Ο πρώτος που το είδε ήταν ο καφετζής, που ετοίμαζε με ήρεμες κινήσεις το μαγαζί του για να υποδεχθεί τους λίγους πρωινούς του πελάτες, που θα έκαναν τη στάση τους για την τελετουργία του καφέ πριν την δουλειά. Τίποτα βιαστικό δεν συνέβαινε σ' αυτή τη μικρή και ήσυχη πολιτεία. Δεν έδωσε σημασία. Περνούσαν σμήνη από 'κει δύο φορές το χρόνο. Έκαναν μια στάση για λίγες μέρες. Μία την άνοιξη και μία το φθινόπωρο, όπως και τώρα, για να συνεχίσουν σε πιο νότια και ζεστά μέρη. Αυτό το πουλί όμως ήταν διαφορετικό. Πιο μεγάλο από τα συγκεκριμένα αποδημητικά, μαύρο με μια περίεργη γυαλάδα, Γεράκι δεν ήταν, σαν αυτά που πετούσαν στο βουνό που ήταν στην πλάτη της πολιτείας και την προστάτευε από τους άγριους βοριάδες το χειμώνα. Την έκλεινε στην αγκαλιά του και την άφηνε να κατρακυλά μέχρι τη θάλασσα. Απλώς την παρατηρούσε και τη χαιρόταν. Ήταν ο από βορρά φύλακάς της. Η θάλασσα, το παιχνίδι της και ο φύλακας της από το νότο.
Ο φάρος έσβησε. Θα άναβε πάλι σε έντεκα ώρες...Το ρολόι όμως συνέχιζε τον αιώνιο κύκλο του, λεπτά, ώρες, όπως και ο χρόνος, μέρες, μήνες, χρόνια... Μαζί με το φάρο ήταν τα σύμβολα της πολιτείας. Μαζί, σ' ένα πανύψηλο κτίσμα στην άκρη της προβλήτας. Χτύπησε το ρολόι στις εφτά, στις οκτώ...στις τρεις. Το καφενεδάκι ετοιμαζόταν για το κλείσιμο. Αύριο πάλι. Το μαύρο πουλί όμως εκεί. Ακίνητο. Με τα μάτια του, αντί για το πέλαγος, στραμμένα στη μικρή πολιτεία. Χωρίς να ξέρει όμως κανείς, ούτε το ίδιο, τι ακριβώς κοιτάει. Ο καφετζής το σχολίασε. Το ίδιο κι οι περίεργοι που σκότωναν τις ώρες τους εκεί. Μέσα Οκτώβρη και το απόγευμα στη μικρή πολιτεία άρχιζε να γίνεται λίγο απόκοσμο. Το βουνό επιβλητικό, η θάλασσα να ριγά από το ελαφρό και ψυχρό πια αεράκι, ο ήλιος να είναι λιγότερο φωτεινός. Έτσι θα ήταν τους επόμενους μήνες, έως την επόμενη άνοιξη. Μικρή η πολιτεία, λίγος ο κόσμος, αδιαφορία και πλήξη. Όλα κυλούσαν σαν το ρολόι. Αργά, συγχρονισμένα, άχαρα. Τικ τακ, τικ τακ...Όλα βούλιαζαν σε μια αποχαυνωτική ηρεμία. Όπως ακριβώς χτυπούσε το κύμα αυτού του κλειστού κόλπου στην αμμουδερή παραλία δίπλα στο μικρό λιμανάκι της πολιτείας, δημιουργώντας έναν συνεχόμενο και ανεπαίσθητο φλοίσβο, έτσι και αυτή η κλειστή ζωή δεν επρόκειτο να έχει καμιά φορτούνα, κανένα κύμα. Η μέρα εναλλασσόταν με τη νύχτα όπως το κυματάκι σπάει στην παραλία και χάνεται τραβώντας πίσω για να έρθει το επόμενο.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Ο ήλιος άπλωσε το φως του από την πλευρά της θάλασσας. Το καφενεδάκι, οι πρώτοι εργάτες, η μυρωδιά των φούρνων. Το μαύρο πουλί εκεί. Πάνω στο φάρο-ρολόι να είναι στραμμένο, όχι προς τη θάλασσα, όχι προς τη φυγή στα ζεστά νότια μέρη αλλά προς τη μικρή πολιτεία. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει τίποτα. Κοιτάει ίσια μπροστά, τι να σκέφτεται, αναρωτιέται ο καφετζής. Τι πουλί είναι αυτό; Τι μήνυμα μας φέρνει; Δεν είναι καλό σημάδι. Ταράζεται. Ένα περίεργο σούσουρο απλώνεται στην πολιτεία. Ο φάρος–ρολόι είναι το σύμβολο τους. Όλοι περνούν από 'κει να δουν το μαύρο πουλί με το λαμπερό μαύρο χρώμα. Μοιάζει να ψυχορραγεί ή όχι; Περνούν, κοιτούν, φεύγουν. Συνεχίζουν τη ζωή τους όπως κυλούν οι δείκτες του ρολογιού. Τικ τακ, τικ τακ. Κάποιοι μαθητές ρώτησαν τη δασκάλα τους τι είδους πουλί ήταν αυτό. Στη δημοτική βιβλιοθήκη ξεψάχνισαν τα αντίστοιχα βιβλία. Τηλεφώνησαν στην ορνιθολογική εταιρία. Τίποτα. Αχαρτογράφητα νερά. Σε λίγες μέρες ατόνησε το ενδιαφέρον τους, όπως, αν ακολουθήσουν το δρόμο όλων των κατοίκων της πολιτείας, θα ατονήσει σε λίγα χρόνια οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τη ζωή. Μονότονη η πολιτεία, όσο μονότονη είναι η πορεία πάνω στα στρωμένα σίδερα που ακολουθεί το τρένο. Κρακ κρακ, κρακ κρακ, κρακ κρακ...
