Ο συλλέκτης είναι «τρελός». Και ο συλλέκτης παλιών βιβλίων ακόμα πιο «τρελός»! Δεν του φτάνουν οι χιλιάδες ιστορίες που έχει διαβάσει, τα άπειρα βιβλία που κυκλοφορούν, οι προθήκες, οι πάγκοι και τα ράφια των βιβλιοπωλείων που ξεχειλίζουν και τον φτάνουν στα πρόθυρα της τρέλας, της ματαιότητας και του «άγχους» του ρολογιού της ζωής που κυλά αντίστροφα και δεν θα προλάβει να τα καταβροχθίσει κι αυτά και τα άλλα και κάποια ακόμα. Ελληνικά, σπανιόλικα, λατινοαμερικάνικα, αμερικάνικα, ιταλικά, γαλλικά, ανατολίτικα... «Πρέπει» τώρα να ψάχνει και στα παλαιοβιβλιοπωλεία! Για αυτά τα παλιά διαμαντάκια, που είτε τυχαία ανακαλύπτει στις βόλτες του εκεί, είτε γνωρίζει την ύπαρξή τους και ψάχνει απελπισμένα μήνες και χρόνια να τα βρει! Κυκλοφορεί στη Σόλωνος, στην Ιπποκράτους, στην Ασκληπιού. Σε αυτό τον μαγικό κήπο των Ιδεών! Κάποιες φορές φτάνει μέχρι το Μοναστηράκι και τη Βικτώρια! Πηγαίνει και ξαναπηγαίνει στα ίδια ισόγεια και ημιυπόγεια μαγαζάκια, αφήνει από 'δω κι από 'κει το τηλέφωνό του μήπως και κάποια στιγμή πέσει στα χέρια του παλαιοβιβλιοπώλη αυτό το βιβλίο που ψάχνει. Και κάποια στιγμή όταν βρίσκει αυτό για το οποίο καιγόταν, αφού είχε χάσει κάθε ελπίδα πια, αισθάνεται όπως όλοι αυτοί που έχουν νιώσει το μυρμήγκιασμα σε όλο τους το σώμα μόλις συναντούν αυτό που αναζητούν... Μπορεί το βιβλίο αυτό να μην εκτιμήθηκε από τους κληρονόμους του παλιού του κατόχου, να μην είχε καν κληρονόμους και να πετάχτηκε στα σκουπίδια, να πήγαινε για πολτοποίηση και να σώθηκε την τελευταία στιγμή, αλλά η περιπέτειά του τελείωσε και θα βρει πάλι μια θέση σε ένα ράφι αφού ξεφυλλιστεί και διαβαστεί! Είναι τυχερό, όπως και ο καινούριος του φίλος! Κάποιο άλλο όμως μπορεί να εξακολουθήσει να μένει στη βιτρίνα μέχρι να βρεθεί το χέρι που θα μπορεί να ανταποκριθεί στην τιμή που όρισε ο πωλητής του. Δυστυχώς για το σεβντά αυτού, που δεν του έφταναν τα χρήματα να το πάρει στα χέρια του. Κι αυτό όλο μέχρι και ο τελευταίος άνθρωπος να μπορεί να πιάνει, να ξεφυλλίζει και να διαβάζει όποιο βιβλίο επιθυμεί! Και η γνώση και η ανάγνωση να είναι χαρά και προνόμιο για όλες και όλους σε αυτό τον πλανήτη...
Μπουκτοξίκ
8:45 π.μ. Αρχές Αυγούστου
Η Σόλωνος ήταν άδεια από κόσμο, η Χ. Τρικούπη επίσης. Οι καταστηματάρχες άνοιγαν τα μαγαζιά τους. Γυρνούσα χωρίς σκοπό, τουλάχιστον έτσι έδειχνα. Λίγο πιο κάτω προς την Ακαδημίας και επί της Τρικούπη ένας τοξικομανής είχε πιάσει το πόστο του για «τράκα». Τον παρατηρούσα. Μια μπαντάνα έδενε το αραιό μακρύ μαλλί του. Ηλικία γύρω στα τριάντα. Σπασμένο πρόσωπο και κοκαλιάρης. Τα χέρια του ήταν τυλιγμένα σε κομποσκοίνια. Του έλειπαν αρκετά δόντια. Τον παρατηρούσα για να σκοτώσω την ώρα μου. Στην τσέπη μου είχα ένα χαρτάκι που επιμελώς είχα καταγράψει τους τίτλους των βιβλίων που ήθελα, ως συνήθως. Το ξανακοίταξα. Και τα τρία σπάνια, σπανιότατα θα 'λεγα. Σε όλα τα γνωστά βιβλιοστέκια τζίφος το σαφάρι. Με ξέρουν από μικρό, μαζεύω βιβλία για το Δημοκρατικό Στρατό. Έχω χάσει ώρες σε αυτά τα βιβλιοστέκια ψάχνοντας. Οι περισσότεροι βιβλιοπώλες γνωρίζουν τις αναζητήσεις μου, ενίοτε και τις περιπλανήσεις μου. Σίγουρα μόλις βγαίνω από το βιβλιοπωλείο τους όλο και κάποιος εκ των ιδιοκτητών θα έχει σχολιάσει «Ε, ρε τρέλα, ο άνθρωπος!» Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχει σχολιαστεί η φιγούρα μου. Κάποιοι με συμπονούν, άλλοι κρατάν εμπορική επαφή. Και μια φιλότιμη μειοψηφία έχει τρέξει πραγματικά γι' αυτήν την υπόθεση που αφορά ένα δικό μου σχέδιο. Αόριστο γι' αυτούς, ωσότου ολοκληρωθεί και δουν τον καρπό των κόπων μου.
Όπως και να 'χει, καθόμουν και περίμενα στη Χ. Τρικούπη. Το βιβλιοπωλείο που περίμενα να περάσω το κατώφλι του είχε ανοίξει. Ο γλυκύτατος υπάλληλος ήδη έκανε την προετοιμασία του ανοίγματος. Έβγαλα το χαρτάκι, τον καλημέρισα και του το έτεινα. Χωρίς να με καλημερίσει, το κοίταξε, σκέφτηκε για λίγο, άφησε να πλανώνται τρία συνεχόμενα «τσου» και συνέχισε την προετοιμασία. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν για μένα! Στον ύπνο του βλέπει τα βιβλία ο άνθρωπος καλοκαιριάτικα; Με την τσίμπλα στο μάτι ο πούστης;
Αδιαφορώ για το τι μπορεί να σκέφτονται για μένα. Αδιαφορώ και όταν κάποιοι δεν είναι ευγενικοί. Αδιαφορώ ακόμα και γι' αυτούς που δεν με γουστάρουν όταν πασπατεύω τα βιβλία στα ράφια για ώρες, ψάχνοντας κάθε φορά αυτό που θέλω. Δεν μου καίγεται καρφάκι με την τσαντίλα τους όταν επικαλούμαι, μπροστά σε πελάτες, τη φτώχεια μου για να μειώσω τις τιμές μεταχειρισμένων ή ταλαιπωρημένων βιβλίων. Και το χειρότερο; Φαίνονται ταληροφάηδες μπροστά σε πελάτες, ενώ εγώ περνιέμαι για σύγχρονος Μέλιος και κερδίζω τη συμπάθεια. Ένας λουντεμικός ήρωας που θέλει βιβλία, τα αγαπά, αλλά του τα αρνιούνται κάτι παλιέμπορες. Παλεύω για αυτά που αναζητώ και με κατανοούν μόνο όσοι άνθρωποι έχουν περάσει στη «δική μας πλευρά», έστω και μια φορά στη ζωή τους. Όλοι αυτοί δηλαδή που έχουν νιώσει το μυρμήγκιασμα σε όλο τους το σώμα μόλις συναντούν αυτό που αναζητούν. Είμαι εξαρτημένος από αυτό το μυρμήγκιασμα, δεν ντρέπομαι να το δηλώσω. Ας συνεχίσουμε.
Καθώς έβγαινα από το βιβλιοπωλείο, λοιπόν, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια ντάνα παλιών βιβλίων που ήδη ο γλυκύτατος υπάλληλος «φόρτωνε» σε μια εσωτερική βιτρίνα. Ήταν ένα από αυτά που ήθελα να έχω στη βιβλιοθήκη μου, ανεξαρτήτως σχεδίου και σκοπού. ήταν το «Η προδομένη επανάσταση 1941-1944», του Δημήτρη Βλαντά, υπουργού στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και μέλος του Πολιτικού Γραφείου από το 1947. Παναγιά μου και Θεέ μου! Ημερομηνία έκδοσης 1977 και η κατάσταση του βιβλίο άθικτη.
«Πόσο έχει;», τον ρώτησα ενώ είχα δει το μικρό αυτοκολλητάκι με την τιμή.
«Πενήντα», μου λέει κοφτά, ενώ συνέχισε να φορτώνει τη βιτρίνα. Ξέρουμε κι οι δύο ότι πρόκειται για σπάνιο βιβλίο.
«Τι πενήντα;». διαμαρτυρήθηκα.
«Πενήντα...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει και τον διέκοψα μέσα στη φούρια μου. «Για 400 σελίδες βιβλίο, ψιλοκιτρινισμένο, πενήντα;»
«Πενήντα...αλλά...», κοντοστάθηκε λίγο, με κοιτά όπως ακριβώς κοιτούσα εγώ λίγο πριν τον πρεζάκια . «Αλλά Βλαντάς», συμπληρώνει με νόημα. Με Βήτα κεφαλαίο. Με Βήτα βαρύ σαν φάπα. Βλαντάς. Γεμίζει το στόμα. Μάζεψε τα και ξανάλα για «Βλαντά», σαν να έλεγε η ματιά του. Ανεβασμένες τιμές ανεβασμένες αποδόσεις...
Βγήκα έξω, η Χ. Τρικούπη είχε αρχίσει να γεμίζει με κόσμο. Ο πρεζάκιας είχε περάσει απέναντι, ήταν έξω από το σούπερ μάρκετ και «τράκαρε» δύο γριούλες. Πέρασα απέναντι έβγαλα πέντε ευρώ σε ψιλά και τα 'δωσα.
«Ωωωωραίος», πρόλαβε να πει ο τυπάς, γουρλώνοντας στη θέα των ευρώ στη χούφτα του.
«Ο Ιησούς Χριστός να σε έχει καλά» είπε κάνοντας απανωτές υποκλίσεις.
«Και 'σένα ο Δημήτρης Βλαντάς», ανταπαντάω.
«ΕΛΑ ΜΩΡΗ ΑΕΚΑΡΑ», Φώναξε έτσι, για να δείξει οικειότητα ή μπορεί και να με είχε θυμηθεί από γήπεδο.
Συνέχισα προς Ακαδημίας νευριασμένος και με ένα μυρμήγκιασμα που δεν ήταν δικό μου.
Γ. Φ. Καλόγερος
Πηγή: Περιοδικό HUMBA, τεύχος 17, φθινόπωρο 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου