Είμαστ' όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μας λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμμένοι αρλεκίνοι.
Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ' έν' άγνωστο δρόμο.
Μα με τον ακιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.
τώρα η θλίψη μας συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δεν θ' ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
-ένα ρόδο χλωμό- τη θέρισ' η φθίση.
Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ' αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.
Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σας διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θάχε πνίξει...
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ άγνωστε,
που κάποιο πρωινό
πικρό, μουντό, βροντερό
καρφώθηκαν τα μάτια μου
μ’αγωνία πάνω στ’ άσπρο πτώμα σου
στο πεταμένο πτώμα σου
στην οδόν Αθηνάς
Κι είδα γύρω σου
λυωμένα τα όνειρά σου
μαδημένες τις ελπίδες σου,
άνθρωπέ μου πονεμένε
άγνωστη παρέα μου
στην απέραντη γή μας
Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να σε κυττάζω με συμπόνοια,
να κλάψω για το χαμό σου
πάνω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.
Πεινούσα πολύ
κι είχα πάρει του δρόμους
με παγωμένα πόδια
με παγωμένη σκέψη
και γυρόφερνα την αγωνία μου
στα σκουπίδια.
Κάθε τόσο
χτυπούσαν την πόρτα μου
οι χαφιέδες του θανάτου
φορώντας τον μαύρο μανδύα
των πένθιμων νυχτιών του Γενάρη.
Αυτοί είχαν βάλει
τ’ άστρα στην τσέπη τους
και μέσ’ στη σκέπη τους
είχαν κλειδώσει τον ήλιο.
Κι εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι
με συντροφιά
τα καρφιά του γεροχειμώνα.
Σαν παντιέρα συνδικάτου
που αργοκινιέται
σε πένθιμη παρέλαση
έγερνε η καρδιά μας
στο ρημαγμένο ιστό
του κορμιού μας.
Η κόλαση που είχε υφάνει
η αράχνη των ψευτοχριστιανών
στα σκουριασμένα μυαλά
απίθανων καλόγερων
είχε ζωντανέψει
όπως οι ψείρες
στα λερά ρούχα
των φτωχών…
Από τότε
πέθαναν τόσα χρόνια!
Χορτάσαμε από παλαμάκια
από αγύρτες κι από ήρωες
από “ζήτω” κι από “ελευθερία”
Και πολλές φορές
στα πένθιμα φθινοπωρινά
απογεύματα,
στις πληχτικές καλοκαιριάτικες
νυχτιές
ζωντενεύει μπροστά μου
η κέρινη μορφή σου
αδελφέ μου άγνωστε.
Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατελείωτες
να σε κυττάζω με συμπόνια
να κλάψω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ
Στα ποιήματα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου, ενώ ο τονισμός έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα.
Θε μου,ομορφιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικός και πολύπλευρος καλλιτέχνης! Το ποίημα του για το χειμώνα στην Αθήνα του 1941 είναι ότι καλύτερο έχει γραφτεί νομίζω για την πιο σκοτεινή περίοδο αυτής της πόλης. Και σαν γνήσιος «μπουλουκτζής» έγραψε για ότι ένιωθαν οι ηθοποιοί των μπουλουκιών στις ατελείωτες περιπλανήσεις τους στις επαρχίες.
ΔιαγραφήΕχεις απόλυτο δίκιο για το ποιημα! Μοναδικό,Γιώργο! Θυμάμαι τον πατέρα μου που μου μιλούσε για τον Φωτόπουλο αν και δεν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στον ελληνικο κινηματογράφο...
ΑπάντησηΔιαγραφή