κοιτάει τον παπά με περιέργεια. [...] Ποιος είναι αυτός που θα κάνη καλά ην άρρωστη; Το πρόσωπο του δεν είναι διόλου συμπαθητικο• τα μάτια του, αχ αυτά τα μάτια του, πως παίζουνε  πονηρά, πως λάμπουνε από κάποιον αλλόκοτο φως. [...] Μυρίζει θανατίλα αυτός ο άνθρωπος. [...] Η άρρωστη ανοίγει καμιά στιγμή τα μάτια της, βλέπει τον παπά και γλήγορα τα ξανακλείνει φοβισμένα, σα ν' αντικρϋζει το Χάρο.

- Παπά, θα γίνη καλά; ρωτάει πάλε ο Γιάννης [...]

- Δε σου είπα τόσες φορές να 'χης πίστη; Χωρίς πίστη τίποτα δε γίνεται, λέει ο παπάς σα φοβισμένος. [...]

Η νύχτα είναι τελειωτικά• η αρρώστια θα πάρη πια ένα τέλος• ή άπάνω ή κάτω. Οι γέροι πιστεύουν πως θα ιδούνε άξαφνα την κόρη τους να σηκωθεί όρθια μπροστά τους.

Η Καλομοίρα ανοίγει τα μάτια της:

- Πατέρα, την ευκή σου. Φεύγω, λέει με αδύνατη φωνή και δύο καυτερά δάκρια κυλούνε από τις κουφαλωμένες γούβες των ματιών της.

Ο Γιάννης με μιας ξεπετάγεται απάνω σα να τονε δάγκωσε φείδι. Το πρόσωπο ου έχει μια έκφραση ζωόδικη• τραβάει τον παπά από το μανίκι.

- Παπά, θυμήσου τι είπες, λέει τρέμοντας. [...]

Η Καλομοίρα παραμιλάει. [...]

Η μάννα της της κρατεί το κεφάλι. "Ζυγώνει το θάμμα" λέει με το νου της. Ο παπάς δεν παύει το διάβασμα, μα ρίχνει και κάτι περίεργες ματιές προς τον Γιάννη. Ο Γιάννης τά 'χει χαμενα• καλά-καλά ούτε νιώθει που βρισκεται• το μάτι της Καλομοίρας πέφτει απάνω του.

- Γιάννη -του λέει- έλα, να φιληθούμε για τελευταια φορά.

Μα ο Γιάννης, σα να μην άκουσε, μένει ακούνητος με μάτια γουρλωμένα από τη φρίκη.[...]

Η Καλομοίρα έκλεισε τα ματια, άνοιξε τρεις φορές το στόμα, τινάχθηκε σπασμωδικά, ξύνησε το πρόσωπο της κι έμεινε ακούνητη για πάντα.

Ο παπάς βλογάει το λείψανο. 

Είτανε θέλημα Θεού, ψυθιρίζει.

Οι γέροι κοιτάνε με απορία. Ο Γιάννης κραττάει την ανάσα του, σφίγγει τις γροθιές του.

- Φονιά, φονιά, παπά, είσαι φονιάς!

Αρπαζει τ' άγια λείψανα, τα πετάει χάμω κι αρχίζει με τα πόδια του να τα τσαλαπατάη. Τ' άγια κόκκαλα γίνουνται θρύψαλα. Τα ξερολούλουδα σκορπιούνται 'δω και εκεί.

- Φονιά, φονιά, παπά! μουγκρίζει ο Γιάννης. 

Ο παπάς μαζεύεται σε κάποια γωνιά• η ψυχή του έχει 'ρθει στο στόμα από το φόβο. Οι γέροι σταυροκοπιούνται. Ο Γιάννης αγκαλιάζει την πεθαμμένη. 

- Σε σκοτώσαμε, αγάπη μου! σκούζει.

Η καμπάνα σημαίνει για τον όρθρο. Από τις χαραμάδες του μικρού παραθυριού μπαίνει δειλά το πρώτο φως. Γλυκοχαράζει.

*[Το απόσπασμα από το διήγημα "Χαμένη ελπίδα", βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Οι νεκροί της ζωής" και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου.]




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου