Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Το ταξίδι

Πάντοτε, γυρνώντας από τις καλοκαιρινές διακοπές ή πριν από αυτές, συζητάμε για τα μέρη που επισκεφτήκαμε, τον τρόπο που ταξιδέψαμε. Καράβια, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, μηχανές. Όλα στην "υπηρεσία του σκοπού" μας! Δρόμοι, θάλασσες, αέρας διασχίζονται για να φτάσουμε στον προορισμό μας! Εκατοντάδες ή και χιλιάδες χιλιόμετρα διανύονται σε ελάχιστες ώρες. Ο κόσμος μας πια φαντάζει τόσο μικρός! Σκεφτήκαμε άραγε ποτέ πως φτάσαμε να τα θεωρούμε όλα αυτά τόσο δεδομένα; Πώς κατακτήσαμε θάλασσες και αιθέρες; Πώς από μια πόλη ξεκινήσαμε προς το άγνωστο ανάμεσα σε πυκνά δάση να ανακαλύψουμε τι υπάρχει παρακάτω; Πως διανοίξαμε περάσματα; Πως ανεβήκαμε σε μια σχεδία και βουτήξαμε στο απέραντο μπλε σκούρο άγνωστο για να βρούμε την απέναντι στεριά; Αν υπάρχει κιόλας! Ας φανταστούμε λοιπόν τον παλιό άνθρωπο να ανοίγει την πόρτα της πολιτείας του αποφασισμένος να ανακαλύψει τι υπάρχει παρακάτω. Όλα τα εμπόδια είναι μπροστά του, αλλά δε θα το βάλει κάτω! Πυκνά δάση, άγρια ζώα, αδιάβατες θάλασσες, ανεξήγητα και απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα και κυρίως το άγνωστο... Το άγνωστο που πάντα γοήτευε τον άνθρωπο!


Τον περασμένο χρόνο κατάφερα να επιχειρήσω μια περιοδεία στη Νότιο Αμερική, που από πολύ καιρό την ονειρευόμουνα. [...] Η θάλασσα ήταν γαλήνια· είχα τις ευκαιρίες για μια ολοκληρωτική ανάπαυση μέσα στο ταχύπλοο κι ευρύχωρο υπερωκεάνειο [...] Τις πρώτες μέρες χαιρόμουν σε μεγάλο βαθμό τις παραδεισιακές αυτές συνθήκες. Την έβδομη, όμως, ή όγδοη μέρα, μια δύστροπη αδημονία με κυρίεψε. Ο ουρανός ήταν τόσο αδιατάραχτα γαλάζιος και τα γαλάζια κύματα τόσο αδιατάραχτα καλοσυνεμένα! [...] Νοσταλγούσα πια να φτάσουμε σ' ένα λιμάνι· [...] Το αδιάκοπο αντίκρυσμα των ίδιων προσώπων με καταπονούσε, και η μονοτονία της ρουτίνας του βαποριού γινόταν ολοένα ανυπόφορη. Εμπρός, εμπρός, γρηγορότερα, γρηγορότερα! Αυτό το θαυμάσιο, μ' όλες του τις ανέσεις, το ταχύπλοο καράβι που γλιστρούσε πάνω στα κύματα, ταξίδευε πολύ ακαμάτικα για τη διάθεση μου.  

Ήμουν, όμως, στα γερά ντροπιασμένος για τον εαυτό μου, τη στιγμή που ανακάλυψα την ανυπομονησία μου. Βρίσκεσαι εδώ, είπα στον εαυτό μου ονειδίζοντας τον, ταξιδεύοντας με το πιο σίγουρο από τα καράβια στο πιο εξαίσιο που μπορεί κανείς να φανταστεί ταξίδι, μ' όλες τις πολυτέλειες του κόσμου στη διάθεση σου. [...] Ξέρεις τον προορισμό σου, στην ώρα, σχεδόν στο λεπτό, ξέρεις πότε θα φτάσεις εκεί· και περιμένουν τον ερχομό σου με φιλική διάθεση και προθυμία. [...] Θυμήσου, ανυπόμονος κι αχάριστος καθώς είσαι, τι ήτανε τα ταξίδια τον παλιό καιρό. Παράβαλε την τωρινή σου πείρα με την πείρα  των καρτερικών εκείνων θαλασσοπόρων, που ήταν οι πρώτοι που διασχίσανε τον ωκεανό κι έκαναν σε μας γνωστό τον κόσμο. [...] Προσπάθησε να φανταστείς πως ξανοίγονταν στις θάλασσες πάνω σε πλοία λίγο μεγαλύτερα από ψαρόβαρκες για να εξερευνήσουν το άγνωστο, ν' αρμενίσουν χωρίς να ξέρουν για που, χαμένοι μέσα στο άπειρο, διαρκώς μέσα στον κίνδυνο, εκτεθειμένοι σ' όλες τις περιπέτειες των τρικυμιών, σε κάθε λογής στέρηση. Ούτε φως όταν πέφτει το σκοτάδι, τίποτε άλλο για να πιούν παρά γλυφό χλιαρό νερό μαζεμένο σε βαρέλια, που γέμιζαν συμπτωματικά από τη βροχή. Τίποτε για να φάνε παρά παξιμάδια, που ήτανε συχνά μουχλιασμένα, και χοιρινό τουρσί το πιο συχνά χαλασμένο. [...] Ούτε κρεβάτια, ούτε σαλόνια που τα ΄κάνε χειρότερα για τους θαλασσοπόρους αυτούς η συναίσθηση πως ήτανε μόνοι πάνω στην ατελείωτη έρημο των νερών. Για μήνες, για χρόνια, κανείς από την πατρίδα τους δεν ήξερε τι απέγιναν, κι άλλο τόσο κι οι ίδιοι αυτοί δεν μπορούσαν να ξέρουν που πήγαιναν. Η έλλειψη τους ήταν συνεπιβάτης, ο θάνατος με μύριες μορφές τους περικύκλωνε κι από την ξηρά κι από τη θάλασσα, ο κίνδυνος από τους ανθρώπους κι από τα στοιχεία. Από τον ένα μήνα στον άλλο χρόνο υποφέρανε πάνω στο φτωχό καραβάκι τους τα ανιστόρητα μαρτύρια της απομόνωσης τους. Δεν βρισκόταν κανείς να τους βοηθήσει στην ανάγκη. Πάνω στα παρθένα νερά, μήνες και μήνες περνούσαν χωρίς να πάρει το μάτι τους ένα πανί ν' αρμενίζει. [...]

Ναι, μόλις άρχισα να αναπολώ τα πρώτα ταξίδια των κατακτητών της θάλασσας ντράπηκα ειλικρινά για την ανυπομονησία μου. [...]

[Στέφαν Τσβάιχ, Μαγγελάνος, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος]


Αυτά λοιπόν σκεφτόταν ο Στέφαν Τσβάιχ κατά τη διάρκεια του άνετου ταξιδιού του και έγραψε για το καταπληκτικό εκείνο κατόρθωμα του Μαγγελάνου! 

Ας φύγουμε τώρα όμως από τις ατελείωτες ανεξερεύνητες θάλασσες κι ας περιπλανηθούμε στις αδιάβατες στεριές. Ας ανοίξουμε τις πόρτες των μικρών πολιτειών να δούμε τι υπήρχε τότε απ' έξω! 

Για να δούμε πως περιγράφονται όλα αυτά στο βιβλίο «Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο». Ένα βιβλίο εξαιρετικό! Ένα βιβλίο σπουδαίο! Η ανθρωπολογική του αξία τεράστια! Μας ανοίγει ορίζοντες! Μας ανοίγει τα μάτια! Να σκεφτούμε πως τίποτα δεν ήταν κάποτε δεδομένο στις μετακινήσεις του ανθρώπου. Όλα έγιναν βήμα βήμα. Με βήμα αργό και επίπονο. Κουραστικό, συνοδευόμενο από κακουχίες και θάνατο, αλλά στο τέλος της διαδρομής βήμα θριαμβευτικό!


Οι άνθρωποι έχτισαν τις πρώτες τους πόλεις ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη και δημιούργησαν το πρώτο ενιαίο κράτος στις όχθες του Νείλου. Αναπόφευκτα, ο νέος τρόπο; ζωής εισήγαγε και νέους τρόπους μετακίνησης. [...] 

Οι ορίζοντες άνοιξαν θεαματικά λίγο μετά το 3000 π.Χ., όταν οι ναυπηγοί έμαθαν να κατασκευάζουν πλοία ικανά να ταξιδεύουν με σχετική ασφάλεια και άνεση στην ανοικτή θάλασσα. [...]

Όπου δεν υπήρχαν υδάτινοι δρόμοι, όπως στην Παλαιστίνη και τη Συρία, που έχουν ελάχιστους πλωτούς ποταμούς, οι ταξιδιώτες στην αρχή πήγαιναν ή με τα πόδια ή πάνω σε γαϊδούράκια. Γύρω στο 3000π.Χ. αρχίζουν τα τροχοφόρα. [...] Πρόκειται για βαριά αμάξια με κιβωτιόσχημο σώμα το οποίο φέρεται σε τέσσερις συμπαγείς τροχούς και σύρεται από ένα ζευγάρι βόδια ή όναργους. 

Το δίτροχο αμάξι φαίνεται πως έκανε την εμφάνιση του λίγο αργότερα, αλλά ήταν πάλι ένα χοντροκομμένο κατασκεύασμα πάνω σε δύο συμπαγείς τροχούς. [...] Γύρω στο 2300 π.Χ., το άλογο άρχισε να χρησιμοποιείται ως υποζύγιο στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, και, πριν περάσουν πολλοί αιώνες, κατασκευάστηκε ένας ελαφρότερος τύπος άμαξας, που την έσερναν άλογα ή μουλάρια, ένα γρήγορο και εύχρηστο μεταφορικό μέσο [...]

Κατά το πρώτο ήμισυ της δεύτερης χιλιετίας οι ξυλουργοί έμαθαν να χρησιμοποιούν τη θερμότητα για να λυγίζουν το ξύλο. Αυτό τους επέτρεψε να αντικαταστήσουν τους δυσκίνητους συμπαγείς δίσκους των παλαιότερων εποχών με ακτινωτούς τροχούς, συνήθως με τέσσερις, κάποτε και έξι ακτίνες γερά στερεωμένες πάνω σε ξύλινη στεφάνη, και το βαρύ ξύλινο αμάξωμα με άλλο ελαφρότερο, φτιαγμένο από ξύλινο σκελετό καλυμμένον με δέρματα ή ψάθες, [...] Η καινούρια εφεύρεση έγινε πολύ δημοφιλής σε όλο τον κόσμο. 


Τα τροχοφόρα όμως χρειάζονταν δρόμους! Και φυσικά εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν και τόσοι πολλοί! Γι' αυτό, όσοι έπρεπε να μετακινηθούν, κυρίως οι έμποροι, κινούνταν με τα πόδια. Έπρεπε λοιπόν ο άνθρωπος να λύσει και αυτό το πρόβλημα. Να ανοίξει δρόμους σε όλων των ειδών τα εδάφη!


Ο οδοιπόρος ή το ζώο χρειάζεται μονοπάτι. Το τροχοφόρο χρειάζεται δρόμο [...] σ' αυτή την πρώιμη εποχή δεν υπήρχαν και τόσοι πολλοί αμαξιτοί δρόμοι. [...] Είναι σίγουρο ότι υπήρχε δρόμος, και πολύ καλός μάλιστα, ανάμεσα στη Βαβυλώνα και τη Λάρσα την εποχή που κυβερνούσε την αυτοκρατορία των Βαβυλωνίων ο Χαμουραμπί, από το 1792 ως το 1750 π.Χ. [...]

Ωστόσο, ακόμη και οι καλύτεροι από αυτούς τους μεγάλους δρόμους δεν πρόσφεραν παρά τα απολύτως στοιχειώδη. Η λιθόστρωση ήταν ανύπαρκτη. [...] Οι γέφυρες ήταν επίσης σπάνιες, και περίπου ανύπαρκτες στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία οι πλημμύρες αποτελούσαν σχεδόν άλυτο πρόβλημα για τους σύγχρονους μηχανικούς. Τα τροχοφόρα είτε περνούσαν από αβαθή σημεία, είτε μεταφέρονταν με σχεδίες, επιχείρηση που καμιά φορά επέβαλλε την αποσυναρμολόγησή τους ώστε να στριμωχτούν πάνω σε κάποια μικρή καλαμένια βάρκα ή σχεδία. [...] Ύστερα υπήρχε και το θέμα της συντήρησης. [...]


Άρχισαν λοιπόν δειλά δειλά να εμφανίζονται και οι πρώτοι ταξιδιώτες! Κρατικοί υπάλληλοι, κρατικοί απεσταλμένοι, έμποροι, «αυτός ήταν ο κόσμος που κυκλοφορούσε μέρα νύχτα στους δρόμους και στα ποτάμια. Ορισμένες όμως εποχές του χρόνου, όλοι αυτοί δεν ήταν τίποτε μπροστά στα πλήθη των πιστών που συνέρρεαν στους ιερούς τόπους όταν γιόρταζε ο θεός της περιοχής.» Όλες αυτές οι μετακινήσεις έπαιρναν χαρακτήρα γιορτής. Ο αριθμός των ανθρώπων που μετακινούνταν ήταν πολλές χιλιάδες!  «Και τελικά, από το 1500 π.Χ. και ύστερα, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις στην Αίγυπτο, για ταξίδια που γίνονται από απλή περιέργεια ή για διασκέδαση»

Όλα αυτά όμως δεν σήμαιναν ότι τα ταξίδια ήταν άνετα ή δεν περιείχαν κινδύνους

Το ταξίδι δια ξηράς εκείνη την εποχή ήταν επίπονο και επικίνδυνο συνάμα. Ταξίδι σήμαινε να ακολουθείς δρόμους που συχνά δεν ήταν παρά κακοτράχαλα μονοπάτια. Σήμαινε να περνάς ποτάμια με τα πόδια, ή, αν είχες καλή τύχη να πέσεις σε πορθμείο, να περιμένεις τον πορθμέα. Μα πάνω απ' όλα, σήμαινε κοπιαστική πορεία κάτω από τον ήλιο, τον άνεμο ή τη βροχή, που και τα τρία να είναι ανελέητα [...] Χειρότεροι από τις κακουχίες ήταν οι κίνδυνοι, και πάνω απ' όλα οι ληστείες.


Άνοιξαν, λοιπόν, οι άνθρωποι τις πόρτες των τειχών των πόλεων τους. Δειλά δειλά στην αρχή. Με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια. Ξεθάρρεψαν. Πήγαιναν σε μαντεία, σε ιαματικές πηγές, σε ναούς,  σε αξιοθέατα, ακόμα και στα μουσεία που υπήρχαν από τότε! Υποτυπώδη πανδοχεία και εστιατόρια υποδέχονταν τους κουρασμένους ταξιδιώτες. Οδοιπόρους και εποχούμενους. Οι δρόμοι βελτιώνονταν και προσαρμόζονταν στους τροχούς των αμαξιών της αντίστοιχης εποχής! Αλλά ο καιρός πάντα καθόριζε το ταξίδι. Ιδιαίτερα το θαλάσσιο.  Οι άνεμοι αποφάσιζαν τα πάντα γι' αυτό. Στις θάλασσες και τη στεριά, η εικόνα και η γνώση που είχαν για το μέχρι που φτάνει ο κόσμος μεγάλωνε! Έπρεπε, λοιπόν, οι δρόμοι, θαλάσσιοι και στεριανοί, να φτάσουν έως εκεί. Κι αν για εμάς που γνωρίζουμε σε πόση ακριβώς ώρα θα φτάσουμε ακόμα και στον πιο μακρινό προορισμό, για τον παλιό άνθρωπο το άγνωστο ήταν ο κανόνας... 

Γι' αυτό, την επόμενη φορά που θα δυσφορήσουμε για κάποια αναποδιά ενός ταξιδιού μας, ας σκεφτούμε τους ανθρώπους που διέσχιζαν τον ίδιο δρόμο με εμάς, την ίδια θάλασσα, αιώνες πριν. Όλους αυτούς «τους κατακτητές» των δρόμων και των θαλασσών!


Με πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο «Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο», του Lionel Casson, σε μετάφραση της Λίνας Σταμάτη και επιμέλεια της Αντιγόνης Φιλιπποπούλου. Εκδόσεις ΜΙΕΤ.



















2 σχόλια:

  1. υπέροχο,Γιώργο! Ομολογουμένως δεν έχω ποτές μου κάνει τον κόπο να σκεφτώ πώς ηταν τα ταξίδια πριν χιλιάδες χρόνια...έφερνα με το νου μου τις συνθήκες των ταξιδιωτών μέχρις τα κλασικά χρόνια,μα ποτές μου πιο πριν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ούτε κι εγώ πριν διαβάσω αυτά τα δύο βιβλία. Ποτέ! Αξίζουν και τα δύο!

      Διαγραφή