Το μαύρο πουλί εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητο πάνω στο φάρο-ρολόι. Μέχρι που ένα πρωί, την ώρα που άρχιζε ν' αστράφτει ο ουρανός και να μπουμπουνίζει δυνατά, αναγκάζοντας τους κατοίκους να ξυπνήσουν απ' τον εξάμηνο λήθαργο της καλοκαιρινής ανομβρίας και να σηκώσουν τα κεφάλια τους στον ουρανό. Και σα να διάλεξε εκείνη τη στιγμή, το μαύρο πουλί άνοιξε τα φτερά του και πέταξε. Με εκείνες τις αρχοντικές κινήσεις που ένα μεγάλο πουλί ξέρει να γοητεύει τον ουρανό, να διεκδικεί το χώρο του στον απέραντο αυτό άυλο όγκο, να είναι κυρίαρχο και άξιο θαυμασμού ακόμα κι απ' τα πιο ψηλά δέντρα κι απ' τα πιο ψηλά αιωνόβια βουνά, από τα ηλεκτρισμένα σύννεφα που σκίζει με το πέταγμα του και τους ανθρώπους που είναι καθηλωμένοι στη γη ακόμα κι αν με τη μηχανή έφτασαν στο φεγγάρι... Άπλωσε τα φτερά του, τ' ανοιγόκλεισε μερικές φορές, έκανε ένα γύρο πάνω από την πολιτεία και κουρασμένο, έτσι φαινόταν, κάθισε στη νοτισμένη απ' τις ψιχάλες και το νερό της θάλασσας αμμουδερή παραλία λίγο πιο έξω από την πόλη.
Το νέο διαδόθηκε γρήγορα. Ένας ψαράς είδε το πουλί να ψυχορραγεί. Να είναι εξαντλημένο και ακίνητο. Ξαπλωμένο με το κεφάλι ακουμπισμένο στην άμμο και το ράμφος ν' ανοιγοκλείνει σα να προσπαθεί κάτι να πει. Να τους μεταφέρει ένα μήνυμα για όλα αυτά που βλέπει από εκεί ψηλά στα ταξίδια του... Οι ψιχάλες που ήταν πρόσκαιρες έδωσαν τη θέση τους σ' ένα ψυχρό αεράκι που μαζί με τον γκρίζο ουρανό έδιναν στο τοπίο μια απόκοσμη μορφή. Μια βαριά ησυχία απλωνόταν στην παραλία που ούτε ο ελάχιστος φλοίσβος της θάλασσας δεν τάραζε.
Γέροι, νέοι, γυναίκες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά πήραν τον πλακόστρωτο δρόμο προς την παραλία για να δουν το απρόσμενο θέαμα που τάραξε τη νεκρή ζωή τους...
Αντίκρυσαν το μαύρο πουλί να πεθαίνει. Δεν καταλάβαιναν όμως ότι αυτό που αντίκρυζαν τόσο αδιάφορα και παγερά και που δεν έκαναν τίποτα για να το βοηθήσουν ήταν οι ίδιοι. Οι ίδιοι ήταν, ο ήδη νεκρός πλανήτης, το τελευταίο καμένο δέντρο, το τελευταίο δηλητηριασμένο ψάρι, το τελευταίο ανθρώπινο σώμα γεμάτο αρρώστιες, το ίδιο το απαξιωμένο τους ήθος, η νεκρή τους συνείδηση, ο ίδιος ο πλανήτης...
Γυρίζοντας πίσω στη μικρή τους πολιτεία, στα σπίτια τους, στο καφενείο, στο σχολείο και στις δουλείες τους, ρωτούσαν αδιάφορα ο ένας τον άλλον.
-Ήσουν στην παραλία;
-Ναι, ήμουν
-Είδες το πουλί;
-Ναι, το είδα...
-Ναι, ήμουν
-Είδες το πουλί;
-Ναι, το είδα...
Το ρολόι-φάρος, το σύμβολο τους, χτύπησε μεσάνυχτα...
Υπέροχο! Υπέροχο! Μας ταιριάζει απόλυτα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμείς είμαστε... Εμείς...
Ευχαριστώ πολύ Γιάννη!
ΔιαγραφήΠολύ δυνατό!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ φίλε!
Διαγραφή