Η τέχνη μου
Χτίζω με πέτρα και μ' ασβέστη
με προαιώνια υλικά·
την τέχνη μου όπως θέλεις πες τη,
με αυτή το χρόνο θα νικά.
Θεμελιωμένη σ' ασπρολίθι,
με πέτρα απάνου παρδαλή,
μήτε κατεβασιά φοβήθη
κι ούτε η φωτιά την καταλεί
Μοιάζει χωριάτικο κονάκι
με τ' αργαλεία στην αγκώνη
και με το καπνισμένο τζάκι,
την τάβλα, να και το σκαμνί.
Μέσα φυλάει ο νοικοκύρης
που τους περάτες αγρικά.
«Κόπιασε, ξένε μου, να γείρεις,
να σε φιλέψω φτωχικά»
Με τα δικά του υλικά έχτιζε την τέχνη του ο Γιώργος Κοτζιούλας, θεμελιωμένη γερά, με υλικά που δεν βρήκε στα ακαδημαϊκά γραφεία και τις πλούσιες βιβλιοθήκες. Από χωριάτικο κονάκι ήταν, δουλεμένα από τη βιοπάλη και τα άρρωστα πνευμόνια του. Δουλεμένα από τους αγώνες του. Από τους αγώνες του να μορφωθεί, από τους αγώνες του για το δίκιο... Τα περισσότερα χρόνια του τα πέρασε στα σανατόρια, σε παράγκες της Πάρνηθας και της Πεντέλης για να καθαρίσει τα κατεστραμμένα του πνευμόνια. Στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας έστησε θέατρα, στην Αθήνα γέμισε τα φύλλα με τα εκατοντάδες διηγήματα και ποιήματά του. έκανε μεταφράσεις. Ναι, αυτός ο πάμφτωχος άνθρωπος από ένα «ασήμαντο» χωριό της Ηπείρου έμαθε γλώσσες και έφερε στα σπίτια μας με τις μεταφράσεις του κόσμους καινούριους.
Ο Κοτζιούλας ήταν ένας τύπος γεμάτος ανθρωπιά. Ξεχείλιζε από έμφυτη ευγένεια. Αξιοπρεπής, μετρημένος, σεμνός, αν και πολύ μορφωμένος και ταλαντούχος ποιητής, πέρασε τη ζωή του μέσα σε αφάνταστες οικονομικές στερήσεις, παλεύοντας συγχρόνως και για τον επιούσιο, και για να κατανικήσει τη φυματίωση... Τον γνώρισα από τον καιρό που εργαζόταν στου Ελευθερουδάκη το λεξικό. Εκεί δουλεύοντας έπαθε αιμόπτυση και έκτοτε ζούσε τον περισσότερο καιρό στις διάφορες εξοχές της Αθήνας, Πεντέλη, Πάρνηθα, Σωτηρία, σε σκηνές και παράγκες...
[αφήγηση Έλλης Αλεξίου, «υπό εχεμύθειαν», εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ]
Και όταν μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες όπως εκείνης της εποχής, άνθρωποι όπως ο Γιώργος Κοτζιούλας κατάφερναν ό,τι αυτός, τότε ο σημερινός άνθρωπος άξιος της μοίρας του είναι και μοναδικός υπεύθυνος, όταν τα τόσα εφόδια που μπορεί να βρει δεν τα χρησιμοποιεί για να αλλάξει την προαιώνια μοίρα του...
Ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο πατέρας. Αυτός μου πρωτόδειξε τυπωμένα τα γράμματα, αρχίζοντας βέβαια απ' τα πιο εύκολα, και μ' έμαθε να τα προφέρω, να τα συλλαβίζω. Αλλά εκείνο που του χρωστάω περισσότερο είναι πως πήρε με το δουλευτάρικο, τριχωτό χέρι του το δικό μου το άμαθο, το δισταχτικό και με δίδαξε πως να γράφω. [...]
Δε μάθαιναν πολλά γράμματα στον καιρό του· πολλοί μάλιστα, της ίδιας ηλικίας μ' αυτόν, δεν ήξεραν ούτε να βάλουν την υπογραφή τους. Κι όταν τους πήραν αργότερα στο στρατιωτικό ή όποτε παρουσιάζονταν στο δικαστήριο, δήλωναν σαν το φυσικότερο πράμα: αγράμματος.
Οι
δάσκαλοι τότε ήταν σπάνιο δείγμα, κι αν
έβγαινε κάπου κάπου κανένας, δε θα
'ρχόταν να φάει ψωμί στα δικά μας
φτωχοχώρια, σ' εκείνο το έρμο καυκί
ανάμεσα Τζουμέρκου και Ξεροβουνιού,
που έχει κατακάτσει φαίνεται από
παμπάλαιη καθίζηση, για να τυρρανιούνται από γεννητάτη φτώχεια οι κάτοικοι του.
[Γιώργος Κοτζιούλας, Άπαντα, απόσπασμα από το αφήγημα «Από μικρός στα γράμματα», Δίφρος]
Κάποια από τα βιβλία του:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου